Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»: Ο αφηγητής αισθάνεται ενοχή καθώς βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη για την άρρωστη αδελφή του και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής. | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»: Ο αφηγητής αισθάνεται ενοχή καθώς βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη για την άρρωστη αδελφή του και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Katie Fitzgerald

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Ο αφηγητής αισθάνεται ενοχή καθώς βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη για την άρρωστη αδελφή του και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής. Σε ποια σημεία του κειμένου φαίνεται αυτή η σύγκρουση;


Ο αφηγητής – παιδί αισθάνεται έντονα την έλλειψη της μητρικής αγάπης και γι’ αυτό προσπαθεί όσο περισσότερο μπορεί να ευχαριστεί τη μητέρα του, με την ελπίδα ίσως ότι στην πορεία εκείνη θα συνειδητοποιήσει την έκταση της αφοσίωσής του και θα του δείξει την αγάπη που για την ώρα του στερεί. «Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις ἐκείνας μετὰ ἀναγκαστικῆς στωικότητος καὶ ἐξετέλουν προθύμως τὰ καθήκοντά μου, προσπαθῶν νὰ καταστῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρεστότερος.» Ο αφηγητής, άλλωστε, πιστεύει ότι ο λόγος για τον οποίο η μητέρα του δεν του δείχνει την αγάπη που του αναλογεί, είναι η άσχημη υγεία της αδερφής του. Επειδή όμως αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κατηγορήσει την αδερφή του για την κατάσταση αυτή, προσπαθεί να καλύψει τις συναισθητικές του ανάγκες με τη συνεχή του παρουσία στο πλευρό της αδερφής του.
Η εύθραυστη αυτή ισορροπία ανατρέπεται όμως όταν ο αφηγητής ακούει την προσευχή της μητέρας του και όλο το παράπονο που αισθάνεται βγαίνει πια στην επιφάνεια. «Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καὶ μοῖ ἐφάνη ὅτι ἐνόησα, διατὶ ὁ πατήρ μου ἐσυνείθιζε νὰ μὲ ὀνομάζη τὸ ἀδικημένο του. Καὶ μὲ ἐπῆρε τὸ παράπονον καὶ ἤρχησα νὰ κλαίω. Ὦ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δὲν μὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν μὲ θέλει!» Ο αφηγητής πλέον συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του όχι μόνο τον παραμελεί, αλλά είναι πρόθυμη να προσφέρει αυτόν στη θέση της αδερφής του. Η προσευχή της μητέρας του τον πληγώνει βαθιά και τον ωθεί στην απόφαση να μην επιστρέψει πια στην εκκλησία.
«Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου.» Η προσευχή του αφηγητή αποτελεί την ύστατη πράξη διαμαρτυρίας του, απέναντι σ’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως αδιαφορία από την πλευρά της μητέρας του.
[Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιός της. Περνώντας σε πρώτο πλάνο μ’ ένα δεύτερο «ενθυμούμαι» ο τελευταίος αυτός ανακαλεί, μαζί με την εφιαλτική ατμόσφαιρα της νυχτερινής εκκλησίας, και τον τραυματισμό του από τα λόγια της μητρικής προσευχής. Όμως οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την άρρωστη αδερφή του, δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού, δεν τον εμποδίζουν να ομολογήσει απερίφραστα το παράπονό του: «ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον».
Εδώ παίζεται το αληθινό δράμα, σ’ αυτήν τη στέρηση της μητρικής στοργής που μένει ουσιαστικά αθεράπευτη. Πίσω από την επιφανειακή οικογενειακή ομόνοια, αναγκαία μπροστά στην αρρώστια της Αννιώς, οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές συγκρούσεις ή παράπονα. Ο λόγος δεν είναι μόνο ομολογία∙ είναι και απόκρυψη.
Συνειδητή ή υποσυνείδητη, η «απόκρυψη» επιβάλλει πριν απ’ όλα τον εξωραϊσμό και την απόλυτη αρμονία των οικογενειακών σχέσεων: η μητέρα είναι πρότυπο αφοσίωσης, η άρρωστη Αννιώ δείχνει αγγελική καλοσύνη και ταπείνωση προς όλους, τα παραμελημένα αγόρια δέχονται με μαζοχιστική κατανόηση τη μητρική εύνοια προς την αδερφή τους: «Καὶ ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦμεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάμεθα.» Ότι ο αφηγητής αποκρύβει ή εξωραΐζει ένα μέρος από τα πραγματικά του αισθήματα, φαίνεται από τη στάση του απέναντι στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του: αντί να γίνει κατηγορητήριο (όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες στιγμές, ξεφεύγοντας την αυτολογοκρισία), το παράπονό του μεταβάλλεται σε διαρκή υπεράσπιση και εξιδανίκευση, δηλαδή σ’ ένα είδος μετάνοιας που έρχεται όψιμα να καλύψει την αγανάκτηση και την ενοχή του στερημένου παιδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο ίδιος μόνο αισθήματα αγάπης εκφράζει για την αδερφή του, η αφήγηση της μητέρας του τον διαψεύδει: «Καὶ εἴχαμε πιὰ τὴν Ἀννιὼ 'σὰν τὰ μάτια μας. Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου.»

Παν. Μουλλάς]

Δείτε επίσης:

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»: Σε ποια σημεία της ενότητας διακρίνετε αισθήματα ενοχής του αφηγητή απέναντι στη μητέρα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...