Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
Πώς αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα θίγεται έμμεσα εδώ;
«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»
Ο Ιωάννου έχοντας γνωρίσει από την πορεία της οικογένειάς του τις δυσκολίες που υπήρξαν στο να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες στην ελληνική κοινωνία, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο πώς η Ελλάδα αντιμετώπισε τους χιλιάδες αυτούς ανθρώπους. Πέρα από τις δυσκολίες της αρχικής εγκατάστασής τους και πέρα από τους άθλους των προσφύγων μέχρι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενοχλημένος από την εκμετάλλευση της ζωτικότητας των προσφύγων σε μικροσυμφέροντα αλλά και σε εσωτερικές συγκρούσεις εξουσίας της χώρας.
Οι πρόσφυγες είχαν την ατυχία να ζήσουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα (Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – Καταστροφή της Σμύρνης – Ανταλλαγή Πληθυσμών) και να εμπλακούν αργότερα οι ίδιοι αλλά και τα παιδιά τους, στους αγώνες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και του Εμφυλίου. Ιδιαίτερα για την εμπλοκή των προσφύγων στον Εμφύλιο ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνους τους ιθύνοντες της χώρας, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περισσότερο υπεύθυνοι για την πορεία που ακολούθησε το κράτος στη συνέχεια, καθώς παρά τη μεγάλη οικονομική βοήθεια που δέχτηκε για να βγει από το τέλμα που προέκυψε από τους συνεχείς πολέμους, οι κρατούντες καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος το χρημάτων και η χώρα βρέθηκε στη δίνη μιας ισχυρής οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλούς νέους ανθρώπους στη μετανάστευση.
Η μοίρα των προσφύγων συγκινεί το συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η μητέρα – πατρίδα, βρήκε σ’ αυτούς πρόθυμο υλικό για να διεξάγει τους εσωτερικούς αγώνες εξουσίας και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Εμφύλιο πόλεμο ενοχλούν ιδιαίτερα τον Ιωάννου, ο οποίος αναφέρεται στα γεγονότα αυτά και στο πεζογράφημά του «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων.
«Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μονάχα παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»
Πώς αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα θίγεται έμμεσα εδώ;
«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»
Ο Ιωάννου έχοντας γνωρίσει από την πορεία της οικογένειάς του τις δυσκολίες που υπήρξαν στο να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες στην ελληνική κοινωνία, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο πώς η Ελλάδα αντιμετώπισε τους χιλιάδες αυτούς ανθρώπους. Πέρα από τις δυσκολίες της αρχικής εγκατάστασής τους και πέρα από τους άθλους των προσφύγων μέχρι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενοχλημένος από την εκμετάλλευση της ζωτικότητας των προσφύγων σε μικροσυμφέροντα αλλά και σε εσωτερικές συγκρούσεις εξουσίας της χώρας.
Οι πρόσφυγες είχαν την ατυχία να ζήσουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα (Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – Καταστροφή της Σμύρνης – Ανταλλαγή Πληθυσμών) και να εμπλακούν αργότερα οι ίδιοι αλλά και τα παιδιά τους, στους αγώνες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και του Εμφυλίου. Ιδιαίτερα για την εμπλοκή των προσφύγων στον Εμφύλιο ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνους τους ιθύνοντες της χώρας, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περισσότερο υπεύθυνοι για την πορεία που ακολούθησε το κράτος στη συνέχεια, καθώς παρά τη μεγάλη οικονομική βοήθεια που δέχτηκε για να βγει από το τέλμα που προέκυψε από τους συνεχείς πολέμους, οι κρατούντες καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος το χρημάτων και η χώρα βρέθηκε στη δίνη μιας ισχυρής οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλούς νέους ανθρώπους στη μετανάστευση.
Η μοίρα των προσφύγων συγκινεί το συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η μητέρα – πατρίδα, βρήκε σ’ αυτούς πρόθυμο υλικό για να διεξάγει τους εσωτερικούς αγώνες εξουσίας και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Εμφύλιο πόλεμο ενοχλούν ιδιαίτερα τον Ιωάννου, ο οποίος αναφέρεται στα γεγονότα αυτά και στο πεζογράφημά του «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων.
«Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μονάχα παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου