David Keochkerian
Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»
Ποια χαρακτηριστικά της
Επτανησιακής Σχολής αναγνωρίζετε στον Κρητικό;
Τα κοινά χαρακτηριστικά της ποιητικής έκφρασης των Επτανησίων συνοψίζονται, όπως είχε επισημάνει ήδη ο Παλαμάς, στη λατρεία της θρησκείας, της πατρίδας και της γυναίκας. Σ’ αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η λατρεία της φύσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούμε να τα εντοπίσουμε και στον Κρητικό του Σολωμού, καθώς ο ποιητής έχει συνδυάσει όλες αυτές τις θεματικές στην ποιητική του σύνθεση.
Αναλυτικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε τη λατρεία της φύσης να διατρέχει ολόκληρο το ποίημα καθώς ο ήρωας είτε ως ναυαγός είτε στην πατρίδα του την Κρήτη, κινείται πάντοτε στο φυσικό του περιβάλλον και φροντίζει να υμνεί την ομορφιά της φύσης γύρω του. Για παράδειγμα στην τρίτη ενότητα [20], όταν η τρικυμία κοπάζει και η θάλασσα ηρεμεί ο Κρητικός σχολιάζει «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση / Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.». Ο Κρητικός βλέπει και αναγνωρίζει πάντοτε την ομορφιά της φύσης μιας κι έχει μεγαλώσει έχοντας στενή σχέση με το φυσικό του περιβάλλον και νιώθει τη φύση ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους ανθρώπους της πόλης, οι άνθρωποι παλιότερα ζούσαν κάθε στιγμή της ζωής τους σε στενή συνάρτηση με τη φύση γι’ αυτό και αγαπούσαν κάθε έκφανσή της καθώς αναγνώριζαν σε αυτή μια θεϊκή σοφία.
Τα κοινά χαρακτηριστικά της ποιητικής έκφρασης των Επτανησίων συνοψίζονται, όπως είχε επισημάνει ήδη ο Παλαμάς, στη λατρεία της θρησκείας, της πατρίδας και της γυναίκας. Σ’ αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η λατρεία της φύσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούμε να τα εντοπίσουμε και στον Κρητικό του Σολωμού, καθώς ο ποιητής έχει συνδυάσει όλες αυτές τις θεματικές στην ποιητική του σύνθεση.
Αναλυτικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε τη λατρεία της φύσης να διατρέχει ολόκληρο το ποίημα καθώς ο ήρωας είτε ως ναυαγός είτε στην πατρίδα του την Κρήτη, κινείται πάντοτε στο φυσικό του περιβάλλον και φροντίζει να υμνεί την ομορφιά της φύσης γύρω του. Για παράδειγμα στην τρίτη ενότητα [20], όταν η τρικυμία κοπάζει και η θάλασσα ηρεμεί ο Κρητικός σχολιάζει «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση / Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.». Ο Κρητικός βλέπει και αναγνωρίζει πάντοτε την ομορφιά της φύσης μιας κι έχει μεγαλώσει έχοντας στενή σχέση με το φυσικό του περιβάλλον και νιώθει τη φύση ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους ανθρώπους της πόλης, οι άνθρωποι παλιότερα ζούσαν κάθε στιγμή της ζωής τους σε στενή συνάρτηση με τη φύση γι’ αυτό και αγαπούσαν κάθε έκφανσή της καθώς αναγνώριζαν σε αυτή μια θεϊκή σοφία.
Ο Κρητικός έχει περάσει τη ζωή
του έχοντας διαρκώς άμεση επαφή με τη φύση γύρω του, γι’ αυτό και οι αναμνήσεις
του είναι συνυφασμένες με το φυσικό του περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
ως προς αυτό είναι το σημείο της πέμπτης ενότητας [22] όπου ο ήρωας θέλοντας να
παρουσιάσει τον γλυκύτατο ήχο που συγκλονίζει την ψυχή του, ανατρέχει στο
παρελθόν του και θυμάται τις στιγμές που μόνος του στον Ψηλορείτη, όταν ένιωθε
τον πόνο να τον κατακλύζει, άκουγε το φιαμπόλι, «Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού
μεσουρανίς να λάμπει / Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι».
Πηγαίνει στον Ψηλορείτη για να ηρεμήσει τον πόνο της ψυχής του κι εκεί θαυμάζει
την ομορφιά του τόπου του, που μοιάζει να χαμογελά δεχόμενος την ευλογία του
ήλιου. Βλέπουμε, επομένως, ότι η λατρεία της φύσης είναι δεδομένη σε μια
ποιητική σύνθεση όπως αυτή, μιας και ο ήρωας της είναι ένας άνθρωπος δεμένος με
τον τόπο του κι έτοιμος να αφεθεί στην ομορφιά της φύσης, ακόμη κι όταν
αισθάνεται πόνο στην ψυχή του.
Η λατρεία της γυναίκας είναι μια
από τις θεματικές που κυριαρχούν στον Κρητικό, όχι μόνο γιατί ο ήρωας έχει ως
βασικό του στόχο να σώσει την αρραβωνιαστικιά του, αλλά και γιατί η βασικότερη
έκφανση των δοκιμασιών του ήρωα είναι αυτή της Φεγγαροντυμένης. Ο Σολωμός
θέλοντας να δείξει την ένταση των πειρασμών που δοκιμάζουν την ψυχική δύναμη
και τη θέληση του ήρωα, παρουσιάζει τη Φεγγαροντυμένη ως τη γυναίκα που
διαθέτει όλα εκείνα τα χαρίσματα που μπορούν να καλύψουν κάθε ανάγκη του ήρωα.
Ο Κρητικός είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί στη γυναίκα αυτή που μοιάζει να
είναι ιδανική από κάθε άποψη «Κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μια φεγγαροντυμένη
/ Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της / Στα μάτια της τα ολόμαυρα και
στα χρυσά μαλλιά της.». Ο ποιητής κατορθώνει με μια διαρκή αντιπαραβολή της
Φεγγαροντυμένης με τη φύση να πλάσει μια εξιδανικευμένη εικόνα και να μας
χαρίσει μια από τις πλέον μαγευτικές γυναικείες μορφές που διαθέτει η
λογοτεχνία μας «Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη / Τότε από φως
μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει».
Η λατρεία της θρησκείας είναι
παρούσα στον Κρητικό από τη δεύτερη κιόλας ενότητα [19] όπου ο Κρητικός με μια
πρόληψη στην αφήγησή του περνά στον παράδεισο τη στιγμή της δευτέρας παρουσίας
και αναζητά την αγαπημένη του. Η αφήγηση του Κρητικού μας παραπέμπει αφενός σε
εκκλησιαστικά κείμενα απ’ όπου και αντλεί στοιχεία για το πώς θα γίνει η
δευτέρα παρουσία του Κυρίου και αφετέρου αποδεικνύει την πίστη του ποιητή στη
θρησκευτική μας παράδοση.
Αναφορά στη θρησκεία μπορούμε
βέβαια να εντοπίσουμε και στην τέταρτη ενότητα [21] όπου ο Κρητικός
προσπαθώντας να ανακαλέσει στη μνήμη του τη μορφή της Φεγγαροντυμένης που του
είναι τόσο οικεία, αναρωτιέται μήπως την έχει δει σε κάποιο ναό ζωγραφισμένη
«Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο», δίνοντας έτσι την αίσθηση της
θεϊκότητας στη Φεγγαροντυμένη και αποκαλύπτοντας παράλληλα τη θρησκευτικότητα
του ήρωα.
Ο Σολωμός διαπλέκει στην ποιητική
του σύνθεση τη φύση, τη θρησκεία και τη γυναίκα, με τη φυσικότητα που προκύπτει
σ’ έναν άνθρωπο που τις έννοιες αυτές τις θεωρεί ως βασικά στοιχεία της ζωής
του και της παράδοσής του. Γεγονός που σημαίνει ότι για τον ποιητή η
θρησκευτικότητα δε χρειάζεται καν να αναφερθεί για να θεωρηθεί δεδομένη, μιας
και ο Σολωμός δε θα μπορούσε ποτέ να δει και να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του
χωρίς την αναμφισβήτητη παρουσία του Θεού και της πρόνοιάς του σε κάθε τι. Τα
στοιχεία που εμείς αναζητούμε στην ποιητική του σύνθεση δεν είναι άλλα από τα
στοιχεία που συνθέτουν την κοσμοθεωρία του ποιητή και που διατρέχουν τη σκέψη
του ως κάτι το απολύτως δεδομένο και φυσικό. Ο ποιητής αυτός δε θα μπορούσε να
κατανοήσει ένα κόσμο χωρίς το Θεό, όπως και δε θα μπορούσε να κατανοήσει ένα
κόσμο που να μη βασίζεται στην αγάπη για την πατρίδα του. Πώς θα μπορούσε ο
Κρητικός να μην έχει την αγάπη για την πατρίδα του ως θεμελιώδη άξονα της ζωής
του και πώς θα μπορούσε η σκέψη του να μην είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με το
καλό της πατρίδας του.
Η λατρεία της πατρίδας γίνεται
εμφανής τόσο στο σημείο όπου ο ήρωας θυμάται τα χτυπήματα που δέχτηκε η
οικογένειά του από τους Τούρκους, στην τέταρτη ενότητα [21] κι ύστερα γεμίζει
τις χούφτες του με ιερό χώμα από την πατρίδα του για να φύγει «Μακριά ‘πο κείθ’
εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα», όσο και στην πέμπτη ενότητα [22] όπου ο
ήρωας συγκλονίζεται από τον πόνο που του προκαλεί η σκλαβιά της πατρίδας του
και η ελπίδα ότι κάποτε θα κατορθώσουν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό «Κι
ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα / Κι εφώναζα: “ω θεϊκιά κι όλη αίματα
Πατρίδα!”».
Στην εισαγωγή του σχολικού
βιβλίου της Α΄ Λυκείου για την Επτανησιακή σχολή αναφέρεται επίσης ότι υπάρχουν
κάποια κοινά χαρακτηριστικά στο περιεχόμενο και στη μορφή της ποίησης των
Επτανησίων, που μας επιτρέπουν να μιλούμε για μια ιδιαίτερη «σχολή», την
Επτανησιακή, όπου το τοπικό στοιχείο εκφράστηκε με δικό του τρόπο, αφού
διασταυρώθηκε γόνιμα με τις παρακάτω επιδράσεις: α) της ιταλικής και γενικότερα
της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, β) της κρητικής λογοτεχνίας (είναι γνωστό ότι μετά
την πτώση της Κρήτης το 1669 πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στα Επτάνησα
μεταφέροντας και τα πολιτιστικά στοιχεία της ζωής τους), γ) του δημοτικού
τραγουδιού και δ) του ποιητικού έργου του Βηλαρά και του Χριστόπουλου.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε για τα στοιχεία αυτά ότι: η επίδραση του Βηλαρά και του Χριστόπουλου θεωρείται δεδομένη υπό την έννοια ότι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι ποιητές αυτοί υπήρξαν πρόδρομοι του Σολωμού, καθώς τα ρομαντικά στοιχεία στη γραφή τους, η χρήση της δημοτικής γλώσσας, οι επιρροές που δέχτηκαν από την ιταλική ποίηση, η ιδιαίτερη φροντίδα του στίχου τους και η επαφή που είχαν με τη δημοτική παράδοση, είναι σαφώς στοιχεία που μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στο έργο του Σολωμού.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε για τα στοιχεία αυτά ότι: η επίδραση του Βηλαρά και του Χριστόπουλου θεωρείται δεδομένη υπό την έννοια ότι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι ποιητές αυτοί υπήρξαν πρόδρομοι του Σολωμού, καθώς τα ρομαντικά στοιχεία στη γραφή τους, η χρήση της δημοτικής γλώσσας, οι επιρροές που δέχτηκαν από την ιταλική ποίηση, η ιδιαίτερη φροντίδα του στίχου τους και η επαφή που είχαν με τη δημοτική παράδοση, είναι σαφώς στοιχεία που μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στο έργο του Σολωμού.
Η επίδραση της κρητικής
λογοτεχνίας γίνεται κυρίως αντιληπτή μέσω της επαφής που παρουσιάζει η σύνθεση
του Σολωμού με τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, καθώς ο Σολωμός παραδειγματίζεται
από το κείμενο αυτό τόσο ως προς το μέτρο και τη στιχουργική του σύνθεση, όσο
και ως προς την πρόθεση του Σολωμού να ανταποκριθεί στο υψηλό επίπεδο που θέτει
το αριστούργημα του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Ο Σολωμός επίσης επηρεάστηκε από τα δημοτικά τραγούδια καθώς αφενός θέλησε να περάσει στη δική του ποιητική σύνθεση την έκφραση του λαϊκού αισθήματος και τη γνησιότητα του λόγου που συναντάμε στη δημοτική παράδοση, και αφετέρου σε επιμέρους θέματα όπως είναι το μέτρο και η ύπαρξη της σύνθεσης ανά τριάδες (τρία αστροπελέκια, κλιμάκωση του όρκου του Κρητικού σε τρία σκέλη κ.α.)
Τέλος, η επίδραση της ιταλικής καθώς και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι εμφανής στο περιεχόμενο του ποιήματος, μιας και διάφορες θεματικές του Κρητικού μοιάζουν να είναι αντλημένες από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Για παράδειγμα, ο οραματισμός της έσχατης κρίσης, η έντονη παρουσία της φύσης και η εμπλοκή της στην εξέλιξη του μύθου, η Φεγγαροντυμένη που θυμίζει τις νύμφες της ιταλικής λογοτεχνίας κ.α.
Ο Σολωμός επίσης επηρεάστηκε από τα δημοτικά τραγούδια καθώς αφενός θέλησε να περάσει στη δική του ποιητική σύνθεση την έκφραση του λαϊκού αισθήματος και τη γνησιότητα του λόγου που συναντάμε στη δημοτική παράδοση, και αφετέρου σε επιμέρους θέματα όπως είναι το μέτρο και η ύπαρξη της σύνθεσης ανά τριάδες (τρία αστροπελέκια, κλιμάκωση του όρκου του Κρητικού σε τρία σκέλη κ.α.)
Τέλος, η επίδραση της ιταλικής καθώς και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι εμφανής στο περιεχόμενο του ποιήματος, μιας και διάφορες θεματικές του Κρητικού μοιάζουν να είναι αντλημένες από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Για παράδειγμα, ο οραματισμός της έσχατης κρίσης, η έντονη παρουσία της φύσης και η εμπλοκή της στην εξέλιξη του μύθου, η Φεγγαροντυμένη που θυμίζει τις νύμφες της ιταλικής λογοτεχνίας κ.α.
Ποιος ήταν ο αντίκτυπος
της Επανάστασης του 1821 στο Σολωμό και πώς ενσωματώνεται στο συγκεκριμένο
έργο;
Ο Διονύσιος Σολωμός, παρόλο που
δε μετέχει ενεργά στην προσπάθεια των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους, θεωρεί
ότι πρόκειται για έναν ιερό αγώνα και συγκλονίζεται παρακολουθώντας τις ηρωικές
τους θυσίες. Η επανάσταση του 1821 εμπνέει τον ποιητή και διατρέχει το σύνολο
σχεδόν του έργου του, με τα σημαντικότερα ποιήματά του να έχουν τον αγώνα αυτό
ως κεντρικό τους θέμα, (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Εις το θάνατο του Λορδ
Μπάιρον, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι κ.ά.). Ο Σολωμός επιχειρεί με το δικό του
τρόπο, με τη δύναμη του λόγου του, να τιμήσει τους Έλληνες αγωνιστές και να
τους ενθαρρύνει στη σημαντικότερη ως τότε απόπειρά τους να διεκδικήσουν την
ελευθερία τους. Η ελευθερία της πατρίδας και η θρησκεία, αποτελούν για το
Σολωμό τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται η ύπαρξη των Ελλήνων γι’ αυτό και οι
ποιητικές του συνθέσεις προϋποθέτουν την απόλυτη πίστη στις αξίες αυτές.
Ο Κρητικός, αποτελεί ένα από τα
σημαντικότερα εθνικά ποιήματα του Σολωμού, υπό την έννοια ότι ο ήρωας του
ποιήματος είναι ένας από τους αγωνιστές της επανάστασης στην Κρήτη (Μα τες
πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια / Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη
πολεμώντας), που εξαναγκάζεται να φύγει από την πατρίδα του για να σώσει την
αρραβωνιαστικιά του, το μόνο πρόσωπο της ζωής του που διέφυγε της μανίας των
Τούρκων, οι οποίοι σκότωσαν όλα τα υπόλοιπα άτομα της οικογένειάς του. Ο ήρωας
του ποιήματος διατηρεί στη μνήμη του την αγάπη του για την πατρίδα του και κατά
τη διάρκεια της διήγησής του μας υπενθυμίζει πόσο πολύ ποθούσε την απελευθέρωση
από τους Τούρκους (Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα / Κι εφώναζα: «ω
θεικιά κι όλη αίματα Πατρίδα!») και πόσο υπέφερε από την αγριότητά τους (...
Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι).
Παράλληλα, η μορφή της
Φεγγαροντυμένης για αρκετούς μελετητές είναι η εξιδανικευμένη παρουσίαση της
Ελλάδας ή της θεοποιημένης Ελευθερίας, μιας και η πατρίδα και η απελευθέρωσή
της αποτελούν τις θεμελιώδεις επιθυμίες του ήρωα κι είναι πιθανό ο ποιητής να
παρουσιάζει το όραμα αυτό στον Κρητικό ως απάντηση στον πόθο της ψυχής του για
τη σωτηρία της πατρίδας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Κρητικός ως ποιητική
σύνθεση, ακόμη κι όταν κινείται σε θεματικές που δε σχετίζονται άμεσα με την
επανάσταση, περιέχει διαρκώς αναφορές στην υπόδουλη Κρήτη, στο ναυάγιο που ήρθε
ως αποτέλεσμα της προσπάθειας των Ελλήνων να ξεφύγουν από τους Τούρκους, αλλά
και στην επιθυμία του Κρητικού αγωνιστή να δει την πατρίδα του ελεύθερη,
γεγονός που μας βοηθά να εντάξουμε το ποίημα αυτό στις συνθέσεις του ποιητή που
έχουν επηρεαστεί άμεσα από την επανάσταση των Ελλήνων.
Πώς γίνεται στον Κρητικό
η μετάβαση από το φυσικό τοπίο στο μη φυσικό (στ. 1-8 του 4ου μέρους);
Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκεινα
αναγαλλιάσαν.
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την
εσκεπάσαν.
Κι από το πέλαο, που πατει χωρίς
να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα
σηκώνει,
Κι ανει τς αγκάλες μ’ ερωτα και
με ταπεινοσύνη,
Κι εδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν
καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα
πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις εγινε ναός που ολουθε
λαμπυρίζει.
Η παρουσία της Φεγγαροντυμένης
δίνεται από το Σολωμό με μια κλιμάκωση που οδηγεί από το φυσικό τοπίο, στο
οποίο επιβάλλεται η θεϊκή μορφή, στο μη φυσικό, σ’ έναν φωτισμένο ναό, με μια
λανθάνουσα παρομοίωση. Η Φεγγαροντυμένη στρέφει το βλέμμα της στα αστέρια τα
οποία δέχονται με χαρά το κοίταγμά της και της στέλνουν με τη σειρά τους τη
λάμψη τους, η οποία όμως δεν κατορθώνει να επισκιάσει τη δική της. Η θεϊκή
μορφή ακτινοβολεί πιο δυνατά από τα αστέρια, θέλοντας έτσι ο ποιητής να τονίσει
την αγνότητά της, καθώς η φωτεινότητα είναι συσχετισμένη με θετικές μορφές και
καταστάσεις αλλά κι εμμέσως να ενισχύσει τη θεϊκότητα της μορφής, καθώς ακόμη
και στη ζωγραφική αποτύπωση των αγίων υπάρχει ένα φωτοστέφανο ως ένδειξη της
επαφής τους με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Μετά τη συσχέτιση της
Φεγγαροντυμένης με τα αστέρια, ο ποιητής μας παρουσιάζει τη θεϊκή μορφή να πατά
επάνω στη θάλασσα χωρίς να ταράζει ούτε στο ελάχιστο την επιφάνεια του νερού,
δίνοντας μας έτσι την αίσθηση ότι η μορφή αυτή είναι τελείως αιθέρια και
παράλληλα τονίζοντας εκ νέου τη θεϊκότητά της, καθώς μας παραπέμπει στη δύναμη
του Χριστού που κατόρθωσε να περπατήσει πάνω στο νερό. Η Φεγγαροντυμένη
πατώντας στο νερό ανασηκώνει το σώμα της, που είναι ανάερο, χωρίς βάρος, και
κυπαρισσένιο, καμαρωτό και ευθυτενές, και ανοίγει την αγκαλιά της μ’ έρωτα αλλά
και με ταπεινότητα, με απόλυτη ομορφιά αλλά και με πλήρη καλοσύνη. Η εικόνα
αυτή βρίσκεται ανάμεσα στη συσχέτιση της Φεγγαροντυμένης με το φυσικό
περιβάλλον και στη συσχέτισή της με το μη φυσικό περιβάλλον, καθώς ο ποιητής
προτού περάσει στο μη φυσικό περιβάλλον προβάλλει την ομορφιά της θεϊκής μορφής
που συνδυάζεται με απροσμέτρητες αρετές της ψυχής της, καθώς είναι παράλληλα
ταπεινή και με απόλυτη καλοσύνη. Η Φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται ως μια
εξαιρετικά όμορφη γυναίκα που ακτινοβολεί τόσο έντονο φως ώστε κατορθώνει να φωτίσει
τη νύχτα με φως μεσημεριού. Ο ποιητής θέλει να παρουσιάσει την εξαίρετη ομορφιά
της Φεγγαροντυμένης, χωρίς όμως να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τη
μορφή αυτή που πρεσβεύει καθετί καλό, γι’ αυτό και φροντίζει να τονίσει την
καλοσύνη της αλλά και την ταπεινότητα που τη διακρίνει.
Η αναφορά του ποιητή πως η
Φεγγαροντυμένη κατορθώνει να φωτίσει τη νύχτα συνοδεύεται από μια παρομοίωση,
καθώς παρουσιάζεται όλη η χτίση, όλος ο κόσμος γύρω από τη θεϊκή μορφή να
μοιάζει με ολοφώτιστο ναό. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής περνά από το φυσικό
περιβάλλον, το οποίο έχει καταληφθεί από την παρουσία της Φεγγαροντυμένης, στο
μη φυσικό περιβάλλον. Η φύση ολόγυρα έχει τραπεί σ’ έναν ναό που είναι
φωτισμένος παντού κι εκπέμπει το ιερό του φως. Ο ποιητής έχοντας χρησιμοποιήσει
ένα εκτενές πολυσύνδετο σχήμα (και, κι, κι, κι, κι) για να παρουσιάσει τις, το
δίχως άλλο, θεϊκές ιδιότητες της Φεγγαροντυμένης που εκπέμπει πανίσχυρο φως και
παράλληλα μπορεί να στέκεται πάνω στο νερό της θάλασσας, έρχεται τώρα με αυτή
την παρομοίωση να παρουσιάσει τη μετατροπή όλης της φύσης σ’ έναν λαμπρά
φωτισμένο ναό, εντάσσοντας έτσι στην όλη παρουσίαση της Φεγγαροντυμένης έναν
έντονο χριστιανικό ανιμισμό. Ο ανιμισμός αποτελεί τη θεωρία της ύπαρξης ψυχής
σε καθετί στον κόσμο, είτε πρόκειται για έμψυχο μα χωρίς λογική είτε για άψυχο
και ειδικότερα ο χριστιανικός ανιμισμός πρεσβεύει την ύπαρξη μιας αφιερωμένης
κι εκπορευόμενης από το Θεό ψυχής. Καθετί περιέχει κάτι από τη χάρη του Θεού,
καθετί στον κόσμο είναι ευλογημένο από την ύπαρξη του Θεού κι αυτό εκφράζει ο
Σολωμός όταν παρομοιάζει τη φωτισμένη φύση μ’ έναν φωτισμένο ναό. Η λάμψη της
Φεγγαροντυμένης μετέτρεψε τα πάντα γύρω της σ’ έναν χώρο ευλογημένο από το Θεό
και φωτισμένο από τη δική του δύναμη.
Να σημειωθεί ότι ο Σολωμός που
είχε βαθιά πίστη στο Χριστιανισμό δε θα παρουσίαζε ποτέ μια τόσο χαρισματική
ύπαρξη, όπως αυτή της Φεγγαροντυμένης, μακριά από τη δύναμη και την ευλογία του
Θεού. Ο ποιητής δε θα διακινδύνευε να δημιουργήσει μια τόσο δυνατή μορφή, με
ικανότητες που παραπέμπουν στον Κύριο, χωρίς να φροντίσει με κάποιο τρόπο να τη
συνδέσει με τη δική του δύναμη και χάρη. Η Φεγγαροντυμένη είναι ένα πλάσμα του
Θεού, που παρουσιάζεται απόλυτα καλό και αγαθό, γι’ αυτό και η επίδραση που
έχει στη φύση η παρουσία της, δίνεται από τον ποιητή μέσα στα πλαίσια της
δύναμης του Χριστού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου