Παράλληλα κείμενα για το «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.»
Κατά τές συνταγές ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων μάγων
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος» είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά∙ τον φίλον μου στα είκοσι δύο του χρόνια
να με φέρει ξανά – την εμορφιά του, την αγάπη του.
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 1931
Το λόγο σε αυτό το ποίημα παίρνει ένας αισθητής, ένας εστέτ, ένας άνθρωπος δηλαδή που θεωρεί το ωραίο υπέρτατο αγαθό, και αποζητά μια μαγική λύση για την επαναφορά της νεότητάς του. Ο ποιητής εδώ μεταθέτει την επιθυμία επιστροφής της νιότης σε έναν αισθητή, χωρίς να τον ονομάζει, επιτρέποντα έτσι στον αναγνώστη να εικάσει ότι αυτός που αναζητά το απόσταγμα των Ελληνοσύρων μάγων δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Καβάφη. Η μετάθεση των σκέψεων του ποιήματος σε κάποιο άλλο πρόσωπο γίνεται από τον ποιητή αφενός για να αποδεσμεύσει τον εαυτό του από τη ματαιοδοξία που εκφράζεται σε αυτό κι αφετέρου για να δώσει μια αίσθηση καθολικότητας στην ανάγκη που αισθάνεται ο αισθητής να έχει μια δεύτερη ευκαιρία στη νεότητα. Παρά το ανέφικτο της εκφραζόμενης επιθυμίας ο ποιητής γνωρίζει ότι με τους στίχους αυτούς αποτυπώνει τη σκέψη πολλών ανθρώπων, καθώς η ευχή να μπορούσαν να επιστρέψουν τα νιάτα διατρέχει τη λογοτεχνία μας από τη δημοτική ποίηση μέχρι τους σύγχρονους λογοτέχνες και αποτελεί ουσιαστικά κάτι που απασχολεί τους περισσότερους ανθρώπους από τη στιγμή που θα χάσουν την ανεκτίμητη νεότητα.
Η επιθυμία του ποιητή είναι να γυρίσει ξανά στα είκοσι τρία του χρόνια και μαζί του να επανέλθει και ο αγαπημένος του στα είκοσι δύο του χρόνια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν ξανά τον έρωτά τους, τη στιγμή ακριβώς που η νεότητα χαρίζει απλόχερα την ομορφιά. Το μέσο που θα μπορούσε ίσως να κάνει πραγματικότητα αυτό το θαύμα είναι κάποιο απόσταγμα Ελληνοσύρων μάγων. Με την αναφορά στους Ελληνοσύρους μάγους και τα γητεύματα ο Καβάφης δίνει στο ποίημα μια αναγκαία χρονική μετάθεση, ώστε να αποδοθεί αποτελεσματικότερα η ευχή αυτή σε κάποιο πρόσωπο του παρελθόντος, τότε που η μαγεία αποτελούσε αποδεκτή λύση για κάθε παράδοξη ανάγκη. Επιπλέον το ποίημα αποκτά μια αίσθηση ανατολίτικου μυστηρίου, μιας και η σκέψη ότι θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει η νεότητα μόνο στα πλαίσια της μαγείας και του υπερφυσικού θα ήταν δυνατό να εκφραστεί.
Σημαντική είναι η αναφορά του ποιητή στη διάρκεια που θα μπορούσε να έχει αυτό το θαύμα, μια μέρα μόνο ή έστω και λίγες στιγμές. Στο σημείο αυτό κρύβεται όλη η απόγνωση του ανθρώπου που έχει χάσει πια τα νιάτα του και νιώθει ότι θα γινόταν ευτυχισμένος έστω κι αν για λίγες μόλις στιγμές μπορούσε να είναι νέος ξανά. Τώρα που ο ποιητής δεν είναι πια νέος έρχεται να εκτιμήσει σε απόλυτο βαθμό την αξία της νεότητας, αλλά και του έρωτά του. Απελπισμένος πια, ζητά έστω και για λίγη ώρα να μπορούσε να επιστρέψει στο παρελθόν και τότε θα μπορούσε να βιώσει με όλη του την ψυχή κάθε πολύτιμο λεπτό αυτού του θείου δώρου, που είναι η νεότητα.
Η σκέψη ότι η νεότητα με την ομορφιά που προσφέρει καθώς και η απόλαυση του νεανικού έρωτα, αποτελούν υπέρτατα αγαθά, αποτελεί βασική θεματική στο έργο του Καβάφη, ο οποίος συχνά δείχνει να βασανίζεται καθώς βλέπει τα χρόνια του να περνούν. Την ίδια άλλωστε σκέψη εκφράζει και στο αριστουργηματικό «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.». Στο ποίημα αυτό υιοθετεί ένα ακόμη προσωπείο, αποδίδοντας τις δικές του ανησυχίες σε έναν πλασματικό ποιητή τον Ιάσονα Κλέανδρο. Ο Ιάσονας Κλέανδρος βλέπει τον εαυτό του να γερνά, τη μορφή του να αλλοιώνεται και τις χαρές της νεότητας να τον εγκαταλείπουν και αισθάνεται πως ο πόνος του γήρατος μοιάζει με πληγή από φρικτό μαχαίρι. Εδώ το πρωταγωνιστικό πρόσωπο δεν αποζητά τη λύση σε κάποιο μαγικό απόσταγμα αλλά σε μια απόλυτη ιδέα για τον Καβάφη, την τέχνη της ποίησης. Η ποίηση θα βοηθήσει τον ήρωα του ποιήματος να ξεχαστεί έστω και για λίγο από τον πόνο που τον κατατρέχει και θα μπορέσει με τη βοήθεια της φαντασίας και του λόγου να αναδημιουργήσει στιγμές νεότητας ή τουλάχιστον θα μπορέσει να αφήσει κατά μέρος τις επώδυνες σκέψεις και θα βυθιστεί στην πρόσκαιρη λήθη που χαρίζει η δημιουργία.
Κοινό σημείο και στα δύο ποιήματα είναι η θλίψη που βασανίζει τον άνθρωπο που έχοντας χάσει τη νεότητα δεν μπορεί παρά να αναπολεί την ομορφιά, τον έρωτα και την ευτυχία που είχε κάποτε. Ο ποιητής συγκλονίζεται από τη φθορά του σώματός του, από την απώλεια της ομορφιάς των νιάτων και αποζητά μια λύση, όσο εφήμερη κι αν είναι αυτή. Στο ένα ποίημα καταφεύγει στα μαγικά αποστάγματα κι εκφράζει την επιθυμία να μπορούσε να επιστρέψει έστω και για λίγο στα χρόνια της νεότητας, ενώ στο άλλο καταφεύγει στη μόνη σταθερή πηγή παρηγοριάς και δικαίωσης που υπάρχει στη ζωή του, την ποίηση. Ο Καβάφης πιστεύει ακράδαντα ότι η Τέχνη της Ποιήσεως αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της ζωής του που μπορεί να του προσφέρει την πολύτιμη δυνατότητα να ξεχάσει για λίγο την απελπισία του και να περάσει κάποιες ώρες χαμένος μέσα στη δίνη της δημιουργικότητας. Το ταξίδι στη φαντασία, η ενασχόληση με τις λέξεις και η χαρά της δημιουργίας είναι στοιχεία που για χρόνια ομόρφυναν τη ζωή του ποιητή και πάντοτε επιστρέφει στην τέχνη του για να μπορέσει να γευτεί στιγμές λησμονιάς αλλά και διαχρονικής δημιουργίας.
Η Τέχνη της Ποιήσεως δεν είναι για τον Καβάφη μόνο το μέσο για να επαναφέρει μνήμες νεότητας και να ξεχάσει τον καημό του, είναι παράλληλα το μέσο που θα του διασφαλίσει την επαφή με το μέλλον, τη συνέχεια και γιατί όχι μια χωρίς τέλος ύπαρξη. Τις σκέψεις αυτές τις εκφράζει ο ποιητής στο ποίημα «Πολύ σπανίως»
Πολύ σπανίως
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
Κωνσταντίνος Καβάφης 1913
Σε αντίθεση με το «Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων», το οποίο ο Καβάφης έγραψε δύο χρόνια προτού πεθάνει, το «Πολύ σπανιώς» το συνέθεσε σε ηλικία πενήντα ετών, όταν ακόμη ήταν σε ηλικία ακμής. Εντούτοις, ο ποιητής αυτός είχε πάντοτε αφενός το φόβο του χρόνου που περνάει, κι αφετέρου μια ιδιαίτερη συναίσθηση της ποιητικής του αξίας, ώστε να θεωρεί δεδομένη τη διάδοση και αποδοχή του έργου του.
Στο ποίημα αυτό ο ηλικιωμένος ποιητής – η μελλοντική εικόνα του Καβάφη – βιώνει με πόνο τη φθορά του σώματός του, κρύβει την ασχήμια των γηρατειών του, αλλά κρατά ως πολύτιμη παρηγοριά τη σύνδεσή του με τους νέους που επιτυγχάνεται μέσω της ποίησής του. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος γερνά και δεν μπορεί πια να εκθέτει τον εαυτό του, βλέπει με χαρά ότι το έργο του συνεχίζει μια δική του πορεία, λειτουργώντας ως μέσο αισθητικής απόλαυσης για τους ωραίους νέους. Μπορεί δηλαδή να αντιλαμβάνεται ο ποιητής των 50 ετών ότι δεν υπάρχει για εκείνον καμία άλλη πορεία πέρα από το αντιαισθητικό γήρασμα του σώματος, που σύντομα θα τον αναγκάζει να κρύβεται από τα μάτια των ανθρώπων, αλλά διατηρεί ως μόνη πηγή χαράς το γεγονός ότι η ομορφιά και η νεότητα που κατόρθωσε να απαθανατίσει στους στίχους του θα συνεχίσουν για πολύ καιρό μετά από αυτόν να εξάπτουν τη φαντασία των νέων και να αποτελούν γι’ αυτούς πηγή απόλαυσης. Η σκέψη ότι με τα δικά του λόγια, με τους δικούς του στίχους και τις δικές του εικόνες θα μπορεί να επηρεάζει τους νέους και να τους προκαλεί μια αισθητική έξαψη, αποτελεί για τον ποιητή μια μοναδική παρηγοριά.
Ενώ στα δύο προηγούμενα ποιήματα το ζητούμενο ήταν η επαναφορά της νεότητας ή τουλάχιστον λίγες πολύτιμες στιγμές λήθης, εδώ ο ποιητής αναγνωρίζει ότι παρά το δικό του γήρας, το έργο του θα παραμείνει διαχρονικά νεανικό και θα συνεχίζει να απολαμβάνεται από τους ωραίους νέους που τόσο συχνά μαγνήτισαν τη σκέψη του.
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος» είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά∙ τον φίλον μου στα είκοσι δύο του χρόνια
να με φέρει ξανά – την εμορφιά του, την αγάπη του.
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 1931
Το λόγο σε αυτό το ποίημα παίρνει ένας αισθητής, ένας εστέτ, ένας άνθρωπος δηλαδή που θεωρεί το ωραίο υπέρτατο αγαθό, και αποζητά μια μαγική λύση για την επαναφορά της νεότητάς του. Ο ποιητής εδώ μεταθέτει την επιθυμία επιστροφής της νιότης σε έναν αισθητή, χωρίς να τον ονομάζει, επιτρέποντα έτσι στον αναγνώστη να εικάσει ότι αυτός που αναζητά το απόσταγμα των Ελληνοσύρων μάγων δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Καβάφη. Η μετάθεση των σκέψεων του ποιήματος σε κάποιο άλλο πρόσωπο γίνεται από τον ποιητή αφενός για να αποδεσμεύσει τον εαυτό του από τη ματαιοδοξία που εκφράζεται σε αυτό κι αφετέρου για να δώσει μια αίσθηση καθολικότητας στην ανάγκη που αισθάνεται ο αισθητής να έχει μια δεύτερη ευκαιρία στη νεότητα. Παρά το ανέφικτο της εκφραζόμενης επιθυμίας ο ποιητής γνωρίζει ότι με τους στίχους αυτούς αποτυπώνει τη σκέψη πολλών ανθρώπων, καθώς η ευχή να μπορούσαν να επιστρέψουν τα νιάτα διατρέχει τη λογοτεχνία μας από τη δημοτική ποίηση μέχρι τους σύγχρονους λογοτέχνες και αποτελεί ουσιαστικά κάτι που απασχολεί τους περισσότερους ανθρώπους από τη στιγμή που θα χάσουν την ανεκτίμητη νεότητα.
Η επιθυμία του ποιητή είναι να γυρίσει ξανά στα είκοσι τρία του χρόνια και μαζί του να επανέλθει και ο αγαπημένος του στα είκοσι δύο του χρόνια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν ξανά τον έρωτά τους, τη στιγμή ακριβώς που η νεότητα χαρίζει απλόχερα την ομορφιά. Το μέσο που θα μπορούσε ίσως να κάνει πραγματικότητα αυτό το θαύμα είναι κάποιο απόσταγμα Ελληνοσύρων μάγων. Με την αναφορά στους Ελληνοσύρους μάγους και τα γητεύματα ο Καβάφης δίνει στο ποίημα μια αναγκαία χρονική μετάθεση, ώστε να αποδοθεί αποτελεσματικότερα η ευχή αυτή σε κάποιο πρόσωπο του παρελθόντος, τότε που η μαγεία αποτελούσε αποδεκτή λύση για κάθε παράδοξη ανάγκη. Επιπλέον το ποίημα αποκτά μια αίσθηση ανατολίτικου μυστηρίου, μιας και η σκέψη ότι θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει η νεότητα μόνο στα πλαίσια της μαγείας και του υπερφυσικού θα ήταν δυνατό να εκφραστεί.
Σημαντική είναι η αναφορά του ποιητή στη διάρκεια που θα μπορούσε να έχει αυτό το θαύμα, μια μέρα μόνο ή έστω και λίγες στιγμές. Στο σημείο αυτό κρύβεται όλη η απόγνωση του ανθρώπου που έχει χάσει πια τα νιάτα του και νιώθει ότι θα γινόταν ευτυχισμένος έστω κι αν για λίγες μόλις στιγμές μπορούσε να είναι νέος ξανά. Τώρα που ο ποιητής δεν είναι πια νέος έρχεται να εκτιμήσει σε απόλυτο βαθμό την αξία της νεότητας, αλλά και του έρωτά του. Απελπισμένος πια, ζητά έστω και για λίγη ώρα να μπορούσε να επιστρέψει στο παρελθόν και τότε θα μπορούσε να βιώσει με όλη του την ψυχή κάθε πολύτιμο λεπτό αυτού του θείου δώρου, που είναι η νεότητα.
Η σκέψη ότι η νεότητα με την ομορφιά που προσφέρει καθώς και η απόλαυση του νεανικού έρωτα, αποτελούν υπέρτατα αγαθά, αποτελεί βασική θεματική στο έργο του Καβάφη, ο οποίος συχνά δείχνει να βασανίζεται καθώς βλέπει τα χρόνια του να περνούν. Την ίδια άλλωστε σκέψη εκφράζει και στο αριστουργηματικό «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.». Στο ποίημα αυτό υιοθετεί ένα ακόμη προσωπείο, αποδίδοντας τις δικές του ανησυχίες σε έναν πλασματικό ποιητή τον Ιάσονα Κλέανδρο. Ο Ιάσονας Κλέανδρος βλέπει τον εαυτό του να γερνά, τη μορφή του να αλλοιώνεται και τις χαρές της νεότητας να τον εγκαταλείπουν και αισθάνεται πως ο πόνος του γήρατος μοιάζει με πληγή από φρικτό μαχαίρι. Εδώ το πρωταγωνιστικό πρόσωπο δεν αποζητά τη λύση σε κάποιο μαγικό απόσταγμα αλλά σε μια απόλυτη ιδέα για τον Καβάφη, την τέχνη της ποίησης. Η ποίηση θα βοηθήσει τον ήρωα του ποιήματος να ξεχαστεί έστω και για λίγο από τον πόνο που τον κατατρέχει και θα μπορέσει με τη βοήθεια της φαντασίας και του λόγου να αναδημιουργήσει στιγμές νεότητας ή τουλάχιστον θα μπορέσει να αφήσει κατά μέρος τις επώδυνες σκέψεις και θα βυθιστεί στην πρόσκαιρη λήθη που χαρίζει η δημιουργία.
Κοινό σημείο και στα δύο ποιήματα είναι η θλίψη που βασανίζει τον άνθρωπο που έχοντας χάσει τη νεότητα δεν μπορεί παρά να αναπολεί την ομορφιά, τον έρωτα και την ευτυχία που είχε κάποτε. Ο ποιητής συγκλονίζεται από τη φθορά του σώματός του, από την απώλεια της ομορφιάς των νιάτων και αποζητά μια λύση, όσο εφήμερη κι αν είναι αυτή. Στο ένα ποίημα καταφεύγει στα μαγικά αποστάγματα κι εκφράζει την επιθυμία να μπορούσε να επιστρέψει έστω και για λίγο στα χρόνια της νεότητας, ενώ στο άλλο καταφεύγει στη μόνη σταθερή πηγή παρηγοριάς και δικαίωσης που υπάρχει στη ζωή του, την ποίηση. Ο Καβάφης πιστεύει ακράδαντα ότι η Τέχνη της Ποιήσεως αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της ζωής του που μπορεί να του προσφέρει την πολύτιμη δυνατότητα να ξεχάσει για λίγο την απελπισία του και να περάσει κάποιες ώρες χαμένος μέσα στη δίνη της δημιουργικότητας. Το ταξίδι στη φαντασία, η ενασχόληση με τις λέξεις και η χαρά της δημιουργίας είναι στοιχεία που για χρόνια ομόρφυναν τη ζωή του ποιητή και πάντοτε επιστρέφει στην τέχνη του για να μπορέσει να γευτεί στιγμές λησμονιάς αλλά και διαχρονικής δημιουργίας.
Η Τέχνη της Ποιήσεως δεν είναι για τον Καβάφη μόνο το μέσο για να επαναφέρει μνήμες νεότητας και να ξεχάσει τον καημό του, είναι παράλληλα το μέσο που θα του διασφαλίσει την επαφή με το μέλλον, τη συνέχεια και γιατί όχι μια χωρίς τέλος ύπαρξη. Τις σκέψεις αυτές τις εκφράζει ο ποιητής στο ποίημα «Πολύ σπανίως»
Πολύ σπανίως
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
Κωνσταντίνος Καβάφης 1913
Σε αντίθεση με το «Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων», το οποίο ο Καβάφης έγραψε δύο χρόνια προτού πεθάνει, το «Πολύ σπανιώς» το συνέθεσε σε ηλικία πενήντα ετών, όταν ακόμη ήταν σε ηλικία ακμής. Εντούτοις, ο ποιητής αυτός είχε πάντοτε αφενός το φόβο του χρόνου που περνάει, κι αφετέρου μια ιδιαίτερη συναίσθηση της ποιητικής του αξίας, ώστε να θεωρεί δεδομένη τη διάδοση και αποδοχή του έργου του.
Στο ποίημα αυτό ο ηλικιωμένος ποιητής – η μελλοντική εικόνα του Καβάφη – βιώνει με πόνο τη φθορά του σώματός του, κρύβει την ασχήμια των γηρατειών του, αλλά κρατά ως πολύτιμη παρηγοριά τη σύνδεσή του με τους νέους που επιτυγχάνεται μέσω της ποίησής του. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος γερνά και δεν μπορεί πια να εκθέτει τον εαυτό του, βλέπει με χαρά ότι το έργο του συνεχίζει μια δική του πορεία, λειτουργώντας ως μέσο αισθητικής απόλαυσης για τους ωραίους νέους. Μπορεί δηλαδή να αντιλαμβάνεται ο ποιητής των 50 ετών ότι δεν υπάρχει για εκείνον καμία άλλη πορεία πέρα από το αντιαισθητικό γήρασμα του σώματος, που σύντομα θα τον αναγκάζει να κρύβεται από τα μάτια των ανθρώπων, αλλά διατηρεί ως μόνη πηγή χαράς το γεγονός ότι η ομορφιά και η νεότητα που κατόρθωσε να απαθανατίσει στους στίχους του θα συνεχίσουν για πολύ καιρό μετά από αυτόν να εξάπτουν τη φαντασία των νέων και να αποτελούν γι’ αυτούς πηγή απόλαυσης. Η σκέψη ότι με τα δικά του λόγια, με τους δικούς του στίχους και τις δικές του εικόνες θα μπορεί να επηρεάζει τους νέους και να τους προκαλεί μια αισθητική έξαψη, αποτελεί για τον ποιητή μια μοναδική παρηγοριά.
Ενώ στα δύο προηγούμενα ποιήματα το ζητούμενο ήταν η επαναφορά της νεότητας ή τουλάχιστον λίγες πολύτιμες στιγμές λήθης, εδώ ο ποιητής αναγνωρίζει ότι παρά το δικό του γήρας, το έργο του θα παραμείνει διαχρονικά νεανικό και θα συνεχίζει να απολαμβάνεται από τους ωραίους νέους που τόσο συχνά μαγνήτισαν τη σκέψη του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου