Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε εσείς;
Ο συγγραφέας, όντας παιδί προσφύγων, αισθάνεται πως όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες έρχεται σ’ επαφή με άτομα που ανήκουν στην ίδια φυλή μ’ εκείνον. Νιώθει ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας στενός δεσμός, ένας δεσμός αίματος που τους φέρνει κοντά, καθώς έχουν όλοι τους μια κοινή καταγωγή, μια κοινή ιστορία και μια παρόμοια πορεία. Η συνύπαρξη με τους άλλους πρόσφυγες προσφέρει στο συγγραφέα μια πολύτιμη αίσθηση οικειότητας που δεν την έχει με άλλους ανθρώπους και παράλληλα του δημιουργεί το αίσθημα της επιστροφής στην πατρίδα του (την Ανατολική Θράκη). «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός που μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου.»
Έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι οι σπουδές του Ιωάννου στο Ιστορικό Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, του παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζει αρκετά για την ιστορία των διαφόρων φυλών που έχουν συγκεντρωθεί στην πόλη του, αλλά και για την ιστορία των περιοχών που κατοικούσαν οι πρόσφυγες προτού εκδιωχθούν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες δεν έχουν, συχνά, καμία ιδέα για το ποιες φυλές έζησαν και άκμασαν στα μέρη από τα οποία ήρθαν, κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, ο οποίος εντούτοις ενθουσιάζεται στη σκέψη και μόνο ότι κάποιοι από αυτούς τους πρόσφυγες ενδέχεται να είναι μακρινοί απόγονοι των αρχαίων φυλών.
Πέρα από τη συγκίνηση που δημιουργείται στο συγγραφέα όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες και πέρα από τη μεγάλη εκτίμηση που έχει για την ιστορία και την ιδιαίτερη κληρονομιά που έχει κάθε επιμέρους φυλή των προσφύγων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ένας βασικός λόγος που οδηγεί το συγγραφέα στους προσφυγικούς συνοικισμούς είναι η μοναξιά που αισθάνεται. Ο Ιωάννου ζώντας στο κέντρο της πόλης, νιώθει ότι είναι μόνος του και τελείως αποξενωμένος από τους άλλους ανθρώπους. Έχει επομένως την ανάγκη να βρεθεί με ανθρώπους με τους οποίους να μπορεί να αισθανθεί μια άνεση και μια οικειότητα, κι αυτό πιστεύει ότι θα μπορούσε να το έχει αν ζούσε κι εκείνος σε κάποιο συνοικισμό μαζί με άλλους πρόσφυγες.
Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε εσείς;
Ο συγγραφέας, όντας παιδί προσφύγων, αισθάνεται πως όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες έρχεται σ’ επαφή με άτομα που ανήκουν στην ίδια φυλή μ’ εκείνον. Νιώθει ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας στενός δεσμός, ένας δεσμός αίματος που τους φέρνει κοντά, καθώς έχουν όλοι τους μια κοινή καταγωγή, μια κοινή ιστορία και μια παρόμοια πορεία. Η συνύπαρξη με τους άλλους πρόσφυγες προσφέρει στο συγγραφέα μια πολύτιμη αίσθηση οικειότητας που δεν την έχει με άλλους ανθρώπους και παράλληλα του δημιουργεί το αίσθημα της επιστροφής στην πατρίδα του (την Ανατολική Θράκη). «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός που μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου.»
Έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι οι σπουδές του Ιωάννου στο Ιστορικό Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, του παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζει αρκετά για την ιστορία των διαφόρων φυλών που έχουν συγκεντρωθεί στην πόλη του, αλλά και για την ιστορία των περιοχών που κατοικούσαν οι πρόσφυγες προτού εκδιωχθούν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες δεν έχουν, συχνά, καμία ιδέα για το ποιες φυλές έζησαν και άκμασαν στα μέρη από τα οποία ήρθαν, κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, ο οποίος εντούτοις ενθουσιάζεται στη σκέψη και μόνο ότι κάποιοι από αυτούς τους πρόσφυγες ενδέχεται να είναι μακρινοί απόγονοι των αρχαίων φυλών.
Πέρα από τη συγκίνηση που δημιουργείται στο συγγραφέα όταν βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες και πέρα από τη μεγάλη εκτίμηση που έχει για την ιστορία και την ιδιαίτερη κληρονομιά που έχει κάθε επιμέρους φυλή των προσφύγων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ένας βασικός λόγος που οδηγεί το συγγραφέα στους προσφυγικούς συνοικισμούς είναι η μοναξιά που αισθάνεται. Ο Ιωάννου ζώντας στο κέντρο της πόλης, νιώθει ότι είναι μόνος του και τελείως αποξενωμένος από τους άλλους ανθρώπους. Έχει επομένως την ανάγκη να βρεθεί με ανθρώπους με τους οποίους να μπορεί να αισθανθεί μια άνεση και μια οικειότητα, κι αυτό πιστεύει ότι θα μπορούσε να το έχει αν ζούσε κι εκείνος σε κάποιο συνοικισμό μαζί με άλλους πρόσφυγες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου