Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα για την Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα για την Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βύρων Λεοντάρης [Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Μύκονος 

Βύρων Λεοντάρης [Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
- αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... -
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.

(Εν γη αλμυρά, 1996)

Ο Βύρων Λεοντάρης στους στίχους του στηλιτεύει την απευαισθητοποίηση των ανθρώπων, την αδιαφορία τους απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους και την επιλογή τους να αποστασιοποιηθούν ουσιαστικά από την ανθρώπινη υπόστασή τους.

Αναλυτικότερα:

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.

Ο ποιητής εκφράζει το παράπονό του πως τώρα πια οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του, όσο κι αν χτυπά, οι λέξεις δεν του ανοίγουν. Ο ποιητής εδώ αντικρίζει τις λέξεις ως πόρτες ή πύλες που μπορούν να τον οδηγήσουν στον προορισμό του, που δεν είναι άλλος από τη δυνατότητα έκφρασης. Ο ποιητής διαπιστώνει, λοιπόν, πως οι λέξεις δεν του επιτρέπουν να εκφράσει όσα θέλει και κυρίως να μεταδώσει τα επιδιωκόμενα συναισθήματα, καθώς έχουν χάσει τη συναισθηματική τους φόρτιση.
Οι λέξεις δεν κατοικούνται πλέον από τα βάσανα των ανθρώπων, οι λέξεις δεν έχουν πια την ικανότητα να εκφράσουν τον πόνο των ανθρώπων.
Τα βάσανα -η συναισθηματική νοηματοδότηση- έχουν εγκαταλείψει τις λέξεις, όπως οι κάτοικοι εγκαταλείπουν ξαφνικά μια πόλη εν όψει κάποιου σεισμού ή μιας μεγάλης έκρηξης.
Καμία αίσθηση ζωής δεν υπάρχει στα φωνήεντα, που εμφανίζονται αδειανά, κανένας ήχος δεν ακούγεται από τα σύμφωνα, ούτε καν μια ανεπαίσθητη κίνηση ενός σώματος ή το τρεμούλιασμα ενός κεριού, ούτε καν μια σκιά στους τοίχους δεν γίνεται ορατή. Όπως, ακριβώς, θα ήταν μια πόλη που έχει εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους κατοίκους της, έτσι και οι φθόγγοι, τα δομικά στοιχεία των λέξεων, έχουν ερημωθεί πλήρως.
Κανένα συναίσθημα, καμία παραγωγή ήχου, κανένα ίχνος ζωής δεν προκύπτει πλέον από τις λέξεις και τα γράμματα.

Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Λεοντάρης μας παρουσιάζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα πόσο κενές περιεχομένου και αισθήματος βρίσκει πλέον τις λέξεις. Ενώ, στις επόμενες δύο στροφές του ποιήματος θα επιχειρήσει να μας εξηγήσει πώς έφτασαν στο σημείο οι λέξεις να χάσουν πλήρως τη δυνατότητά τους να μεταδίδουν συναισθήματα και νοήματα.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.

Οι άνθρωποι έχοντας βιώσει προφανώς για χρόνια τους πόνους και τη δυστυχία, έχοντας γαλουχηθεί σε περιόδους όπου περίσσεψε η σκληρότητα και η αναλγησία, προτίμησαν πλέον να αποστασιοποιηθούν από τη βασική πηγή πόνου, από την ίδια τους την ανθρωπιά.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, σχολιάζει ο ποιητής, και αναδεικνύει έτσι μια καίρια αλήθεια για την εποχή μας. Οι άνθρωποι έπαψαν πια να νοιάζονται, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο τους τον εαυτό. Έπαψαν να φροντίζουν για τα δικαιώματά τους, για τη δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής και προτίμησαν να αποτραβηχτούν στην απάθεια και στην αδράνεια.
Τα μόνα πράγματα που πήραν μαζί τους, από τα χρόνια της ανθρωπιάς, από τα χρόνια που νοιάζονταν ακόμη, είναι εικόνες δημίων και όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά. Τα μόνα ενθυμήματα που κράτησαν, δηλαδή, είναι εκείνα που τους θυμίζουν τον πόνο που κάποτε ένιωθαν, για να μην ξεχαστούν ποτέ και φύγουν από τη μακάρια αίσθηση της απάθειας. Κοιτάζοντας την εικόνα του δήμιου και τα όργανα των βασανιστηρίων, θα θυμούνται εκ νέου τι σημαίνει τελικά να είσαι άνθρωπος και πόσο πόνο δέχεσαι αν δείχνεις ενδιαφέρον. Έτσι, θα επιβεβαιώνουν διαρκώς την απόφασή τους να παραμένουν αμέτοχοι και αδιάφοροι.
Σ’ αυτόν τον κόσμο της απάθειας και της αποστασιοποίησης ο κόσμος συνεννοείται μόνο με σχήματα, όχι με λέξεις. Οι λέξεις κρύβουν μέσα τους νοήματα και μνήμες από την εποχή που ήταν ακόμη άνθρωποι, κι αυτό προτιμούν να το ξεχνάνε.
Χρησιμοποιούν σχήματα για να επικοινωνήσουν σ’ αυτή την αδιάκοπη φασαρία της ερημιάς και στον εντυπωσιασμό του τίποτα.   

μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.

Το οξύμωρο σχήμα κυριαρχεί και στους δύο αυτούς στίχους, με τους οποίους ο Λεοντάρης επιχειρεί να καταδείξει την κενότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής. Οι άνθρωποι βρίσκονται μόνοι τους, ενώ ζουν και κινούνται σε ολοένα και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις και περνούν το χρόνο τους σ’ έναν κόσμο απατηλού εντυπωσιασμού, μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες, που επί της ουσίας δεν έχει τίποτε να προσφέρει.
Έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, μοναξιά και αποθέωση του μηδαμινού, είναι τα στοιχεία του νέου τρόπου ζωής, του τρόπου που οι άνθρωποι προτίμησαν ως λιγότερο επώδυνο, σε σχέση με τις προγενέστερες εποχές που ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τα συναισθήματά τους και να νιώσουν τον καημό και τη θλίψη του συνανθρώπου τους.

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
- αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... -
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.

Σ’ αυτή τη στροφή, ο ποιητής εντάσσει με το «εμείς» τον εαυτό του και τους ομοτέχνους του, στο κύμα ψυχικής αδρανοποίησης που έχει παρασύρει ολόκληρη την κοινωνία. Αδειάσαμε, λέει ο ποιητής, αναφερόμενος στην απώλεια των συναισθημάτων και κυρίως στην αίσθηση ενδιαφέροντος και συμπόνιας.
Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο, σχολιάζει ο Λεοντάρης, αναδεικνύοντας το βασικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής, την επιθυμία των ανθρώπων να μην πονούν. Όπως ο γιατρός φροντίζει με τη χρήση αναισθησίας να απομακρύνει τον πόνο, αλλά και τον φόβο του πόνου, έτσι ακριβώς οι άνθρωποι πλέον δεν θέλουν ούτε να πονούν, αλλά ούτε και να αισθάνονται την υπόνοια του πόνου. Μια πλήρης αποξένωση από τα συναισθήματά τους και μάλιστα από το βασικό συναίσθημα που θα μπορούσε να τους θυμίσει την ανθρώπινη υπόστασή τους, τον πόνο.
Αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση, δηλώνει έκπληκτος ο ποιητής, καθώς παρατηρεί τους συνανθρώπους του, τους ομοτέχνους του και εν τέλει και τον ίδιο του τον εαυτό, σε μια πορεία αποστασιοποίησης από καθετί που μπορεί να εγείρει μνήμες, συναισθήματα και ανάγκες της ψυχής.
Η σύγχρονη εποχή ξορκίζει με κάθε τρόπο τον πόνο, καθιστώντας ακόμη και την ποίηση, ακόμη και την τέχνη αυτή που γεννιέται μέσα από τα αισθήματα των ανθρώπων, να ακούγεται σαν μια κραυγή μακριά από τον πόνο.
Η ποίηση έχει πάψει πια να είναι ειλικρινής φορέας συναισθηματικών φορτίων, καθώς οι ποιητές σμιλεύοντας με επιμονή το υλικό τους, τους πόνους της ψυχής τους, δημιουργούν απονεκρωμένα μνημεία και ανώδυνα μπιμπελό, εκεί που κάποτε θα δημιουργούσαν με την ποίησή τους έναν εναργή σπαραγμό, μια πηγή απ’ όπου θα ανέβρυζε καθαρό το συναίσθημα, ο πόνος και η απόγνωσή τους.
Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, το τρομερό καραδοκεί. Όσο κι αν οι ποιητές σμιλεύουν τους στίχους τους, όσο κι αν αφοσιώνονται στη μορφή του ποιήματος κι αποφεύγουν να δώσουν ζωή στους στίχους τους, μετουσιώνοντας κάθε τους συναίσθημα σε ποίηση, η επώδυνη όψη της ζωής είναι πάντοτε έτοιμη να εμφανιστεί.

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.

Ο Λεοντάρης κλείνει το ποίημά του με μια διαπίστωση συγκλονιστική. Τώρα πια και η τέχνη και οι άνθρωποι, κινδυνεύουν από την ανθρώπινη φύση. Αν οι ποιητές επιτρέψουν να εισέλθει στην τέχνη τους το ανθρώπινο στοιχείο, τότε απειλείται η ίδια της η ύπαρξη.
Ένα συμπέρασμα που μοιάζει με παραδοξολογία, μα έχει στη βάση του μια πικρή αλήθεια. Το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι πλέον παρά μια στάση αδιαφορίας, αναλγησίας και απάθειας. Το ανθρώπινο έπαψε να σημαίνει ανθρωπιά και συναισθηματική πληρότητα, έχει πλέον μετακομίσει στο απάνθρωπο.
Γι’ αυτό ο ποιητής δηλώνει πως το ανθρώπινο απειλεί να ξεκάνει και την τέχνη και τους ανθρώπους (και τους ποιητές). Αν οι ποιητές αφεθούν στο γενικότερο κλίμα συναισθηματικής αδράνειας και αδιαφορίας τότε δεν υπάρχει ελπίδα ούτε γι’ αυτούς ούτε για την τέχνη τους.
Μόνο η τέχνη μπορεί να διασώσει την τέχνη, δηλώνει ο ποιητής, παραπέμποντάς μας στο αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», όπου το ζητούμενο ήταν η τέχνη να λειτουργεί ως αυτοσκοπός, ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κοινωνική συγκυρία ή συνθήκη.
Ο ποιητής επιχειρεί, εδώ, τη διάσωση της ποίησης προφυλάσσοντάς την από αυτό που κάποτε αποτελούσε την πηγή της, από το ανθρώπινο στοιχείο. Γιατί τώρα πια ανθρώπινο σημαίνει απάνθρωπο, σημαίνει πλήρη αποδέσμευση από πολύτιμα συναισθήματα, σημαίνει μια πρωτόφαντη αναλγησία.
Οι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής, που δεν επιθυμούν πια να νιώθουν, θα ξεκάνουν όχι μόνο την ποίηση, αλλά πολύ περισσότερο και την ίδια την κοινωνία, που κάποτε βασιζόταν στην ανθρωπιά και στο ενδιαφέρον του ενός ανθρώπου για τον άλλο. 

Δείτε επίσης:

Αργύρης Χιόνης [«Κούφον γαρ χρήμα»]

Νίκος Φωκάς «Ο κάκτος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Φωκάς «Ο κάκτος»

Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ’ τη σκόνη
Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού,
Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός
Άνθισε μετά από εννέα χρόνια.

Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες
(Ένα ανάμεσα σε δώδεκα
Καθώς αποτελούσε τμήμα
Ενός πανίσχυρου συστήματος)

Πέταξε από την κόψη του μοναδικό
Το βαθυκόκκινο άνθος που,
Έξω από το σύστημα σχεδόν,
Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα

Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό
Στην παρυφή του φύλλου,
Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική
Προς τον κάκτο αντίθεση.

Η εν λόγω συστηματική διαφωνία
Δεν είχ’ άλλο ενδιαφέρον
Παρά μόνο σαν ποίηση
Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης...

(Προβολές στα μάτια, Κρύσταλλο, 1985)

Ο Νίκος Φωκάς με αφορμή το μοναδικό λουλούδι ενός κάκτου, συνθέτει ένα ποίημα για την ποίηση, όπου τονίζει την ιδιαίτερη φύση της ποίησης να εμφανίζεται σ’ έναν κόσμο σκληρότητας και να δίνει την υπόσχεση μιας ανανέωσης, μιας άνοιξης.
Αναλυτικότερα:
Ένας κάκτος, σκονισμένος και εγκαταλελειμμένος μαζί με άλλα άχρηστα αντικείμενα, εντελώς απροσδόκητα κι ενώ έμοιαζε νεκρός, άνθισε μετά από εννέα χρόνια. Στην άκρη ενός φύλλου του -ενός από τα δώδεκα φύλλα, με τις τρομερές βελόνες- βγήκε ένα βαθυκόκκινο άνθος.
Το άνθος αυτό με την τρυφερότητα και την ομορφιά του, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο φυτό, τόσο ως προς το χρώμα του, όσο και ως προς την ποιότητά του. Το βαθυκόκκινο χρώμα του άνθους φαντάζει εντελώς αταίριαστο με το παραμορφωμένο από τη σκόνη και την εγκατάλειψη χρώμα του κάκτου, όπως και η τρυφερή και θελκτική του υφή, δίνει την αίσθηση μιας γοητευτικής παραφωνίας σε σχέση με τις τρομερές βελόνες και την απειλητική όψη του φυτού.
Σ’ ένα σύστημα φύλλων και βελόνων, προκύπτει αίφνης ένα πανέμορφο λουλούδι, που προκαλεί με τη διαφορετικότητά του, μιαν εύλογη απορία. Πώς μπορεί κάτι τόσο εξαίσιο να γεννηθεί από ένα τόσο σκληρό και για χρόνια αδρανές φυτό;
Αυτή ακριβώς η αντίθεση, φέρνει στη σκέψη του ποιητή την Ποίηση, η οποία το δίχως άλλο κατορθώνει με τη λυρικότητα και την αρμονία της να έρχεται σε εμφανέστατη αντίθεση με τη δυσαρμονία και την ασχήμια της υπόλοιπης ζωής.
Σ’ έναν κόσμο που επικρατεί η βιαιότητα και ο κίνδυνος, σ’ έναν κόσμο που αφήνεται στη μιζέρια μιας εγκατάλειψης και αδιαφορίας, προκύπτει εντελώς ανέλπιστα κάτι τόσο όμορφο, προκύπτει η ποίηση.
Εντελώς ανεξάρτητη τόσο από τις συνθήκες στις οποίες γεννιέται όσο κι από την υπόσταση του δημιουργού της, η τέχνη αυτή κατορθώνει να μεταδώσει μιαν αίσθηση ελπίδας και ομορφιάς. Την υπόσχεση μιας άνοιξης, σ’ έναν κόσμο που έχει από καιρό εγκαταλείψει κάθε προσδοκία για μια ουσιαστική καλυτέρευση.
Όπως το άνθος του κάκτου, προβάλλει μέσα από τις βελόνες, εντελώς στην άκρη, ενός παλιού φύλλου, και δείχνει όλη του την ομορφιά, έτσι και η ποίηση, προκύπτει μέσα σ’ έναν βίαιο κόσμο, από έναν δημιουργό που μπορεί να έχει κι ο ίδιος αλωθεί από τη δυστυχία και τη σκληρότητα, και προσφέρει το κάλλος της «σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης...»
Ακόμη κι αν οι άνθρωποι έχουν παρασυρθεί από το γενικότερο κλίμα παρακμής, ακόμη κι αν κοινωνία μοιάζει να μην έχει άλλες ελπίδες να βγει από το τέλμα της, υπάρχει πάντοτε η δύναμη της Ποιητικής Τέχνης να ξεπεράσει την ασχήμια του παρόντος και να παραστήσει την ομορφιά που εν δυνάμει μπορούμε να προσεγγίσουμε. Έστω κι αν φαντάζει παράταιρη, εντούτοις η ποίηση έχει την ικανότητα να μας αποκαλύπτει ακόμα την ελπίδα της άνοιξης. 

Δείτε επίσης:

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»

Ντίνος Χριστιανόπουλος «Εγκαταλείπω την ποίηση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Μνημείο Εθνικής Αντίστασης (1941-1944) στο Γαλάτσι 

Ντίνος Χριστιανόπουλος «Εγκαταλείπω την ποίηση»

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή.

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα
όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον εύγλωττο τίτλο του ποιήματός του, δηλώνει πως δεν μπορεί πια να παλεύει με την τέχνη αυτή που απαιτεί από το δημιουργό της, συνεχή προσπάθεια κι επώδυνες διαδρομές στα ενδότερα της ψυχής του. Ο ποιητής θέλει να εγκαταλείψει την ποίηση, μα δεν το κάνει αυτό γιατί είναι έτοιμος να προδώσει την τέχνη του, ούτε για λόγους ευκολίας.

«Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή.»

Η ώρα για τις προκαταρκτικές προσπάθειες έχει παρέλθει και είναι στιγμή πια για τον κατακλυσμό, είναι στιγμή για μια πλήρη αποκάλυψη, που δεν μπορεί να γίνει από εκείνους που δεν είναι αρκετά κολασμένοι, από εκείνους που δεν έχουν γευτεί άφοβα τις εμπειρίες της ζωής, αφήνοντας στην άκρη τις αρχές και τις αναστολές τους. Εκείνοι που δεν είναι αρκετά κολασμένοι -σ’ αυτούς εντάσσει ο ποιητής και τον εαυτό του- θα πρέπει να σωπάσουν, θα πρέπει να δώσουν το λόγο σ’ εκείνους που μπορούν να προχωρήσουν την ποίηση ακόμη παραπέρα, και ίδιοι θα πρέπει να βρουν άλλες ασχολίες για να κουράζουν τη ζωή τους.
Ο ποιητής εγκαταλείπει την ποίηση, αλλά δεν θεωρεί πως αυτό συνιστά προδοσία της τέχνης του, ούτε μπορεί να δεχτεί ότι επιχειρεί να αποφύγει τις δύσκολες πτυχές της. Προσπάθησε όσο περισσότερο μπορούσε, αναζήτησε βαθιά στην ψυχή του και τόλμησε να ελέγξει ακόμη και τις πιο επώδυνες πληγές του, στην προσπάθειά του να αντλήσει γνήσιο υλικό για τα ποιήματά του. Η συνεχής όμως αναμέτρηση με την αλήθεια του, η συνεχής ανασκόπηση της ζωής και των βιωμάτων του, τον κούρασε. Η ποίηση απαιτεί πολλά από τους δημιουργούς της, απαιτεί μια γύμνωση του εαυτού τους και μια ανηλεή εξέταση και της παραμικρής έκφανση του ψυχισμού τους, στοιχείο που προκάλεσε στο Χριστιανόπουλο μια ανεξέλεγκτη κόπωση.
Ο ποιητής κλείνοντας το ποίημά του δηλώνει πως το να εγκαταλείψει την ποίηση δεν αποτελεί προδοσία, μιας και μπορεί κάποιος να βρει πολλούς τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του, υπονοώντας πως ακόμη κι αν δεν ασχολείται με την ποίηση, δε σημαίνει πως θα μπορέσει να αποφύγει τις υπόλοιπες ψυχοφθόρες καταστάσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή.
Η σκέψη που διατυπώνει ο Χριστιανόπουλος, η πρόθεσή του δηλαδή να εγκαταλείψει την ποίηση, μας παραπέμπει στους στίχους του Εγγονόπουλου: «τούτη η εποχή / του εμφύλιου σπαραγμού / δεν είναι εποχή / για ποίηση / κι άλλα παρόμοια», όπου ο ποιητής κοινοποιεί την αίσθησή του πως σε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου, με το θάνατο να κυριαρχεί, δεν μπορεί πλέον να συνθέτει ποιήματα. Παρατηρούμε ότι και οι δύο ποιητές καταλήγουν σε μια διάθεση εγκατάλειψης της ποιητικής δημιουργίας, παρόλο που οι συνθήκες που τους ωθούν σ’ αυτό το σημείο είναι διαφορετικές. Για τον Εγγονόπουλο ως αποτρεπτικός παράγοντας λειτουργεί η ιστορική συγκυρία και η αίσθησή του πως η ποιητική δημιουργία δεν έχει ουσιαστικό νόημα τη στιγμή που τα πάντα κινούνται υπό καθεστώς μίσους και ο θάνατος πρυτανεύει. Ενώ, για τον Χριστιανόπουλο, η ανάγκη να απομακρυνθεί από την ποίηση προέρχεται από μια εσωτερική αίσθηση κόπωσης, που έχει προκύψει από την αδυναμία του ποιητή να συνεχίσει την επώδυνη προσπάθεια αυτοελέγχου και συνεχούς έκθεσης της ψυχής του, για χάρη της τέχνης του.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως, αν και κανένας από τους δύο ποιητές δεν εγκατέλειψε την ποιητική δημιουργία, οι σκέψεις που κατέγραψαν στους στίχους τους διατηρούν την αλήθεια τους, καθώς τόσο η αίσθηση του Εγγονόπουλου ότι η ποίηση δεν μπορεί να γεννιέται στα πλαίσια ενός πολέμου, όσο και η διαπίστωση του Χριστιανόπουλου ότι η ποίηση απαιτεί πολλά από τον δημιουργό και συχνά τον εξαντλεί συναισθηματικά, εκφράζουν την αίσθηση που είχαν οι ποιητές τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Ars Poetica»

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στο ποίημα «Ars Poetica» (Ποιητική Τέχνη) αναφέρεται στο πώς θεωρεί ότι θα πρέπει να συντίθεται η ποίηση. Ποια θα πρέπει, δηλαδή, να είναι η στάση του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και ποια είναι, ειδικότερα, η δική του σχέση με την ποιητική τέχνη.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Ασλάνογλου μας δίνει μια γενική εκτίμηση για τις βαθύτατες προεκτάσεις που θα πρέπει να λαμβάνει ο ποιητικός λόγος, εκφράζοντας ουσιαστικά όλες τις εσώτερες ανησυχίες και τους άναρχους προβληματισμούς του δημιουργού.

«Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει.»
Ο ποιητής αξιοποιώντας εικόνες από τη ζωή στις σύγχρονες πόλεις, μας παραθέτει την αίσθηση που επιθυμεί να υπάρχει στους ποιητικούς στίχους. Η ποίηση θέλει να είναι σαν βραδινή περιπλάνηση τόσο σε έρημους, απομονωμένους δρόμους, όσο και σε κεντρικούς μεγάλους δρόμους με πολλή κίνηση, όπου η ζωή μοιάζει να κυριαρχεί.
Ο Ασλάνογλου θέλει στην ποίηση να εκφράζεται και η αίσθηση της μοναξιάς, με όλη την ανησυχία και την αναστάτωση που νιώθει κάποιος όταν περπατά τη νύχτα σ’ έναν ερημικό δρόμο, όσο και η αίσθηση ζωτικότητας και ενέργειας που αισθάνεται κάποιος σ’ έναν κεντρικό δρόμο που είναι γεμάτος με ανθρώπους, κίνηση και ήχους.
Η ποίηση είναι και μοναξιά, αλλά είναι συνάμα και το κάλεσμα της ζωής για συμμετοχή στην ακατάπαυστη ροή και κυριαρχία της.

«Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.»

Ο ποιητής θέλει η ποίηση να είναι ένας αγώνας, μια διαρκή προσπάθεια για την έκφραση όλων εκείνων των συναισθημάτων, βιωμάτων και σκέψεων που συνιστούν τη μοναδική ιδιοσυγκρασία κάθε δημιουργού.
Ο ποιητής δεν επιθυμεί, όμως, η ποίηση να είναι σαν τη μουσική που λύνεται, σαν μια σύνθεση δηλαδή που έχει βασιστεί σε κανόνες κι έχει συντεθεί με σαφήνεια και εύληπτη αρμονία. Η πραγματική ποίηση δεν μπορεί να κινείται σε προκαθορισμένα πλαίσια, ούτε να αποζητά την ευκρινή διατύπωση που έχει μια μουσική μελωδία.
Η ποίηση πρέπει να χαρακτηρίζεται από το πάθος, από την ασίγαστη ένταση του δημιουργού να εκφράσει όλη εκείνη την ασυναρτησία και την αταξία που επικρατεί μέσα του. Συναισθήματα που διαρκώς μεταβάλλονται, εμπειρίες που δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί πλήρως, επιθυμίες που δεν έχουν διαμορφωθεί απόλυτα κι ένας ακατάλυτος στροβιλισμός της σκέψης, όλα αυτά ζητούν να βρουν την έκφρασή τους, ζητούν να εξωτερικευθούν. Αν, μάλιστα, ο ποιητής δεν κατορθώσει να διασφαλίσει, μέσω της ποίησης, μια δίοδο για την πληθώρα αυτών των στοιχείων που ταράζουν την ψυχή του, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν ένα παρανάλωμα που θα τον παρασύρει.
Ο ποιητής οφείλει να «τα παίξει όλα για όλα», να ρισκάρει, να καταφύγει σε απρόσμενες ποιητικές διατυπώσεις, προκειμένου να μετουσιώσει το χάος της ψυχής του σε ποίηση, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν έχει την αναμενόμενη χάρη και  αρμονία. Το ζητούμενο, άλλωστε, είναι να έρθουν στην επιφάνεια οι δαίμονες που ταλανίζουν την ψυχή του δημιουργού, με κάθε ποιητικό κόστος.

«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες.»

Ο Ασλάνογλου, έχοντας δώσει στην πρώτη στροφή το υλικό του ποιητικού λόγου, την άναρχη, δηλαδή, πληθώρα συναισθημάτων που υπάρχουν μέσα του, τώρα περνά στα μέσα διατύπωσης της ποίησης, στις λέξεις. Μας παρουσιάζει, λοιπόν, τη διαδικασία αποθησαύρισης των λέξεων εκείνων που αποτελούν το μέσο για να εκφέρει τον ποιητικό του λόγο.
Τη στιγμή που οι άλλοι άνθρωποι (πιθανώς και ομότεχνοί του) ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους σε διασκεδάσεις ή ασήμαντες ενασχολήσεις και κάποιοι άλλοι έχοντας χάσει τη ζωτικότητά τους ετοιμάζονται να πεθάνουν (σκέψη που μπορεί να εκληφθεί είτε ως κυριολεκτική αναφορά σε άτομα μεγάλης ηλικίας είτε καλύτερα ως αναφορά σε άτομα που έχουν θέσει σε τόσο στενά όρια τη ζωής τους κι έχουν χάσει κάθε ίχνος απορίας και διάθεσης για αναζήτηση, που είναι πια σαν να περιμένουν απλώς το θάνατό τους), ο ποιητής καταφεύγει σε ολονύχτιες αναζητήσεις για τις ψηφίδες εκείνες, για τις λέξεις δηλαδή, που θα διατυπώσουν όσο πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του.
Οι ψηφίδες-λέξεις αυτές θα πρέπει να είναι αδιάφθορες, να μην έχουν χάσει το νόημά τους, έστω κι αν χρησιμοποιούνται διαρκώς στους καθημερινούς μονολόγους. (Ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για μονολόγους και όχι για διαλόγους, υπαινισσόμενος την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων, οι οποίοι όταν μιλούν είναι πια σα να εκφέρουν ο καθένας το δικό του εγωκεντρικό μονόλογο.)
Οι λέξεις, λοιπόν, που αναζητά ο ποιητής θα πρέπει, έστω κι αν βρίσκονται σε διαρκή χρήση, να διατηρούν τη δυνατότητα να μεταδώσουν το επιδιωκόμενο συναίσθημα. Ο ποιητής εδώ δεν επιδιώκει την έκφραση νοημάτων, δοθέντος ότι ούτως ή άλλως εκείνα που θέλει να διατυπώσει στην ποίησή του είναι ασυνάρτητα συναισθήματα και όχι ακέραιες σκέψεις.

«Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.»

Ο ποιητής, επομένως, αναζητά λέξεις, οι οποίες να εκπέμπουν φως, να τους έχει απομείνει δηλαδή κάποια αξία ακόμη, μέσα στο σκοτάδι που έχουν περιέλθει από τη διαρκή χρήση. Λέξεις που είναι ακόμη ικανές να αγγίξουν τον αναγνώστη, έστω κι αν από τις τόσες φορές που έχουν ειπωθεί, μοιάζουν να έχουν χάσει κάθε ουσία. Λέξεις τυχαίες, σαν ασήμαντα ζωύφια, οι οποίες αν κι έχουν χάσει πια το νοηματικό τους βάρος, παραμένουν εντούτοις ποτισμένες με αίσθημα.
Ο Ασλάνογλου δεν συνθέτει τα ποιήματά του αναζητώντας σπάνιες λέξεις, άφθαρτες από την καθημερινή χρήση. Δεν ψάχνει λέξεις που να είναι ανοίκειες στο αναγνωστικό κοινό, αντιθέτως, αναζητά το λεκτικό του υλικό στην καθημερινή ομιλία, γιατί εκείνες ακριβώς οι λέξεις που μοιάζουν να έχουν χάσει τη νοηματική τους υπόσταση, διαθέτουν ένα πολύτιμο χάρισμα, έχουν φορτιστεί, στην πάροδο των χρόνων, με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση.
Όσα θέλει να εκφράσει ο Ασλάνογλου δεν είναι περίπλοκα νοήματα ή στιβαρές σκέψεις, είναι μια ένταση συναισθηματική που με την αταξία της ταράζει τον εσωτερικό του κόσμο. Ο ποιητής θέλει να εκτονώσει τη δυναμική αυτή που προκαλείται στην ψυχή του, από την πληθώρα των ανέκφραστων συναισθημάτων και για να το κατορθώσει αυτό χρειάζεται λέξεις, όχι πρωτάκουστες, αλλά λέξεις δοκιμασμένες για χρόνια από τον κόσμο, που μπορούν ακόμη να μεταφέρουν το πιο πολύτιμο απ’ όλα, να μεταφέρουν τα αισθήματα του ποιητή. 

Δείτε επίσης:

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»

Αργύρης Χιόνης [«Κούφον γαρ χρήμα»]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Conni Togel 

Αργύρης Χιόνης [«Κούφον γαρ χρήμα»]

Β΄
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
περπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν
τα χέρια απλώνουν ψαχουλευτά πασχίζουν
σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν

Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.

Ο Αργύρης Χιόνης μας δίνει την άποψή του για τους ποιητές σ’ ένα ποίημα που επιμερίζεται σε μικρότερα αποσπάσματα κι έχει το γενικό τίτλο «Κούφον γαρ χρήμα». Η φράση αυτή, που σημαίνει ότι [ο ποιητής] είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, είναι παρμένη από τον πλατωνικό διάλογο Ίων, στον οποίο ο Σωκράτης διαλέγεται με τον ραψωδό Ίωνα και μεταξύ άλλων του εξηγεί πως η ποιητική δημιουργία προκύπτει με θεϊκή παρέμβαση. Οι ποιητές, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συνθέτουν την ποίησή τους, βασιζόμενοι, όχι στη γνώση τεχνικών κανόνων, αλλά σε κάποιο θεϊκό χάρισμα. Κάτι που σημαίνει ότι στα έργα των κορυφαίων δημιουργών ακούμε τη φωνή του θεού και όχι του ποιητή.
Το απόσπασμα έχει ως εξής: «κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ·»
Γιατί ο ποιητής είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει προτού να τον κυριέψει ο ενθουσιασμός και πέσει σε έκσταση και πάψει πια να έχει μέσα του λογικό· (Μετάφραση: Ν. Σκουτερόπουλος)

Με τις σκέψεις του Σωκράτη να υπονοούνται από τον τίτλο, ο Χιόνης προχωρά σε μια δική του εκτίμηση για την ικανότητα των ποιητών να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα. Οι ποιητές παρουσιάζονται από τον Χιόνη ως πρεσβυωπικά γερόντια που μπορούν να δουν μόνο μακριά (ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ την πάθηση της πρεσβυωπίας, που εμφανίζεται σε άτομα μεγάλης ηλικίας και δεν τους επιτρέπει να δουν καθαρά αυτά που βρίσκονται πολύ κοντά τους).
Οι ποιητές, λοιπόν, είναι σε θέση να δουν και να εκτιμήσουν σωστά μόνο τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως και να εικάσουν ορθά τα γεγονότα του μέλλοντος, αλλά δεν μπορούν να αντιληφθούν σωστά τα γεγονότα του παρόντος.
Η αδυναμία αυτή σημαίνει ότι παρά την ικανότητα που έχουν οι ποιητές να οδηγούνται σε καίριες συνολικές θεωρήσεις για καταστάσεις του παρελθόντος ή για τις επερχόμενες αλλαγές, δεν έχουν καθαρή ματιά για όσα συμβαίνουν γύρω τους. Κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προτροπή του Χιόνη, στους ομοτέχνους του, να απέχουν από το σχολιασμό των γεγονότων της επικαιρότητας.
Τι είναι όμως αυτό που εμποδίζει τους ποιητές να δουν καθαρά τα γεγονότα του παρόντος; Η απάντηση υπονοείται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος, κι έχει να κάνει με την ανθρώπινη υπόστασή τους. Όπως αναφέρει ο Σωκράτης, οι ποιητές δεν μπορούν μόνοι τους να δημιουργήσουν εξαίσια έργα, χρειάζονται τη συνδρομή του θεού. Αντιστοίχως, ο Χιόνης αναφέρεται στη συναισθηματική εμπλοκή του ανθρώπου-ποιητή με όσα διαδραματίζονται γύρω του και τον επηρεάζουν άμεσα. Ο ποιητής παρασυρμένος από τα συναισθήματά του θα σχολιάσει τα γεγονότα της εποχής του, λαμβάνοντας θέση σύμφωνα με τις προσωπικές του απόψεις και ιδεολογίες, χάνοντας έτσι την αντικειμενική ματιά που απαιτεί η καθολική και έγκυρη εκτίμηση. Κινούμενος από τη δική του συναισθηματική κατάσταση, αδυνατεί να διαμορφώσει μια ανεπηρέαστη άποψη και φορτίζει τους στίχους του με τα προσωπικά του συναισθήματα και τις δικές του απόψεις, στερώντας από την ποίησή του την καθαρότητα εκείνη που διακρίνει τα σημαντικά έργα.
Χαρακτηριστική, ως προς αυτό, είναι η πάγια στάση που κράτησε ο Καβάφης, ο οποίος ποτέ δεν συνέθετε τα ποιήματά του υπό την άμεση επήρεια των εντυπώσεων της πραγματικότητας. Άφηνε τις εντυπώσεις αυτές να καταλαγιάσουν και μόνο μετά το πέρασμα αρκετών χρόνων προχωρούσε στην ποιητική μετουσίωσή τους. Την τακτική αυτή, που ενστικτωδώς ακολούθησε ο Καβάφης, προτείνει με το δικό του τρόπο και ο Χιόνης.
Το απόσπασμα αυτό κλείνει με μια ενδιαφέρουσα παρομοίωση, όπου οι ποιητές παρομοιάζονται μ’ εκείνους που παίζουν τυφλόμυγα κι έχοντας κλείσει τα μάτια τους με το μαντίλι, πασχίζουν ψαχουλευτά να συνειδητοποιήσουν που βρίσκονται. Το μαντίλι που κλείνει τα μάτια τους είναι το σήμερα, όπως αναφέρει ο ποιητής, δίνοντας έτσι με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο την αδυναμία των ομοτέχνων του να κρίνουν και να εκτιμήσουν σωστά όσα συνιστούν το παρόν τους.

Δ΄
Η ποίηση πρέπει να ‘ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου.

Το Δ΄ απόσπασμα του ποιήματος παρουσιάζει την άποψη του Χιόνη για τη φύση της ποίησης. Όπως ένα βότσαλο επικαλυμμένο με ζάχαρη που σε ξεγελά με τη γλυκιά του γεύση, κι όταν το δαγκώνεις σπας τα δόντια σου, έτσι θα πρέπει να συντίθεται και η ποίηση.
Με φροντίδα για τη μορφή της, ώστε η αρμονία και η ομορφιά των στίχων να προσελκύει τον αναγνώστη, αλλά στον πυρήνα της να περιέχει ουσιαστικά μηνύματα με όλη την σκληρότητα της αλήθειας τους.
Η ουσία, βέβαια, της ποίησης δεν βρίσκεται στα εξωτερικά στοιχεία της, αλλά στις επώδυνες αλήθειες που οφείλουν συχνά να διατυπώσουν οι ποιητές. Γι’ αυτό κι ο ποιητής θεωρεί πως η μέριμνα για τη μορφή του ποιήματος θα πρέπει να λειτουργεί απλώς ως θελκτική προτροπή προς τον αναγνώστη. Ενώ, τα κεντρικά μηνύματα του ποιήματος δεν θα πρέπει για κανένα λόγο να υπονομεύονται ή να θυσιάζονται για χάρη της ποιητικής ομορφιάς. Η ποίηση οφείλει να παραμένει μέσο έκφρασης όλων εκείνων των διαπιστώσεων και σκέψεων που με τη σκληρότητά τους, ωθούν τους αναγνώστες σε επίπονες, αλλά καίριες συνειδητοποιήσεις.

Δείτε επίσης:



Παράλληλα κείμενα για το «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.»

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conni Togel 

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου «Η ποίηση δε μας αλλάζει»

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη.

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)

Ο Ασλάνογλου στο σύντομο αυτό ποίημα παρουσιάζει μια βασική ιδέα του για τη λειτουργία της ποίησης, αλλά και για την ιδιάζουσα κατάσταση που βιώνει ο ίδιος ο ποιητής.
Ο Ασλάνογλου ξεδιπλώνει κλιμακωτά την αντίληψή του για την τέχνη του, φτάνοντας στην τρίτη στροφή για να δώσει την κυριότερη επενέργειά της. Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση / κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη, σχολιάζει ο ποιητής, και αποκαλύπτει ότι επί της ουσίας η ποίηση κρατά την ψυχή του δημιουργού ανυπότακτη στις επιταγές της κοινωνίας για συμβιβασμό με τη φθορά και τη μιζέρια της καθημερινότητας.
Η πορεία των ανθρώπων, σύμφωνα με τον ποιητή, είναι προδιαγεγραμμένη, καθώς με το πέρασμά τους στην ενηλικίωση οφείλουν να ξεχάσουν τα όνειρα και τις ιδεολογίες της πρώτης νεότητάς τους και να υποταχθούν στις πολλαπλές υποχρεώσεις της καθημερινότητάς τους. Η κοινωνία δεν επιτρέπει την ύπαρξη ανθρώπων με όνειρα και ελπίδες για αλλαγή. Ούτε τους επιτρέπει να ξεφύγουν από τους δεσμά τους, ώστε να συνειδητοποιήσουν την πικρή αλήθεια όσων ζουν.
Οι κρατούντες επιχειρούν και κατορθώνουν να κρατούν τον λαό μακριά από οραματισμούς μιας καλύτερης ζωής, με ίσα δικαιώματα για όλους. Υπό το βάρος του βιοπορισμού, όλοι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις ιδέες αυτές και υποτάσσονται στην ανάγκη της καθημερινής επιβίωσης.
Η κατάσταση, όμως, αυτή δεν ισχύει για τους ποιητές, οι οποίοι έχουν μια επώδυνα προνομιακή θέαση της πραγματικότητας. Οι ποιητές αντιλαμβάνονται την υποδούλωση των σύγχρονων ανθρώπων και με δυσκολία υπεισέρχονται κι εκείνοι στην ίδια κατάσταση υποταγής.
Η ποίηση, επομένως, καθυστερεί τη μεταμόρφωση, καθυστερεί δηλαδή το πέρασμα στην κατάσταση του συμβιβασμού με τη μιζέρια που οι κρατούντες έχουν προετοιμάσει για τον πλειονότητα των πολιτών.

«Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.»

Ο ποιητής μας δίνει στις τρεις στροφές του ποιήματος αντίστοιχες συνειδητοποιήσεις για τη λειτουργία της ποίησης. Η τέχνη αυτή δε μας αλλάζει τη ζωή, προσφέροντάς της απρόσμενη ευδαιμονία. Ο ποιητής συνεχίζει να βιώνει τους ανθρώπινους πόνους που του αναλογούν. Κάθε φορά που βραδιάζει, κάθε φορά που βρέχει η ίδια μελαγχολία κυριεύει την ψυχή του ποιητή, όπως ακριβώς και κάθε άλλου ανθρώπου.
 «Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη.»

Αντιστοίχως, η ποίηση δεν μπορεί να αναστρέψει καταστάσεις που έχουν ήδη πληγώσει την ψυχή του δημιουργού, ούτε να του προσφέρει άφεση για τα λάθη του παρελθόντος. Ο ποιητής ή ο αναγνώστης που έχει αφήσει την ψυχή του απροστάτευτη στα χτυπήματα της ζωής, δεν μπορεί να αναζητήσει θεραπεία στην ποίηση. Τα ανήκεστα τραύματα του παρελθόντος συνεχίζουν τη διαβρωτική τους δράση και η ποίηση δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό.
Η ποίηση, επομένως, δεν προσφέρει ούτε αποθέματα χαράς για να ξορκίσει τη θλίψη του ποιητή, ούτε μπορεί να βάλει τέρμα στην ψυχική φθορά που έχει ήδη επέλθει. Η ποίηση, άλλωστε, δεν μπορεί ούτε τα λάθη του παρελθόντος να διορθώσει. Οπότε, αν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια χρησιμοθηρικής αντιμετώπισης της τέχνης αυτής κάνει λάθος.
Ο Ασλάνογλου καθιστά, λοιπόν, σαφές ότι η ενασχόληση με την ποίηση δεν έχει να δώσει πολύτιμα δώρα, ούτε να βελτιώσει τη ζωή του ποιητή με οποιονδήποτε τρόπο. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ποίηση είναι να καθυστερήσει μεταμόρφωση του ποιητή, να λειτουργήσει, δηλαδή, ως φραγμός στην υποταγή του στις ανάγκες της καθημερινότητας. Την ώρα που οι συμπολίτες του κινούνται και σκέφτονται υπό την πίεση της πραγματικότητας που τους έχει επιβληθεί, ο ποιητής συνεχίζει να βλέπει καθαρά και θλίβεται μπροστά στη συνειδητοποίηση των τεχνητών αναγκών που κρατούν δέσμιους τους συνανθρώπους του.
Η αντίσταση, όμως, που προκαλεί η ποίηση στην ενσωμάτωση του ποιητή στο ίδιο κλίμα ηττοπάθειας και μιζέριας, έχει επιπτώσεις στη ζωή του, καθώς αισθάνεται διαρκώς παράταιρος και ανένταχτος στη λογική των άλλων ανθρώπων. Γι’ αυτό και η καθημερινή του πράξη γίνεται δυσκολότερη.
Μας παραπέμπει έτσι η σκέψη του Ασλάνογλου στην Αλληγορία του Σπηλαίου, του Πλάτωνα, με τον ποιητή να έχει τη θέση του ανθρώπου που έχει αντικρίσει το φως του ήλιου κι έχει αντιληφθεί το επίπλαστο της πραγματικότητας που αντικρίζουν οι άλλοι άνθρωποι. Αδυνατεί, όμως, να τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν την αλήθεια για τη ζωή τους, γιατί εκείνοι εύλογα δυσπιστούν. 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ο τζίτζικας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conni Togel

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ο τζίτζικας»

Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ’ άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου -γκρίζα κι ασβεστένια- μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω -ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος- γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μέσα από μια ενδιαφέρουσα αλληγορία, μιλά για την ανάγκη του ποιητή να εκφράσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του.
Στα πλαίσια αυτής της αλληγορίας η σύντομη καλοκαιρινή πορεία ενός τζίτζικα παρουσιάζει ποικίλες αναλογίες με τη ζωή ενός ποιητή.
Τα χιλιάδες τραγούδια που αισθάνεται ο τζίτζικας ότι στοιβάζονται μέσα του, μας παραπέμπουν στην πληθώρα των θεμάτων που θέλει να αναφερθεί ο ποιητής, με τα βιώματά, τους προβληματισμούς, αλλά και τα συναισθήματά του να ζητούν μερίδιο της προσοχής του.
Κι όπως ο τζίτζικας προσπαθεί με το συνεχές τραγούδι του να τα βάλει σε μια σειρά, έτσι κι ο ποιητής επιχειρεί με τους στίχους του να θέσει σε μια σειρά όλα εκείνα που βασανίζουν την ψυχή του και θέλουν να ειπωθούν.
Έστω κι αν το τραγούδι του τζίτζικα είναι άσχημο, τουλάχιστον τον διαφοροποιεί από όλα εκείνα τα «ηχεία» της φύσης που παραμένουν άφωνα. Σκέψη που βρίσκει απόλυτα την εφαρμογή της στη δράση κάθε ποιητή. Ακόμη, δηλαδή, κι αν τα ποιήματά του δεν είναι άριστα, τουλάχιστον εκφέρει λόγο, καταγγέλλει καταστάσεις και προσπαθεί να μιλήσει για τα μελανά σημεία της ζωής, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που παρατηρούν άπραγοι τις δυσκολίες και τις αδικίες της ζωής.
Η εμφάνιση του τζίτζικα τον αποτρέπει από παρεκκλίσεις αισθησιασμού και κάθε άλλη συμμετοχή στο διαρκές γιόρτασμα της φύσης. Στοιχείο που βρίσκει την εφαρμογή του και στη ζωή του ποιητή, υπό την έννοια πως κάθε λόγιος άνθρωπος αφοσιώνεται στις μελέτες και στους προβληματισμούς του και συχνά απέχει απ’ όλες εκείνες τις δραστηριότητες που συνθέτουν τις κοσμικές απολαύσεις του ανθρώπινου βίου.
Η μόνη ευχαρίστηση για τον τζίτζικα είναι η δροσιά που του παρέχει κάποιο στιγμιαίο αεράκι, που έρχεται και δροσίζει την κάψα της ζωής του. Μια ανακούφιση που μπορεί να εντοπιστεί στη δημιουργική ζωή του ποιητή, όταν μια απρόσμενη στιγμή διαύγειας τον οδηγεί στην καίρια εκείνη διατύπωση, που δίνει στο έργο του την ιδανική μορφή. Ο ποιητής αισθάνεται τότε πως έχει αποφορτίσει την ψυχή του απ’ όλες τις σκέψεις εκείνες που απαιτούσαν να ειπωθούν και βρίσκει για λίγο την ευκαιρία να σταματήσει την αέναη προσπάθειά του.
«Τότε παύω να ουρλιάζω -ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος- γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη»
Το πεζό αυτό ποίημα για την ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ κλείνει με μια εξαίρετη διατύπωση για την προσωρινή παύση του τραγουδιού του τζίτζικα. Το θαύμα της δροσιάς, που του προσφέρει η φύση, είναι πολύ σημαντικότερο από κάθε προσπάθεια που κάνει ο ίδιος για να διασφαλίσει την προφύλαξή του από την αφόρητη ζέστη. Ο τζίτζικας τότε σταματά το τραγούδι του -που στην πραγματικότητα είναι ένα ουρλιαχτό- και βιώνει τη λυτρωτική αίσθηση της δροσιάς.
Στο σημείο αυτό η ποιήτρια εκφράζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την αίσθηση που βιώνει ένας ποιητής, όταν κατορθώνει να μετουσιώσει τις εσωτερικές του πληγές σε ποίηση. Τότε, έστω και για λίγο, η ένταση που αισθάνεται υποχωρεί και μαζί της υποχωρεί και η ανάγκη του να συνθέτει στίχους. Άλλωστε, ό,τι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ως ποίηση δεν είναι παρά το ουρλιαχτό του ποιητή, η δίχως όρια ανάγκη του να φέρει στο φως τους πόνους της ψυχής του. Η ανάγκη του ποιητή να εξωτερικεύσει όσα τον προβληματίζουν είναι ασίγαστη και βρίσκει πρόσκαιρη ανακούφιση μόνο τις σπάνιες εκείνες στιγμές που οι λέξεις του φτάνουν στο στόχο τους και προσφέρουν δίοδο στον πόνο του δημιουργού.
Η ποίηση τελικά παρουσιάζεται ως η προσπάθεια του ποιητή να εκτονώσει την ταραχή της ψυχής του και να εξωτερικεύσει όλα εκείνα τα βιώματα και τα συναισθήματα που με την έντασή τους απειλούν να τον συνθλίψουν. 

Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Scott Davidson 

Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»

Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
Τι είναι, όμως, αυτό που καθιστά την ποιητική δημιουργία τόσο επίπονη, ώστε να την παρομοιάζει ο ποιητής με μια νύχτα αγωνίας και ψυχικής οδύνης; Πρόκειται, το δίχως άλλο, για την ανάγκη του δημιουργού να καταφύγει στις πιο μύχιες σκέψεις και ανησυχίες του, σ’ ένα δραστικό γύμνωμα της ψυχής του, για να μπορέσει να αποτυπώσει στους στίχους του τη δική του αλήθεια.
Η δημιουργία πραγματικής ποίησης, άλλωστε, οφείλει να προκύπτει από την ειλικρινή προσπάθεια του ποιητή να εκφράσει ό,τι στέκει αληθινό στη σκέψη του, βγαλμένο από την αναμέτρησή του με τις πλέον επώδυνες εμπειρίες του κι από τα συναισθήματά του εκείνα που οποιοσδήποτε άλλος θα προτιμούσε να απωθήσει.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αναφέρεται στα στοιχεία που αποτελούν το πρωτογενές υλικό του ποιητή. Σε ό,τι, δηλαδή, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πηγές της ποιητικής έμπνευσης, με την αναγκαία διευκρίνιση ότι η έμπνευση για τον ποιητή δεν είναι κάτι που προκύπτει εκ του μηδενός. Η έμπνευση είναι μια διαδικασία επεξεργασίας όλων εκείνων των στοιχείων που αποτελούν την ιδιαίτερη και μοναδική προσωπικότητα του ποιητή. Οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματά του, αλλά και τα τρέχοντα γεγονότα της ζωής που τον επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλα ιδωμένα και ερμηνευμένα μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο που κατανοεί την πραγματικότητά του κάθε ποιητής.
Το ποτάμι, λοιπόν, που ο ποιητής δηλώνει πως γνωρίζουμε ότι είναι ένας ξένος που κρύβεται, συμβολίζει όλο αυτό το υλικό που οφείλει να αντλήσει και να επεξεργαστεί ο ποιητής για τη δημιουργία της τέχνης του.
Το ποτάμι αυτό -το συνονθύλευμα των γεγονότων της ζωής- κινείται την ημέρα κανονικά προς τη θάλασσα, μοιάζει δηλαδή προσιτό και εύκολα παρατηρήσιμο, μα το απόγευμα λουφάζει ακίνητο. Τη στιγμή δηλαδή που ο ποιητής επιχειρεί να αντλήσει από αυτό, το υλικό που του χρειάζεται, το ποτάμι ακινητοποιείται σαν ένα αγρίμι που αντιλήφθηκε πως δίπλα του κινούνται κυνηγοί.
Με την παρομοίωση του αγριμιού που επιχειρεί με την ακινησία του να διαφύγει την προσοχή των κυνηγών, ο ποιητής παρουσιάζει την κατάσταση που προκαλείται όταν ο δημιουργός προσπαθήσει να αξιοποιήσει το υλικό που του παρέχει η ζωή του. Καθετί που μέχρι πρότινος έμοιαζε προσβάσιμο, αίφνης προσπαθεί να κρυφτεί από τον ποιητή.
Το ποτάμι, το υλικό δηλαδή του ποιητή, δεν αφήνεται εύκολα στα χέρια του, δεν του δίνει έτοιμες λύσεις, ούτε του επιτρέπει την ανεμπόδιστη επεξεργασία του. Σκέψη ιδιαίτερα σημαντική για να κατανοήσουμε τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, καθώς παρά την εντύπωση που ίσως υπάρχει ότι ο ποιητής δεν έχει παρά να αναλογιστεί πάνω στα γεγονότα της ζωής, για να φτάσει στην ποιητική σύνθεση, επί της ουσίας αυτό είναι μια λανθασμένη απλούστευση. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αυτή η φαινομενικά απλή διαδικασία, είναι δυσεπίτευκτη και απαιτητική. Οτιδήποτε φαντάζει εύκολο στην προσέγγισή του, αποκτά ξαφνικά πολλαπλές ερμηνείες, γίνεται ρευστό και καθιστά αδύνατη την καίρια εστίαση.

Η καταληκτική στροφή του ποιήματος μας παρουσιάζει τη στάση που κρατά ο ποιητής απέναντι σε ό,τι αποτελεί το υλικό της τέχνης του, απέναντι δηλαδή στα γεγονότα της ζωής. Στέκει, με τα χέρια στις τσέπες, δήθεν αδιάφορος. Προσποιείται πως αδιαφορεί, προσποιείται πως βρίσκεται εκεί τυχαία και πως παραμένει επιδεικτικά άπραγος, αλλά επί της ουσίας παρατηρεί κι ελέγχει καθετί που συμβαίνει, μορφώνοντας διακριτικά, αλλά με μεθοδικότητα της σκέψης του και την αντίληψή του επί των γεγονότων.
Ο ποιητής παραφυλάει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, φαινομενικά αδιάφορος, μα σε μια διαρκή επαγρύπνηση, για να κατανοήσει και να μετουσιώσει τα γεγονότα που υποπίπτουν στην αντίληψή του, σε ποιητικό έργο.

Οι θεματικές που πραγματεύεται ο Μαρκόπουλος, συναντώνται και σ’ άλλα ποιήματα για την ποίηση, καθιστώντας εφικτή την παράλληλη ανάγνωσή τους με το ποίημα αυτό.

  • Στο ποίημα «Τα Αντικλείδια» ο Γιώργης Παυλόπουλος αναφέρεται διεξοδικά στην δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ποιητικό έργο.
  • Στο ποίημα «Ποίηση 1948» ο Νίκος Εγγονόπουλος αναδεικνύει την ακατάλυτη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ποιητική δημιουργία και στα γεγονότα της ζωής. Δηλώνοντας πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για τον δημιουργό να τα προσεγγίσει ή να τα παραγνωρίσει. Παρομοίως, ο Μαρκόπουλος καθιστά σαφές πως το υλικό του ποιητή, τα γεγονότα της πραγματικότητας δηλαδή, δεν είναι εύκολα ούτε στην πρόσβαση, ούτε στη διαχείρισή τους: «Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.»
  • Στο ποίημα του Εγγονόπουλου, επίσης, τονίζεται η πικρία που ενυπάρχει στους στίχους του. Σκέψη που εκφράζεται και από τον Μαρκόπουλο με τη θλίψη που κρύβεται κάτω από τις λέξεις κάθε ποιήματος.
  • Σε αντιστοίχιση με το ποίημα του Εγγονόπουλου βρίσκεται και η στάση που τηρεί ο ποιητής απέναντι στα γεγονότα της ζωής. Ο ποιητής που στέκει δήθεν αδιάφορος, παρατηρώντας όμως ακατάπαυστα οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, μας φέρνει στη σκέψη τον Εγγονόπουλο, ο οποίος παρόλο που δηλώνει ότι δεν μπορεί να γράφει ποίηση στα επώδυνα χρόνια του Εμφυλίου, συνεχίζει εντούτοις την ποιητική του δημιουργία, προκειμένου να εκφράσει τον αποτροπιασμό του για τη σκληρότητα και το θάνατο που έχει πια κυριαρχήσει παντού.
  • Τέλος, μπορούμε να εντοπίσουμε την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στις νύχτες αγωνίας που μας δίνει με την πρώτη παρομοίωση του ποιήματος ο Μαρκόπουλος, και στους εφιάλτες που βιώνει και καταγράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Στον Νίκο Ε... 1949». Οι εφιαλτικές νύχτες που περνά ο Αναγνωστάκης περιμένοντας την εκτέλεσή του, αποτελούν παράλληλα και το υλικό από το οποίο γεννιέται η ποίησή του, δίνοντας μας ένα κυριολεκτικό παράδειγμα για τη θλίψη και την αγωνία που μας αποκαλύπτει ο Μαρκόπουλος ότι κρύβεται πίσω από τις λέξεις κάθε ποιήματος.      
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...