Ποια εξωπραγματικά και μαγικά στοιχεία ενσωματώνονται στη διήγηση και τι ρόλο παίζουν στην πλοκή του έργου;
«Ὁσάκις τὸ φλογίδιον μιᾶς κανδύλας ἔτρεμε, μοὶ ἐφαίνετο, πῶς ὁ ἅγιος ἐπὶ τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νὰ ζωντανεύῃ, καὶ ἐσάλευε, προσπαθῶν ν' ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὰς σανίδας, καὶ καταβῇ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μὲ τὰ φαρδυὰ καὶ κόκκινά του φορέματα, μὲ τὸν στέφανον περὶ τὴν κεφαλὴν, καὶ μὲ τοὺς ἀτενεὶς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ καὶ ἀπαθοῦς προσώπου του.
Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρὸς ἄνεμος ἐσύριζε διὰ τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τὰς μικρὰς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περὶ τὴν ἐκκλησίαν νεκροὶ ἀνερριχῶντο τοὺς τοίχους καὶ προσεπάθουν νὰ εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καὶ τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἔνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νὰ θερμάνῃ τὰς ἀσάρκους του χείρας ἐπὶ τοῦ μαγκαλίου, τὸ ὁποῖον ἔκαιε πρὸ ἡμῶν.»
Στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας τα πρώτα εξωπραγματικά στοιχεία που συναντούμε είναι οι παραισθήσεις που έχει ο μικρός – αφηγητής κατά την πρώτη του διανυκτέρευση στην εκκλησία. Με τον ιδιαίτερα παραστατικό αυτό τρόπο ο αφηγητής μας τονίζει το μέγεθος της συνεισφοράς του κατά τη διάρκεια της ασθένειας της Αννιώς, υπό την έννοια ότι παρά το γεγονός ότι ήταν απλώς ένα μικρό παιδί και φοβόταν πάρα πολύ, εντούτοις ήταν πρόθυμος να καταπολεμήσεις τους φόβους του για χάρη της αδερφής του. Επιπλέον, το τμήμα αυτό της αφήγησης, υποδηλώνει ότι τα σημαντικά γεγονότα εκείνης της περιόδου μας δίνονται όπως τα έζησε και τα αντιλήφθηκε ένα μικρό παιδί, γι’ αυτό και σε πολλά σημεία υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής, αλλά και της παρερμηνείας, κυρίως σε ό,τι αφορά το πώς ο μικρός – αφηγητής αντιλαμβάνεται τη συμπεριφορά της μητέρας του.
«Αἴφνης μικρὰ χρυσαλὶς, πετάξασα κυκλικῶς ἐπ' αὐτοῦ, ἤγγισε μὲ τὰ πτερά της, καὶ ἐτάραξεν ἐλαφρῶς τὴν ἐπιφάνειάν του.
Ἡ μήτηρ μου ἔκυψεν εὐλαβῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ὅπως ὅταν διαβαίνουν τὰ ἅγια ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
- Κάμε τὸ σταυρό σου, παιδὶ μου! ἐψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη καὶ μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ τὰ ὄμματα.
Ἐγὼ ὑπήκουσα μηχανικῶς.
Ὅταν ἡ μικρὰ ἐκείνη χρυσαλὶς ἐχάθη εἰς τὸ βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρὰ καὶ εὐχαριστημένη, καὶ - Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου! - εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τὴν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μὲ βλέμματα στοργῆς καὶ λατρείας.»
Η εμφάνιση της χρυσαλλίδας που εκλαμβάνεται από τη μητέρα ως η παρουσία της ψυχής του πατέρα, αποτελεί έκφραση μιας διαδεδομένης πεποίθησης του λαού πως οι ψυχές των πεθαμένων έρχονται κοντά στους αγαπημένους τους με τη μορφή συνήθως μικρών εντόμων ή και ζώων. Το πέρασμα αυτό της ψυχής του πατέρα δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για να παρουσιαστεί αφηγηματικά το τέλος της Αννιώς με τον πλέον φυσικό τρόπο, ενώ σ’ ένα ειδικότερο επίπεδο προσφέρει στη μητέρα μια πολύτιμη καθησύχαση ότι ο άντρας της είναι εκεί και θα φροντίσει για την ψυχή του παιδιού της.
Δείτε επίσης: