Gilee Barton
Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά» ως παράλληλο για το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα του χρόνου στα δύο ποιήματα του Καβάφη;
Στο ποίημα Κεριά ο Κωνσταντίνος Καβάφης επιχειρεί να εκφράσει την ανησυχία του για το γοργό πέρασμα του χρόνου με μια απλή, αλλά εξαιρετικά παραστατική παρομοίωση. Μπροστά βρίσκονται οι μέρες του μέλλοντος σαν μια σειρά από ζωηρά, χρυσά και ζεστά κεριά, ενώ πίσω στέκονται οι μέρες του παρελθόντος, μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά, λιωμένα και κυρτωμένα. Ο ποιητής δε θέλει να κοιτάζει πίσω, τη γραμμή των σβησμένων κεριών, γιατί γνωρίζει πόσο γρήγορα αυτή μακραίνει. Το γοργό πέρασμα της ζωής είναι μια σκέψη που αναστατώνει τον ποιητή, γι’ αυτό κι επιλέγει να κοιτάζει μπροστά, τις μέρες του μέλλοντος, τα χρυσά κεριά που συμβολίζουν την ελπίδα και την αισιοδοξία για το μέλλον.
Η ένταση της αναστάτωσης που προκαλείται στον ποιητή από το γρήγορο πέρασμα του χρόνου (Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω), αποκαλύπτει κυρίως τον κυρίαρχο -άλλα άρρητο- φόβο του θανάτου. Ο φόβος αυτός βέβαια -που ελάχιστα βρίσκει έκφραση στο ποιητικό έργο του Καβάφη- υπονοείται αλλά δεν διατυπώνεται, καθώς ο ποιητής κοιτάζοντας τα χρυσά κεριά του μέλλοντος αισθάνεται πως δεν είναι ανάγκη να έρθει ακόμη αντιμέτωπος μ’ αυτό το ενδεχόμενο. Άλλωστε, όταν ο Καβάφης έγραφε αυτό το ποίημα ήταν 36 ετών, οπότε ο φόβος του θανάτου αποτελούσε περισσότερο μια ανησυχητική σκέψη παρά έναν άμεσο προβληματισμό.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται φυσικά, πως όσο κι αν τρομάζει με την ταχύτητα που περνούν οι μέρες της ζωής του, δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αντιμετωπίσει τη σαρωτική κίνηση του χρόνου. Έτσι, η μόνη διαφυγή από τη θλίψη που του προκαλεί η θέαση των σβησμένων κεριών είναι να διατηρεί την προσοχή του στα όμορφα κεριά του μέλλοντος. Παρόλο που γνωρίζει πως οι μέρες του θα συνεχίσουν να περνούν και η σκοτεινή γραμμή θα συνεχίσει σταθερά να μακραίνει, εντούτοις πιστεύει πως αν κοιτάζει μπροστά τις υποσχόμενες μέρες του μέλλοντος θα μπορέσει να λησμονήσει την ανησυχία του για το χρόνο που έφυγε.
Κι ενώ στο ποίημα Κεριά διακρίνουμε το φόβο του Καβάφη για το γοργό πέρασμα του χρόνου και το διαφαινόμενο τέλος της ζωής, στο ποίημά του Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου..., βρίσκουμε την πιο γνήσια καβαφική αγωνία. Εδώ ο ποιητής αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου σε σχέση με το γήρασμα του σώματος και την επώδυνη απώλεια της νεότητας. Για τον αισθητιστή Καβάφη, που αντιλαμβάνεται τη νεότητα ως απόλυτη αξία, εκείνο που έχει σημαντικότερη βαρύτητα δεν είναι ο επερχόμενος θάνατος, αλλά η φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Ο ποιητής αισθάνεται τον πόνο για το γήρασμα του σώματος και της μορφής του σαν μαχαιριά και αποζητά με αγωνία μια παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρη.
Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν μπορεί να σταματήσει το γήρασμα της μορφής του και πως δεν μπορεί να «θεραπεύσει» τη φθορά που του έχει προκαλέσει το πέρασμα του χρόνου, γι’ αυτό και το μόνο που αποζητά είναι η δυνατότητα να ξεχαστεί για λίγο. Έτσι, στρέφεται στην Τέχνη του, η οποία μέσω της φαντασίας και του λόγου θα προσφέρει στον ποιητή την πολύτιμη παραμυθία που αποζητά. Η ενασχόληση με την ποίηση είναι άλλωστε η μόνη απάντηση στον πόνο του ποιητή, καθώς η πηγή της μελαγχολίας του είναι μη αντιμετωπίσιμη.
Η προσπάθεια πάντως του ποιητή να απομακρύνει τη σκέψη του από το πέρασμα του χρόνου είτε πρόκειται για το φόβο του θανάτου (Κεριά) είτε για τον πόνο που του προκαλεί το γήρασμα της μορφής του, δεν μπορεί παρά να έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα. Στα Κεριά ο ποιητής προσπαθεί να αποφύγει τη δυσάρεστη εικόνα των σβησμένων κεριών του παρελθόντος, κοιτάζοντας σταθερά τα ζωηρά κεριά του μέλλοντος, μα η σκέψη του γυρίζει επίμονα στη σκοτεινή γραμμή που μακραίνει. Αντιστοίχως, στη Μελαγχολία, παρόλο που ο ποιητής έχει την παρήγορη συνεισφορά της τέχνης του, γνωρίζει εντούτοις πως η ευεργετική της επενέργεια δεν μπορεί παρά να διαρκέσει ελάχιστα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου