Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄ | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Veronika Logar

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄

1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

[Στο πρώτο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός παρουσιάζει τις δραματικές επιπτώσεις της πείνας στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Οι κάτοικοι έχουν εξασθενίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε η περιοχή αντί να σφύζει από ζωή και να ακούγονται παντού ανθρώπινες φωνές και ήχοι από τις διάφορες ασχολίες τους, επικρατεί απόλυτη σιωπή σα να πρόκειται για ένα μεγάλο νεκροταφείο. Οι άνθρωποι του Μεσολογγίου, αν και ζωντανοί ακόμη, έχουν ωστόσο περιέλθει σε μια κατάσταση πλήρους αδράνειας.
Οι ακόλουθες εικόνες του αποσπάσματος με τη μητέρα και τον Σουλιώτη, βρίσκονται και στο Ά Σχεδίασμα του ποιήματος, και παρουσιάζουν με παραστατικό τρόπο το μέγεθος της εξάντλησης των Μεσολογγιτών, καθώς και την απόλυτη απουσία τροφής.
Την ώρα που ένα πουλάκι κελαηδάει, έχοντας βρει ένα σπυρί για να φάει, η μητέρα το κοιτάζει με φθόνο, μιας κι εκείνη δεν έχει τίποτε για να τραφεί η ίδια και το κυριότερο για να θρέψει τα παιδιά της. Από την έλλειψη τροφής μάλιστα και την εξάντληση τα μάτια της μητέρας έχουν μαυρίσει –το δέρμα του προσώπου ακριβώς κάτω απ’ τα μάτια όντας ιδιαίτερα ευαίσθητο «μαυρίζει» από την εξάντληση και την κούραση-, η μάνα όμως δεν λυγίζει και δίνει όρκο στα μάτια της, στο φως της, πως θα αντέξει και την πείνα και την τραγική μοίρα που αναμένει την ίδια και τα παιδιά της. Παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί οι πολιορκημένοι, παραμένουν ψυχικά ελεύθεροι και ξεπερνούν κάθε δύναμη που τους αντιπαλεύει και τους καταπονεί.
Σε αντίστοιχη κατάσταση με τη μητέρα, που με πόνο βρίσκει τον εαυτό της να μην μπορεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της, βρίσκεται ο Σουλιώτης πολεμιστής που κλαίει, σ’ ένα απόμερο σημείο, γιατί δεν έχει πια τη δύναμη να σηκώνει το τουφέκι του. Ο πολεμιστής αυτός που έχει τη θέληση και τη γενναιότητα να αντισταθεί στους εχθρούς, έχει εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό από την πείνα, ώστε του είναι δύσκολο ακόμη και να κρατά του όπλο του. Η αναίρεση αυτή της πολεμικής του υπόστασης, πικραίνει τον Σουλιώτη, όπως άλλωστε και το γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν πολύ καλά σε τι κατάσταση έχουν περιέλθει οι Μεσολογγίτες.
Η πείνα που έχει εξαντλήσει τους κατοίκους και τους φέρνει αντιμέτωπους με την προοπτική ενός φρικτού θανάτου αποτελεί μία από τις σημαντικές δυσκολίες που οι Μεσολογγίτες θα ξεπεράσουν, έχοντας στη σκέψη τους την επιθυμία να μην υποταχτούν για κανένα λόγο στους εχθρούς τους. Η ψυχική δύναμη των πολιορκημένων είναι ισχυρότερη από κάθε σωματική ταλαιπωρία, κάθε πόνο, αλλά και κάθε πειρασμό, όπως θα ειπωθεί στη συνέχεια.]

2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

[Πρόθεση του ποιητή σ’ αυτό το απόσπασμα είναι να αναδείξει το βαθμό στον οποίο δοκιμάζονται οι πολιορκημένοι καθώς η ανοιξιάτικη φύση γύρω τους αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ζωής. Απ’ άκρη σ’ άκρη η φύση αναγεννιέται δημιουργώντας εικόνες τόσο θελκτικές, ώστε η απόφαση των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους τίθεται σε τρομερή δοκιμασία.
Το κάλλος της φύσης και η υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταδίδεται από κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, διαπερνά τους Έλληνες μέχρι το βάθος της ψυχής τους, καθιστώντας τον αγώνα τους πολλαπλά δυσκολότερο. Η ομορφιά του τοπίου, άλλωστε, δεν είναι απλώς μια αισθητική απόλαυση, είναι πολύ περισσότερο μια υπενθύμιση της ασύγκριτης δύναμης που χαρακτηρίζει τη ζωή. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονται πως ό,τι σκοπεύουν να θυσιάσουν είναι ένα θείο δώρο, ικανό να προσφέρει ατέρμονο ευδαιμονισμό. Έτσι, το παραδείσιο τοπίο γύρω τους λειτουργεί ως μέσο για την πλήρη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να εγκαταλείπει κάποιος το δικαίωμά του στη ζωή.
Ο ποιητής δίνει μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο την ένταση με την οποία συντελείται η αναγέννηση του τοπίου, παρουσιάζοντας τον Απρίλη και τον Έρωτα να χορεύουν και να γελούν. Η υπέροχη αυτή εικόνα συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης, που συνοδεύει τον ερχομό της άνοιξης, με τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας, ως ανθρώπινο συναίσθημα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος με τον ερχομό της άνοιξης και με το ξύπνημα των αισθήσεων που συνοδεύει τη συνολική ευφορία τις φύσης. Το συναίσθημα αυτό αποδίδεται βέβαια σε όλη τη φύση κι όχι μόνο στους ανθρώπους, θέλοντας να εκφράσει την ευδαιμονική διάθεση που μοιάζει να κυριαρχεί σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, καθώς ο γλυκός καιρός και οι ευωδιές των λουλουδιών δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βαθύτατης χαράς και απόλαυσης.
Η κυρίαρχη ευδαιμονία του τοπίου με τα ανθισμένα λουλούδια και τα καρπισμένα δέντρα, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι βιώνουν όλο αυτό το γιόρτασμα της φύσης σαν μια σκληρή πολιορκία. Κάθε άνθος και καρπός μοιάζει μ’ ένα ακόμη όπλο που στρέφεται εναντίον τους, καθώς δημιουργεί έναν ισχυρότατο αντίλογο στην απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Την ομορφιά της φύσης και το θελκτικό της κάλεσμα για ζωή, παρουσιάζει στη συνέχεια ο ποιητής με μια σειρά θεσπέσιων εικόνων.
Ένα κοπάδι από ολόλευκα πρόβατα που κινείται στην άκρη της λιμνοθάλασσας, καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του γαλήνιου νερού και σμίγει με τα αφράτα σύννεφα τ’ ουρανού που κι αυτά με τη σειρά τους καθρεφτίζονται στο ήσυχο νερό. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής αποδίδει την άρρηκτη αρμονία που υπάρχει σε όλα τα στοιχεία της φύσης, καθώς γη, ουρανός και θάλασσα μετέχουν στην ομορφιά της ανοιξιάτικης ζωής, προσφέροντας εξίσου στη δημιουργία του γαλήνιου και εξαίσιου τοπίου.
Σε πλήρη αντίθεση με την ένταση και τον πόνο που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιορκημένων, η φύση βρίσκεται στις πιο όμορφες και ειρηνικές στιγμές της.
Μαγευτική είναι και η επόμενη εικόνα με την πεταλούδα που φτάνει με βιασύνη πάνω απ’ τα νερά της θάλασσας και παίζει με τον ίσκιο της, Η πεταλούδα που κοιμήθηκε μέσα στα ευωδιαστά πέταλα ενός κρίνου, συμμετέχει τώρα κι αυτή στην παιχνιδιάρικη και χαρούμενη διάθεση όλη της φύσης. Εντυπωσιακή είναι η όλη τρυφερότητα που μεταδίδει αυτή η εικόνα με το πανέμορφο αυτό πλάσμα που έχει περάσει τη νύχτα του στα φιλόξενα πέταλα ενός λουλουδιού.
Η ομορφιά και η μαγεία της φύσης εντοπίζεται σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και στα πιο ταπεινά, όπως μας επισημαίνει ο ποιητής που τονίζει πως ακόμη και το σκουληκάκι βρίσκεται σε γλυκιά ώρα, μετέχοντας κι εκείνο στην αρμονική συνύπαρξη και στον ευδαιμονισμό της φύσης. Δεν υπάρχει τίποτε στη φύση αυτή την εποχή που να μην είναι όμορφο. Η μαύρη πέτρα, που μετρά αιώνες παρουσίας στη γη, λαμποκοπά και μεταδίδει ομορφιά, το ξερό χορτάρι έχει κι αυτό το δικό του μερίδιο στην γοητεία της ανοιξιάτικης φύσης.
Από τα ευρύτερα και μεγαλειώδη στοιχεία της φύσης, όπως είναι ο ουρανός, η λιμνοθάλασσα και η γη, μέχρι και το πιο μικρό της πλάσμα, όλα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μαγευτικής και ασυναγώνιστης ομορφιάς, που καθιστά τη ζωή περισσότερο θελκτική και πιο ποθητή από ποτέ. Με κάθε πιθανή της έκφανση –με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει-, με κάθε πιθανό τρόπο η ζωή μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα πως όποιος πεθάνει σήμερα, είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που όλα είναι τόσο όμορφα, τώρα που επικρατεί μια εξαίσια αρμονία και χαρά, είναι σα να θυσιάζει όχι μία, αλλά χίλιες ζωές.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή την απόλυτη ευδαιμονία και σ’ αυτό το αξεπέραστο κάλλος, η ψυχή των πολιορκημένων τρέμει, δοκιμάζεται και ξεχνά με τρόπο ανεπαίσθητο, με τρόπο γλυκό τον εαυτό της και τη γενναία της απόφαση να προχωρήσει στην ύστατη θυσία.
Οι πολιορκημένοι έρχονται αντιμέτωποι με μια δοκιμασία ακόμη πιο δύσκολη κι από την πείνα και τον φόβο, καθώς η φύση ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια τους όλη της την ομορφιά της και τους δείχνει πόσα θα χάσουν, πόση ευτυχία θα στερηθούν, αν προχωρήσουν στη θυσία που σχεδιάζουν. Έτσι, μαγεμένοι από μια τελειότητα που αντανακλά τη θεϊκή υπόσταση της φύσης, κάμπτονται και χάνουν προσωρινά την πρότερη αποφασιστικότητά τους.]

3
Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.

«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία».
Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.

[Η ομορφιά και η αρμονία της φύσης που καθιστούν κυρίαρχη την επιθυμία για ζωή, μαγεύουν τους πολιορκημένους και θέτουν σε κίνδυνο τον εσωτερικό αγώνα που δίνουν για να αποδεσμευτούν από κάθε φόβο και επιθυμία, ώστε να μπορέσουν να θυσιαστούν στο όνομα της πατρίδας και της εθνικής ελευθερίας. Η προσπάθεια αυτή των Ελλήνων να μην υποκύψουν στη θέληση των εχθρών και να φτάσουν στο θάνατο, έχοντας πλήρως απελευθερωθεί από τους επίγειους δεσμούς, αποτελεί έναν αγώνα υπεράνθρωπο, καθώς η ανάγκη για επιβίωση και συνάμα για βίωση όλης της χαράς που έχει να προσφέρει η ζωή είναι βαθιά ριζωμένη σε κάθε άνθρωπο.
Η προσωρινή κάμψη των πολιορκημένων μπροστά στα θαύματα της φύσης γίνεται γρήγορα αντιληπτή από έναν Έλληνα πολέμαρχο, ο οποίος και αποφασίζει να σπάσει, με το σάλπιγμά του, τη μαγεία που ασκεί η φύση πάνω τους και να τους επαναφέρει στην αρχική τους απόφαση. Εντούτοις, εξασθενισμένος όπως είναι από την πείνα και την κούραση, δεν κατορθώνει παρά να κάνει ένα αδύναμο σάλπιγμα, το οποίο φτάνοντας στο αντίπαλο στρατόπεδο προκαλεί δυνατό γέλιο στους εχθρούς.
Η απάντηση των εχθρών δεν αργεί να έρθει μ’ ένα σάλπιγμα ζωηρό και περιπαιχτικό, από έναν από τους Αιγυπτίους, ο οποίος όντας δυνατός και χορτάτος, ηχεί τη σάλπιγγά του με τέτοια ένταση που καλύπτει όλη την περιοχή. Αρχικά ο ήχος της σάλπιγγας ακούγεται χαρούμενος και μ’ εναλλαγές στο ρυθμό, ενώ στο τέλος ακούγεται ένας παρατεταμένος ήχος, που μοιάζει με την απρόσκοπτη και συνεχή κίνηση ενός αστεριού που πέφτει. Το σάλπιγμα αυτό προκαλεί τρόμο στους πολιορκημένους που αισθάνονται ακόμη περισσότερο τη διαφορά ανάμεσα στη δική τους εξάντληση και στη δύναμη των εχθρών, που περιμένουν ζωηροί και χορτάτοι την ώρα της μάχης.]

4
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος». Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία.

Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.

- Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάσει ο φιλικός στόλος και να συντρίψει ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίσει τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Μάρτυρες.

[Το ισχυρό σάλπιγμα του Αιγύπτιου, ακολουθείται από ενθουσιώδεις κραυγές των εχθρών, οι οποίοι υποδέχονται έτσι το στόλο τους που έχει μόλις φτάσει στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Τη δυσάρεστη αυτή είδηση μεταφέρει στους Έλληνες ο παρατηρητής που έχουν τοποθετήσει ψηλά στο κάστρο. Ο ποιητής τονίζει εδώ πως ο Έλληνας παρατηρητής είναι αχνός σαν το χάρο, υπενθυμίζοντας έτσι τη δραματική επίπτωση της πείνας στους πολιορκημένους.
Τις επευφημίες των εχθρών για τον ερχομό του στόλου τους ακολουθούν κανονιοβολισμοί που κάνουν τη γη του Μεσολογγίου να τρέμει όπως το νερό που κοχλάζει.
Η κατάσταση που δημιουργείται για τους Έλληνες είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς εξανεμίζεται πλέον και η τελευταία τους ελπίδα, ότι θα καταφτάσει ο ελληνικός στόλος για να τους γλιτώσει από τη σκληρή πολιορκία των εχθρών. Έτσι, οι Μεσολογγίτες που μέχρι στιγμής αντιμετώπισαν με υποδειγματική δύναμη την πείνα και την εξάντληση, δοκιμάζονται ακόμη περισσότερο από την πρόταση που τους κάνουν οι εχθροί τους, να τους χαρίσουν δηλαδή τη ζωή αρκεί οι Έλληνες να αλλαξοπιστήσουν.
Η πρόταση αυτή είναι εξαιρετικά δελεαστική για τους ανθρώπους που έχουν στερηθεί πλήρως την τροφή και συνάμα αντικρίζουν καθημερινά την απόλυτη ομορφιά της φύσης. Από τη μία η πείνα κι από την άλλη το ευδαιμονικό κάλεσμα της ζωής, καθιστούν τον αγώνα τους υπέρμετρα δύσκολο. Εντούτοις, οι ηρωικοί αυτοί Έλληνες, οι Μάρτυρες όπως τους αποκαλεί ο ποιητής, θα προτιμήσουν να πεθάνουν παρά να ενδώσουν στις προτάσεις των εχθρών τους. Για τους Έλληνες αυτούς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαπραγματεύσεων με τον εχθρό και φυσικά δεν υπάρχει καμία διάθεση να φανούν λιπόψυχοι απέναντι στις δυσκολίες που τους προκαλεί η πολιορκία.
Οι Μεσολογγίτες θα επιστρατεύσουν όλη τους την ψυχική δύναμη και θα κερδίσουν την εσωτερική τους ελευθερία, μη ενδίδοντας στην πείνα, στο φόβο του θανάτου, αλλά και στην ομορφιά της φύσης που τους υπενθυμίζει με κάθε τρόπο πόση χαρά κρύβει η ζωή.]

5
............Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι,
Και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Αραπιάς άτιΓάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ, ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι».

[Η έλευση του εχθρικού στόλου αποτελεί το έναυσμα για μια συντονισμένη και αδιάκοπη επίθεση προς το κάστρο του Μεσολογγίου, οι ήχοι της οποίας αντηχούν σε όλες τις γύρω περιοχές. Από την ώρα που χαράζει, μέχρι το μεσημέρι και μέχρι τη στιγμή που θολώνουν τα νερά, μέχρι τη στιγμή δηλαδή που σκοτεινιάζει και βγαίνουν τα αστέρια, συνεχίζονται οι ανηλεείς κανονιοβολισμοί του κάστρου.
Η ένταση της επίθεσης είναι τέτοια ώστε προκαλεί αναστάτωση σε όλους τους Έλληνες των γύρω περιοχών, οι οποίοι θρηνούν για τη μοίρα του ηρωικού Μεσολογγίου. Ενώ, συνάμα, ακόμη και οι ξένοι φιλέλληνες ναυτικοί νιώθουν πίκρα για τη σκληρή αυτή επίθεση που γίνεται με τη συνεργασία τριών λαών. Ο στρατός που πολιορκούσε το Μεσολόγγι αποτελούταν από Αιγύπτιους και Τούρκους, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί στις μεθόδους πολιορκίας από Γάλλους αξιωματικούς. Έτσι, οι εξαντλημένοι Μεσολογγίτες έρχονται αντιμέτωποι με μια πληθώρα ξένων δυνάμεων που δρα αποφασιστικά για την άλωση του ένδοξου Μεσολογγίου.]

 6
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικόν αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, η οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.

Μακριά απ’ όπ’ ήτα, αντίστροφος κι ακίνητος εστήθη·
Μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·

«Εκεί ‘ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ‘πε: - Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος·
Παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου. —
Τούτος, αχ! που ‘ν’ ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του;
Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
Η κορασιά τρεμάμενη.........
Χαρά της έσβηε τη φωνή που ‘ν’ τώρα αποσβησμένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Εδώ ‘ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου·
Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
.............................................................
Γκόλφι να τα ‘χω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
Η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι».
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα».

[Μετά τις αναφορές του ποιητή για την κοινή μοίρα των Μεσολογγιτών, εστιάζει τώρα την προσοχή του σε μια πιο προσωπική ιστορία ενός από τους πολεμιστές, δείχνοντας έτσι και τις επιμέρους τραγικές εμπειρίες των ανθρώπων που αναμένουν με γενναιότητα το τέλος τους. Το πρόσωπο που επιλέγει ο ποιητής για να μας παρουσιάσει την ιστορία του είναι ένας πολέμαρχος που κατά τη διάρκεια της συνέλευσης που γίνεται, για να αποφασιστεί η έξοδος των πολιορκημένων από το κάστρο, θυμάται ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, όταν ζούσε ακόμη η αγαπημένη του και του είχε αποκαλύψει πως η γενναιότητά του στις μάχες είχε γίνει γνωστή σ’ όλη τη χώρα.
Ο πολέμαρχος απομακρύνεται από το σημείο που είναι μαζεμένοι οι συμπολεμιστές του και στέκει απόμερα ακίνητος, αλλά με την καρδιά του να χτυπά αναστατωμένη μέσα στο στήθος του. Η εξωτερική ακινησία του ήρωα βρίσκεται σε αντίθεση με την εσωτερική του ταραχή και την ανάδευση των αναμνήσεων του παρελθόντος.
Το ερέθισμα που επαναφέρει στη μνήμη του πολεμιστή την ανάμνηση της αγαπημένης του είναι η τοποθεσία που γίνεται η συγκέντρωση των πολεμιστών. Στο ίδιο ακριβώς σημείο είχε καθίσει παλιότερα κατάκοπος από τη μάχη και τον είχε βρει εκεί η αγαπημένη του, που με ενθουσιασμό του είχε εξηγήσει πως τα κατορθώματά του είχε γίνει γνωστά σε κάθε νησί και σε κάθε μέρος της γης, δείχνοντάς του μάλιστα τις εφημερίδες με τις σχετικές ειδήσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η τρυφερότητα και ο θαυμασμός με τον οποίο απευθύνεται η κοπέλα στον αγαπημένο της. Ο δρόμος σου είναι γλυκός και μοσχοβολημένος και το φως του ήλιου στέκει στο κεφάλι σου μαγεμένο. Απ’ όπου περνά ο καλός της ο δρόμος ευωδιάζει, ενώ και ο ήλιος ακόμη τον καμαρώνει για τη γενναιότητά του.
Ο στίχος μάλιστα με τον οποίο τον προσφωνεί περιέχει τρία επίθετα που τονίζουν τρεις επιμέρους αρετές του, ο νέος είναι παλικάρι (γενναίος), μορφονιός και καλός (το επίθετο καλός έχει ξεχωριστή σημασία στην ποίηση του Σολωμού, καθώς περιλαμβάνει ένα πλέγμα -κυρίως ηθικών- αρετών, αλλά κάποτε χρησιμοποιείται ακόμη και για προσωποποιημένα φυσικά στοιχεία).
Τα χέρια του πολεμιστή, που ήταν ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά του, έτρεμαν από την κούραση των μαχών, αλλά έβλεπε με συγκίνηση την αγαπημένη του να του μιλά για τη δόξα του, με τη φωνή της να σβήνεται από τη χαρά της.
Η φωνή της τώρα πια όμως είναι για πάντα σβησμένη, αφού η κοπέλα έχει πεθάνει, κι ο πολεμιστής επανέρχεται στην παρούσα του κατάσταση ζητώντας απ’ το όμορφο αυτό όραμα να φύγει από κοντά του και να πάει στη νεκρή αγαπημένη του, γιατί αυτός έχει ένα πολύ σημαντικό χρέος. Πρέπει να ετοιμαστεί για τη μεγάλη και τελευταία μάχη, προτού πεθάνουν όλοι οι συμπολίτες και συναγωνιστές του από την πείνα. Τους λίγους ανθρώπους που απέμειναν ζωντανοί και οι οποίοι του εξέφραζαν την αγάπη τους αποκαλώντας τον φίλο, αδερφό και πατέρα, πρέπει να τους έχει κοντά του στη μάχη σα φυλαχτό και να παλέψει μ’ όλες τις δυνάμεις του για να τους σώσει. Θα πρέπει να πολεμήσει με τους ισχυρούς εχθρούς, που τόσο καιρό τρέφονται καλά και διατηρούν όλες τους τις δυνάμεις, για να ανοίξει πέρασμα ανάμεσά τους με το σπαθί του. Ένας αγώνας εξαιρετικά άνισος, που όμως αν επιτευχθεί θα διατηρήσει την ελευθερία της αγαπημένης πατρικής γης από τους μισητούς εχθρούς. Κάθε σημείο, άλλωστε, της πατρικής γης είναι πολύτιμο κι αγαπημένο, ακόμη και η μαύρη πέτρα της και το ξεραμένο της χορτάρι.
Ο πολεμιστής βέβαια γνωρίζει πόσο δύσκολο θα είναι να νικήσουν οι Έλληνες τους υπέρτερους εχθρούς τους, γι’ αυτό και ζητά από τις χρυσές θύρες της παραδείσου να ανοίξουν και να υποδεχτούν τη γλυκιά ελπίδα, την τελευταία πηγή δύναμης που τους έχει απομείνει.]

7
Κρυφή χαρά ‘στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ‘χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ αδελφοποιτού σου;

Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,

Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεότερη,
επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να ‘μπει η
μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·

Μεγάλο πράμα η υπομονή! .......................
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη.

Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές·

Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας».

Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων
εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς
πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,

Κι άφ’σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι,
Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ όνειρό της,

Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα.
Κι ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Και μία δεύτερη είπε:
«Εγώ ‘δα δάφνες. - Κι εγώ φως·.......................
- Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που ‘χε το παιδί ετοιμοθάνατο
είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’
άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της
που χε ξεψυχήσει.

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.
- Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Να μου το πεις να το ‘χω γκολφισταυρό στον άδη. 
Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·
Κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.

[Ο ποιητής έχοντας παρουσιάσει την ιστορία του πολέμαρχου και την αποφασιστικότητά του να παλέψει μέχρι τέλους για τους συμπολίτες του, περνά τώρα να τιμήσει τις γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες επιδεικνύουν εξαιρετική γενναιότητα και αντιμετωπίζουν με θαυμαστό τρόπο τις επώδυνες δυσκολίες του αγώνα. Ο Σολωμός παρόλο που δε φτάνει στο σημείο να εξισώσει πλήρως τις γυναίκες με τους άντρες, δείχνει εντούτοις τον απόλυτο σεβασμό που έχει για τις γυναίκες και για το ψυχικό τους σθένος.
Ο πολέμαρχος του προηγούμενου αποσπάσματος συναντά έναν συναγωνιστή του που δείχνει να είναι χαρούμενος, παρά το γενικότερο κλίμα του κάστρου. Όπως εξηγεί στον πολέμαρχο η χαρά του πηγάζει από το θαυμασμό του για τις γυναίκες του Μεσολογγίου. Επειδή στην αρχή είχε φοβηθεί για το πώς θα αντιμετωπίσουν οι γυναίκες τις δυσκολίες του αγώνα, μιας και δεν είναι εξίσου δυνατές με τους άντρες, φρόντισε να τις παρατηρήσει με προσοχή, ώστε να διαπιστώσει τις αντιδράσεις και τις σκέψεις τους.
Οι γυναίκες λοιπόν την ώρα που βρίσκονταν μαζεμένες σ’ ένα σπίτι και από τ’ ανοιχτά παράθυρα έμπαιναν οι μυρωδιές από τα φαγητά των εχθρών, αντί να κλείσουν τα παράθυρα, όπως επιχείρησε να κάνει η νεότερη απ’ αυτές, προτίμησαν να τα έχουν ανοιχτά για να συνηθίσουν τη μυρωδιά, έστω κι αν δεν είχαν τίποτε για να φάνει. Η πείνα που έχει εξαντλήσει όλους τους Μεσολογγίτες, αντιμετωπίζεται με αξιοθαύμαστο κουράγιο απ’ τις γυναίκες, που προτάσσουν την αξία της υπομονής στη ζωή. Ο Θεός έχει προικίσει τους ανθρώπους με υπομονή για να αντέχουν τις δυσκολίες, και στην αρετή αυτή κρύβονται μεγάλα οφέλη, όπως επισημαίνει μία απ’ τις γυναίκες.
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες δυσκολίες με τους άντρες, κι έχουν ν’ αντέξουν τις ίδιες στερήσεις. Έτσι, παρόλο που αισθάνονται πως καθετί είναι εναντίον τους σ’ αυτόν τον αγώνα -ακόμη και το αεράκι που φέρνει τις μυρωδιές των φαγητών λειτουργεί εις βάρος τους-, εντούτοις αντέχουν και δεν προκαλούν επιπλέον προβλήματα στους άντρες με επιζήμιες λιποψυχίες.
Η υπομονή που δείχνουν οι γυναίκες απέναντι στην πείνα συμπληρώνεται με δύο ακόμη αξιοσημείωτες εκδηλώσεις της ψυχικής τους δύναμης, αφενός την ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν το θάνατο ενός παιδιού και αφετέρου την έκφραση της αποφασιστικότητάς τους όπως αυτή εκδηλώνεται ακόμη και στα όνειρά τους.
Ο ποιητής μας παραθέτει τα όνειρα τεσσάρων γυναικών, από τα οποία γίνεται εμφανές πως ακόμη και την ώρα που υποχωρεί ο αυστηρός έλεγχος της λογικής και της συνείδησης, το φρόνημά τους παραμένει ισχυρό και προσηλωμένο στην ιδέα της ηρωικής αυτοθυσίας.
Η πρώτη γυναίκα βλέπει πως όλοι οι Μεσολογγίτες ήταν ποτάμια -μικρότερα ή μεγαλύτερα- που όλα μαζί κινούνται με ορμή ξεπερνώντας φωτεινούς και σκοτεινούς τόπους -πειρασμούς και δυσκολίες- και φτάνουν από κοινού στη θάλασσα, όπου τα νερά τους διατηρούνται αλώβητα. Ένα όνειρο συμβολικό για τη σχεδιαζόμενη έξοδο, που εκφράζει μια ακλόνητη πεποίθηση επιτυχίας.
Η δεύτερη γυναίκα βλέπει δάφνες και η τρίτη φως, εμφανή δηλαδή σύμβολα της δόξας, της επιτυχίας και της ελπίδας. Ενώ η τέταρτη βλέπει μια γυναίκα επάνω στη φωτιά που αστράφτουν τα μαλλιά της, όνειρο που υποδηλώνει αποφασιστικότητα και θάρρος απέναντι στην προοπτική της θυσίας.
Ο πολεμιστής εκφράζει το θαυμασμό του για τις γυναίκες της πόλης, καθώς αντιμετωπίζουν όχι μόνο τις παρούσες δυσκολίες αλλά και την πικρή απώλεια κάθε προοπτικής για μελλοντική ευτυχία, αφού πολλές από αυτές δε θα προλάβουν καν να γίνουν μητέρες και να γνωρίσουν τη χαρά της μητρότητας. Οι γυναίκες παίρνουν ως παράδειγμα τους άντρες του Μεσολογγίου και προσπαθούν να φανούν αντάξιες της δικής τους γενναιότητας κι αντίστοιχα τώρα ο πολεμιστής λέει πως θα πρέπει κι εκείνοι να μάθουν απ’ το κουράγιο των γυναικών και να τις λατρεύουν ως την τελευταία στιγμή.
Επισημαίνουμε πως η λατρεία της γυναίκας αποτελεί μία από τις βασικές θεματικές της Επτανησιακής Σχολής.
Με τα τελευταία του λόγια ο πολεμιστής συνδέει το απόσπασμα αυτό με το προηγούμενο, καθώς ρωτά τον πολέμαρχο γιατί είχε απομακρυνθεί από το χθεσινό συμβούλιο. Ο πολέμαρχος δε θα απαντήσει, αλλά η έντονη συγκίνηση που του προκαλείται με την ανάμνηση των χθεσινών του συλλογισμών γίνεται εμφανής από την προσπάθειά του να κρατήσει τα δάκρυά του ανοίγοντας, όσο περισσότερο μπορούσε, τα μάτια του.]

9
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
Ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.

Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,

Και απάνου ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ‘λυχτάει.

Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πεις ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε

Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα να ‘τανε βγαλμένη,
Κι ύψωναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

[Με το απόσπασμα αυτό φτάνουμε στην τελευταία νύχτα πριν από την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων, όπου οι Μεσολογγίτες μαζεύονται για να κάνουν δέηση στο Θεό. Το άρωμα του λιβανιού που φτάνει ως το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν από τους Αιγύπτιους πολεμιστές να πλησιάσει στο τείχος για ν’ ακούσει τι συμβαίνει μέσα στο κάστρο.
Η απόλυτη σιωπή που κυριαρχεί αποκαλύπτει αφενός την τραγική κατάσταση που είχαν περιέλθει από την ασιτία οι πολιορκημένοι, ώστε να μην έχει απομείνει ούτε ένα σκυλί στην πόλη, κι αφετέρου την απόλυτη προσήλωση των Ελλήνων στην τελευταία τους αυτή προσοχή. Καμία φωνή, κανένας ήχος δεν προδίδει την ένταση της εσωτερικής τους αναστάτωσης, καθώς προσεύχονται από μέσα τους.
Η σιωπή, όπως την αντιλαμβάνεται ο Αιγύπτιος, είναι τόσο απόλυτη σα να έχει παύσει αίφνης κάθε ίχνος ζωής στην πόλη, βρίσκεται όμως σε πλήρη αντίθεση με τη μεγαλειώδη ψυχική ανάταση στην οποία έχουν φτάσει οι Έλληνες πολιορκημένοι.
Η αιωνιότητα ίσα που επαρκεί, μας λέει ο ποιητής, για να χωρέσει τη δύναμη και την υπεράνθρωπη αξία που περιέχουν τα λόγια της προσευχής τους. Οι πολιορκημένοι έχουν πια υπερνικήσει το φόβο για το θάνατο, έχουν ξεπεράσει τους πειρασμούς της ζωής και στέκονται πια πέρα από καθετί επίγειο. Η ψυχή τους είναι απόλυτα ελεύθερη και έτοιμη να θέσει το πανανθρώπινο παράδειγμα της θυσίας στο όνομα της πατρίδας και της ελευθερίας. Οι Μεσολογγίτες δεν είναι πια μεμονωμένα άτομα, είναι μια συλλογική πανίσχυρη ψυχή που δεν προτίθεται πια να λυγίσει απέναντι σε καμία δυσκολία ή εξωτερική δύναμη. Η συλλογική αυτή ψυχή έχει υπερβεί τα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης υπόστασης, έχοντας ως ανεξάντλητη πηγή δύναμης την αγάπη για την πατρίδα και την απόλυτη πίστη πως δεν πρέπει αυτή η πατρίδα να είναι δέσμια κανενός βίαιου κατακτητή. Οι προσωπικές επιθυμίες, ανάγκες και φόβοι έχουν υποταχτεί στην απόφαση να υπηρετήσουν όλοι μαζί την κοινή ιδέα της Ελευθερίας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Παρά το γεγονός ότι η προσευχή τους γίνεται εσωτερικά, μπορεί κανείς να διακρίνει στα μάτια και στο πρόσωπό τους το μεγαλείο των συλλογισμών τους. Η ψυχή τους, που έχει απείρως διευρυνθεί από τις υπέρμετρες δυσκολίες που αναγκάστηκαν να ξεπεράσουν, τους καθοδηγεί προς το ιδανικό. Τα σπλάχνα τους, η βαθύτερη υπόστασή τους, συγκλονίζονται από την Αγάπη και τον Έρωτα του Καλού, μιας και η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία που υποκατέστησε κάθε προσωπική τους επιθυμία, πηγάζει και αποβλέπει προς το Καλό.
Η εσωτερική αναστάτωση των πολιορκημένων κρατά τις ψυχές τους σε εγρήγορση, θυμίζοντας την πάντοτε ανήσυχη θάλασσα. Ενώ η ψυχή τους είναι πια τόσο ελεύθερη σα να είχε ήδη απομακρυνθεί απ’ το σώμα τους. Μια πρωτόφαντη ελευθερία που προέκυψε από την υπερνίκηση κάθε ανθρώπινης προσδοκίας, ανησυχίας ή φόβου. Οι πολιορκημένοι ξεπέρασαν την ανθρώπινη υπόστασή τους κι αφέθηκαν στο μεγαλείο της πανανθρώπινης συλλογικής τους ψυχής που αποζητά πλέον μέσα από την αυτοθυσία να τονίσει την απροσμέτρητη και ανίκητη ελευθερία των Ελλήνων.] 

10
Αφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Μι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,

Που’ μ’ όλη κάτου από τη γη κι ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Ορκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή.............................
Και στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
Ν’ αφήστε σας παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Να κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο».

Κι επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώσει την απόκριση,

Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Κι εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
Και με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Σα να ‘θελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξει ψωμί σ’ εκείνες.

[Αμέσως μετά τη συλλογική προσευχή των πολιορκημένων κι αφού έκαψαν τα κρεβάτια τους -για να μην αφήσουν από τη μία τίποτε στα βέβηλα χέρια του εχθρού και για να πιστοποιήσουν, από την άλλη, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την απόφασή τους, ώστε να μην υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξουν γνώμη-, οι γυναίκες ζητούν την άδεια να μαζευτούν στο σπήλαιο για μια δική τους τελευταία προσευχή.
Το αίτημα το εκφράζει η γεροντότερη, η οποία όπως πολύ παραστατικά δηλώνει είναι τόσο κοντά στο θάνατο, ώστε μόνο ένα μικρό κομμάτι της βρίσκεται έξω από τον τάφο. Μέσω αυτής οι γυναίκες εξορκίζουν τους άντρες στα καμένα τίμια και σεμνά κρεβάτια τους -το κάψιμο συμβολικά σημαίνει και τον τερματισμό κάθε πιθανότητας να υπάρξει συνέχεια στη ζωή, με τη γέννηση νέων απογόνων. Ζητούν την ευκαιρία να κάνουν συνάμα τον τελευταίο τους αποχαιρετισμό και τον ύστατο θρήνο τους για τη ζωή που εγκαταλείπουν και για τη ζωή που δε θα φέρουν πια στον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως οι γυναίκες αντιλαμβάνονται και προσδιορίζουν τον εαυτό τους ως πηγή της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, κάθε γυναίκα που πρόκειται να πεθάνει παίρνει μαζί της κι όλες τις ζωές που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο.
Η καθυστέρηση του πολέμαρχου, στον οποίο είχε απευθύνει την έκκλησή της η γερόντισσα, να απαντήσει, ωθούν τις γυναίκες σε μια δραματική κίνηση επαιτείας που αποκαλύπτει σε όλη της τη διάσταση την τραγικότητα των γυναικών αυτών που γνώριζαν πως η επόμενη μέρα θα της οδηγήσει στο θάνατο.
Οι γυναίκες πέφτουν με δύναμη στα γόνατα και υψώνουν τις χούφτες τους προς τον πολέμαρχο, έχοντας στα χείλη ένα πικρό χαμόγελο, σαν να περιμένουν από εκείνον ένα δώρο πολύτιμο, όπως θα ήταν το θεϊκό μάννα εξ ουρανού.
Το αίτημα των γυναικών, συνιστά ως ένα βαθμό μια λιποψυχία, η οποία όμως βρίσκει τη δικαιολογία της στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι έτοιμες να θυσιάσουν περισσότερα από τους άντρες, είναι έτοιμες να δώσουν τέρμα στη συνέχεια της ζωής για την αγαπημένη τους πατρίδα. Μαζί με τις γυναίκες χάνεται και το αύριο για όλο το Μεσολόγγι.]  

11
Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανεί όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.

[Το προσωρινό δείλιασμα των γυναικών λειτουργεί ως η τελευταία εξωτερική δύναμη που υπερνικούν οι πολιορκημένοι, λίγο προτού πραγματοποιήσουν την ηρωική τους έξοδο. Η έννοια της δοκιμασίας είναι κυρίαρχη σε όλη την ποιητική σύνθεση, υπό την έννοια πως το μεγαλείο της ψυχικής δύναμης και της ηθικής βούλησης των Ελλήνων γίνεται εμφανέστερο μέσα από τις δυσκολίες που ξεπερνούν. Οι Μεσολογγίτες λοιπόν έρχονται αντιμέτωποι με την πλήρη απουσία τροφής, με την αξεπέραστη ομορφιά της φύσης που αποτέλεσε το ύψιστο κάλεσμα της ζωής, με τις προτάσεις των εχθρών να γλιτώσουν το θάνατο αρκεί να απαρνηθούν τη θρησκεία τους, με το θάνατο αγαπημένων προσώπων, με την απώλεια κάθε προοπτικής για το μέλλον τους, με τη συνειδητοποίηση δηλαδή πως δε θα έχουν την ευκαιρία να φέρουν στη ζωή παιδιά, και τώρα στο τέλος με την λιποψυχία των γυναικών που θρηνούν τη χαμένη τους ζωή. Εντούτοις, οι Μεσολογγίτες θα υπερνικήσουν όλες τις δυσκολίες και θα φανούν απολύτως ελεύθεροι. Ελεύθεροι απέναντι στις συνεχείς πιέσεις των εχθρών, ελεύθεροι από τις ανάγκες του σώματος και της ανθρώπινης ψυχής, ελεύθεροι να επιλέξουν οι ίδιοι τη στιγμή του θανάτους τους και φυσικά ελεύθεροι να πεθάνουν για τα ιδανικά που οι ίδιοι πιστεύουν.]

12
Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέει την Παράδεισο·

Πολλές πληγές κι εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.

Μένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·

Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα..................
Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.

Για τούτο αυτή είναι

Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Μοίρα,
Και μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος της ‘πλημμύρα,

Επειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι

Τριαντάφυλλά ‘ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.

[Στον αγώνα των Ελλήνων και λίγο πριν την αυτοθυσία, ο ποιητής παρουσιάζει την μητέρα Πατρίδα, τη θεάνθρωπη αυτή μητέρα να παραστέκει στα παιδιά της, αισθανόμενη όλα τους τα παθήματα και καθαγιάζοντάς τα στην μεγάλη της ψυχή. Οι πληγές των Ελλήνων είναι πολλές, αλλά όλες θα απαλυνθούν με το Άγιο μύρο που θα τους προσφέρει η Μεγάλη Μητέρα.
Εφόσον οι Μεσολογγίτες ετοιμάζονται να θυσιαστούν στο όνομα της Πατρίδας, εφόσον ετοιμάζονται να σκοτώσουν και να σκοτωθούν για την ελευθερία της πατρίδας τους, ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να παρουσιάσει προσωποποιημένη την ίδια την πατρίδα, ώστε να δείξει πως εκείνη πονάει για τα παιδιά της και γνωρίζει όλα όσα έχουν περάσει για λογαριασμό της. Έτσι, με την αγάπη της πατρίδας όλες οι πράξεις των παιδιών της αποκτούν την αναγκαία καθαρότητα, τον αναγκαίο εξαγνισμό, που θα τους εξασφαλίσει μια θέση στην Παράδεισο.
Η μητέρα Πατρίδα περιμένει με αγωνία το τέλος του αγώνα, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην αποφασιστικότητα και στη γενναιότητα των Ελλήνων. Άλλωστε, στα μάτια της θεϊκής μητέρας δεν μένει τίποτε κρυφό, μπορεί να δει μέχρι τα βάθη της ψυχής τους και γνωρίζει πως δεν έχουν πια κανένα φόβο, παρά μόνο αγάπη για εκείνη.
Τα μάτια της μητέρας βρίσκονται ακριβώς στη ρίζα των συλλογισμών του παιδιού της και γνωρίζει κάθε του σκέψη, απ’ τη στιγμή που μιλά για πρώτη φορά μέχρι το θάνατό του. Η μητέρα πατρίδα γνωρίζει τα λόγια, τις πράξεις και τις προθέσεις των παιδιών της, γι’ αυτό και είναι σίγουρη για την αφοσίωσή τους. Εκείνο όμως που φοβίζει την Πατρίδα είναι το τι έχει αποφασίσει η Μοίρα για τα παιδιά της, γι’ αυτό και η ψυχή της πλημμυρίζει με πόνο.
Είναι τόσο έντονο το μίσος των εχθρών και τέτοια η σκληρότητα και η απονιά τους, που η Μεγάλη Μητέρα αντιλαμβάνεται πως ακόμη και αν το Έλεος έχυνε μέσα στα σπλάχνα τους όλους τους θησαυρούς τους, εκείνοι δεν επρόκειτο να γίνουν πιο ανθρώπινοι και δεν επρόκειτο να αποκτήσουν συμπόνια για τους Έλληνες. Έτσι οι θησαυροί του Ελέους θα πήγαιναν χαμένοι, σαν να πέταγε κανείς θεϊκή τριαντάφυλλα μέσα στην κόλαση.
Αυτό που οι πολιορκημένοι γνωρίζουν ήδη, πιστοποιείται τώρα κι από την προσωποποιημένη Πατρίδα, η οποία φοβάται πως η έξοδος θα σημάνει και τη θανάτωση των γενναίων Ελλήνων.]

13
Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξει για να
‘βγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,

Μνήσθητι, Κύριε - είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε - εφάνη!

Επάψαν τα φιλιά στη γη.........................
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.

Μία χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.

[Οι Μάρτυρες, οι ένδοξοι Μεσολογγίτες, κοιτάζουν με πλήρη προσήλωση προς την ανατολή, καθώς όταν ανατείλει ο ήλιος θα είναι η συμφωνημένη ώρα για την πραγματοποίηση της εξόδου. Κοιτάζουν προς την ανατολή και γνωρίζουν πως η ύστατη ώρα είναι πια κοντά, κοιτάζουν και αντικρίζουν πια τον ήλιο να προβάλει.
Η δέηση προς τον Ύψιστο είναι χαρακτηριστική για την αγωνία και τον φόβο των Ελλήνων (Μνήσθητι Κύριε: Θυμήσου με Κύριε).
Λίγες στιγμές πριν την ανατολή του ηλίου, σταμάτησαν και οι τελευταίες πράξεις αποχαιρετισμού της αγαπημένης γης, και των ανθρώπων μεταξύ τους. Λίγο πριν βγει ο ήλιος σταμάτησαν δηλαδή να φιλούν τη γη, να φιλούν τα στήθια, το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια των δικών τους.
Τώρα είναι έτοιμοι να πραγματοποιήσουν την ηρωική τους έξοδο, κρατώντας μια χούφτα απ’ το χώμα της πατρίδας τους κι έχοντας στην καρδιά τους την ελπίδα να σωθούν από τους εχθρούς, μεταφέροντας μακριά από αυτούς το ελάχιστο χώμα της πατρικής γης που πήραν κοντά τους.]

14
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.

[Το απόσπασμα αυτό, που μας παραπέμπει σε παρόμοιους στίχους του Σολωμού στο ποίημα «Ο Κρητικός», δεν έχει επαρκή πληρότητα, ώστε να κατανοήσουμε πλήρως το νόημά του. Η αφήγηση εδώ δίνεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τα λόγια εκφέρονται προφανώς από κάποιον Μεσολογγίτη.
Οι αντίστοιχοι στίχοι στον Κρητικό παρουσιάζουν τη μεγάλη συγκίνηση του ήρωα μπροστά στη θεϊκή Φεγγαροντυμένη. Η θεϊκή γυναίκα έχει την ικανότητα να διαβάζει και τους πιο κρυφούς πόνου του ήρωα, κι εκείνος συγκινείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τα δάκρυα που τρέχουν στα μάτια του δεν μπορεί να δει για αρκετή ώρα τη μορφή της.
Εδώ έχουμε και πάλι έναν ήρωα που κλαίει και τα δάκρυα δεν του επιτρέπουν να δει το θεϊκό πρόσωπο που στέκεται μπροστά του. Σε αντίθεση όμως με τον Κρητικό, εδώ το θεϊκό πρόσωπο ανήκει σ’ έναν νεαρό άντρα και όχι σε μια γυναίκα.
Το θεϊκό αυτό πρόσωπο αστράφτει απ’ το γέλιο του το αθάνατο (λέξη που αποδίδει θεϊκή υπόσταση), γέλιο που είναι έκφραση της χαράς του και που φωτίζεται από την καλοσύνη της ψυχής του και την ομορφιά της μορφής του.
Αν λάβουμε υπόψη μας τον Κρητικό, θα μπορούσαμε εδώ να έχουμε την οραματική εμφάνιση μιας θείας μορφής σε κάποιον από τους Μεσολογγίτες, κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης. Ίσως έχουμε ένα λυρικό διάλειμμα, ένα αισιόδοξο επεισόδιο, που θα διέκοπτε τις σκηνές του αιματηρού αγώνα.] 

16
Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.

[Η εικόνα του νεαρού στέκει ασάλευτη στη σκέψη του αφηγητή, ο οποίος θαυμάζει τη λαμπρότητα της μορφής και της ψυχής του.]

17
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούσια πόχει

[Ένας στίχος που εκφράζει την κορύφωση της δύναμης που προσφέρεται σ’ εκείνον που μπορεί να αισθανθεί όλο τον πλούτο της ζωής, όλη την ομορφιά της πέρα από τις δυσκολίες του παρόντος.]

18
Συχνά τα στήθια εκούρασα, πότε την καλοσύνη.

[Οι στίχοι αυτοί που εκφέρονται σε πρώτο πρόσωπο, αποτελούν ένδειξη πως ίσως η διήγηση των γεγονότων της μάχης δίνεται από την οπτική ενός από τους ήρωες του Μεσολογγίου. Εδώ ο αφηγητής εκφράζει τη σκέψη πως μπορεί να ταλαιπώρησε πολλές φορές την καρδιά του, στα στήθια του, με ταλαιπωρίες, πόνους και ανησυχίες, αλλά αυτό δε στάθηκε ποτέ ικανό να μειώσει μέσα του την αίσθηση της καλοσύνης και της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους.]

20
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.

[Μια Μεσολογγίτισσα ίσως που θρηνεί στον ύπνο της.]

36
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.

[Η ψυχή του ήρωα αγρυπνά και διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο, μιας και ο αγώνας αυτός που δίνεται από τους εξαντλημένους Μεσολογγίτες βασίζεται στα ψυχικά τους αποθέματα, στο ψυχικό τους σθένος. Έτσι, παρά τη σωματική εξάντληση, η ψυχή του ήρωα είναι πάντοτε έτοιμη να υπερασπιστεί τον ιερό της αγώνα.]

41
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.

[Την ώρα της δύσκολης μάχης, όπου η βεβαιότητα του θανάτου μοιάζει να κυριαρχεί, εμφανίζεται μια ισχνή ελπίδα, μια μικρή λάμψη φωτός μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.]

43
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος
Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.

[Η πορεία των Μεσολογγιτών μετά την έξοδο ήταν μια σειρά σκληρών μαχών σώμα με σώμα, που στοίχισαν τη ζωή στην πλειονότητα των Ελλήνων. Εντούτοις, κάποιοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τους εχθρούς και να διασωθούν.]

44
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.

[Το φως το θεϊκό, η παρουσία του Χριστού, που με χαρά κατανικά τον Άδη και το Χάρο.]

51
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

[Η δύναμή σου είναι ανεξάντλητη, όπως το πέλαγος, και η θέλησή μου αμετακίνητη, όπως ο βράχος.]


1. Η πιθανότερη ερμηνεία του στίχου είναι η εξής: Η πείνα εμαύρισε τα μάτια, που είναι το πιο πολύτιμο πράγμα, αφού σ’ αυτό ορκίζεται η μάνα (π.χ. «στα μάτια του παιδιού μου» ή «στο φως μου»).
μνέω: ορκίζομαι (αρχ. ομνύω).
Αγαρηνός: αντί Αγαρηνοί ονομασία των Αράβων.
βουνάκι (πρόβατα): κοπαδάκι.
ασπούδα: σπουδή, βιασύνη.
σάλπιγγα: η σάλπιγγα του Έλληνα πολεμάρχου.
οκνός: εξασθενημένος.
περιπαίχτρα: η σάλπιγγα του Αράπη, που σαλπίζει κι αυτός για να περιπαίξει τον αντίπαλο (να προσέξετε τη σύγκριση).
αράθυμος: ευέξαπτος, οργίλος, νευρώδης.
πεσούμενο άστρο: ο διάττων, το πεφτάστρι.
ρητός: σαφής, κατηγορηματικός.
χοχλός (και χόχλος): κοχλασμός.
άτι: άλογο, ιππικό.
Γάλλου (νους): εννοεί τους Γάλλους αξιωματικούς που είχαν οργανώσει τον αιγυπτιακό στρατό.
τα χαρτιά: τις εφημερίδες. Στο Μεσολόγγι τότε έβγαινε η εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Ελβετού φιλέλληνα Μάγιερ.
γκόλφι: εγκόλπιο, φυλαχτό.
πέρα: δηλ. στο ελεύθερο έδαφος.
αστραφτά: γρήγορα σαν αστραπή.
για: γιατί, επειδή.
της εφάνηκε: της φάνηκε ότι είδε. 
το βαμπάκι: που βάζουν στο στόμα του νεκρού (δηλ. της φάνηκε ότι το παιδί ήταν νεκρό).
γκολφισταυρό: φυλαχτό.
ανεί: ανοίγει.
ύστερη (νυχτιά): η τελευταία νύχτα· η νύχτα της Εξόδου.
μπουτσούνι (λ. ιταλ.): κομματάκι.
μάτι: η σειρά: το μάτι της μάνας σύρριζα στο νου του τέκνου, (σαν) μάτι Θεού.
αγγελοκρουμός: ξεψύχισμα, ψυχορράγημα.
ρονιά: υδρορρόη, κρουνός.

Σημείωση:

Σε ό,τι αφορά τη στιχουργία του Α΄ Σχεδιάσματος του ποιήματος θα πρέπει να σημειώσουμε πως έχουμε εξασύλλαβους στίχους με αμφιβραχικό μέτρο.
Το αμφιβραχικό μέτρο σημαίνει ότι σε κάθε τρεις συλλαβές τονίζεται η μεσαία:
«Παράμερα στέκει». Αυτό σημαίνει πως σε κάθε στίχο τονίζονται μόνο δύο από τις έξι συλλαβές.
Η στιχουργική αυτή μορφή εξυπηρετεί τους σκοπούς του Α΄ Σχεδιάσματος, το οποίο αποτελεί ένα είδος προφητικού θρήνου, καθώς δίνει σύντομους στίχους που επιτρέπουν την ελλειπτική διατύπωση. Ο ποιητής επιθυμεί να έχει μικρούς στίχους με γοργή εναλλαγή μεταξύ τους, μιας και ό,τι θέλει να μεταδώσει στον αναγνώστη είναι κυρίως η εντύπωση του πόνου και των ταλαιπωριών που βιώνουν οι Έλληνες και όχι να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό ποίημα.

Στο Β΄ Σχεδίασμα όμως του ποιήματος ο Σολωμός επιλέγει τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που αποτελούν τον παραδοσιακό στίχο της δημοτικής ποίησης, αλλά και του Ερωτόκριτου, καθώς θέλει να συνθέσει ένα αφηγηματικό ποίημα που θα έχει τον απαιτούμενο επικό χαρακτήρα, που αρμόζει στη διήγηση του ηρωικού κατορθώματος των Μεσολογγιτών. Οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι είναι σαφώς εκτενέστεροι κι έτσι επιτρέπουν στον ποιητή να αφηγηθεί με μεγαλύτερη πληρότητα την ιστορία των πολιορκημένων Ελλήνων. Ενώ παράλληλα επιτυγχάνει και μια διακειμενική συσχέτιση με το λογοτεχνικό του πρότυπο, τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Το ποίημα λοιπόν έχει συντεθεί με ομοιοκατάληκτα δίστιχα δεκαπεντασύλλαβων που έχουν ιαμβικό μέτρο, δηλαδή μία άτονη συλλαβή και μία τονισμένη (έστω κι αν ο γραμματικός τόνος δε συμφωνεί πάντοτε με το ρυθμό που επιβάλλει το ιαμβικό μέτρο στην ανάγνωση): 

«Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.»

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

πολύ καλη αυτή η ιστοσελιδα

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...