John William Waterhouse
Μαρία Πολυδούρη «Σεμνότης» ως παράλληλο για το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Σεμνότης
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.
Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο,
χωρίς καμιά σκιά στην όψη.
Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήσει, να το κόψει.
Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα,
κι είναι σα να ‘γινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.
Μια μαργαρίτα που ‘ναι αμφίβολη,
μόλο το Ναι που λέει η καρδιά της,
μόνον αφήνει να λυγίζεται
παθητικά την ομορφιά της.
Κι άλλα λουλούδια που ‘ναι σύμβολα
κι άλλα, μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είν’ όλα λεπτοκάμωτα∙
φανταστικά μόνον ανθούνε.
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει.
Κι αν την πληγώσει, θα ‘ναι ανίδεος
κι ούτε γι’ αυτό θα μετανιώσει.
Ποιες διαφορές εντοπίζεται ανάμεσα στα δύο ποιήματα ως προς τη στάση της ποιήτριας απέναντι στο ερωτικό συναίσθημα;
Η Μαρία Πολυδούρη στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» αναγνωρίζει την καταλυτική επίδραση που άσκησε στη ζωή της η αγάπη εκείνου και μέσα από ζεύγη ενεργειών-αποτελεσμάτων καταγράφει πώς ο έρωτας αυτός την οδήγησε στη συνειδητοποίηση της εσωτερικής της αξίας και δικαίωσε την ύπαρξή της. Το φιλί του, το βλέμμα του και η αγάπη του, προσέφεραν στην ποιήτρια μια τέτοια αίσθηση εσωτερικής πληρότητας, ώστε ακόμη και ο θάνατός του δεν στάθηκε αρκετός για να κάμψει την ένταση της επίδρασης που συνεχίζει να ασκεί στην ψυχή της. Η ποιήτρια εξυμνεί τη δύναμη της αγάπης, χωρίς να αφήνει τον πόνο της για το χαμό του αγαπημένου της να σκιάζει τα οφέλη που αποκόμισε από την αγάπη του. Ο πόνος, όχι μόνο για το θάνατο του αγαπημένου, αλλά και ως η άλλη όψη του έρωτα, δεν έχει θέση στο εξυμνητικό αυτό τραγούδι. Η ποιήτρια παραμερίζει τις αρνητικές πτυχές του συγκλονιστικού έρωτα που βίωσε κι εστιάζει την προσοχή της μόνο στο να αποδώσει τις τιμές που αναλογούν στον αγαπημένο της.
Μια διαφορετική προσέγγιση παρουσιάζεται στο ποίημα «Σεμνότης», όπου η ποιήτρια προτάσσει το φόβο της για τον πόνο που ενδέχεται να της προκαλέσει ο έρωτας και παρά την ανάγκη της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, τον απαρνιέται. Η ποιήτρια δε θέλει κανείς να αντιληφθεί την ομορφιά που κρύβει μέσα της, καθώς θεωρεί πως όποιος κι αν την πλησίαζε δε θα μπορούσε παρά να την πληγώσει.
Η Πολυδούρη επιλέγει να περιγράψει την ομορφιά και την τρυφερότητα του εσωτερικού της κόσμου με μια σειρά συμβολισμών, όπου κάθε πτυχή του εαυτού της συμβολίζεται με κάποιο λουλούδι. Το κάλλος, η τρυφερότητα, αλλά και το εύθραυστο των λουλουδιών, κρίνεται από την ποιήτρια ως το ιδανικό ανάλογο για το ευάλωτο της υπόστασής της.
Η ψυχή της ποιήτριας είναι ένας ολάνθιστος κρίνος, άσπιλος και ανέγγιχτος από την ηδονή. Με το διαχρονικό σύμβολο της αγνότητας, τον κρίνο, η Πολυδούρη αποδίδει τη διάθεσή της να απέχει από τα καλέσματα της ηδονής, από τη σωματική δηλαδή απόλαυση του έρωτα. Την εικόνα του ολάνθιστου κρίνου, πάντως, τη χρησιμοποιεί η ποιήτρια και στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, για να παρουσιάσει το άνθισμα της ψυχής της και την εσωτερική ταραχή που της προκάλεσε το αγκάλιασμα και το φιλί του αγαπημένου της. Το ερωτικό πάθος που την κυριεύει στα χέρια του αγαπημένου νέου και την κάνει να αισθάνεται ωραία κι επιθυμητή, το αποποιείται εδώ η ποιήτρια: «Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε / να το φιλήσει, να το κόψει».
Η καρδιά της (τα συναισθήματά της), είναι ένα τριαντάφυλλο που ισορροπεί πάνω στην ίδια του τη φλόγα κι είναι μάλιστα σα να έχει καεί ολάκερο μες στη σιωπή του. Με το λουλούδι του ερωτικού πάθους, το τριαντάφυλλο, να συμβολίζει τα συναισθήματά της, η ποιήτρια τα παρουσιάζει να φλέγονται μέσα στην ίδια τους την ένταση, χωρίς να βρίσκουν τον ιδανικό αποδέκτη. Σε αντίθεση με το Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, όπου η ποιήτρια υποτάσσεται στη δύναμή του έρωτά της και δηλώνει πως έζησε για να πληθαίνει τα όνειρα του αγαπημένου της, εδώ όλη η αγάπη που έχει στην καρδιά της αναλώνεται μάταια σε μια εσωστρεφή και ανεπίδοτη πορεία.
Το δίβουλο των λογισμών της ποιήτριας και η αδυναμία της να αποφασίσει οριστικά για το αν θα πρέπει να αφεθεί στο κάλεσμα του έρωτα, δίνονται πολύ παραστατικά με το λουλούδι της μαργαρίτας. Όπως κάθε πέταλο του λουλουδιού δίνει και μια διαφορετική απάντηση στο γνωστό παιχνίδι, έτσι και η ποιήτρια παρά την εσωτερική της διάθεση να αγαπήσει, τελικά μένει αμέτοχη απέναντι στο θαύμα της αγάπης, μη μπορώντας να καταλήξει σε μιαν απόφαση. Έτσι, ενώ στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες η ποιήτρια βρίσκει στην αγάπη εκείνου τη δικαίωση όλης της ύπαρξής της κι αισθάνεται πως η ζωή της ολοκληρώνεται μέσα από τον έρωτά του, εδώ τη βλέπουμε να κρατά μια έντονα διστακτική στάση απέναντι στον έρωτα.
Όλη η ομορφιά της ψυχής της κι όλα τα ευαίσθητα και λεπτεπίλεπτα λουλούδια του είναι της ανθίζουν μακριά από τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων. Η ποιήτρια θεωρεί πως κανείς δε μπορεί και δεν πρέπει να νιώσει ποτέ την ομορφιά που κρύβει μέσα της, φοβούμενη πως αν επέτρεπε σε κάποιον να γνωρίσει την ψυχή της θα κατέληγε να την πληγώσει. Εντούτοις, στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες η ποιήτρια αντικρίζοντας στα μάτια του αγαπημένου της την αλήθεια των συναισθημάτων του «στολίζεται περήφανα το υπέρτατο της ύπαρξής της στέμμα». Μπροστά στην αγνή του αγάπη αισθάνεται ασφαλής και ελεύθερη να παρουσιάσει την υπόστασή της σε όλη της την ομορφιά. Γνωρίζοντας πως την αγαπά πραγματικά, δε διστάζει να του αποκαλύψει όλο το μεγαλείο της ψυχής της, αλλά και να του προσφέρει όλη τη δύναμη του έρωτά της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου