Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στο ποίημα «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) αναφέρεται στο πώς θεωρεί ότι θα πρέπει να συντίθεται η ποίηση. Ποια θα πρέπει, δηλαδή, να είναι η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και ποια είναι, ειδικότερα, η δική του σχέση με την ποιητική τέχνη.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Ασλάνογλου μας δίνει μια γενική εκτίμηση για τις βαθύτατες προεκτάσεις που θα πρέπει να λαμβάνει ο ποιητικός λόγος, εκφράζοντας ουσιαστικά όλες τις εσώτερες ανησυχίες και τους άναρχους προβληματισμούς του δημιουργού.
«Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει.»
Ο ποιητής αξιοποιώντας εικόνες από τη ζωή στις σύγχρονες πόλεις, μας παραθέτει την αίσθηση που επιθυμεί να υπάρχει στους ποιητικούς στίχους. Η ποίηση θέλει να είναι σαν βραδινή περιπλάνηση τόσο σε έρημους, απομονωμένους δρόμους, όσο και σε κεντρικούς μεγάλους δρόμους με πολλή κίνηση, όπου η ζωή μοιάζει να κυριαρχεί.
Ο Ασλάνογλου θέλει στην ποίηση να εκφράζεται και η αίσθηση της μοναξιάς, με όλη την ανησυχία και την αναστάτωση που νιώθει κάποιος όταν περπατά τη νύχτα σ’ έναν ερημικό δρόμο, όσο και η αίσθηση ζωτικότητας και ενέργειας που αισθάνεται κάποιος σ’ έναν κεντρικό δρόμο που είναι γεμάτος με ανθρώπους, κίνηση και ήχους.
Η ποίηση είναι και μοναξιά, αλλά είναι συνάμα και το κάλεσμα της ζωής για συμμετοχή στην ακατάπαυστη ροή και κυριαρχία της.
«Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.»
Ο ποιητής θέλει η ποίηση να είναι ένας αγώνας, μια διαρκή προσπάθεια για την έκφραση όλων εκείνων των συναισθημάτων, βιωμάτων και σκέψεων που συνιστούν τη μοναδική ιδιοσυγκρασία κάθε δημιουργού.
Ο ποιητής δεν επιθυμεί, όμως, η ποίηση να είναι σαν τη μουσική που λύνεται, σαν μια σύνθεση δηλαδή που έχει βασιστεί σε κανόνες κι έχει συντεθεί με σαφήνεια και εύληπτη αρμονία. Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται σε προκαθορισμένα πλαίσια, ούτε να αποζητά την ευκρινή διατύπωση που έχει μια μουσική μελωδία.
Η ποίηση πρέπει να χαρακτηρίζεται από το πάθος, από την ασίγαστη ένταση του δημιουργού να εκφράσει όλη εκείνη την ασυναρτησία και την αταξία που επικρατεί μέσα του. Συναισθήματα που διαρκώς μεταβάλλονται, εμπειρίες που δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί πλήρως, επιθυμίες που δεν έχουν διαμορφωθεί απόλυτα κι ένας ακατάλυτος στροβιλισμός της σκέψης, όλα αυτά ζητούν να βρουν την έκφρασή τους, ζητούν να εξωτερικευθούν. Αν, μάλιστα, ο ποιητής δεν κατορθώσει να διασφαλίσει, μέσω της ποίησης, μια δίοδο για την πληθώρα αυτών των στοιχείων που ταράζουν την ψυχή του, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν ένα παρανάλωμα που θα τον παρασύρει.
Ο ποιητής οφείλει να «τα παίξει όλα για όλα», να ρισκάρει, να καταφύγει σε απρόσμενες ποιητικές διατυπώσεις, προκειμένου να μετουσιώσει το χάος της ψυχής του σε ποίηση, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν έχει την αναμενόμενη χάρη και αρμονία. Το ζητούμενο, άλλωστε, είναι να έρθουν στην επιφάνεια οι δαίμονες που ταλανίζουν την ψυχή του δημιουργού, με κάθε ποιητικό κόστος.
«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες.»
Ο Ασλάνογλου, έχοντας δώσει στην πρώτη στροφή το υλικό του ποιητικού λόγου, την άναρχη, δηλαδή, πληθώρα συναισθημάτων που υπάρχουν μέσα του, τώρα περνά στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στις λέξεις. Μας παρουσιάζει, λοιπόν, τη διαδικασία αποθησαύρισης των λέξεων εκείνων που αποτελούν το μέσο για να εκφέρει τον ποιητικό του λόγο.
Τη στιγμή που οι άλλοι άνθρωποι (πιθανώς και ομότεχνοί του) ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους σε διασκεδάσεις ή ασήμαντες ενασχολήσεις και κάποιοι άλλοι έχοντας χάσει τη ζωτικότητά τους ετοιμάζονται να πεθάνουν (σκέψη που μπορεί να εκληφθεί είτε ως κυριολεκτική αναφορά σε άτομα μεγάλης ηλικίας είτε καλύτερα ως αναφορά σε άτομα που έχουν θέσει σε τόσο στενά όρια τη ζωής τους κι έχουν χάσει κάθε ίχνος απορίας και διάθεσης για αναζήτηση, που είναι πια σαν να περιμένουν απλώς το θάνατό τους), ο ποιητής καταφεύγει σε ολονύχτιες αναζητήσεις για τις ψηφίδες εκείνες, για τις λέξεις δηλαδή, που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.
Οι ψηφίδες-λέξεις αυτές θα πρέπει να είναι αδιάφθορες, να μην έχουν χάσει το νόημά τους, έστω κι αν χρησιμοποιούνται διαρκώς στους καθημερινούς μονολόγους. (Ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για μονολόγους και όχι για διαλόγους, υπαινισσόμενος την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων, οι οποίοι όταν μιλούν είναι πια σα να εκφέρουν ο καθένας το δικό του εγωκεντρικό μονόλογο.)
Οι λέξεις, λοιπόν, που αναζητά ο ποιητής θα πρέπει, έστω κι αν βρίσκονται σε διαρκή χρήση, να διατηρούν τη δυνατότητα να μεταδώσουν το επιδιωκόμενο συναίσθημα. Ο ποιητής εδώ δεν επιδιώκει την έκφραση νοημάτων, δοθέντος ότι ούτως ή άλλως εκείνα που θέλει να διατυπώσει στην ποίησή του είναι ασυνάρτητα συναισθήματα και όχι ακέραιες σκέψεις.
«Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.»
Ο ποιητής, επομένως, αναζητά λέξεις, οι οποίες να εκπέμπουν φως, να τους έχει απομείνει δηλαδή κάποια αξία ακόμη, μέσα στο σκοτάδι που έχουν περιέλθει από τη διαρκή χρήση. Λέξεις που είναι ακόμη ικανές να αγγίξουν τον αναγνώστη, έστω κι αν από τις τόσες φορές που έχουν ειπωθεί, μοιάζουν να έχουν χάσει κάθε ουσία. Λέξεις τυχαίες, σαν ασήμαντα ζωύφια, οι οποίες αν κι έχουν χάσει πια το νοηματικό τους βάρος, παραμένουν εντούτοις ποτισμένες με αίσθημα.
Ο Ασλάνογλου δεν συνθέτει τα ποιήματά του αναζητώντας σπάνιες λέξεις, άφθαρτες από την καθημερινή χρήση. Δεν ψάχνει λέξεις που να είναι ανοίκειες στο αναγνωστικό κοινό, αντιθέτως, αναζητά το λεκτικό του υλικό στην καθημερινή ομιλία, γιατί εκείνες ακριβώς οι λέξεις που μοιάζουν να έχουν χάσει τη νοηματική τους υπόσταση, διαθέτουν ένα πολύτιμο χάρισμα, έχουν φορτιστεί, στην πάροδο των χρόνων, με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση.
Όσα θέλει να εκφράσει ο Ασλάνογλου δεν είναι περίπλοκα νοήματα ή στιβαρές σκέψεις, είναι μια ένταση συναισθηματική που με την αταξία της ταράζει τον εσωτερικό του κόσμο. Ο ποιητής θέλει να εκτονώσει τη δυναμική αυτή που προκαλείται στην ψυχή του, από την πληθώρα των ανέκφραστων συναισθημάτων και για να το κατορθώσει αυτό χρειάζεται λέξεις, όχι πρωτάκουστες, αλλά λέξεις δοκιμασμένες για χρόνια από τον κόσμο, που μπορούν ακόμη να μεταφέρουν το πιο πολύτιμο απ’ όλα, να μεταφέρουν τα αισθήματα του ποιητή.
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου