Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Ποια στοιχεία αντλούμε απ’ αυτήν την ενότητα για το εθιμικό της υιοθεσίας στη Θράκη;
Με βάση την πρώτη υιοθεσία που περιγράφεται με λεπτομέρεια από τον αφηγητή μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η διαδικασία αυτή γινόταν υπό τον έλεγχο της εκκλησίας αλλά και του συνόλου της τοπικής κοινωνίας, χωρίς όμως τη συμμετοχή νομικών. Η υιοθέτηση του παιδιού βασίζεται στην υπόσχεση που δίνει η γυναίκα που υιοθετεί ότι θα αγαπήσει και θα φροντίσει το παιδί σαν να είναι δικό της, υπόσχεση που δίνεται μέσα στην εκκλησία μπροστά στους φυσικούς γονείς αλλά και στους κατοίκους του χωριού και προφανώς έχει τη δεσμευτική αξία των νομικών εγγράφων που υπογράφονται στις μέρες μας.
Η υιοθεσία ξεκινά στην εκκλησία με την τέλεση θείας λειτουργίας και συνεχίζεται με τη μεταφορά του παιδιού στο νέο του σπίτι, με τη συνοδεία όλης της τοπικής κοινωνίας. Η νέα μητέρα παίρνει για πρώτη φορά το παιδί από τα χέρια του ιερέα, ενώπιον του οποίου δεσμεύεται για την απόφασή της να φροντίσει το παιδί και στη συνέχεια η υιοθεσία πιστοποιείται όταν ο πρωτόγερος του χωριού, δηλαδή ο πιο ηλικιωμένος ή ο πιο σεβαστός από τους γέροντες, σηκώνει το παιδί ψηλά και δείχνοντάς του στους παρευρισκόμενους ρωτά αν κάποιος θεωρεί ότι έχει πιο στενή συγγένεια με το παιδί από αυτή που έχει η νέα του μητέρα. Αν δεν υπάρξει κάποιος που να διεκδικήσει το παιδί, τότε αυτό δίνεται στη νέα του οικογένεια και η υιοθεσία θεωρείται ολοκληρωμένη και κλείνει με τον τελευταίο αποχαιρετισμό του παιδιού από τους φυσικούς του γονείς.
Σε αντίθεση πάντως με τη δεύτερη υιοθεσία, όπου οι γονείς του παιδιού είχαν πεθάνει, κατά την πρώτη υιοθεσία οι φυσικοί γονείς του παιδιού ήταν παρόντες και παρά τη μεγάλη τους λύπη ήταν αποφασισμένοι να παραχωρήσουν το παιδί τους, πιθανότατα λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων.
Η τέλεση της υιοθεσίας σε δύο διακριτά μέρη, πρώτα στην εκκλησία και ύστερα μπροστά από το νέο σπίτι του παιδιού, υποδηλώνει ότι η γυναίκα που ήθελε να υιοθετήσει ένα παιδί όφειλε να δεσμευτεί όχι μόνο απέναντι στο Θεό, αλλά απέναντι και στην τοπική κοινωνία, για την πρόθεσή της να φροντίσει το παιδί σαν να ήταν δικό της. Ενώ, το κρισιμότερο σημείο της υιοθεσίας είναι αυτό κατά το οποίο ο πρωτόγερος προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία σε όποιον από τους συγγενείς του παιδιού θέλει να διεκδικήσει το παιδί.
«Ἤδη αὐτὴ ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρικὴ. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διὰ πρώτην φορὰν τὰ γιορτερά της καὶ μας ὠδήγησεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καθαροὺς καὶ κτενισμένους, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ μεταλάβωμεν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τὸ θετὸν αὐτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καὶ ἀναθρέψει αὐτὸ, ὡς ἐὰν ἦτο σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
Ἡ εἴσοδός του εἰς τὸν οἶκον μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητικὴ καὶ τρόπον τινὰ ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καὶ ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετὰ του κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφὴς μας ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσεν τὸ κοράσιον ὑψηλὰ εἰς τας χείρας του καὶ τὸ ἔδειξεν ἐπὶ τινας στιγμὰς εἰς τους παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως•
- Ποῖος ἀπὸ 'σᾶς εἶναι ἢ ἐδικὸς ἢ συγγενῆς ἢ γονιὸς τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπὸ τὴν Δεσποινιὼ τὴν Μηχαλιέσσα κι' ἀπὸ τοὺς ἐδικούς της;
Ὁ πατὴρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρὸς καὶ ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τὸν ὦμον του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή -Ἐγώ! -καὶ ματαιώσῃ τὴν εὐτυχίαν της.
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ ἠσπάσθησαν αὐτὸ διὰ τελευταίαν φορὰν καὶ ἀνεχώρησαν μετὰ τῶν συγγενὼν των. Ἐνῷ οἱ εἰδικοί μας μετὰ τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καὶ ἐξενίσθησαν παρ' ἡμῖν.»
Δείτε επίσης:
Ποια στοιχεία αντλούμε απ’ αυτήν την ενότητα για το εθιμικό της υιοθεσίας στη Θράκη;
Με βάση την πρώτη υιοθεσία που περιγράφεται με λεπτομέρεια από τον αφηγητή μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η διαδικασία αυτή γινόταν υπό τον έλεγχο της εκκλησίας αλλά και του συνόλου της τοπικής κοινωνίας, χωρίς όμως τη συμμετοχή νομικών. Η υιοθέτηση του παιδιού βασίζεται στην υπόσχεση που δίνει η γυναίκα που υιοθετεί ότι θα αγαπήσει και θα φροντίσει το παιδί σαν να είναι δικό της, υπόσχεση που δίνεται μέσα στην εκκλησία μπροστά στους φυσικούς γονείς αλλά και στους κατοίκους του χωριού και προφανώς έχει τη δεσμευτική αξία των νομικών εγγράφων που υπογράφονται στις μέρες μας.
Η υιοθεσία ξεκινά στην εκκλησία με την τέλεση θείας λειτουργίας και συνεχίζεται με τη μεταφορά του παιδιού στο νέο του σπίτι, με τη συνοδεία όλης της τοπικής κοινωνίας. Η νέα μητέρα παίρνει για πρώτη φορά το παιδί από τα χέρια του ιερέα, ενώπιον του οποίου δεσμεύεται για την απόφασή της να φροντίσει το παιδί και στη συνέχεια η υιοθεσία πιστοποιείται όταν ο πρωτόγερος του χωριού, δηλαδή ο πιο ηλικιωμένος ή ο πιο σεβαστός από τους γέροντες, σηκώνει το παιδί ψηλά και δείχνοντάς του στους παρευρισκόμενους ρωτά αν κάποιος θεωρεί ότι έχει πιο στενή συγγένεια με το παιδί από αυτή που έχει η νέα του μητέρα. Αν δεν υπάρξει κάποιος που να διεκδικήσει το παιδί, τότε αυτό δίνεται στη νέα του οικογένεια και η υιοθεσία θεωρείται ολοκληρωμένη και κλείνει με τον τελευταίο αποχαιρετισμό του παιδιού από τους φυσικούς του γονείς.
Σε αντίθεση πάντως με τη δεύτερη υιοθεσία, όπου οι γονείς του παιδιού είχαν πεθάνει, κατά την πρώτη υιοθεσία οι φυσικοί γονείς του παιδιού ήταν παρόντες και παρά τη μεγάλη τους λύπη ήταν αποφασισμένοι να παραχωρήσουν το παιδί τους, πιθανότατα λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων.
Η τέλεση της υιοθεσίας σε δύο διακριτά μέρη, πρώτα στην εκκλησία και ύστερα μπροστά από το νέο σπίτι του παιδιού, υποδηλώνει ότι η γυναίκα που ήθελε να υιοθετήσει ένα παιδί όφειλε να δεσμευτεί όχι μόνο απέναντι στο Θεό, αλλά απέναντι και στην τοπική κοινωνία, για την πρόθεσή της να φροντίσει το παιδί σαν να ήταν δικό της. Ενώ, το κρισιμότερο σημείο της υιοθεσίας είναι αυτό κατά το οποίο ο πρωτόγερος προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία σε όποιον από τους συγγενείς του παιδιού θέλει να διεκδικήσει το παιδί.
«Ἤδη αὐτὴ ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρικὴ. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διὰ πρώτην φορὰν τὰ γιορτερά της καὶ μας ὠδήγησεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καθαροὺς καὶ κτενισμένους, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ μεταλάβωμεν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τὸ θετὸν αὐτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καὶ ἀναθρέψει αὐτὸ, ὡς ἐὰν ἦτο σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
Ἡ εἴσοδός του εἰς τὸν οἶκον μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητικὴ καὶ τρόπον τινὰ ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καὶ ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετὰ του κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφὴς μας ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσεν τὸ κοράσιον ὑψηλὰ εἰς τας χείρας του καὶ τὸ ἔδειξεν ἐπὶ τινας στιγμὰς εἰς τους παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως•
- Ποῖος ἀπὸ 'σᾶς εἶναι ἢ ἐδικὸς ἢ συγγενῆς ἢ γονιὸς τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπὸ τὴν Δεσποινιὼ τὴν Μηχαλιέσσα κι' ἀπὸ τοὺς ἐδικούς της;
Ὁ πατὴρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρὸς καὶ ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τὸν ὦμον του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή -Ἐγώ! -καὶ ματαιώσῃ τὴν εὐτυχίαν της.
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ ἠσπάσθησαν αὐτὸ διὰ τελευταίαν φορὰν καὶ ἀνεχώρησαν μετὰ τῶν συγγενὼν των. Ἐνῷ οἱ εἰδικοί μας μετὰ τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καὶ ἐξενίσθησαν παρ' ἡμῖν.»
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου