Μύκονος
Βύρων Λεοντάρης [Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν]
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
- αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... -
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.
Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.
(Εν γη αλμυρά, 1996)
Ο Βύρων Λεοντάρης στους στίχους του στηλιτεύει την απευαισθητοποίηση των ανθρώπων, την αδιαφορία τους απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους και την επιλογή τους να αποστασιοποιηθούν ουσιαστικά από την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Αναλυτικότερα:
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.
Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.
Ο ποιητής εκφράζει το παράπονό του πως τώρα πια οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του, όσο κι αν χτυπά, οι λέξεις δεν του ανοίγουν. Ο ποιητής εδώ αντικρίζει τις λέξεις ως πόρτες ή πύλες που μπορούν να τον οδηγήσουν στον προορισμό του, που δεν είναι άλλος από τη δυνατότητα έκφρασης. Ο ποιητής διαπιστώνει, λοιπόν, πως οι λέξεις δεν του επιτρέπουν να εκφράσει όσα θέλει και κυρίως να μεταδώσει τα επιδιωκόμενα συναισθήματα, καθώς έχουν χάσει τη συναισθηματική τους φόρτιση.
Οι λέξεις δεν κατοικούνται πλέον από τα βάσανα των ανθρώπων, οι λέξεις δεν έχουν πια την ικανότητα να εκφράσουν τον πόνο των ανθρώπων.
Τα βάσανα -η συναισθηματική νοηματοδότηση- έχουν εγκαταλείψει τις λέξεις, όπως οι κάτοικοι εγκαταλείπουν ξαφνικά μια πόλη εν όψει κάποιου σεισμού ή μιας μεγάλης έκρηξης.
Καμία αίσθηση ζωής δεν υπάρχει στα φωνήεντα, που εμφανίζονται αδειανά, κανένας ήχος δεν ακούγεται από τα σύμφωνα, ούτε καν μια ανεπαίσθητη κίνηση ενός σώματος ή το τρεμούλιασμα ενός κεριού, ούτε καν μια σκιά στους τοίχους δεν γίνεται ορατή. Όπως, ακριβώς, θα ήταν μια πόλη που έχει εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους κατοίκους της, έτσι και οι φθόγγοι, τα δομικά στοιχεία των λέξεων, έχουν ερημωθεί πλήρως.
Κανένα συναίσθημα, καμία παραγωγή ήχου, κανένα ίχνος ζωής δεν προκύπτει πλέον από τις λέξεις και τα γράμματα.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Λεοντάρης μας παρουσιάζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα πόσο κενές περιεχομένου και αισθήματος βρίσκει πλέον τις λέξεις. Ενώ, στις επόμενες δύο στροφές του ποιήματος θα επιχειρήσει να μας εξηγήσει πώς έφτασαν στο σημείο οι λέξεις να χάσουν πλήρως τη δυνατότητά τους να μεταδίδουν συναισθήματα και νοήματα.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σχήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Οι άνθρωποι έχοντας βιώσει προφανώς για χρόνια τους πόνους και τη δυστυχία, έχοντας γαλουχηθεί σε περιόδους όπου περίσσεψε η σκληρότητα και η αναλγησία, προτίμησαν πλέον να αποστασιοποιηθούν από τη βασική πηγή πόνου, από την ίδια τους την ανθρωπιά.
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, σχολιάζει ο ποιητής, και αναδεικνύει έτσι μια καίρια αλήθεια για την εποχή μας. Οι άνθρωποι έπαψαν πια να νοιάζονται, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο τους τον εαυτό. Έπαψαν να φροντίζουν για τα δικαιώματά τους, για τη δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής και προτίμησαν να αποτραβηχτούν στην απάθεια και στην αδράνεια.
Τα μόνα πράγματα που πήραν μαζί τους, από τα χρόνια της ανθρωπιάς, από τα χρόνια που νοιάζονταν ακόμη, είναι εικόνες δημίων και όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά. Τα μόνα ενθυμήματα που κράτησαν, δηλαδή, είναι εκείνα που τους θυμίζουν τον πόνο που κάποτε ένιωθαν, για να μην ξεχαστούν ποτέ και φύγουν από τη μακάρια αίσθηση της απάθειας. Κοιτάζοντας την εικόνα του δήμιου και τα όργανα των βασανιστηρίων, θα θυμούνται εκ νέου τι σημαίνει τελικά να είσαι άνθρωπος και πόσο πόνο δέχεσαι αν δείχνεις ενδιαφέρον. Έτσι, θα επιβεβαιώνουν διαρκώς την απόφασή τους να παραμένουν αμέτοχοι και αδιάφοροι.
Σ’ αυτόν τον κόσμο της απάθειας και της αποστασιοποίησης ο κόσμος συνεννοείται μόνο με σχήματα, όχι με λέξεις. Οι λέξεις κρύβουν μέσα τους νοήματα και μνήμες από την εποχή που ήταν ακόμη άνθρωποι, κι αυτό προτιμούν να το ξεχνάνε.
Χρησιμοποιούν σχήματα για να επικοινωνήσουν σ’ αυτή την αδιάκοπη φασαρία της ερημιάς και στον εντυπωσιασμό του τίποτα.
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Το οξύμωρο σχήμα κυριαρχεί και στους δύο αυτούς στίχους, με τους οποίους ο Λεοντάρης επιχειρεί να καταδείξει την κενότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής. Οι άνθρωποι βρίσκονται μόνοι τους, ενώ ζουν και κινούνται σε ολοένα και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις και περνούν το χρόνο τους σ’ έναν κόσμο απατηλού εντυπωσιασμού, μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες, που επί της ουσίας δεν έχει τίποτε να προσφέρει.
Έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, μοναξιά και αποθέωση του μηδαμινού, είναι τα στοιχεία του νέου τρόπου ζωής, του τρόπου που οι άνθρωποι προτίμησαν ως λιγότερο επώδυνο, σε σχέση με τις προγενέστερες εποχές που ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τα συναισθήματά τους και να νιώσουν τον καημό και τη θλίψη του συνανθρώπου τους.
Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
- αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... -
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί.
Σ’ αυτή τη στροφή, ο ποιητής εντάσσει με το «εμείς» τον εαυτό του και τους ομοτέχνους του, στο κύμα ψυχικής αδρανοποίησης που έχει παρασύρει ολόκληρη την κοινωνία. Αδειάσαμε, λέει ο ποιητής, αναφερόμενος στην απώλεια των συναισθημάτων και κυρίως στην αίσθηση ενδιαφέροντος και συμπόνιας.
Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο, σχολιάζει ο Λεοντάρης, αναδεικνύοντας το βασικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής, την επιθυμία των ανθρώπων να μην πονούν. Όπως ο γιατρός φροντίζει με τη χρήση αναισθησίας να απομακρύνει τον πόνο, αλλά και τον φόβο του πόνου, έτσι ακριβώς οι άνθρωποι πλέον δεν θέλουν ούτε να πονούν, αλλά ούτε και να αισθάνονται την υπόνοια του πόνου. Μια πλήρης αποξένωση από τα συναισθήματά τους και μάλιστα από το βασικό συναίσθημα που θα μπορούσε να τους θυμίσει την ανθρώπινη υπόστασή τους, τον πόνο.
Αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση, δηλώνει έκπληκτος ο ποιητής, καθώς παρατηρεί τους συνανθρώπους του, τους ομοτέχνους του και εν τέλει και τον ίδιο του τον εαυτό, σε μια πορεία αποστασιοποίησης από καθετί που μπορεί να εγείρει μνήμες, συναισθήματα και ανάγκες της ψυχής.
Η σύγχρονη εποχή ξορκίζει με κάθε τρόπο τον πόνο, καθιστώντας ακόμη και την ποίηση, ακόμη και την τέχνη αυτή που γεννιέται μέσα από τα αισθήματα των ανθρώπων, να ακούγεται σαν μια κραυγή μακριά από τον πόνο.
Η ποίηση έχει πάψει πια να είναι ειλικρινής φορέας συναισθηματικών φορτίων, καθώς οι ποιητές σμιλεύοντας με επιμονή το υλικό τους, τους πόνους της ψυχής τους, δημιουργούν απονεκρωμένα μνημεία και ανώδυνα μπιμπελό, εκεί που κάποτε θα δημιουργούσαν με την ποίησή τους έναν εναργή σπαραγμό, μια πηγή απ’ όπου θα ανέβρυζε καθαρό το συναίσθημα, ο πόνος και η απόγνωσή τους.
Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, το τρομερό καραδοκεί. Όσο κι αν οι ποιητές σμιλεύουν τους στίχους τους, όσο κι αν αφοσιώνονται στη μορφή του ποιήματος κι αποφεύγουν να δώσουν ζωή στους στίχους τους, μετουσιώνοντας κάθε τους συναίσθημα σε ποίηση, η επώδυνη όψη της ζωής είναι πάντοτε έτοιμη να εμφανιστεί.
Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.
Ο Λεοντάρης κλείνει το ποίημά του με μια διαπίστωση συγκλονιστική. Τώρα πια και η τέχνη και οι άνθρωποι, κινδυνεύουν από την ανθρώπινη φύση. Αν οι ποιητές επιτρέψουν να εισέλθει στην τέχνη τους το ανθρώπινο στοιχείο, τότε απειλείται η ίδια της η ύπαρξη.
Ένα συμπέρασμα που μοιάζει με παραδοξολογία, μα έχει στη βάση του μια πικρή αλήθεια. Το ανθρώπινο στοιχείο, δεν είναι πλέον παρά μια στάση αδιαφορίας, αναλγησίας και απάθειας. Το ανθρώπινο έπαψε να σημαίνει ανθρωπιά και συναισθηματική πληρότητα, έχει πλέον μετακομίσει στο απάνθρωπο.
Γι’ αυτό ο ποιητής δηλώνει πως το ανθρώπινο απειλεί να ξεκάνει και την τέχνη και τους ανθρώπους (και τους ποιητές). Αν οι ποιητές αφεθούν στο γενικότερο κλίμα συναισθηματικής αδράνειας και αδιαφορίας τότε δεν υπάρχει ελπίδα ούτε γι’ αυτούς ούτε για την τέχνη τους.
Μόνο η τέχνη μπορεί να διασώσει την τέχνη, δηλώνει ο ποιητής, παραπέμποντάς μας στο αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», όπου το ζητούμενο ήταν η τέχνη να λειτουργεί ως αυτοσκοπός, ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κοινωνική συγκυρία ή συνθήκη.
Ο ποιητής επιχειρεί, εδώ, τη διάσωση της ποίησης προφυλάσσοντάς την από αυτό που κάποτε αποτελούσε την πηγή της, από το ανθρώπινο στοιχείο. Γιατί τώρα πια ανθρώπινο σημαίνει απάνθρωπο, σημαίνει πλήρη αποδέσμευση από πολύτιμα συναισθήματα, σημαίνει μια πρωτόφαντη αναλγησία.
Οι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής, που δεν επιθυμούν πια να νιώθουν, θα ξεκάνουν όχι μόνο την ποίηση, αλλά πολύ περισσότερο και την ίδια την κοινωνία, που κάποτε βασιζόταν στην ανθρωπιά και στο ενδιαφέρον του ενός ανθρώπου για τον άλλο.
Δείτε επίσης: