Katie Fitzgerald
Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου"
Με ποια επίθετα χαρακτηρίζεται ο συνθέτης του μοιρολογιού; Να σχολιάσετε το περιεχόμενό τους.
Ο αφηγητής αποκαλεί το συνθέτη του μοιρολογιού: «Γύφτο», «άγριο ψάλτη», «Αθίγγανο», «Κατσίβελο» και «ραψωδό». Από τα επίθετα αυτά, τα: Γύφτος, Αθίγγανος και Κατσίβελος, χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας για να προσδιορίσουν τη φυλή των Τσιγγάνων και δείχνουν έτσι τη φροντίδα του συγγραφέα να αξιοποιήσει το λεκτικό μας πλούτο και παράλληλα να αποφύγει την επανάληψη της ίδιας λέξης όταν αναφέρεται στο συνθέτη του μοιρολογιού. Ο συγγραφέας, επομένως, αξιοποιεί την πληθώρα των λέξεων που υπάρχουν για το χαρακτηρισμό των Τσιγγάνων, ενώ παράλληλα θέλοντας να τονίσει και την επαγγελματική του ιδιότητα τον αποκαλεί ψάλτη και ραψωδό. Ο ήχος της λύρας και η μελωδία του μοιρολογιού ακούγονται πολύ όμορφοι στον μικρό αφηγητή, ο οποίος παρά το φόβο του για τη μορφή του συνθέτη, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το δημιούργημά του γι’ αυτό και τον αποκαλεί ψάλτη, ενώ το γεγονός ότι είναι ένας περιπλανώμενος συνθέτης, ωθεί τον αφηγητή στο να τον αποκαλέσει ραψωδό, καθώς η ενασχόλησή του θυμίζει τους ραψωδούς της αρχαιότητας.
Οι Τσιγγάνοι αυτοαποκαλούνται Ρομ (Rom) «άνδρας, σύζυγος», - ενώ οι μη Τσιγγάνοι είναι gadje «άξεστοι, χωριάτες». Τόσο η ονομασία όσο και η γλώσσα που μιλούν (Romany) προέρχονται από την (Αρχαία) Ινδική, αφού είναι βέβαιο ότι η αρχική κοιτίδα των Τσιγγάνων είναι η Β. Ινδία. Στο Βυζάντιο οι αιρετικοί Μελχισεδεκίτες (4-5 αι. μ.Χ.) αποκλήθηκαν Αθίγγανοι, από όπου το Ατσίγγανοι (14-15ος αι.) και το Τσιγγάνοι (εξού και η γραφή με –γγ αντί –γκ). Το Αθίγγανοι (α στερητ. + θιγγάνω «θίγω, αγγίζω») σήμαινε «άθικτοι», χαρακτηρισμός που αποδιδόταν στους παρίες, στα μέλη της κατώτερης κάστας (τάξεως) ή στους εκτός κάστας. Ονομάστηκαν επίσης στο Βυζάντιο (9ος αι.) και Αιγύπτιοι, από όπου το Γύφτοι, είτε διότι έφτασαν στο Βυζάντιο μέσω Αιγύπτου είτε διότι προήλθαν από τη «Μικρή Αίγυπτο», την εύφορη Κιλικία (πβ. αγγλ. Gypsy Egyptians «Αιγύπτιοι»). Άλλες ονομασίες τους είναι Κατσίβελοι και Μποέμ. Το Κατσίβελοι προήλθε από το Cattivello, υποκ. του cattivo < λατ. captivus «αιχμάλωτος, δούλος», ενώ το Μποέμ (< γαλλ. boheme) δεν είναι παρά οι Βοημοί, οι πρόσφυγες από τη Βοημία, που μετακινούνταν και ζούσαν ξέγνοιαστοι και ελεύθεροι... Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου