Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Scott Davidson 

Γιώργος Μαρκόπουλος «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»

Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
Τι είναι, όμως, αυτό που καθιστά την ποιητική δημιουργία τόσο επίπονη, ώστε να την παρομοιάζει ο ποιητής με μια νύχτα αγωνίας και ψυχικής οδύνης; Πρόκειται, το δίχως άλλο, για την ανάγκη του δημιουργού να καταφύγει στις πιο μύχιες σκέψεις και ανησυχίες του, σ’ ένα δραστικό γύμνωμα της ψυχής του, για να μπορέσει να αποτυπώσει στους στίχους του τη δική του αλήθεια.
Η δημιουργία πραγματικής ποίησης, άλλωστε, οφείλει να προκύπτει από την ειλικρινή προσπάθεια του ποιητή να εκφράσει ό,τι στέκει αληθινό στη σκέψη του, βγαλμένο από την αναμέτρησή του με τις πλέον επώδυνες εμπειρίες του κι από τα συναισθήματά του εκείνα που οποιοσδήποτε άλλος θα προτιμούσε να απωθήσει.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αναφέρεται στα στοιχεία που αποτελούν το πρωτογενές υλικό του ποιητή. Σε ό,τι, δηλαδή, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πηγές της ποιητικής έμπνευσης, με την αναγκαία διευκρίνιση ότι η έμπνευση για τον ποιητή δεν είναι κάτι που προκύπτει εκ του μηδενός. Η έμπνευση είναι μια διαδικασία επεξεργασίας όλων εκείνων των στοιχείων που αποτελούν την ιδιαίτερη και μοναδική προσωπικότητα του ποιητή. Οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματά του, αλλά και τα τρέχοντα γεγονότα της ζωής που τον επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλα ιδωμένα και ερμηνευμένα μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο που κατανοεί την πραγματικότητά του κάθε ποιητής.
Το ποτάμι, λοιπόν, που ο ποιητής δηλώνει πως γνωρίζουμε ότι είναι ένας ξένος που κρύβεται, συμβολίζει όλο αυτό το υλικό που οφείλει να αντλήσει και να επεξεργαστεί ο ποιητής για τη δημιουργία της τέχνης του.
Το ποτάμι αυτό -το συνονθύλευμα των γεγονότων της ζωής- κινείται την ημέρα κανονικά προς τη θάλασσα, μοιάζει δηλαδή προσιτό και εύκολα παρατηρήσιμο, μα το απόγευμα λουφάζει ακίνητο. Τη στιγμή δηλαδή που ο ποιητής επιχειρεί να αντλήσει από αυτό, το υλικό που του χρειάζεται, το ποτάμι ακινητοποιείται σαν ένα αγρίμι που αντιλήφθηκε πως δίπλα του κινούνται κυνηγοί.
Με την παρομοίωση του αγριμιού που επιχειρεί με την ακινησία του να διαφύγει την προσοχή των κυνηγών, ο ποιητής παρουσιάζει την κατάσταση που προκαλείται όταν ο δημιουργός προσπαθήσει να αξιοποιήσει το υλικό που του παρέχει η ζωή του. Καθετί που μέχρι πρότινος έμοιαζε προσβάσιμο, αίφνης προσπαθεί να κρυφτεί από τον ποιητή.
Το ποτάμι, το υλικό δηλαδή του ποιητή, δεν αφήνεται εύκολα στα χέρια του, δεν του δίνει έτοιμες λύσεις, ούτε του επιτρέπει την ανεμπόδιστη επεξεργασία του. Σκέψη ιδιαίτερα σημαντική για να κατανοήσουμε τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, καθώς παρά την εντύπωση που ίσως υπάρχει ότι ο ποιητής δεν έχει παρά να αναλογιστεί πάνω στα γεγονότα της ζωής, για να φτάσει στην ποιητική σύνθεση, επί της ουσίας αυτό είναι μια λανθασμένη απλούστευση. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αυτή η φαινομενικά απλή διαδικασία, είναι δυσεπίτευκτη και απαιτητική. Οτιδήποτε φαντάζει εύκολο στην προσέγγισή του, αποκτά ξαφνικά πολλαπλές ερμηνείες, γίνεται ρευστό και καθιστά αδύνατη την καίρια εστίαση.

Η καταληκτική στροφή του ποιήματος μας παρουσιάζει τη στάση που κρατά ο ποιητής απέναντι σε ό,τι αποτελεί το υλικό της τέχνης του, απέναντι δηλαδή στα γεγονότα της ζωής. Στέκει, με τα χέρια στις τσέπες, δήθεν αδιάφορος. Προσποιείται πως αδιαφορεί, προσποιείται πως βρίσκεται εκεί τυχαία και πως παραμένει επιδεικτικά άπραγος, αλλά επί της ουσίας παρατηρεί κι ελέγχει καθετί που συμβαίνει, μορφώνοντας διακριτικά, αλλά με μεθοδικότητα της σκέψης του και την αντίληψή του επί των γεγονότων.
Ο ποιητής παραφυλάει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, φαινομενικά αδιάφορος, μα σε μια διαρκή επαγρύπνηση, για να κατανοήσει και να μετουσιώσει τα γεγονότα που υποπίπτουν στην αντίληψή του, σε ποιητικό έργο.

Οι θεματικές που πραγματεύεται ο Μαρκόπουλος, συναντώνται και σ’ άλλα ποιήματα για την ποίηση, καθιστώντας εφικτή την παράλληλη ανάγνωσή τους με το ποίημα αυτό.

  • Στο ποίημα «Τα Αντικλείδια» ο Γιώργης Παυλόπουλος αναφέρεται διεξοδικά στην δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ποιητικό έργο.
  • Στο ποίημα «Ποίηση 1948» ο Νίκος Εγγονόπουλος αναδεικνύει την ακατάλυτη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ποιητική δημιουργία και στα γεγονότα της ζωής. Δηλώνοντας πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για τον δημιουργό να τα προσεγγίσει ή να τα παραγνωρίσει. Παρομοίως, ο Μαρκόπουλος καθιστά σαφές πως το υλικό του ποιητή, τα γεγονότα της πραγματικότητας δηλαδή, δεν είναι εύκολα ούτε στην πρόσβαση, ούτε στη διαχείρισή τους: «Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.»
  • Στο ποίημα του Εγγονόπουλου, επίσης, τονίζεται η πικρία που ενυπάρχει στους στίχους του. Σκέψη που εκφράζεται και από τον Μαρκόπουλο με τη θλίψη που κρύβεται κάτω από τις λέξεις κάθε ποιήματος.
  • Σε αντιστοίχιση με το ποίημα του Εγγονόπουλου βρίσκεται και η στάση που τηρεί ο ποιητής απέναντι στα γεγονότα της ζωής. Ο ποιητής που στέκει δήθεν αδιάφορος, παρατηρώντας όμως ακατάπαυστα οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, μας φέρνει στη σκέψη τον Εγγονόπουλο, ο οποίος παρόλο που δηλώνει ότι δεν μπορεί να γράφει ποίηση στα επώδυνα χρόνια του Εμφυλίου, συνεχίζει εντούτοις την ποιητική του δημιουργία, προκειμένου να εκφράσει τον αποτροπιασμό του για τη σκληρότητα και το θάνατο που έχει πια κυριαρχήσει παντού.
  • Τέλος, μπορούμε να εντοπίσουμε την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στις νύχτες αγωνίας που μας δίνει με την πρώτη παρομοίωση του ποιήματος ο Μαρκόπουλος, και στους εφιάλτες που βιώνει και καταγράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Στον Νίκο Ε... 1949». Οι εφιαλτικές νύχτες που περνά ο Αναγνωστάκης περιμένοντας την εκτέλεσή του, αποτελούν παράλληλα και το υλικό από το οποίο γεννιέται η ποίησή του, δίνοντας μας ένα κυριολεκτικό παράδειγμα για τη θλίψη και την αγωνία που μας αποκαλύπτει ο Μαρκόπουλος ότι κρύβεται πίσω από τις λέξεις κάθε ποιήματος.      

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...