Γιώργος Ιωάννου
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον άμορφο μονόλογο […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα». Να δώσετε μερικά παραδείγματα μέσα από τις Σελίδες από τα οποία να φαίνονται οι διαφορετικές μορφές γραφής του.
Τα κείμενα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον ‘άμορφο’ συνειρμικό μονόλογο, για να αποστάξουν μια ιδιάζουσα διάθεση με την ανάκληση πραγμάτων ανορθόδοξα εφαπτόμενων […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, για να υποβάλουν έντεχνα μια στάση ζωής μέσα από την τάχα αμερόληπτη, ορθολογική ταξινόμηση ανθρώπων και ανθρώπινων σχέσεων· άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως συχνά με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα από αφηγηματικές συμβάσεις, σε βαθμό που η παλαιότερη αισθητική θα τον θεωρούσε απαράδεκτο» (Κοτζιάς Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982 , σσ. 44-45).
Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του αισθάνεται την ελευθερία να κινείται ανάμεσα στο παραδοσιακό διήγημα και στη συνειρμική καταγραφή των σκέψεών του, που παραπέμπει σε εσωτερικό μονόλογο, καθώς αυτό το είδος γραφής του παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει τη σχέση που επιθυμεί με τους αναγνώστες του. Ο Ιωάννου διαλύει την ψευδαίσθηση του απρόσωπου αφηγητή και απευθύνει την ιστορία του άμεσα στον αναγνώστη, ενισχύοντας την αίσθηση οικειότητας που αποπνέουν τα κείμενά του. Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η επιστροφή στις δομές των μυθοπλαστικών διηγημάτων, σκοπός του είναι η απόδοση εικόνων από την πραγματική ζωή, με μια παράλληλη διαπραγμάτευση των δρώμενων από το συγγραφέα κάθε φορά που αισθάνεται την ανάγκη να σχολιάσει μια κατάσταση, να αποσαφηνίσει ένα συμβάν ή απλώς κάθε φορά που συνειρμικά η σκέψη του κατευθύνεται σε μια άλλη ιδέα ή ένα άλλο γεγονός. Ο συγγραφέας διηγείται τις ιστορίες του σα να μιλά πρόσωπο με πρόσωπο με τον εκάστοτε αποδέκτη και δε διστάζει να απομακρυνθεί χρονικά και τοπικά από το διηγούμενο γεγονός, αν πιστεύει ότι αυτό που θέλει να συμπληρώσει θα προσφέρει κάτι χρήσιμο ή ενδιαφέρον στην ιστορία του.
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν έχουν συνοχή και σπάνια ακολουθούν μια γραμμική ή σχεδόν γραμμική αφήγηση. Συνήθως δίνονται με αναδρομικές αφηγήσεις και με συχνές παρεκβάσεις, καθώς ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αφήγηση ενός γεγονότος όσο για τη μετάδοση ενός συναισθήματος. Ο Ιωάννου θέλει να μεταφέρει στον αναγνώστη το συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή όπου εκτυλίσσεται η διηγούμενη ιστορία, μιας και αυτό βοηθά περισσότερο τον αναγνώστη να κατανοήσει τις ειδικές συνθήκες που καθοδήγησαν τις πράξεις του ήρωα.
Στο πεζογράφημα του Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» μπορούμε να διακρίνουμε σε ό,τι αφορά την ιστορία της ανώνυμης Τουρκάλας, ίχνη παραδοσιακού διηγήματος, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας επιλέγει και ακολουθεί ένα κεντρικό πρόσωπο. Βέβαια, ο Ιωάννου κι εδώ διαφοροποιείται από τους παραδοσιακούς διηγηματογράφους καθώς εμπλουτίζει τη διήγησή του με μια παρέκβαση σχετικά με τις αλλαγές που γίνονται στη γενέτειρά του και παράλληλα αντί να επικεντρωθεί σ’ ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή της ηρωίδας του, επικεντρώνεται και αποδίδει ουσιαστικά το συναίσθημα της νοσταλγίας που διατρέχει τη ζωή της από τη στιγμή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Το πεζογράφημά του δεν έχει πλοκή κι εξέλιξη, όπως τα παραδοσιακά διηγήματα, εφόσον αυτό που ενδιαφέρει το συγγραφέα είναι να αναδείξει τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας και όχι να δημιουργήσει μια ιστορία που να προκαλεί αγωνία στον αναγνώστη για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Παιδί προσφύγων ο Ιωάννου αναγνωρίζει και σέβεται τον πόνο των προσφύγων ανεξάρτητα από την εθνικότητα του πρόσφυγα, γιατί ο πόνος είναι κοινός και ξεπερνά τις εθνικές διαφορές που ελάχιστα ενδιαφέρουν τους απλούς ανθρώπους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» το οποίο αποτελεί έναν εκτενή εσωτερικό μονόλογο, με στοιχεία σχολιασμού της σύγχρονης κοινωνίας. Ο συγγραφέας εδώ αποδεσμεύεται τελείως από τον κεντρικό μύθο του διηγήματος και προχωρά στη σύνθεση ενός κειμένου σχετικά με τη ζωή των προσφύγων. Οι παππούδες του Ιωάννου είχαν φύγει από την Ανατολική Θράκη πολύ προτού ξεκινήσουν τα μεγάλα κύματα προσφύγων, γι’ αυτό και η οικογένειά του δεν έμεινε ποτέ σε κάποιον από τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν ειδικά για την εγκατάσταση των προσφύγων. Ο Ιωάννου επομένως είναι ένας από τους διεσπαρμένους πρόσφυγες εφόσον δεν μένει μαζί με τους υπόλοιπους κι αυτό του στερεί τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο συναισθηματικό δέσιμο που κρατά ενωμένους τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Το κείμενο αυτό δεν μπορεί βέβαια χαρακτηριστεί διήγημα, εφόσον δεν έχει κάποια κεντρική ιστορία και δεν ακολουθεί την ιστορία κάποιου ήρωα. Είναι περισσότερο μια καταγραφή των συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα, ο οποίος αναγκάζεται να ζει σε μια απρόσωπη πόλη όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Η μοναξιά του συγγραφέα είναι αυτή που του υπαγορεύει τις συχνές επισκέψεις στους συνοικισμούς των προσφύγων κι είναι αυτή παράλληλα που τον ωθεί να επιδιώξει την ταύτιση μαζί τους. Εφόσον ο Ιωάννου δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους αδιάφορους κατοίκους της πόλης, τουλάχιστον μπορεί να αισθάνεται την οικειότητα του αίματος που τον ενώνει με τους άλλους πρόσφυγες.
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον άμορφο μονόλογο […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα». Να δώσετε μερικά παραδείγματα μέσα από τις Σελίδες από τα οποία να φαίνονται οι διαφορετικές μορφές γραφής του.
Τα κείμενα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον ‘άμορφο’ συνειρμικό μονόλογο, για να αποστάξουν μια ιδιάζουσα διάθεση με την ανάκληση πραγμάτων ανορθόδοξα εφαπτόμενων […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, για να υποβάλουν έντεχνα μια στάση ζωής μέσα από την τάχα αμερόληπτη, ορθολογική ταξινόμηση ανθρώπων και ανθρώπινων σχέσεων· άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα, έμφορτα όμως συχνά με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα από αφηγηματικές συμβάσεις, σε βαθμό που η παλαιότερη αισθητική θα τον θεωρούσε απαράδεκτο» (Κοτζιάς Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982 , σσ. 44-45).
Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του αισθάνεται την ελευθερία να κινείται ανάμεσα στο παραδοσιακό διήγημα και στη συνειρμική καταγραφή των σκέψεών του, που παραπέμπει σε εσωτερικό μονόλογο, καθώς αυτό το είδος γραφής του παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει τη σχέση που επιθυμεί με τους αναγνώστες του. Ο Ιωάννου διαλύει την ψευδαίσθηση του απρόσωπου αφηγητή και απευθύνει την ιστορία του άμεσα στον αναγνώστη, ενισχύοντας την αίσθηση οικειότητας που αποπνέουν τα κείμενά του. Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η επιστροφή στις δομές των μυθοπλαστικών διηγημάτων, σκοπός του είναι η απόδοση εικόνων από την πραγματική ζωή, με μια παράλληλη διαπραγμάτευση των δρώμενων από το συγγραφέα κάθε φορά που αισθάνεται την ανάγκη να σχολιάσει μια κατάσταση, να αποσαφηνίσει ένα συμβάν ή απλώς κάθε φορά που συνειρμικά η σκέψη του κατευθύνεται σε μια άλλη ιδέα ή ένα άλλο γεγονός. Ο συγγραφέας διηγείται τις ιστορίες του σα να μιλά πρόσωπο με πρόσωπο με τον εκάστοτε αποδέκτη και δε διστάζει να απομακρυνθεί χρονικά και τοπικά από το διηγούμενο γεγονός, αν πιστεύει ότι αυτό που θέλει να συμπληρώσει θα προσφέρει κάτι χρήσιμο ή ενδιαφέρον στην ιστορία του.
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν έχουν συνοχή και σπάνια ακολουθούν μια γραμμική ή σχεδόν γραμμική αφήγηση. Συνήθως δίνονται με αναδρομικές αφηγήσεις και με συχνές παρεκβάσεις, καθώς ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αφήγηση ενός γεγονότος όσο για τη μετάδοση ενός συναισθήματος. Ο Ιωάννου θέλει να μεταφέρει στον αναγνώστη το συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή όπου εκτυλίσσεται η διηγούμενη ιστορία, μιας και αυτό βοηθά περισσότερο τον αναγνώστη να κατανοήσει τις ειδικές συνθήκες που καθοδήγησαν τις πράξεις του ήρωα.
Στο πεζογράφημα του Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» μπορούμε να διακρίνουμε σε ό,τι αφορά την ιστορία της ανώνυμης Τουρκάλας, ίχνη παραδοσιακού διηγήματος, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας επιλέγει και ακολουθεί ένα κεντρικό πρόσωπο. Βέβαια, ο Ιωάννου κι εδώ διαφοροποιείται από τους παραδοσιακούς διηγηματογράφους καθώς εμπλουτίζει τη διήγησή του με μια παρέκβαση σχετικά με τις αλλαγές που γίνονται στη γενέτειρά του και παράλληλα αντί να επικεντρωθεί σ’ ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή της ηρωίδας του, επικεντρώνεται και αποδίδει ουσιαστικά το συναίσθημα της νοσταλγίας που διατρέχει τη ζωή της από τη στιγμή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Το πεζογράφημά του δεν έχει πλοκή κι εξέλιξη, όπως τα παραδοσιακά διηγήματα, εφόσον αυτό που ενδιαφέρει το συγγραφέα είναι να αναδείξει τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας και όχι να δημιουργήσει μια ιστορία που να προκαλεί αγωνία στον αναγνώστη για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Παιδί προσφύγων ο Ιωάννου αναγνωρίζει και σέβεται τον πόνο των προσφύγων ανεξάρτητα από την εθνικότητα του πρόσφυγα, γιατί ο πόνος είναι κοινός και ξεπερνά τις εθνικές διαφορές που ελάχιστα ενδιαφέρουν τους απλούς ανθρώπους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» το οποίο αποτελεί έναν εκτενή εσωτερικό μονόλογο, με στοιχεία σχολιασμού της σύγχρονης κοινωνίας. Ο συγγραφέας εδώ αποδεσμεύεται τελείως από τον κεντρικό μύθο του διηγήματος και προχωρά στη σύνθεση ενός κειμένου σχετικά με τη ζωή των προσφύγων. Οι παππούδες του Ιωάννου είχαν φύγει από την Ανατολική Θράκη πολύ προτού ξεκινήσουν τα μεγάλα κύματα προσφύγων, γι’ αυτό και η οικογένειά του δεν έμεινε ποτέ σε κάποιον από τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν ειδικά για την εγκατάσταση των προσφύγων. Ο Ιωάννου επομένως είναι ένας από τους διεσπαρμένους πρόσφυγες εφόσον δεν μένει μαζί με τους υπόλοιπους κι αυτό του στερεί τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο συναισθηματικό δέσιμο που κρατά ενωμένους τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Το κείμενο αυτό δεν μπορεί βέβαια χαρακτηριστεί διήγημα, εφόσον δεν έχει κάποια κεντρική ιστορία και δεν ακολουθεί την ιστορία κάποιου ήρωα. Είναι περισσότερο μια καταγραφή των συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα, ο οποίος αναγκάζεται να ζει σε μια απρόσωπη πόλη όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Η μοναξιά του συγγραφέα είναι αυτή που του υπαγορεύει τις συχνές επισκέψεις στους συνοικισμούς των προσφύγων κι είναι αυτή παράλληλα που τον ωθεί να επιδιώξει την ταύτιση μαζί τους. Εφόσον ο Ιωάννου δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους αδιάφορους κατοίκους της πόλης, τουλάχιστον μπορεί να αισθάνεται την οικειότητα του αίματος που τον ενώνει με τους άλλους πρόσφυγες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου