Joel
Robison
Ερωτήσεις
Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 12
Η
αλληγορία του σπηλαίου: Η απροθυμία των φιλοσόφων
Τί
δέ; Τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας
φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.
Τὸ ποῖον δή;
Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν
καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.
Μετάφραση
Σωκράτης: Τι λοιπόν; Αυτό δεν
είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν απορρέει αναγκαστικά από τα προηγούμενα, ότι
δηλαδή ούτε οι απαίδευτοι και όσοι δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια θα μπορούσαν
ποτέ να κυβερνήσουν ικανοποιητικά μια πόλη, ούτε αυτοί που αφήνονται να ασχολούνται
ως το τέλος της ζωής τους με την παιδεία, οι πρώτοι, γιατί δεν έχουν ένα
συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, τον οποίο κυνηγώντας πρέπει να κάνουν όλα
ανεξαιρέτως όσα τυχόν πράττουν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, και οι
δεύτεροι, επειδή με τη θέλησή τους δεν θα αναμειχθούν στην πρακτική ζωή, γιατί
νομίζουν ότι έχουν εγκατασταθεί στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι ακόμα
ζωντανοί;
Γλαύκων: Αλήθεια, είπε.
Σωκράτης: Δικό μας λοιπόν
έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πολιτείας, (είναι) να αναγκάσουμε τις εξαιρετικές
φύσεις (ή τα ξεχωριστά πνεύματα) να φτάσουν στο μάθημα που προηγουμένως είπαμε
ότι είναι το ανώτερο, δηλαδή και να δουν το αγαθό και να ανεβούν εκείνο τον
ανηφορικό δρόμο, και, αφού ανεβούν και δουν αρκετά (το αγαθό), να μην τους
επιτρέπουμε αυτό που τώρα τους επιτρέπεται.
Γλαύκων: Και ποιο είναι
αυτό;
Σωκράτης: Το να μένουν
συνεχώς εκεί ψηλά, είπα εγώ, και να μη θέλουν πάλι να κατεβαίνουν κοντά σ’
εκείνους τους δεσμώτες, ούτε να παίρνουν μερίδιο από τους κόπους και τις τιμές
εκείνων, είτε είναι μικρότερης είτε μεγαλύτερης σημασίας.
Ποιο
θέμα θέτει για συζήτηση ο Σωκράτης και πώς συνδέεται με το θέμα της Πολιτείας; (Για τον τρόπο
σύνδεσης να συμβουλευτείτε το διάγραμμα του διαλόγου στην εισαγωγή του βιβλίου
σας).
Το
θέμα που προκύπτει σ’ αυτό το σημείο του διαλόγου είναι ποιοι κρίνονται ως
κατάλληλοι για την αποτελεσματική διακυβέρνηση της πολιτείας. Ειδικότερα δε η
σημασία που ενυπάρχει στο να πειστούν οι άριστοι των ανθρώπων, όχι μόνο να
υπομείνουν την κοπιώδη διαδρομή της μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας,
που θα τους επιτρέψει τη θέαση του αγαθού, αλλά κι η μετέπειτα επάνοδός τους
στον κόσμο των δεσμωτών, των μη πεπαιδευμένων, που έχουν την ανάγκη της δικής
τους καθοδήγησης. Ο Σωκράτης στέκει επικριτικά απέναντι στους φιλοσόφους, στους
πολίτες εκείνους δηλαδή που κατόρθωσαν να κατακτήσουν τα ανώτερα επίπεδα της
ανθρώπινης γνώσης, κι ύστερα επιλέγουν την παραμονή τους στην ευτυχή, αλλά
αδρανή κατάσταση του θεωρητικού βίου. Οι φιλόσοφοι θα πρέπει να κατανοήσουν το
ηθικό τους χρέος απέναντι στους άλλους ανθρώπους και παρά τις πολλαπλές
δυσκολίες που θα συναντήσουν, οφείλουν να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία
των συμπολιτών τους.
Η
συζήτηση σχετικά με τους καταλληλότερους διοικητές της πολιτείας έρχεται ως
συνέχεια της θεωρητικής δόμησης μιας ιδανικής πόλης∙ γέννημα αυτή του αρχικού
θέματος του διαλόγου, δηλαδή της αξίας που έχει η δικαιοσύνη στη ζωή των
ανθρώπων. Ο Σωκράτης, έχοντας ξεκινήσει με τους συνομιλητές του μια ουσιαστική
αντιπαράθεση σχετικά με τη δικαιοσύνη και την υπεροχή αυτής έναντι της αδικίας,
προχωρά κατόπιν σε μια θεωρητικού επιπέδου κατασκευή μιας πόλης στην οποία θα
πρυτανεύει η δικαιοσύνη και θα τίθεται ως απώτερος στόχος η ευτυχία των
πολιτών. Καίριο ζητούμενο σ’ αυτή την ιδεατή πολιτεία είναι η αξία της παιδείας
και φυσικά η επιλογή των κατάλληλα εκπαιδευμένων και καλλιεργημένων πολιτών,
για να επιτελέσουν το απαιτητικό έργο της διοίκησης. Ιδανικοί για τη θέση
αυτοί, κατά τον Πλάτωνα είναι οι φιλόσοφοι, κι αυτό γιατί η πραγματικότητα της
Αθηναϊκής Πολιτείας έχει απογοητεύσει τον μεγάλο διανοητή.
Για
μεγάλα διαστήματα η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν έρμαιο στα χέρια αδίστακτων
δημαγωγών, που, όπως επισημαίνει ο κωμωδιογράφος, «καλόπιαναν, εθώπευαν,
κολάκευαν και εξαπατούσαν τον Δήμο». Στο όνομα μιας δήθεν ισοτιμίας η ανάθεση
πολλών αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση! Για κρίσιμα θέματα δεν αποφάσιζε ο ορθός
λόγος, αλλά η βοή του πλήθους και η πειθώ του ρήτορα. Η μοναδική λοιπόν ελπίδα
κατά τον Πλάτωνα ήταν είτε να φιλοσοφήσουν οι άρχοντες είτε να αναλάβουν τα
ηνία του κράτους οι φιλόσοφοι.
Περιληπτικά
το περιεχόμενο των 10 βιβλίων της Πολιτείας του Πλάτωνα, από την Ιστορία της
Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Albin Lesky.
Φανερά
ξεχωρίζει το πρώτο βιβλίο από τα άλλα εννιά που ακολουθούν (η διαίρεση σε 10
βιβλία δεν προέρχεται ωστόσο από τον Πλάτωνα), σαν προθάλαμος, μέσα από τον
οποίο οδηγούμαστε στην πραγματική περιοχή του προβλήματος. Όλο το έργο
προσφέρεται σας μια μοναδική διήγηση του Σωκράτη, που για τις συνθήκες και τους
ακροατές της δεν διαφαίνεται τίποτα. Ανήμερα την γιορτή της Βενδίδας στον
Πειραιά ο Σωκράτης έρχεται στο σπίτι του πλούσιου Κέφαλου, που η επίγνωση ότι
δεν περίπαιξε και δεν ξεγέλασε κανέναν, και μπορεί έτσι να αντικρύσει ήσυχα τον
δρόμο για τον άλλον κόσμο, φωτίζει τα γηρατειά του με γαλήνιο φως. Η εξομολόγηση
του γέρου, από την οποία μια γραμμή πηγαίνει προς τον εσχατολογικό μύθο, προκαλεί
ανάμεσα στους νεότερους τον διάλογο για την φύση της δικαιοσύνης, που
ύστερα από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες ορισμού παίρνει μια σημαντική όξυνση
χάρη στον Θρασύμαχο. Εδώ αυτός, σαν τον Καλλικλή του Γοργία, υποστηρίζει
με πάθος το δίκαιο του ισχυρότερου εναντίον της μάζας και του νόμου της, με
το πνεύμα της πιο ριζοσπαστικής σοφιστικής. ...
Στο
πρώτο μέρος του 2ου βιβλίου οι λόγοι του Γλαύκου και του
Αδείμαντου, των δυο αδελφών του Πλάτωνα, που από εδώ και μπρος συμμετέχουν με
τον Σωκράτη στη διεξαγωγή του διαλόγου, οδηγούν στην ακριβή σύλληψη του
προβλήματος. Από την φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας θα αποδειχθεί
η υπεροχή της πρώτης, σαν αγαθού που μόνο του φέρνει την ευτυχία. Εδώ
(368d) ο Σωκράτης προτείνει να πραγματευθούν το δύσκολο πρόβλημα, όχι μέσα στα
πλαίσια της ατομικής ζωής, αλλά στα μεγαλύτερα πλαίσια του κράτους, που για τον
Πλάτωνα φυσικά σημαίνει την κρατούπολη. Έτσι το ακόλουθο μέρος μαζί και με το 4ο βιβλίο αφιερώνεται
στο διανοητικό πείραμα, να παρακολουθήσουν την εξέλιξη μιας πόλης από τις
πρωτόγονες αρχές και, καθώς θα προχωρεί η γένεσή της, να διερευνούν
τον ρόλο και τη θέση της δικαιοσύνης μέσα σ’ αυτήν. Αυτή η θεωρητική
κατασκευή κράτους, σαν μεγαλοδιάστατη νεοΐδρυση μιας απόλυτης τάξης αξιών,
έρχεται σε οξύτατη αντίθεση με την σοφιστική, από την άλλη μεριά όμως με τον
εξωιστορικό της ορθολογισμό βρίσκεται πέρα πέρα επάνω στο έδαφος της ίδιας
κίνησης. ...
Στη
θεωρητική οικοδόμηση του πλατωνικού κράτους την πρώτη θέση την πιάνει η τάξη
των πολεμιστών και των φυλάκων, που από αυτήν βγαίνει η αφρόκρεμα των
αρχόντων. Από την αρχή αρχή τα προβλήματα της παιδείας κατέχουν το
κέντρο. Μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει στον Πλάτωνα τη δυνατότητα, κάτω από
τον αξιολογικό ουρανό της θεωρίας του για τις ιδέες, να πάρουν πολιτική μορφή
οι ελληνικές σκέψεις για τον βασιλιά, ο οποίος πρέπει να συγκεντρώνει δύναμη
και δικαιοσύνη. Μπροστά στις δύο τάξεις των αρχόντων και των φυλάκων, που
αναφέραμε, η τρίτη, η τάξη των τεχνιτών (δημιουργοί), περνά τελείως στο πίσω
πλάνο∙ αυτή μένει αντικείμενο της πολιτικής τέχνης, κι έχουν συχνά κατηγορήσει
τον Πλάτωνα ότι αυτός, άμοιρος από κοινωνικό αίσθημα, έμεινε τάχα αδιάφορος
απέναντι στους τύπους ζωής των πολλών. Σχετικά ο Πλάτωνας έχει εκφρασθεί σε
καίρια χωρία του έργου του (420b, 466a, 519e) με κάθε δυνατή σαφήνεια ότι ολόκληρο
το σχέδιό του αποβλέπει να εξασφαλίσει σε όλα τα τμήματα αυτού του κράτους την
ανώτατη δυνατή ευτυχία. ...
Ο
Πλάτωνας μάλιστα φρόντισε με το παραπάνω, ώστε να μη μείνει καμία αμφιβολία για
τον σκοπό του ιδανικού του κράτους, την καθοδήγηση δηλαδή των ανθρώπων στη ζωή
που τους ταιριάζει και μαζί στην ευτυχία, χάρη στην ένταξή τους σ’ έναν κόσμο
που στηρίζεται στη λογική. Άλλο τόσο φανερό είναι ότι οι τρεις τάξεις δεν
αποτελούν κάστες με αυστηρά σύνορα, αλλά δηλώνουν τη θέση στην οποία
τοποθετείται ο καθένας χάρη στις ικανότητές του.
Ο F. M. Cornford παρατήρησε σωστά ότι ο Σωκράτης άρχισε με
την ηθική αναμόρφωση του ατόμου, κι επομένως μπορούμε να φαντασθούμε σαν τελικό
σκοπό μια κοινωνία από τέτοιου είδους μεταμορφωμένους ανθρώπους. Ο Πλάτωνας
αντίθετα παίρνει σαν δεδομένο τις ατομικές ικανότητες και τις χρησιμοποιεί με
τον καλύτερο τρόπο, εντάσσοντάς τες σ’ ένα μόνιμο σύστημα. Ένα πράγμα είναι
ασφαλώς σωστό, μπορούμε όμως να το υποδηλώσουμε εδώ: το ιδανικό κράτος
του Πλάτωνα, που το διαπερνά ως τα ακρότατα σημεία η ιδέα του αγαθού και που
υπάρχει για χάρη της αληθινής ευτυχίας των πολιτών και ζητά τις πιο βαριές
θυσίες από τους άρχοντες για το καλό των άλλων, είναι σχεδιασμένο για την
ανάπτυξη ανθρώπινων αξιών στο καθένα από τα μέλη του∙ μολαταύτα αυτό το ίδιο
δεν μπορεί στη θεωρία να πετύχει τον υψηλό του σκοπό, χωρίς να ξεπεράσει σε
διάφορες θέσεις εκείνα τα σύνορα, που χωρίζουν το υγιεινό φάρμακο από τον
στραγγαλιστικό καταναγκασμό. ...
Το
κρατικό αυτό σχεδίασμα αρχίζει σαν ένα διανοητικό πείραμα, για να ανακαλύψει τη
δικαιοσύνη, αποκτά όμως όσο προχωρεί, όλο και περισσότερη αυθυπαρξία∙ μολονότι
ο Πλάτωνας δεν το προτείνει σαν συγκεκριμένη πρόταση για μιαν ιστορική
περίσταση, ωστόσο, έστω και στο περιθώριο και υπογραμμίζοντας την δυσκολία,
αφήνει οπωσδήποτε ανοιχτή τη σκέψη ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Η
σταθερή τριχοτόμηση του πολιτεύματος παραλληλίζεται με τα τρία μέρη της ψυχής
της πλατωνικής ψυχολογίας. Επιπλέον ο Πλάτωνας εδώ κι εκεί αποδίνει σε κάθε τμήμα την
αρετή που του ταιριάζει, κι έτσι προκύπτει το εξής σύστημα:
άρχοντες
→ λογιστικόν → σοφία
φύλακες
→ θυμοειδές → ανδρεία
δημιουργοί
→ επιθυμητικόν → σωφροσύνη
Τώρα
όμως έρχεται και η σειρά της τέταρτης βασικής αρετής, της δικαιοσύνης.
Αυτή, όταν τα πράγματα είναι τακτοποιημένα, βρίσκεται μέσα σε όλα και πάνω από
όλα, γιατί υποδείχνει στο κάθε τμήμα την σωστή του θέση και συγκρατεί την
αρμονία του συνόλου. Ο Jaeger έδειξε ότι αυτή η εικόνα μιας τάξης που
στηρίζεται επάνω στο ότι ο καθένας μέσα στα σύνορά του κάμνει τη δουλειά του
(τα εαυτού πράττειν), είναι επηρεασμένη από την ιατρική αντίληψη, ότι η υγεία
είναι αποτέλεσμα ισορροπίας.
Το 5ο βιβλίο
αναπτύσσει τους αναγκαίους τύπους ζωής για την τάξη των φυλάκων (όχι
για τους «δημιουργούς»), για την οποία ο Πλάτωνας αποκλείοντας την
ιδιωτική περιουσία φτάνει ως την απόλυτη συνέπειά της, την κοινοκτημοσύνη των
γυναικών και των παιδιών. Και η πλήρης εξίσωση ανδρών και γυναικών στην
υπηρεσία του κράτους ήταν για την εποχή του Πλάτωνα μια ορθολογιστική υπερβολή,
που άλλωστε στους Νόμους (781a) ανακαλείται σιωπηρά.
Στο
5ο βιβλίο ακόμα, σχεδόν ακριβώς στο μέσο του έργου (473d),
βρίσκεται η φράση που αποτελεί πνευματικά το κέντρο του συνόλου: η
μεταβολή προς το αγαθό μέσα στην πολιτειακή ζωή τότε μόνο μπορεί να συμβεί,
όταν οι φιλόσοφοι πάρουν στα χέρια τους την εξουσία ή οι άρχοντες γίνουν
φιλόσοφοι. ...
Σύμφωνα
με αυτά, το έργο, που άρχισε σαν πρόβλημα για τη δικαιοσύνη και συνεχίσθηκε σαν
απόπειρα ενός κρατικού οικοδομήματος, περνά στην περιοχή της καθαρής
φιλοσοφίας, χωρίς να αφήνει κανένα από τα προηγούμενα νοηματικά θέματα. Αν τώρα
ως το τέλος του 7ου βιβλίου γίνεται περισσότερος λόγος για τη
φύση και την αγωγή των ανθρώπων που πρόκειται να διοικήσουν σαν φιλόσοφοι στο
ιδανικό πολίτευμα, με αυτά υπονοείται ο πλατωνικός φιλόσοφος, και κινούμαστε
στην περιοχή της θεωρίας για το αληθινό ον. Οι άρχοντες, που
προέρχονται από την τάξη των φυλάκων και πότε πότε μάλιστα ονομάζονται
κατευθείαν φύλακες, πρέπει να πορευθούν μακρύ δρόμο, για να μορφωθούν.
Η λύση του παλιού προβλήματος «φύση ή αγωγή» δίνεται σύμφωνα με την άποψη ότι
και οι δύο παράγοντες έχουν σημασία. Οι πιο κατάλληλοι ανεβαίνουν με μιαν
πολυχρόνια κλιμάκωση από την μελέτη της αριθμητικής και της γεωμετρίας -μαζί με
τις οποίες πάει και η πρωτόφαντη τότε στερεομετρία-, της αστρονομίας και της
αρμονίας, στην καθαρή διαλεκτική. Στο σημείο αυτό ανάμεσα στους τριαντάχρονους
γίνεται μια καινούρια, πιο αυστηρή επιλογή, που ξαποστέλλει ξανά τους
καταλληλότατους προς το τελευταίο τμήμα του δρόμου∙ μόνο για τον
πενηντάχρονο η θέαση της ιδέας του αγαθού σημαίνει ότι αυτός έφτασε στον σκοπό.
Με το φως αυτής της έσχατης και ανώτατης γνώσης, αυτοί που έχουν διαπαιδαγωγηθεί
με αυτόν τον τρόπο θα κυβερνήσουν την αληθινή πολιτεία.
Για
τη διαμόρφωση της θεωρίας των ιδεών είναι σημαντικά σ’ αυτό το μέρος κυρίως
τρία απανωτά κεφάλαια. Προς το τέλος του 6ου βιβλίου ο
Πλάτωνας την ιδέα του αγαθού σαν πηγή πνευματικής ύπαρξης, που
δίνει στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στον άνθρωπο που βρίσκεται στον
δρόμο της γνώσης την δυνατότητα να τα συλλάβει, τη συγκρίνει με τον
ήλιο, που επιτρέπει στα πράγματα να γεννιούνται μέσα στον ορατό κόσμο, μας
δημιουργεί όμως χάρη στο φως την προϋπόθεση με την οποία τα βλέπουμε. Έτσι η
ιδέα του αγαθού είναι ανώτερη από όλες τις άλλες ιδέες, οι οποίες την
τοποθετούν πάνω από τον κόσμο των ιδεών σαν στην κατάλληλη θέση ύπαρξης. Ο
νεοπλατωνισμός προπαρασκευάζεται εδώ σ’ ένα ουσιαστικό του σημείο, και δεν
είναι μεγάλη η απόσταση για την ταύτιση της ιδέας του αγαθού με τον θεό. Με
αυτό συνάπτεται η αισθητοποίηση των αναβαθμών της γνώσης χάρη
σε μιαν γραμμή που, χωρισμένη σε δύο τμήματα, συμβολίζει το βασίλειο του ορατού
και το βασίλειο του πνευματικού. Κάθε μέρος διχοτομείται ξανά σε σχέση με τα
κύρια μέρη, κι έτσι τώρα διαγράφονται τέσσερις αναβαθμοί: η
δοξασία, με βάση τις εικόνες του καθρέφτη ή του ίσκιου (εικασία), η
εμπιστοσύνη στην άμεση αισθητική αντίληψη (πίστις), οι
ενέργειες του λογικού που στηρίζονται σε ορατές μορφές (διάνοια,
παράδειγμα η γεωμετρία), και τελευταία βαθμίδα η θέαση στον κόσμο του
απόλυτου, η οποία αποκτήθηκε με την διαλεκτική (νόησις).
Στην
αρχή του 7ου βιβλίου ακολουθεί σαν επιβλητική εικόνα για τον
δρόμο του ανθρώπου ο οποίος προχωρεί για να γνωρίσει την αλήθεια της
ύπαρξης, η παρομοίωση της σπηλιάς, που δημιούργησε μιαν τεράστια
επίδραση στην αρχαιότητα και ύστερα από αυτήν. Διακρίνονται πέντε βαθμίδες, που
από αυτές οι τέσσερις πρώτες είναι φανερά παράλληλες με τους αναβαθμούς της
γνώσης, που αναφέραμε μόλις. Αυτοί που είναι δεμένοι μέσα στην σπηλιά,
με την πλάτη προς την έξοδό της, βλέπουν μπροστά τους να προβάλλονται μόνο οι
σκιές αντικειμένων που κινούνται πίσω τους, και αυτοί είναι όσοι βρίσκονται
στην περιοχή της φαντασίας (δόξας). Αν ελευθερώνονταν από τα δεσμά τους, θα
μπορούσαν να δουν τα ίδια πράγματα στην λάμψη της τεχνητής φωτιάς, και την ίδια
τη φωτιά. Αν βγουν από την σπηλιά, τότε βρίσκονται μέσα στην φωτεινή μέρα και
βλέπουν τα πράγματα στο φως του ήλιου. Ύστερα από αυτόν τον τρίτο αναβαθμό
ακολουθεί με κόπο ο τέταρτος, με τη θέαση του ίδιου του φωτός, που σαν σύμβολο
του πιο υψηλού σημαίνει την ιδέα του αγαθού. Στον πέμπτο αναβαθμό
ξαναγυρίζουν φωτισμένοι πίσω στην σπηλιά, για να επιδράσουν επάνω σε άλλους
χάρη στη γνώση τους. Αυτή η επιστροφή αποτελεί σκληρό καθήκον και
αντιστοιχεί στην ηθική αναγκαιότητα που αναγκάζει τον φιλόσοφο να
περάσει από την ευτυχία του θεωρητικού βίου (vita contemplativa) στον
ενεργητικό βίο (vita activa) της πολιτειακής ζωής. Οι δύο έννοιες, που
είναι αυστηρά χωρισμένες στην διανόηση του 5ου αιώνα,
εμφανίζονται στον Πλάτωνα σε μια καινούρια ιδιότυπη σύνδεση.
Το 8ο και
το 9ο βιβλίο εκθέτουν τον εκφυλισμό της ιδανικής κρατικής
μορφής που στηρίζεται στη δικαιοσύνη, με μια γραμμή ξεπεσμού από την
τιμοκρατία, την ολιγαρχία, την δημοκρατία, στην δικτατορία. Ο παραλληλισμός
ανάμεσα στο κράτος και την ατομική ψυχή συνεχίζεται συγχρόνως και στην έκθεση
της κατάπτωσης και αναπτύσσεται ένα πλήθος από βαθιές ιστορικές και ψυχολογικές
παρατηρήσεις.
Το
10ο βιβλίο πολλοί το θεώρησαν σαν ένα είδος επιμέτρου, στο
οποίο ο Πλάτωνας ήθελε να προσθέσει ακόμα διάφορες σκέψεις. Αυτό μπορεί να
είναι σωστό, εκτός από το επιβλητικό επιστέγασμα του τέλους. Σπουδαίο είναι το
κεφάλαιο στο οποίο ξαναπιάνεται από το τέλος του δεύτερου και την αρχή του
τρίτου βιβλίου -και δικαιολογείται- η επίκριση των ποιητών. Εδώ βρίσκεται η
παράξενη υποτίμηση της τέχνης, σαν απλής τάχα μίμησης των αντικειμένων του
αισθησικού μας κόσμου, που κι αυτά αποτελούν μίμηση των ιδεών, εδώ επίσης κι η
αποκήρυξη της εθνικής ποίησης, γιατί αποτελεί κίνδυνο στη σωστή κατάσταση της
ψυχής, εξαιτίας των παθών που δημιουργεί. Στην τόσο πλούσια σε προβλήματα και
κάθε άλλο παρά ενιαία σχέση του Πλάτωνα προς την τέχνη ένα είναι βέβαιο: ο
αγώνας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον φιλόσοφο παίχτηκε μέσα στο στήθος του
Πλάτωνα του ίδιου. Όταν διαβάζουμε πόσο σκληρά πολεμά ο Πλάτωνας τη γοητεία που
δοκίμασε ο ίδιος από τον Όμηρο, θα καταλάβουμε ότι η ακαμψία της κρίσης του
βγήκε από τον κόπο με τον οποίο αναγκάσθηκε να γίνει φιλόσοφος, αυτός που ήταν
ένα προικισμένος ποιητής.
Το
τέλος αποτελείται από τον τρίτο από τους μεγάλους μύθους του Πλάτωνα για τον
Άδη, από τη διήγηση του Ήρα του Αρμένιου, για την τύχη της ψυχής, που πλανιέται
μέσα από τις γεννήσεις και συναποφασίζει την τύχη της εκλέγοντας τη μελλοντική
ζωή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου