Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης Στον Νίκο Ε... 1949. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης Στον Νίκο Ε... 1949. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης "Στον Νίκο Ε... 1949"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Σπέτσες 

Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης "Στον Νίκο Ε... 1949"


Το έργο του ποιητή Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από το ρεαλισμό του περιεχομένου και τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων. Ισχύει η επισήμανση αυτή στο συγκεκριμένο ποίημα;

Ο Αναγνωστάκης στο ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949», προχωρά σε μια αποτύπωση των επώδυνων εμπειριών του εμφυλίου πολέμου, αλλά και των συναισθημάτων που του δημιουργούνται, καθώς βλέπει γύρω του τον πόνο και την απελπισία. Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι σαφώς ρεαλιστική καθώς ο ποιητής έχει έντονη συναίσθηση του χρέους του και μια ασίγαστη κοινωνική συνείδηση. Για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι το μέσο αφύπνισης, καταγγελίας και αλλαγής των αρνητικών όψεων της κοινωνίας, γι’ αυτό και στα ποιήματά του παρακολουθεί και καταγράφει την πραγματικότητα γύρω του. Ο μοραλισμός που διαπνέει την ποίησή του, το ηθικό χρέος δηλαδή που έχει η ποίηση να τίθεται στην υπηρεσία της κοινωνικής αναδημιουργίας, κατευθύνει την ποίησή του σε μια καταγραφή διαμαρτυρίας όσων συμβαίνουν και πληγώνουν την ελληνική κοινωνία.
Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ένταση των γεγονότων είναι τέτοια που καθιστά περιττή κάθε δική του λογοτεχνική παρέμβαση. Η καθαρή και απλή αποτύπωση των γεγονότων έχει αρκετή δύναμη για να συγκλονίσει και να κινητοποιήσει τον αναγνώστη. Στην ποίησή του, επομένως, δε θα βρούμε περίπλοκα εκφραστικά μέσα και δυσνόητες διατυπώσεις, καθώς ο Αναγνωστάκης προτιμά να αφήσει τις εικόνες που αντλεί από την πραγματικότητα ν’ αποκαλύψουν την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί. Με λιτούς και σύντομους στίχους ο Αναγνωστάκης μας δίνει μια σειρά εικόνων από τη βίαιη καθημερινότητα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου, κι αφήνει τον αναγνώστη να αντιληφθεί την έκταση του πόνου και της καταστροφής που έχει επέλθει. Άναρθρα ουσιαστικά, στίχοι μονολεκτικοί, ήχοι και εικόνες απελπισίας, είναι τα λιτά δομικά στοιχεία, με τα οποία ο ποιητής δημιουργεί μια ισχυρή εντύπωση και καλεί τόσο τους αναγνώστες όσο και τους άλλους ποιητές να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν το χρέος τους.

Έχει επισημανθεί ότι η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από το χαμηλόφωνο, εξομολογητικό τόνο και τη ζεστή ανθρωπιά του προφορικού λόγου. Να επιβεβαιώσετε αυτή την κρίση σε αναφορά με το εξεταζόμενο ποίημα.

Η γραφή του Αναγνωστάκη στο ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949» ακολουθεί τη γραφή του Εγγονόπουλου, όπως αυτή εκφράζεται στο ποίημα «Ποίηση 1948», μιας και ο Αναγνωστάκης επιχειρεί να δώσει μια ποιητική απάντηση στην αγωνία που εκφράζει ο Εγγονόπουλος στο δικό του ποίημα. Ο Αναγνωστάκης μιμείται τη μορφή και το ύφος του ποιήματος του Εγγονόπουλου αλλά ο δικός του λόγος ενισχύεται σε δραματικότητα και ένταση μέσω των ιδιαίτερα παραστατικών εικόνων που μας παρουσιάζει. Ο Αναγνωστάκης τη στιγμή που γράφει το ποίημά του είναι στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο, γεγονός που προσδίδει στο λόγο του μια τραγική διάσταση. Ο ποιητής βιώνει τη διάψευση των προσδοκιών του και είναι παράλληλα αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της εκτέλεσής του, κάτι που ενισχύει τη βαρύτητα του λόγου του και δικαιολογεί την επιλογή του ύφους. Η αποσπασματικότητα της γραφής, όπου κάθε εικόνα μας δίνεται θρυμματισμένη σε ελλειπτικούς στίχους, μοιάζει με μια συλλαβιστή και διστακτική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που βρίσκεται κοντά στο βίαιο τέλος του. Ο ποιητής αγανακτεί, υποφέρει με τον πόνο που υπάρχει πια παντού γύρω του και αναρωτιέται ποιος θα μιλήσει για την απάνθρωπη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Τα συναισθήματα του ποιητή δεν μας δίνονται λεκτικά αλλά μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσα από τις εικόνες που επιλέγει να μας μεταφέρει καθώς και από τα βιώματα που περιγράφει.
Ο λόγος του ποιητή δίνεται σε απλή, καθημερινή γλώσσα κι αυτό ενισχύει την αίσθηση οικειότητας που δημιουργείται στον αναγνώστη, καθώς διαβάζει τη συγκλονιστική αυτή ποιητική κατάθεση. Ο τρόπος που έχει επιλέξει ο ποιητής να μας μεταφέρει τις σκέψεις του υπαγορεύεται κυρίως από τη συναισθηματική του διάθεση. Οι λέξεις μας δίνονται, σχεδόν αυτονομημένες, και η συμπλήρωση των εικόνων γίνεται αργά, καθώς η έντασή τους πληγώνει τον ποιητή. Το ποίημα δίνει την αίσθηση ενός ψιθυριστού, δραματικού μονολόγου του οποίου ο συναισθηματισμός είναι βέβαια ελεγχόμενος αλλά παραμένει ισχυρός. Κάθε λέξη, κάθε στίχος έχει ιδιαίτερη αξία για τον ποιητή, γι’ αυτό κι επιλέγει το αργό ξεδίπλωμα του λόγου του. Ο ποιητής απομονώνει διάφορες λέξεις (φίλοι, φωνές, τη νύχτα, ερείπια, εφιάλτες), οι οποίες κρατούν το νοηματικό βάρος και χτίζουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και συναισθηματική φόρτιση όλου του ποιήματος. Η διατύπωση παραμένει σταθερά ελλειπτική καθώς ελλειπτική είναι και η πρόσληψη της πραγματικότητας από το κελί του ποιητή.

Να βρείτε και να σχολιάσετε τις οπτικές και ηχητικές εικόνες του ποιήματος.  Πώς συνταιριάζονται στο ποίημα ήχος και σιωπή, φως και σκοτάδι;

1η οπτική εικόνα: Φίλοι / Που φεύγουν / Που χάνονται μια μέρα: Η αποχώρηση των φίλων δεν αποτελεί μια οικειοθελή διαδικασία, καθώς κάποιοι από αυτούς εξορίζονται και άλλοι εκτελούνται ή πεθαίνουν κατά τις πολεμικές συγκρούσεις.
Ο χαμός των φίλων, που δίνεται από τον ποιητή με ήπιες διατυπώσεις, για να αποφύγει πιθανώς λεπτομέρειες που θα του προκαλούσαν μεγαλύτερο πόνο, δεν αποκτά σαφή χρονικό προσδιορισμό, αλλά παρουσιάζεται ως κάτι που συμβαίνει «μια μέρα». Η γενική αυτή τοποθέτηση βέβαια εξηγείται από το γεγονός ότι οι φίλοι του ποιητή φεύγουν ή χάνουν τη ζωή τους σε διαφορετικές στιγμές, καλύπτοντας ένα ευρύτερο χρονικό διάστημα.
Ηχητικές εικόνες: Τη νύχτα / Μακρινές φωνές / Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους / Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση: Οι ηχητικές αυτές εικόνες, της μάνας και του παιδιού, μας δίνουν τον αντίκτυπο της απώλειας των ανθρώπων, που παρουσιάστηκε στους αμέσως προηγούμενους στίχους. Ο χαμός των φίλων που συμβαίνει τη μέρα, καταλήγει στο θρήνο και στην εγκατάλειψη, συνέπειες που γίνονται αισθητές τη νύχτα. Η μέρα φέρνει το θάνατο και η νύχτα την απελπισία και τον πόνο.
Η εικόνα της μητέρας που αναζητά, τρελαμένη από τον πόνο, το παιδί της στους έρημους δρόμους, όπως κι αυτή με το παιδί που κλαίει χωρίς ανταπόκριση, μας δίνονται ως ηχητικές εικόνες, μιας και οι ήχοι ήταν το μόνο στο οποίο είχε πρόσβαση ο ποιητής που ήταν έγκλειστος στη φυλακή.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας, οι φωνές της μάνας και το κλάμα του παιδιού, που μένει χωρίς απάντηση, αποκαλύπτουν με δραματική ένταση τον πόνο των ανυπεράσπιστων γυναικών και παιδιών, που λόγω του πολέμου βιώνουν την απώλεια και την εγκατάλειψη. Εδώ η σιωπή της νύχτας και των έρημων δρόμων, λειτουργεί ως το φόντο πάνω στο οποίο οι κραυγές της μάνας και το κλάμα του παιδιού, δίνονται με τον εντονότερο δυνατό τρόπο. Μέσα σ’ έναν έρημο δρόμο, οι κραυγές μιας μάνας ακούγονται ακόμη πιο σπαρακτικές. Ενώ το κλάμα του παιδιού που δε λαμβάνει απάντηση, που μένει να κλαίει μόνο του απέναντι στην πένθιμη σιωπή, αποκαλύπτει τραγικότερη την ορφάνια του.
2η οπτική εικόνα: Ερείπια / Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες: Ο ποιητής αντικρίζει παντού ερείπια, που προκαλεί η σαρωτική επέλαση του πολέμου, κι αυτά τα ερείπια δίνουν μια πικρή απάντηση σε όσους πίστεψαν ότι μέσα από τον πόλεμο θα ερχόταν μια καλύτερη μέρα για τη χώρα. Τα ερείπια μοιάζουν με τρυπημένες σάπιες σημαίες, μοιάζουν με προδομένα ιδανικά και διαψευσμένες προσδοκίες.
Η εικόνα αυτή με την παρομοίωση που έρχεται να αποσαφηνίσει το νόημα που αποκτούν τα ερείπια στα μάτια του ποιητή, αποκαλύπτει την απογοήτευση που βιώνει ο Αναγνωστάκης.
3η οπτική εικόνα: Εφιάλτες / Στα σιδερένια κρεβάτια / Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα: Η εικόνα των κρατούμενων που έχουν εφιάλτες πάνω στα σιδερένια κρεβάτια της φυλακής, αποτελεί μια ακόμη έκφανση της φρίκης του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μια πιο προσωπική διάσταση των γεγονότων, όπως τα βιώνει ο ίδιος ο ποιητής.
Σ’ αυτή την εικόνα ο ποιητής δημιουργεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα χρήση της αντίθεσης ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Οι εφιάλτες των φυλακισμένων τοποθετούνται χρονικά το ξημέρωμα -μιας και τα ξημερώματα γίνονταν οι εκτελέσεις- την ώρα, όπως σχολιάζει ο ποιητής, που το φως λιγοστεύει. Εδώ το φως χρησιμοποιείται ως σύμβολο της ελπίδας και της ζωής, κι ενώ θα έπρεπε με το ξεκίνημα της ημέρας το φως να αυξάνεται, επειδή ακριβώς πλησιάζει η ώρα των εκτελέσεων, το φως λιγοστεύει και η σκέψη των κρατούμενων σκοτεινιάζει από το φόβο και την απελπισία. Το φως υποχωρεί μπροστά στο ενδεχόμενο της εκτέλεσης, μπροστά στο ενδεχόμενο του βίαιου τερματισμού της ζωής.

Να μελετήσετε ποιήματα από τη συλλογή Παρενθέσεις και από τη συλλογή Ο στόχος του Μ. Αναγνωστάκη και κατόπιν να συνθέσετε µια εργασία σχετική µε τις διαφορές που παρουσιάζουν οι δυο συλλογές.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conor Obrien 

Να μελετήσετε ποιήματα από τη συλλογή Παρενθέσεις και από τη συλλογή Ο στόχος του Μ.  Αναγνωστάκη και κατόπιν να συνθέσετε  µια εργασία σχετική µε τις διαφορές που παρουσιάζουν οι δυο συλλογές.

Η συλλογή Παρενθέσεις, στην οποία ανήκει το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949», αποτελεί μια μικρή συλλογή, μόλις 5 ποιημάτων, τα οποία γράφτηκαν την περίοδο 1948-1949 κατά την οποία ο ποιητής ήταν φυλακισμένος, για την πολιτική του δράση. Ο ποιητής ήταν τότε 23 ετών. Από τη συλλογή αυτή παραθέτουμε εδώ και το ποίημα «Τοπίο».

Τοπίο

Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ' αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.

Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16.
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.

Στο ποίημα Τοπίο ο Αναγνωστάκης παρουσιάζει μια εικόνα ερείπωσης κι εγκατάλειψης, ως κατάλοιπο της επαναστατικής προσπάθειας που συντελέστηκε τα προηγούμενα χρόνια. Η αίσθηση που μας μεταδίδει το ποίημα είναι η παραίτηση που επικρατεί, η σιωπή και η πλήρης απουσία ελπίδας για τη ζωή. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει εδώ μέσα, δεν υπάρχει ούτε νεότητα, ούτε έρωτας, ούτε καν η έπαρση που κάποτε ωθούσε τους ανθρώπους σε δράση. Μορφές του παρελθόντος περνούν αδιάφορα και ο χρόνος μοιάζει να μην έχει καν υπόσταση. Από τη στιγμή που η ζωοποιός ελπίδα εγκατέλειψε τους ανθρώπους, όλα αντικρίζονται πλέον υπό το πρίσμα της απαισιοδοξίας και της παραίτησης. Το κλίμα αυτό επιχειρείται να υπονομευθεί με τον τελευταίο στίχο της πρώτης στροφής, όπου η Άνοιξη -με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα-, έρχεται να δώσει την υπόσχεση μιας νέας ελπίδας. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ο ποιητής δηλώνει την έλευση της «Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη», την παρουσιάζει ως κάτι το κοινότοπο, κάτι το αναμενόμενο και μάλιστα με ημερολογιακή ακρίβεια, στερώντας της την αναγεννητική δύναμη.
Η δεύτερη και τελευταία στροφή, άλλωστε, επαναφέρει το κλίμα στασιμότητας. Ένα βιβλίο με σημαδεμένη τη σελίδα για να διαβαστεί κάποια στιγμή κι ένα πρόγραμμα για μια επερχόμενη συναυλία, αλλά για την ώρα σιωπή και αδράνεια.

Στα ποιήματα της συλλογής Παρενθέσεις ο ποιητής, φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο, συνειδητοποιεί πως οι εφηβικές του προσδοκίες για μια σημαντική αλλαγή στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Από το 1948 είχε ήδη αρχίσει να γίνεται σαφές πως ο εμφύλιος πόλεμος, η επανάσταση των κομμουνιστών, θα έφτανε σ’ ένα βίαιο τέλος, τερματίζοντας τις ελπίδες τους για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής κατάστασης. Με τη συλλογή αυτή ο Αναγνωστάκης περνά από τον ενθουσιασμό των πολύ νεανικών του χρόνων, σε μια περίοδο απογοήτευσης «Ερείπια / Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες», ακόμη και φόβου «Εφιάλτες / Στα σιδερένια κρεβάτια / Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα», δεδομένου ότι εκκρεμεί μια καταδικαστική γι’ αυτόν απόφαση.

Η συλλογή Ο στόχος κυκλοφόρησε το 1970 και περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στα χρόνια της δικτατορίας. Είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Αναγνωστάκη, ο οποίος συνέχισε την πνευματική του παραγωγή με άρθρα και δοκίμια, αλλά δεν θέλησε να συνθέσει άλλα ποιήματα.
Στη συλλογή αυτή βρίσκουμε ξανά την αίσθηση της απογοήτευσης που συναντήσαμε και στη νεανική συλλογή Παρενθέσεις, μόνο που τώρα η αίσθηση αυτή έχει εδραιωθεί και συνοδεύεται κι από μια οργισμένη διάθεση απέναντι στους δικτάτορες. Ο ποιητής αντικρίζει τη χώρα για την οποία αγωνίστηκε να έχει περάσει στον έλεγχο των στρατιωτικών, τους πολίτες της να μεταναστεύουν και όσους απομένουν να μην έχουν πια τη δύναμη να αντισταθούν. Οι Έλληνες αφήνονται ολοένα και περισσότερο σε μια κατάσταση αλλοτρίωσης κι ο ποιητής παρατηρεί, με πίκρα, τη χώρα του να αλλάζει.
Από τη συλλογή αυτή παραθέτουμε τα ακόλουθα τρία ποιήματα:

Απολογία νομοταγούς

Γράφω ποιήματα μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι υπεύθυνες υπηρεσίες
Που δεν περιέχουν τη λέξη: Ελευθερία, τη λέξη: Δημοκρατία
Δεν φωνασκούν: Κάτω οι τύραννοι ή: Θάνατος στους προδότες
Που παρακάμπτουν επιμελώς τα λεγόμενα φλέγοντα γεγονότα
Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες
Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι
Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη
Αυτή που λέμε «ποιητική»: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία.

Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως.

Στα πλαίσια της δικτατορίας και με τη λογοκρισία να καραδοκεί, ο ποιητής παρουσιάζει με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο, την υποχρέωσή του να συνθέτει τους στίχους του, χωρίς να θίγει το καθεστώς. Ο ποιητής που στα νεανικά του χρόνια καταδικάστηκε σε θάνατο για την πολιτική του δράση, υποχρεώνεται τώρα σε μια ασφυκτική λογοκρισία. Εντούτοις, ο Αναγνωστάκης, δεν είναι διατεθειμένος να σωπάσει, γι’ αυτό και στο ποίημά του εντάσσει όλα όσα του απαγορεύουν να πει: «Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι»

Επίλογος

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.

«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»

Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.

Ο Αναγνωστάκης συνδιαλέγεται με τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου που διαπιστώνουν πως έχει περάσει ο καιρός που οι ποιητές είχαν τη δύναμη να εμπνεύσουν τους πολίτες και να τους ωθήσουν σε αποτελεσματική αντίσταση. Ο Αναγνωστάκης αντιλαμβάνεται την αλήθεια της διαπίστωσης του Πατρίκιου, αλλά δε συμφωνεί με την πλήρη παραίτηση. Έστω, κι αν δεν μπορείς πραγματικά να επιφέρεις μια τόσο σημαντική αλλαγή, έστω κι αν με τους στίχους σου δεν μπορείς να ανατρέψεις καθεστώτα, τουλάχιστον προσπάθησε, δείξε τα χέρια σου, κρίνε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Η αντίδραση του Αναγνωστάκη στα γραφόμενα του Πατρίκιου, μας παραπέμπει βέβαια, στη διαφοροποίησή του σε σχέση με τη διάθεση παραίτησης του Εγγονόπουλου, στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου.

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.

Στην οδό Αιγύπτου –πρώτη πάροδος δεξιά–
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δεν γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες∙
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
–εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται–
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
–εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν–
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Το ποίημα αυτό, με τα διάχυτα αφηγηματικά στοιχεία, αποτελεί μια κριτική ματιά στη γενέτειρα του ποιητή, τη Θεσσαλονίκη, που έχει με το πέρασμα του χρόνου αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας απρόσωπης μεγαλούπολης. Ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έζησε, (β΄ παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία) και συνειδητοποιεί πως παρά την ελπίδα που είχε, την ελπίδα που θέλησε να του περάσει ο πατέρας του, η ζωή των Ελλήνων δεν βελτιώνεται. Όσο κι αν αγωνίστηκαν, όσο κι αν το προσπάθησαν, η Ελλάδα ακολουθεί μια πτωτική πορεία, δημιουργώντας ολοένα και πιο άσχημες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες της, πολλοί από τους οποίους επιλέγουν μάλιστα να την εγκαταλείψουν. Η αντίθεση είναι τραγική, οι τουρίστες έρχονται για να θαυμάσουν τα ωραία της νησιά και οι Έλληνες φεύγουν για να γλιτώσουν από τη μιζέρια της χώρας τους. Ο Αναγνωστάκης αντικρίζει τον απότομο εκσυγχρονισμό της πόλης του και φέρνει στη σκέψη του τα λόγια του Σεφέρη «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παράλληλη ανάγνωση του ποιήματος με τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, όπου ο συγγραφέας παρατηρεί με απέχθεια την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη να χάνει την παραδοσιακή της ομορφιά και να μετατρέπεται σε μια γκρίζα μεγαλούπολη. 

Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»: Σε ποιον απευθύνει, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής την ερώτηση του τελευταίου στίχου; Γιατί την τοποθετεί μέσα σε παρένθεση;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

Σε ποιον απευθύνει, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής την ερώτηση του τελευταίου στίχου; Γιατί την τοποθετεί μέσα σε παρένθεση;

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)

Η ερώτηση του Αναγνωστάκη έχει προφανώς συγκεκριμένο αποδέκτη κι αυτός είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος, όπως άλλωστε μας το υποδεικνύει και το τίτλος του ποιήματος. Είναι προφανές ότι ο Αναγνωστάκης έχοντας απογοητευτεί από την αίσθηση παραίτησης που διαπνέει το ποίημα του Εγγονόπουλου και από την απροθυμία του ποιητή να εκπληρώσει στην πληρότητά του το ηθικό του χρέος απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, συνθέτει το δικό του ποίημα σαν απάντηση στον προβληματισμό του Εγγονόπουλου. Ο Αναγνωστάκης πιστεύει ότι όλες αυτές οι επώδυνες εμπειρίες, όλη αυτή η πικρή απογοήτευση που έζησαν όσοι πίστεψαν ότι θα μπορέσουν να κάνουν μια σημαντική αλλαγή στη χώρα, πρέπει από κάποιον να καταγραφούν. Κι αν οι εμπειρίες αυτές είναι υπερβολικά επώδυνες για τον Εγγονόπουλο και του δημιουργούν μια απώθηση, ο Αναγνωστάκης δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αφήσει τη σκληρότητα της ζωής του να τον αδρανοποιήσει και να τον οδηγήσει στη σιωπή. Ο Αναγνωστάκης θεωρεί πως ακόμα και τώρα που η ήττα της παράταξης του είναι δεδομένη, εκείνος πρέπει να καταγγείλει την τροπή που έχουν πάρει τα γεγονότα και τη βία που έχει πια στιγματίσει την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Η ερώτηση βέβαια του Αναγνωστάκη τίθεται παράλληλα και σ’ ένα ευρύτερο ακροατήριο, τίθεται σε όλους τους πνευματικούς ανθρώπους και σε όλους εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους και η άποψή τους να ακουστεί από πολλούς. Η τροπή που έχει πάρει ο επαναστατικός τους αγώνας είναι πολύ άσχημη και τα αποτελέσματά της επώδυνα για πολλούς ανθρώπους. Αυτό, κατά τον Αναγνωστάκη, δεν πρέπει να αποσιωπηθεί, αυτό πρέπει να καταγγελθεί με κάθε δυνατό τρόπο κι όποιος έχει τη δυνατότητα να μιλήσει, θα πρέπει να το κάνει.
Την ερώτηση που κλείνει το ποίημά του ο Αναγνωστάκης την τοποθετεί μέσα σε παρένθεση, καθώς επί της ουσίας δεν αποτελεί οργανικό μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής καταγράφει τα επώδυνα γεγονότα του εμφυλίου και κλείνοντας το ποίημά του αναρωτιέται ποιος θα μιλήσει για όλα αυτά. Η ερώτησή του αυτή λειτουργεί περισσότερο ως ένα σχόλιο για όσα έχει ήδη αναφέρει και όχι ένα μέρος του ποιήματος, μιας και το ποίημα είναι ολοκληρωμένο και χωρίς την τελική αυτή ερώτηση. Η ερώτηση είναι αποστασιοποιημένη από το υπόλοιπο κείμενο κι έρχεται να παίξει το ρόλο μιας έκκλησης του ποιητή απέναντι στους ομοτέχνους του να μη λησμονήσουν το χρέος τους και να μην αφήσουν την αδίστακτη σκληρότητα των αντιπάλων να τους οδηγήσει στη σιωπή.


Τάσος Λειβαδίτης «25η Ραψωδία της Οδύσσειας» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»

Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»: «Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα»: Ποια νοηματική αντίθεση υπάρχει στους στίχους...

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

«Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα»: Ποια νοηματική αντίθεση υπάρχει στους στίχους και πώς την ερμηνεύετε;

Ο ποιητής στο σημείο αυτό μας δίνει μια πιο προσωπική εικόνα της συναισθηματικής κατάστασης των ανθρώπων που, όπως κι εκείνος, βρίσκονταν στη φυλακή έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο. Τα βράδια γι’ αυτούς είναι εφιαλτικά καθώς γνωρίζουν ότι το πρωί κάποιος από αυτούς ενδέχεται να εκτελεστεί, έτσι όσο πλησιάζει το ξημέρωμα, τόσο εντείνεται η αγωνία τους. Ο ποιητής, επομένως, θέλοντας να δείξει με έμφαση πόσο δραματικές είναι οι στιγμές του ξημερώματος για τους φυλακισμένους, προχωρά σε μια αντίθεση που λειτουργεί περισσότερο μεταφορικά. Καθώς ξημερώνει η μέρα το φως αντί να αυξάνεται, λιγοστεύει για όσους είναι στη φυλακή, υπό την έννοια ότι όσο πλησιάζει η ώρα για την επόμενη εκτέλεση τόσο οι ελπίδες τους λιγοστεύουν και τόσο η σκέψη τους θολώνει από το φόβο. Η αντίθεση επομένως που δημιουργείται στους στίχους αυτούς εκφράζει τη συναισθηματική κατάσταση των φυλακισμένων και αντλείται από την προσωπική εμπειρία του ποιητή, καθώς κι ο ίδιος είναι ένας από τους κρατούμενους που φοβάται μήπως το ξημέρωμα που έρχεται σημάνει το δικό του τέλος.


Άρης Αλεξάνδρου «Φρόντισε» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη

Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»: «Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες»: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η συνυποδήλωση αυτής της παρομοίωσης;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

«Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες»: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η συνυποδήλωση αυτής της παρομοίωσης;

Η σημαία ως σύμβολο του έθνους ή ως λάβαρο του επαναστατικού αγώνα, βρίσκεται τώρα σαπισμένη, θέλοντας έτσι να δηλωθεί η παρακμή και η διάψευση των προσδοκιών. Ο ποιητής είτε αναφέρεται εν γένει στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και καυτηριάζει ουσιαστικά την αδυναμία του ελληνικού έθνους να βγει από το αδιέξοδο ώστε να οδηγηθεί σε μια νέα δημιουργική εποχή είτε αναφέρεται ειδικότερα στη διαφαινόμενη αποτυχία του επαναστατικού αγώνα των αριστερών, οι οποίοι δεν μπόρεσαν τελικά να φέρουν στη χώρα την πολυπόθητη ανανέωση των κοινωνικών δομών.
Οι τρυπημένες σάπιες σημαίες μπορούν να ιδωθούν συνολικά ως μια εικόνα του διαλυμένου ελληνικού κράτους, το οποίο έχει παρακμάσει και κυρίως αδυνατεί να διακρίνει τη δυνατότητα που του προσφέρεται, μέσα από τον αγώνα της αριστεράς, να αλλάξει ουσιαστικά ώστε να γίνει ένας καλύτερος τόπος για τους πολίτες του. Τα ιδανικά του ελληνικού έθνους έχουν σαπίσει, καθώς το κράτος συνεχίζει να επιβάλει τη θέληση των ισχυρών και αρνείται να λειτουργήσει προς όφελος του λαού. Τα ιδανικά του έθνους έχουν προδοθεί, υπό την έννοια ότι ενώ ένα μεγάλο μέρος του λαού υπήρξε διατεθειμένο να προχωρήσει σε μια ουσιαστική αναδόμηση της κοινωνίας μέσω του κομμουνιστικού κινήματος, το κράτος ξεκίνησε έναν αιματηρό πόλεμο επιβολής της θέλησής του, υποδεικνύοντας έτσι ότι τελικά δεν επικρατούν οι επιθυμίες του λαού, αλλά οι αποφάσεις των κρατούντων. Οι σημαίες οπότε είναι σάπιες, αλλά και τρυπημένες καθώς παντού γύρω μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος και η χώρα θυμίζει ένα μεγάλο πεδίο μάχης.
Η παρομοίωση αυτή βέβαια θα μπορούσε να έχει μια ειδικότερη αναφορά στην επαναστατική προσπάθεια της αριστεράς, καθώς όταν γραφόταν το ποίημα ο εμφύλιος έφτανε στο τέλος του και η αριστερά ήταν η ηττημένη παράταξη. Ο ποιητής ίσως αισθάνεται απογοητευμένος από την εξέλιξη του αγώνα που θέλησε να υπηρετήσει καθώς ενώ στην αρχή του πολέμου ήταν φανερό ότι η πλειοψηφία του λαού ήταν με το μέρος τους, τώρα τρία χρόνια μετά η ήττα των κομμουνιστών ήταν πια δεδομένη. Ίσως τα προδομένα ιδανικά που θέλει να εκφράσει ο ποιητής να αναφέρονται στη βίαιο τερματισμό της προσπάθειας των αριστερών. Η διάψευση των προσδοκιών του ποιητή είναι μεγάλη και η απογοήτευση που αισθάνεται δεδομένη.


Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»:Σε ποια σημεία του ποιήματος προβάλλεται το κλίμα θανάτου; Να τα σχολιάσετε.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

Σε ποια σημεία του ποιήματος προβάλλεται το κλίμα θανάτου; Να τα σχολιάσετε.


Το ποίημα του Αναγνωστάκη διατρέχεται συνολικά από την αίσθηση του θανάτου, χωρίς όμως ο θάνατος να κατονομάζεται πουθενά, καθώς η κυριαρχία του υπονοείται και υποβάλλεται στον αναγνώστη έμμεσα. Ήδη από την εισαγωγική εικόνα του ποιήματος, όπου γίνεται αναφορά στους φίλους που φεύγουν και χάνονται μια μέρα, η σκέψη μας πηγαίνει στις εκτελέσεις, τις δολοφονίες αλλά και τις απώλειες στο πεδίο της μάχης. Ο εμφύλιος πόλεμος, πέρα από τις συγκρούσεις ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις των δύο παρατάξεων, ενείχε και το στοιχείο των χτυπημάτων εκδίκησης, καθώς και των εκτελέσεων κατόπιν αποφάσεως του στρατοδικείου, όπως είναι και η σχετική απόφαση που είχε παρθεί για τον ίδιο τον ποιητή.
Ο θάνατος κυριαρχεί και στις αμέσως επόμενες εικόνες καθώς τόσο η μητέρα που γυρίζει στους δρόμους τρελή από την αγωνία της και προφανώς αναζητά το γιο της, όσο και το παιδί που κλαίει και κανείς δε βρίσκεται να το παρηγορήσει, βιώνουν τη σκληρή πραγματικότητα του θανάτου. Σε κάθε πόλεμο, άλλωστε, εκείνοι που πληρώνουν το ακριβότερο τίμημα είναι όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν στον παραλογισμό και τη σκληρότητά του. Οι μανάδες που χάνουν τους γιους τους και τα μικρά παιδιά που μένουν ορφανά, δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί θα πρέπει να ζήσουν μια τόσο επίπονη απώλεια.
Είναι, πάντως, αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής υποβάλλει την αίσθηση του θανάτου, χωρίς να αναφέρεται άμεσα σε αυτόν. Η εικόνα της μητέρας που φωνάζει με απόγνωση στους δρόμους, μας παραπέμπει απευθείας στην τραγική μοίρα του γιου, αφήνοντάς μας πικρές εντυπώσεις, χωρίς ο ποιητής να χρειαστεί να ολοκληρώσει την εικόνα. Ο θάνατος κυριαρχεί στο ποίημα, περισσότερο σαν μια επικείμενη καταδίκη, σαν μια απάντηση σε κάθε ερώτημα που θέλουν να αρθρώσουν τα πρόσωπα του ποιήματος, παρά σαν μια απτή πραγματικότητα. Είναι ίσως ο τρόπος που βιώνει το θάνατο και ο ίδιος ο ποιητής τη στιγμή που γράφει αυτούς τους στίχους, σαν κάτι που έρχεται, που βρίσκεται παντού, αλλά δεν μπορείς ακόμη να το αντικρίσεις κατά πρόσωπο. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε θάνατο κι ενώ ακόμη δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με το τέλος του, ξέρει ότι αυτό δε θα αργήσει. Την προσωπική του αυτή αίσθηση άλλωστε μας τη μεταφέρει στο τέλος του ποιήματος, όταν μιλά για τις εφιαλτικές νύχτες στα σιδερένια κρεβάτια της φυλακής. Όσοι είναι φυλακισμένοι και περιμένουν τη δική τους εκτέλεση, ακούν τα ξημερώματα τις εκτελέσεις των άλλων και γνωρίζουν ότι την ίδια μοίρα θα έχουν κι εκείνοι.


Τίτος Πατρίκιος «Οφειλή»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»: Να σχολιάσετε τη μορφή του ποιήματος: Στιχουργική, στίξη, διάκενα κλπ. Τι επιδιώκει ο ποιητής...

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

Να σχολιάσετε τη μορφή του ποιήματος: Στιχουργική, στίξη, διάκενα κλπ. Τι επιδιώκει ο ποιητής με τις συγκεκριμένες επιλογές του;


Το ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949» έχει συντεθεί σε ελεύθερους ανισοσύλλαβους στίχους, χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξίες, αντικατοπτρίζοντας τις επιρροές του υπερρεαλισμού που έχει δεχτεί ο ποιητής. Συνολικά 15 στίχοι, από τους οποίους τέσσερις αποτελούνται από ένα άναρθρο ουσιαστικό και δύο από ένα έναρθρο ουσιαστικό, καθιστούν σαφή την πρόθεση του ποιητή για μια σύντομη και λιτή αποτύπωση των βιωμάτων του. Ο λόγος δίνεται τεμαχισμένος και σχεδόν χωρίς στίξη (βρίσκουμε μόνο ένα κόμμα, μία τελεία κι ένα ερωτηματικό), καθώς ο ποιητής καθορίζει το ρυθμό της ανάγνωσης με το θρυμματισμό των στίχων του. Οι ποιητικές εικόνες μας δίνονται λέξη – λέξη, μιας και ο ποιητής επιθυμεί να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη συναισθηματική φόρτιση που έχει η κάθε εικόνα.
Όλοι οι στίχοι του ποιήματος ξεκινούν με κεφαλαίο γράμμα γιατί ο Αναγνωστάκης βρίσκεται σε αντίθεση με τη διάθεση παραίτησης που διαπνέει το ποίημα του Εγγονόπουλου και του υπαγορεύει την απουσία κεφαλαίων γραμμάτων. Ο λόγος του Αναγνωστάκη ενέχει δυναμισμό και μια πρόδηλη διάθεση καταγγελίας όσων συμβαίνουν και πληγώνουν την ελληνική κοινωνία.
Ο ποιητής χωρίζει το ποίημά του σε τρεις ενότητες -βρίσκουμε οπότε δύο διάκενα-, καταγράφοντας στην πρώτη όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό χώρο (ο ποιητής βρίσκεται στη φυλακή όταν συνθέτει το ποίημά του), στη δεύτερη ενότητα μας παρουσιάζει βιώματα από τον εσωτερικό χώρο της φυλακής και στην τελευταία ενότητα που αποτελείται από έναν μόλις στίχο, ο ποιητής έχοντας υπόψη του τη διάθεση παραίτησης του Νίκου Εγγονόπουλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ποίημά του «Ποίηση 1948», καταθέτει με μια ερώτηση την απορία του σχετικά με το ποιος τελικά θα καταγγείλει όσα συμβαίνουν, θέλοντας έτσι να εκφράσει έμμεσα τη δική του διάθεση για συνέχιση του αγώνα κι εκπλήρωση του ποιητικού του χρέους. Ο Αναγνωστάκης δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει τον αιματηρό τερματισμό του αγώνα της παράταξής του να συνεχίζεται χωρίς να ο ίδιος να καταγγείλει τα γεγονότα αυτά.
Ο τελευταίος στίχος που εκφράζει την αγωνιστική διάθεση του ποιητή βρίσκεται σε παρένθεση, καθώς λειτουργεί σαν ένα σχόλιο για όσα έχουν προηγηθεί και παράλληλα αποτελεί μια ερώτηση τόσο προς τον Εγγονόπουλο όσο και προς όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.


Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»: Το ποίημα, αν και απηχεί την τραγική πραγματικότητα της εποχής που γράφτηκε, εντούτοις δε χαρακτηρίζεται από μελοδραματισμό.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»

Το ποίημα, αν και απηχεί την τραγική πραγματικότητα της εποχής που γράφτηκε, εντούτοις δε χαρακτηρίζεται από μελοδραματισμό. Με ποιο τρόπο κράτησε το μέτρο ο ποιητής;

Ο Αναγνωστάκης βιώνει την εμπειρία του εμφυλίου πολέμου με εξαιρετική ένταση, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι τη χρονιά που συνέθεσε το ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949» είχε καταδικαστεί σε θάνατο και βρισκόταν στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεσή του. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι η προσωπική του εμπλοκή στα γεγονότα και το ενδεχόμενο της θανάτωσής του θα τον οδηγούσαν σ’ έναν ανεξέλεγκτο συναισθηματισμό, με τον ποιητικό του λόγο να παραπέμπει περισσότερο σε μια σπαρακτική κραυγή αγωνίας, εντούτοις ο ποιητής διατηρεί το μέτρο, καθώς μέσα του κυριαρχεί η ανάγκη της αξιοπρέπειας. Ο ποιητής δεν έχει καμία πρόθεση να λυγίσει απέναντι στη σκληρότητα που αντιμετωπίζει και γι’ αυτό επιλέγει να καταγράψει τα γεγονότα του εμφυλίου όπως ακριβώς τα αντιλαμβάνεται, αλλά όχι μέσα από την αυστηρά προσωπική του οπτική. Τα γεγονότα μας δίνονται με απόλυτη λιτότητα, χωρίς σχόλια και χαρακτηρισμούς από τον ποιητή, ο οποίος κατορθώνει να εντοπίσει και να προβάλλει την καθολική διάσταση όσων μας παρουσιάζει.
«Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα»

Η σκληρή μοίρα που βίωσαν πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι είτε εξορίστηκαν είτε εκτελέστηκαν -κι ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν φίλοι και αγαπημένα πρόσωπα του ποιητή-, μας δίνεται με τον πλέον λιτό και αποστασιοποιημένο τρόπο. Πουθενά δε βρίσκουμε μια διατύπωση που να εκφράζει τον πόνο που βίωσε ο ποιητής για το χαμό των ανθρώπων αυτών, πουθενά δεν ακούμε την αγανάκτηση του ποιητή. Ο πόνος, η αγανάκτηση και η αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους υπονοείται και γίνεται αντιληπτή συνειρμικά, υπό την έννοια ότι ο χαμός κάποιου φίλου προϋποθέτει έντονα συναισθήματα θλίψης και πόνου. Ο ποιητής μας παρουσιάζει το γεγονός, όπως συνέβη, απαλλαγμένο από τα δικά του σχόλια, από τα δικά του συναισθήματα, και αφήνει τον αναγνώστη να το βιώσει και να το χαρακτηρίσει. Αν ο ποιητής επιχειρούσε να σχολιάσει τα γεγονότα που καταγράφει, τότε αφενός θα έφτανε στο μελοδραματισμό, καθώς θα άφηνε τα συναισθήματά του ελεύθερα να ξεσπάσουν κι αφετέρου θα καθοδηγούσε τον αναγνώστη στο πώς να αισθανθεί και πώς να ερμηνεύσει όσα διαβάζει. Ο Αναγνωστάκης όμως πρώτα απ’ όλα είναι ποιητής με απόλυτο σεβασμό για το έργο του και δε θα διακινδύνευε την ποιητική του δημιουργία αφήνοντας τα δικά του συναισθήματα να θολώσουν τη δύναμη και την ένταση που κρύβουν τα συγκλονιστικά γεγονότα του που καταγράφει.
«Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση»
Ο ποιητής μας μεταφέρει αυτά που ακούει μέσα από το κελί του και δημιουργεί έτσι δύο συγκλονιστικές εικόνες: μια μητέρα που ψάχνει απεγνωσμένα, τρελή από τον πόνο, το παιδί της και ένα μικρό παιδί που κλαίει ζητώντας κάποιον να το παρηγορήσει και να το φροντίσει, χωρίς όμως να βρίσκεται κανείς κοντά του. Η δύναμη που έχουν αυτές οι εικόνες είναι τέτοια που δε χρειάζεται καμία παρέμβαση του ποιητή. Οι εικόνες αυτές είναι ικανές να μεταδώσουν στον αναγνώστη όλη την απόγνωση και τον πόνο που κυριαρχούσε στα χρόνια της απώλειας, στα χρόνια του πολέμου. Ο ποιητής επομένως, όπως και πριν, καταγράφει απλώς ότι φτάνει στην αντίληψή του, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να μας αναφέρει παράλληλα το πώς αισθάνεται για αυτά που καταγράφει, αποφεύγοντας έτσι το μελοδραματισμό.


Ερωτήσεις σχολικού για Εγγονόπουλο - Αναγνωστάκη: Να εξεταστούν συγκριτικά τα δύο ποιήματα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...