Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης)» [Παν. Μουλλάς]: Να αναζητήσετε μέσα από το κείμενο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν μια τέτοια άποψη.
[Αυτόπτης μάρτυρας των ιστοριών του, αλλά ποτέ πρωταγωνιστής, δε διεκδικεί για τον εαυτό του παρά το δικαίωμα που δίνει και σε οποιοδήποτε πρόσωπό του: να «βρίσκεται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα», να συμπληρώνει σταδιακά τα πληροφοριακά κενά του ή να προχωρεί προς την αλήθεια με διαδοχικές προσεγγίσεις. Ο λόγος του (και επομένως ο ρόλος του) υποβιβάζεται, θα ‘λεγες, βαθμιαία: περισσότερο εμφανής στα πρώτα διηγήματα, καταλήγει σχεδόν διακοσμητικός στο «Μοσκώβ-Σελήμ».
Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης). Καμία πρόθεση κατακράτησης του λόγου εδώ. Ας προσέξουμε λ.χ. την πρώτη και την τελευταία φράση του «Αμαρτήματος της μητρός μου»: ο αφηγητής αρχίζει να μιλάει σαν συλλογικό-οικογενειακό φερέφωνο («Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ.») και τελειώνει με την προσωπική παραίτησή του από το λόγο («Οἱ ὀφθαλμοὶ της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα.»). Με την ίδια ευκολία αφήνει να μιλήσουν και τα άλλα πρόσωπα, άλλοτε με εκτενείς αποκαλυπτικούς μονολόγους και άλλοτε με σύντομους διαλόγους. Αν για μια στιγμή φανταστούμε πως ο αφηγητής δεν είναι ο άνθρωπος που διηγείται την ιστορία, αλλά ένα πρόσωπο, ανάμεσα στα άλλα, που μιλάει κι αυτό με εκτενείς μονολόγους ή παρεμβαίνει στο διάλογο, ο θεατρικός χαρακτήρας των διηγημάτων του Βιζυηνού γίνεται φανερός: η κατάργησή του (κατάργηση με την έννοια της μετατροπής του αφηγητή σε ισότιμο πρόσωπο του έργου) μεταβάλλει αυτόματα τη διήγηση σε μίμηση, δηλαδή το διήγημα σε θεατρογράφημα.] Παν. Μουλλάς
Η παρατήρηση σχετικά με τη συμμετοχή του αφηγητή στα δρώμενα οφείλεται ακριβώς στην τάση του βασικού αφηγητή να υποχωρεί σε κάποια σημεία και να περικλείει τον εαυτό του στο «εμείς» της οικογένειας (εισαγωγή του διηγήματος), να εμφανίζεται άλλοτε ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο (τα γεγονότα στην εκκλησία, η διάσωσή του στο ποτάμι) και κάποτε να παραχωρεί το έργο της αφήγησης σε άλλο πρόσωπο (η διήγηση των γεγονότων από τη μητέρα). Επιπλέον, ο αφηγητής δεν είναι παρών σε όλα τα γεγονότα που μας αφηγείται, καθώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (το οποίο αφηγηματικά δίνεται με συντομία) απουσιάζει στο εξωτερικό, οπότε δεν έχει άμεση γνώση κι εμπειρία των γεγονότων εκείνης της περιόδου (δεύτερη υιοθεσία). Παράλληλα, ο ίδιος ο αφηγητής εναλλάσσει σταδιακά την οπτική του γωνία από αυτή του παιδιού-αφηγητή σε αυτή του ενήλικα-αφηγητή, στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δε δίνεται ποτέ από ένα σταθερό αφηγητή με συγκεκριμένη οπτική και μόνιμη συμμετοχή στα γεγονότα.
Σε αντίθεση, επομένως, με άλλα αφηγηματικά έργα όπου ο αφηγητής έχει από την αρχή ως το τέλος καθορισμένη οπτική και συμμετοχή στα δρώμενα, ο αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου, περνά από το εμείς στο εγώ, περνά από την εξομοίωση με τα υπόλοιπα πρόσωπα στο επίκεντρο της αφήγησης και ύστερα υποχωρεί εκ νέου, για να αναλάβει στη συνέχεια ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο, προσφέροντας έτσι μια ποικιλία εναλλαγών που δίνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αφηγηματική πράξη και βοηθούν στη διατήρηση του αρχικού αινίγματος κι επομένως της αγωνίας του αναγνώστη.
Τα στοιχεία που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στην αφήγηση του Αμαρτήματος είναι η επιθυμία του αφηγητή να μην μονοπωλεί την αφηγηματική πράξη, η απουσία του για μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσικά το πέρασμά του από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, καθώς τα γεγονότα του διηγήματος καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα 28 χρόνων.
«Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης)» [Παν. Μουλλάς]: Να αναζητήσετε μέσα από το κείμενο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν μια τέτοια άποψη.
[Αυτόπτης μάρτυρας των ιστοριών του, αλλά ποτέ πρωταγωνιστής, δε διεκδικεί για τον εαυτό του παρά το δικαίωμα που δίνει και σε οποιοδήποτε πρόσωπό του: να «βρίσκεται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα», να συμπληρώνει σταδιακά τα πληροφοριακά κενά του ή να προχωρεί προς την αλήθεια με διαδοχικές προσεγγίσεις. Ο λόγος του (και επομένως ο ρόλος του) υποβιβάζεται, θα ‘λεγες, βαθμιαία: περισσότερο εμφανής στα πρώτα διηγήματα, καταλήγει σχεδόν διακοσμητικός στο «Μοσκώβ-Σελήμ».
Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης). Καμία πρόθεση κατακράτησης του λόγου εδώ. Ας προσέξουμε λ.χ. την πρώτη και την τελευταία φράση του «Αμαρτήματος της μητρός μου»: ο αφηγητής αρχίζει να μιλάει σαν συλλογικό-οικογενειακό φερέφωνο («Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ.») και τελειώνει με την προσωπική παραίτησή του από το λόγο («Οἱ ὀφθαλμοὶ της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα.»). Με την ίδια ευκολία αφήνει να μιλήσουν και τα άλλα πρόσωπα, άλλοτε με εκτενείς αποκαλυπτικούς μονολόγους και άλλοτε με σύντομους διαλόγους. Αν για μια στιγμή φανταστούμε πως ο αφηγητής δεν είναι ο άνθρωπος που διηγείται την ιστορία, αλλά ένα πρόσωπο, ανάμεσα στα άλλα, που μιλάει κι αυτό με εκτενείς μονολόγους ή παρεμβαίνει στο διάλογο, ο θεατρικός χαρακτήρας των διηγημάτων του Βιζυηνού γίνεται φανερός: η κατάργησή του (κατάργηση με την έννοια της μετατροπής του αφηγητή σε ισότιμο πρόσωπο του έργου) μεταβάλλει αυτόματα τη διήγηση σε μίμηση, δηλαδή το διήγημα σε θεατρογράφημα.] Παν. Μουλλάς
Η παρατήρηση σχετικά με τη συμμετοχή του αφηγητή στα δρώμενα οφείλεται ακριβώς στην τάση του βασικού αφηγητή να υποχωρεί σε κάποια σημεία και να περικλείει τον εαυτό του στο «εμείς» της οικογένειας (εισαγωγή του διηγήματος), να εμφανίζεται άλλοτε ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο (τα γεγονότα στην εκκλησία, η διάσωσή του στο ποτάμι) και κάποτε να παραχωρεί το έργο της αφήγησης σε άλλο πρόσωπο (η διήγηση των γεγονότων από τη μητέρα). Επιπλέον, ο αφηγητής δεν είναι παρών σε όλα τα γεγονότα που μας αφηγείται, καθώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (το οποίο αφηγηματικά δίνεται με συντομία) απουσιάζει στο εξωτερικό, οπότε δεν έχει άμεση γνώση κι εμπειρία των γεγονότων εκείνης της περιόδου (δεύτερη υιοθεσία). Παράλληλα, ο ίδιος ο αφηγητής εναλλάσσει σταδιακά την οπτική του γωνία από αυτή του παιδιού-αφηγητή σε αυτή του ενήλικα-αφηγητή, στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δε δίνεται ποτέ από ένα σταθερό αφηγητή με συγκεκριμένη οπτική και μόνιμη συμμετοχή στα γεγονότα.
Σε αντίθεση, επομένως, με άλλα αφηγηματικά έργα όπου ο αφηγητής έχει από την αρχή ως το τέλος καθορισμένη οπτική και συμμετοχή στα δρώμενα, ο αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου, περνά από το εμείς στο εγώ, περνά από την εξομοίωση με τα υπόλοιπα πρόσωπα στο επίκεντρο της αφήγησης και ύστερα υποχωρεί εκ νέου, για να αναλάβει στη συνέχεια ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο, προσφέροντας έτσι μια ποικιλία εναλλαγών που δίνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αφηγηματική πράξη και βοηθούν στη διατήρηση του αρχικού αινίγματος κι επομένως της αγωνίας του αναγνώστη.
Τα στοιχεία που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στην αφήγηση του Αμαρτήματος είναι η επιθυμία του αφηγητή να μην μονοπωλεί την αφηγηματική πράξη, η απουσία του για μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσικά το πέρασμά του από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, καθώς τα γεγονότα του διηγήματος καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα 28 χρόνων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου