Ερωτήσεις σχολικού για το "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς": Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες. | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ερωτήσεις σχολικού για το "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς": Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
George Siaba 

Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες. Πώς αντιμετωπίζει τους κόσμους αυτούς; (α΄ Ποια είναι εκείνα τα σημεία όπου αυτοβιογραφείται; β΄ Τι τον ωθεί να μιλά με συγκίνηση για επιστροφή «επιτέλους στην πατρίδα», ενώ βρίσκεται ήδη στον τόπο που γεννήθηκε;)

Ο αφηγητής αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον κόσμο των προσφύγων, παρόλο που δεν κατοικεί μαζί τους, κι αυτό γιατί ανήκει και ο ίδιος σε οικογένεια προσφύγων. Η επαφή που αισθάνεται ο Ιωάννου με τους άλλους πρόσφυγες δηλώνεται σε αρκετά σημεία του κειμένου και αποτελεί μια ειλικρινή διατύπωση των συναισθημάτων του. «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής κάθε φορά που βρίσκεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς αισθάνεται πως βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, με τους οποίους έχει έναν ισχυρό δεσμό, χάρη στην κοινή τους καταγωγή.
Ο Ιωάννου έχει βέβαια γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, εντούτοις ο τόπος καταγωγής του είναι η Ανατολική Θράκη και συχνά, όταν βρίσκεται με πρόσφυγες από εκείνα τα μέρη, νιώθει μια ζεστασιά και μια οικειότητα, σαν να έχει επιστρέψει στην πατρίδα του. Η διαπίστωση αυτή έρχεται να τονίσει βέβαια την αναμφισβήτητη επαφή που υπάρχει ανάμεσα σε ανθρώπους κοινής καταγωγής, αλλά και την έντονη συναισθηματική ανάγκη του αφηγητή να αισθανθεί πως ανήκει κάπου, πως είναι μέρος μιας ομάδας, μιας κοινότητας. Το γεγονός, άλλωστε, ότι δεν έχει γεννηθεί στην Ανατολική Θράκη, ούτε την έχει επισκεφτεί ποτέ, καθιστά την επαφή του με τους από εκεί πρόσφυγες, μερική και όχι πλήρη. «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πως αυτός που μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα.»
Ο αφηγητής είναι ειλικρινής όταν εκφράζει το δυνατό αίσθημα οικειότητας που νιώθει κάθε φορά που μιλά με ανθρώπους της φυλής του, καθώς όλοι του οι πρόγονοι, όπως και οι γονείς του, προέρχονται από εκείνα τα μέρη, γεγονός που καθιστά ξεκάθαρη την επαφή του με την Ανατολική Θράκη. Εντούτοις, ο αφηγητής έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, αποκομμένος από τους άλλους πρόσφυγες, κι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο για την πλήρη επικοινωνία μαζί τους. «Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.»
Ο αφηγητής προχωρά σε ιδιαίτερα προσωπικές εκμυστηρεύσεις για τη ζωή του, δηλώνοντας τη μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή του, αλλά και το παράπονό του για το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε δικό του σπίτι και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει ουσιαστικές ρίζες στη ζωή του. «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες.», «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα νοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.»



Γιώργος Ιωάννου: Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου θεωρήθηκαν ως μια φυλετική και ιστορική συνείδηση της πόλης του, της Θεσσαλονίκης.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...