Conor Obrien
Να μελετήσετε ποιήματα από τη συλλογή Παρενθέσεις και από τη συλλογή Ο στόχος του Μ. Αναγνωστάκη και κατόπιν να συνθέσετε µια εργασία σχετική µε τις διαφορές που παρουσιάζουν οι δυο συλλογές.
Η συλλογή Παρενθέσεις, στην οποία ανήκει το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949», αποτελεί μια μικρή συλλογή, μόλις 5 ποιημάτων, τα οποία γράφτηκαν την περίοδο 1948-1949 κατά την οποία ο ποιητής ήταν φυλακισμένος, για την πολιτική του δράση. Ο ποιητής ήταν τότε 23 ετών. Από τη συλλογή αυτή παραθέτουμε εδώ και το ποίημα «Τοπίο».
Τοπίο
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ' αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16.
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
Στο ποίημα Τοπίο ο Αναγνωστάκης παρουσιάζει μια εικόνα ερείπωσης κι εγκατάλειψης, ως κατάλοιπο της επαναστατικής προσπάθειας που συντελέστηκε τα προηγούμενα χρόνια. Η αίσθηση που μας μεταδίδει το ποίημα είναι η παραίτηση που επικρατεί, η σιωπή και η πλήρης απουσία ελπίδας για τη ζωή. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει εδώ μέσα, δεν υπάρχει ούτε νεότητα, ούτε έρωτας, ούτε καν η έπαρση που κάποτε ωθούσε τους ανθρώπους σε δράση. Μορφές του παρελθόντος περνούν αδιάφορα και ο χρόνος μοιάζει να μην έχει καν υπόσταση. Από τη στιγμή που η ζωοποιός ελπίδα εγκατέλειψε τους ανθρώπους, όλα αντικρίζονται πλέον υπό το πρίσμα της απαισιοδοξίας και της παραίτησης. Το κλίμα αυτό επιχειρείται να υπονομευθεί με τον τελευταίο στίχο της πρώτης στροφής, όπου η Άνοιξη -με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα-, έρχεται να δώσει την υπόσχεση μιας νέας ελπίδας. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ο ποιητής δηλώνει την έλευση της «Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη», την παρουσιάζει ως κάτι το κοινότοπο, κάτι το αναμενόμενο και μάλιστα με ημερολογιακή ακρίβεια, στερώντας της την αναγεννητική δύναμη.
Η δεύτερη και τελευταία στροφή, άλλωστε, επαναφέρει το κλίμα στασιμότητας. Ένα βιβλίο με σημαδεμένη τη σελίδα για να διαβαστεί κάποια στιγμή κι ένα πρόγραμμα για μια επερχόμενη συναυλία, αλλά για την ώρα σιωπή και αδράνεια.
Στα ποιήματα της συλλογής Παρενθέσεις ο ποιητής, φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο, συνειδητοποιεί πως οι εφηβικές του προσδοκίες για μια σημαντική αλλαγή στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Από το 1948 είχε ήδη αρχίσει να γίνεται σαφές πως ο εμφύλιος πόλεμος, η επανάσταση των κομμουνιστών, θα έφτανε σ’ ένα βίαιο τέλος, τερματίζοντας τις ελπίδες τους για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής κατάστασης. Με τη συλλογή αυτή ο Αναγνωστάκης περνά από τον ενθουσιασμό των πολύ νεανικών του χρόνων, σε μια περίοδο απογοήτευσης «Ερείπια / Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες», ακόμη και φόβου «Εφιάλτες / Στα σιδερένια κρεβάτια / Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα», δεδομένου ότι εκκρεμεί μια καταδικαστική γι’ αυτόν απόφαση.
Η συλλογή Ο στόχος κυκλοφόρησε το 1970 και περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στα χρόνια της δικτατορίας. Είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Αναγνωστάκη, ο οποίος συνέχισε την πνευματική του παραγωγή με άρθρα και δοκίμια, αλλά δεν θέλησε να συνθέσει άλλα ποιήματα.
Στη συλλογή αυτή βρίσκουμε ξανά την αίσθηση της απογοήτευσης που συναντήσαμε και στη νεανική συλλογή Παρενθέσεις, μόνο που τώρα η αίσθηση αυτή έχει εδραιωθεί και συνοδεύεται κι από μια οργισμένη διάθεση απέναντι στους δικτάτορες. Ο ποιητής αντικρίζει τη χώρα για την οποία αγωνίστηκε να έχει περάσει στον έλεγχο των στρατιωτικών, τους πολίτες της να μεταναστεύουν και όσους απομένουν να μην έχουν πια τη δύναμη να αντισταθούν. Οι Έλληνες αφήνονται ολοένα και περισσότερο σε μια κατάσταση αλλοτρίωσης κι ο ποιητής παρατηρεί, με πίκρα, τη χώρα του να αλλάζει.
Από τη συλλογή αυτή παραθέτουμε τα ακόλουθα τρία ποιήματα:
Απολογία νομοταγούς
Γράφω ποιήματα μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι υπεύθυνες υπηρεσίες
Που δεν περιέχουν τη λέξη: Ελευθερία, τη λέξη: Δημοκρατία
Δεν φωνασκούν: Κάτω οι τύραννοι ή: Θάνατος στους προδότες
Που παρακάμπτουν επιμελώς τα λεγόμενα φλέγοντα γεγονότα
Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες
Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι
Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη
Αυτή που λέμε «ποιητική»: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία.
Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως.
Στα πλαίσια της δικτατορίας και με τη λογοκρισία να καραδοκεί, ο ποιητής παρουσιάζει με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο, την υποχρέωσή του να συνθέτει τους στίχους του, χωρίς να θίγει το καθεστώς. Ο ποιητής που στα νεανικά του χρόνια καταδικάστηκε σε θάνατο για την πολιτική του δράση, υποχρεώνεται τώρα σε μια ασφυκτική λογοκρισία. Εντούτοις, ο Αναγνωστάκης, δεν είναι διατεθειμένος να σωπάσει, γι’ αυτό και στο ποίημά του εντάσσει όλα όσα του απαγορεύουν να πει: «Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι»
Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»
Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Ο Αναγνωστάκης συνδιαλέγεται με τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου που διαπιστώνουν πως έχει περάσει ο καιρός που οι ποιητές είχαν τη δύναμη να εμπνεύσουν τους πολίτες και να τους ωθήσουν σε αποτελεσματική αντίσταση. Ο Αναγνωστάκης αντιλαμβάνεται την αλήθεια της διαπίστωσης του Πατρίκιου, αλλά δε συμφωνεί με την πλήρη παραίτηση. Έστω, κι αν δεν μπορείς πραγματικά να επιφέρεις μια τόσο σημαντική αλλαγή, έστω κι αν με τους στίχους σου δεν μπορείς να ανατρέψεις καθεστώτα, τουλάχιστον προσπάθησε, δείξε τα χέρια σου, κρίνε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Η αντίδραση του Αναγνωστάκη στα γραφόμενα του Πατρίκιου, μας παραπέμπει βέβαια, στη διαφοροποίησή του σε σχέση με τη διάθεση παραίτησης του Εγγονόπουλου, στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου.
Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου –πρώτη πάροδος δεξιά–
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δεν γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες∙
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
–εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται–
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
–εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν–
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Το ποίημα αυτό, με τα διάχυτα αφηγηματικά στοιχεία, αποτελεί μια κριτική ματιά στη γενέτειρα του ποιητή, τη Θεσσαλονίκη, που έχει με το πέρασμα του χρόνου αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας απρόσωπης μεγαλούπολης. Ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έζησε, (β΄ παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία) και συνειδητοποιεί πως παρά την ελπίδα που είχε, την ελπίδα που θέλησε να του περάσει ο πατέρας του, η ζωή των Ελλήνων δεν βελτιώνεται. Όσο κι αν αγωνίστηκαν, όσο κι αν το προσπάθησαν, η Ελλάδα ακολουθεί μια πτωτική πορεία, δημιουργώντας ολοένα και πιο άσχημες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες της, πολλοί από τους οποίους επιλέγουν μάλιστα να την εγκαταλείψουν. Η αντίθεση είναι τραγική, οι τουρίστες έρχονται για να θαυμάσουν τα ωραία της νησιά και οι Έλληνες φεύγουν για να γλιτώσουν από τη μιζέρια της χώρας τους. Ο Αναγνωστάκης αντικρίζει τον απότομο εκσυγχρονισμό της πόλης του και φέρνει στη σκέψη του τα λόγια του Σεφέρη «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παράλληλη ανάγνωση του ποιήματος με τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, όπου ο συγγραφέας παρατηρεί με απέχθεια την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη να χάνει την παραδοσιακή της ομορφιά και να μετατρέπεται σε μια γκρίζα μεγαλούπολη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου