Bruce Iorio
Ιστορία του Νεότερου
και του Σύγχρονου Κόσμου
Ο ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Μετά
τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το διεθνές σύστημα μεταβάλλεται σε διπολικό. Τους δύο πόλους αποτελούν οι υπερδυνάμεις
ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με διαφορετικές μορφές οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Ο
διπολισμός αντανακλούσε παράλληλα και την ιδεολογική αντιπαράθεση του
ανατολικού και του δυτικού κόσμου. Μετά το 1945, υπό την ηγεσία κάθε
υπερδύναμης, δημιουργήθηκαν και δύο μεγάλοι συνασπισμοί κρατών: ο δυτικός με
ηγέτη τις ΗΠΑ και ο ανατολικός με ηγέτη την ΕΣΣΔ. Επειδή ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών συνασπισμών δεν εξελίχτηκε
ποτέ σε ένοπλη σύγκρουση, έμεινε γνωστός ως «Ψυχρός Πόλεμος».
Το
1945 στον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ο οποίος ήρθε να αντικαταστήσει
την Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) ως νέο σύστημα συλλογικής ασφάλειας.
Στην
Ευρώπη, που έχασε την παλαιά δεσπόζουσα θέση της παγκοσμίως, δημιουργείται ένα
κίνημα ενοποίησης που καταλήγει το 1957 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), πρόδρομο της σημερινής
Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
Οι
περισσότερες αποικίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του 1960. Η πλειονότητα των χωρών αυτών συγκρότησε τον Τρίτο Κόσμο,
που δεν κατάφερε όμως να αμφισβητήσει τον διπολικό χαρακτήρα του μεταπολεμικού
διεθνούς συστήματος.
Κατά τη δεκαετία του
1940 η Ελλάδα είχε γνωρίσει πόλεμο, τριπλή ξένη κατοχή, πείνα και εμφύλιο
σπαραγμό. Το διάστημα 1949-1967 χαρακτηρίζεται από τα έντονα
τραύματα που άφησε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η
δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) ανακόπτει τον εκδημοκρατισμό της
ελληνικής κοινωνίας και απομονώνει διεθνώς τη χώρα, ιδίως στην Ευρώπη. Μετά την
πτώση της δικτατορίας αρχίζει μια νέα περίοδος εδραίωσης στην Ελλάδα ενός
σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μια
τάση αποδέσμευσης από την αμερικανική εξάρτηση και από ανοίγματα προς τις
σοσιαλιστικές χώρες και προς τα κράτη του Τρίτου Κόσμου. Την 1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας.
Σημαντικό
πρόβλημα για τον νέο ελληνισμό αποτελεί το Κυπριακό Πρόβλημα, το οποίο μετά την τουρκική εισβολή του 1974
(«Αττίλας») και μέχρι σήμερα παραμένει άλυτο.
1. Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ - Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΟΗΕ
Ο διπολικός κόσμος.
Το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου επέφερε τεράστιες αλλαγές στη δομή του
διεθνούς συστήματος και πρώτιστα την έκλειψη των παλαιών ευρωπαϊκών μεγάλων
δυνάμεων, που είχαν υποστεί (ακόμη και η νικήτρια Βρετανία) τεράστιες
καταστροφές. Η σκυτάλη των διεθνών υποθέσεων πέρασε σε δύο εξωευρωπαικές
δυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση. Οι ΗΠΑ
και η ΕΣΣΔ ήταν μεγάλα κράτη, με τεράστιο πληθυσμό, εξαιρετικά ανεπτυγμένη
βαριά βιομηχανία και μεγάλες στρατιωτικές δυνατότητες. Οι δύο αυτές χώρες
χαρακτηρίστηκαν ως υπερδυνάμεις, όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια
του πολέμου και δήλωνε τα κράτη εκείνα που είχαν συμφέροντα σε όλες τις
περιοχές της υφηλίου. Οι δύο
υπερδυνάμεις εκπροσωπούσαν επίσης διαφορετικές μορφές οικονομικής και
κοινωνικής οργάνωσης. Οι ΗΠΑ ακολουθούσαν την ελεύθερη οικονομία και το
πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, ενώ η ΕΣΣΔ υιοθετούσε την κρατική ιδιοκτησία
στα μέσα παραγωγής και ένα μονοκομματικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο στην
παντοδυναμία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μετά το 1945
δημιουργήθηκαν, υπό την ηγεσία κάθε υπερδύναμης, δύο μεγάλοι συνασπισμοί κρατών:
ο δυτικός συνασπισμός, με ηγέτη τις ΗΠΑ, στον οποίο μετείχαν κράτη της Δυτικής
Ευρώπης, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία κ.ά.∙ και ο ανατολικός
συνασπισμός, με ηγέτη την ΕΣΣΔ και μέλη του χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως
η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία. Το νέο διεθνές
σύστημα ονομάστηκε διπολικό, επειδή κυριαρχούνταν από δύο αντίπαλα κέντρα
ισχύος. Ο διπολισμός αναφερόταν παράλληλα και στην ιδεολογική αντιπαράθεση του
ανατολικού και του δυτικού κόσμου σχετικά με την αποτελεσματικότερη οργάνωση
της κοινωνίας. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων συνασπισμών υπήρξε έντονος σε όλη
τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής. Επειδή όμως δεν εξελίχτηκε ποτέ σε γενικευμένη
ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους, ο ανταγωνισμός αυτός έγινε γνωστός ως Ψυχρός
Πόλεμος.
Επιπλέον,
οι δύο υπερδυνάμεις διέθεταν μεγάλα
πυρηνικά οπλοστάσια. Σύντομα διαμορφώθηκε η λεγόμενη ισορροπία του τρόμου,
δηλαδή μια κατάσταση στην οποία κάθε υπερδύναμη απειλούσε την άλλη με πυρηνική
καταστροφή. Εξάλλου και άλλες χώρες αποκτούσαν την ατομική βόμβα: πρώτες, η
Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα. Μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το 1945, τα
πυρηνικά όπλα δε χρησιμοποιήθηκαν σε πολέμους, αλλά η ύπαρξή τους επηρέαζε την
εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής, καθώς καθιστούσε αδιανόητο έναν νέο παγκόσμιο
πόλεμο, στον οποίο μοιραία θα καταστρέφονταν όλοι.
Στην
ίδια την Ευρώπη, που έχασε πλέον την
παλαιά δεσπόζουσα θέση της, συνειδητοποιήθηκε σταδιακά η ανάγκη για μια νέα
αρχή. Η αναζήτηση μιας συνεργασίας, ικανής να φέρει τη συμφιλίωση και την
ευημερία, επέφερε την ανάπτυξη του κινήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με
κυριότερο σταθμό τη δημιουργία, το 1957, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,
προδρόμου της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος,
οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι επιτάχυναν την παρακμή των παλαιών ευρωπαϊκών
αποικιακών αυτοκρατοριών. Έως τα μέσα
της δεκαετίας του 1960 οι περισσότερες αποικίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.
Η πλειονότητα των νέων αυτών κρατών συγκρότησε τον Τρίτο Κόσμο, ο οποίος όμως
δεν κατάφερε να αμφισβητήσει τον θεμελιωδώς διπολικό χαρακτήρα του
μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων
Εθνών (ΟΗΕ). Η επιθετικότητα των δυνάμεων του
Άξονα, που είχε οδηγήσει στον καταστρεπτικότερο πόλεμο της ιστορίας, είχε
καταδείξει και τις αδυναμίες της παλαιάς Κοινωνίας των Εθνών. Για τους λαούς
που είχαν σκληρά δοκιμαστεί στον πόλεμο και αναζητούσαν ειρήνη και ευημερία
ήταν εμφανής η ανάγκη για μια νέα οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας, ικανή να κατοχυρώσει
την τάξη και τη δικαιοσύνη στις διεθνείς υποθέσεις. Τον Απρίλιο-Ιούνιο 1945
συγκλήθηκε στον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ η ιδρυτική διάσκεψη του νέου Οργανισμού
των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), με τη συμμετοχή πενήντα χωρών που πολεμούσαν τον
Άξονα, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Ο ΟΗΕ αποτελεί μια
απόπειρα συγκρότησης ενός νέου συστήματος συλλογικής ασφάλειας.
Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ αποτελεί υποχρεωτικό Διεθνές Δίκαιο, βασίζεται
στην αρχή της κυρίαρχης ισότητας μεταξύ των κρατών και απαγορεύει τη χρήση βίας,
παρά μόνον για σκοπούς αυτοάμυνας. Τα βασικά όργανα του ΟΗΕ είναι ο Γενικός Γραμματέας, η Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ισχυρότερο όργανο
είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την εξέταση
προβλημάτων που μπορεί να οδηγήσουν σε διατάραξη της ειρήνης. Μπορεί επίσης να
λάβει αποφάσεις που δεσμεύουν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας
μετέχουν, ως μόνιμα μέλη, πέντε χώρες: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ (σήμερα η Ρωσική Ομοσπονδία),
Βρετανία, Γαλλία και Κίνα. Με δεδομένη την εμπειρία της Κοινωνίας των Εθνών, η
οποία δεν μπορούσε να επιβάλει τις αποφάσεις της στις μεγάλες δυνάμεις, ο
Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ όρισε ότι, για να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο
Ασφαλείας, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των πέντε μόνιμων μελών. Αν ένα από αυτά
διαφωνεί ρητά, τότε απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί (δικαίωμα βέτο). Ωστόσο, λόγω
των έντονων πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαλοτήτων της μεταπολεμικής εποχής,
έγινε κατάχρηση του δικαιώματος βέτο τόσο από τους Δυτικούς όσο και από τους
Σοβιετικούς, με αποτέλεσμα σε πολλές και σημαντικές περιπτώσεις να
αδρανοποιηθεί ο ΟΗΕ. Τέλος, στο πλαίσιο του ΟΗΕ λειτουργεί και μια σειρά
ειδικευμένων υπηρεσιών, όπως είναι η UNICEF,
που ασχολείται με την προστασία και την περίθαλψη των παιδιών, και η UNESCO,
που ασχολείται με την πολιτιστική ανάπτυξη και κληρονομιά.
Σε πολλές περιπτώσεις ο
ΟΗΕ δεν μπόρεσε να διαχειριστεί με επιτυχία τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις ήταν και το Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά το 1974.
Ωστόσο, ο διεθνής οργανισμός συνέβαλε στη μείωση των διεθνών εντάσεων και στη
συνειδητοποίηση της ανάγκης για διασφάλιση της ειρήνης.
2. Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ
ΠΟΛΕΜΟΥ, ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η έναρξη του Ψυχρού
Πολέμου στην Ευρώπη. Ο μεγάλος αντιφασιστικός συνασπισμός
που επικράτησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε συγκροτηθεί βιαστικά το 1941, μετά
τη γερμανική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ και την ιαπωνική επίθεση εναντίον των
ΗΠΑ. Όταν το 1945 νικήθηκε ο Άξονας, οι νικητές κλήθηκαν να διαχειριστούν τα
προβλήματα ενός μεταπολεμικού κόσμου, για τις κατευθύνσεις του οποίου δε
συμφωνούσαν απαραίτητα.
Παρά
την αρχική εντύπωση ότι οι νικητές «μοίρασαν τον κόσμο» στις Συνδιασκέψεις της
Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) και του Πότσνταμ (Ιούλιος- Αύγουστος 1945), σε αυτές
τις συναντήσεις δε συνήφθη μια συνολική συμφωνία για τον μεταπολεμικό κόσμο
αντίθετα, έγιναν διαβουλεύσεις για τρέχοντα ζητήματα, όπως τη διοίκηση της
κατεχόμενης Γερμανίας, εδαφικές διευθετήσεις στην Ανατολική Ευρώπη και τη
λειτουργία του ΟΗΕ. Η μόνη ρύθμιση που αφορούσε ορισμό σφαιρών επιρροής ήταν η
λεγόμενη «συμφωνία ποσοστών», που
συνήψαν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944
ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν:
βάσει αυτής, η ΕΣΣΔ θα έλεγχε τις χώρες του εσωτερικού των Βαλκανίων, ενώ η
Ελλάδα θα περιερχόταν υπό βρετανική επιρροή. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή
επικεντρωνόταν σε ένα μόνο τμήμα της Ευρώπης.
Μετά το 1945 διαφωνίες
ανέκυψαν σχετικά με το μέλλον της Ανατολικής Ευρώπης και της Γερμανίας.
Στην Ανατολική Ευρώπη, που είχε καταληφθεί από τον Ερυθρό Στρατό, οι Σοβιετικοί
εγκατέστησαν φιλικά προς αυτούς πολιτεύματα μέχρι το 1947. Οι Σοβιετικοί
θεωρούσαν ότι ο έλεγχος της περιοχής αυτής, από όπου είχε εξαπολυθεί η
γερμανική επίθεση το 1941, ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια της χώρας τους.
Από την πλευρά τους όμως οι δυτικές δυνάμεις φοβήθηκαν ότι η Μόσχα προωθούσε
μια πολιτική επεκτατική, με στόχο την κυριαρχία της και στο δυτικό τμήμα της
ηπείρου.
Μετά το 1945 η Γερμανία
μοιράστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη ζώνη των ΗΠΑ, της
Βρετανίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, η παλαιά πρωτεύουσα, το
Βερολίνο, το οποίο βρισκόταν μέσα στη σοβιετική ζώνη κατοχής, ήταν και αυτή
χωρισμένη σε τέσσερις αντίστοιχες ζώνες κατοχής. Ωστόσο, η Γερμανία έγινε
αμέσως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Δυτικών και των Σοβιετικών, καθώς όποιος
έλεγχε τη χώρα αυτή θα είχε ένα εμφανές πλεονέκτημα: παρά την καταστροφή που
είχε υποστεί, επρόκειτο για ένα μεγάλο κράτος, με ισχυρότατη βιομηχανική
υποδομή και κεντρική θέση στην Ευρώπη. Εκτός αυτού, η Σοβιετική Ένωση φοβόταν
την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού. Από την άλλη πλευρά, οι δυτικές
δυνάμεις ήταν πεπεισμένες ότι χωρίς την οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας θα
ήταν αδύνατη η ανασυγκρότηση της Ευρώπης, την οποία έτσι εύκολα θα κατάφερναν
να ελέγξουν οι Σοβιετικοί. Επομένως καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν
διατεθειμένη να επιτρέψει στον αντίπαλο της να ελέγξει το σύνολο της Γερμανίας
και τελικά, το 1949, δημιουργήθηκαν δύο γερμανικά κράτη, η Δυτική Γερμανία, με
πρωτεύουσα τη Βόννη, και η Ανατολική Γερμανία, με πρωτεύουσα το Ανατολικό
Βερολίνο.
Το 1946 άρχισε ο
ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Οι Δυτικοί φοβήθηκαν ότι σε
περίπτωση νίκης των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα η ΕΣΣΔ θα αποκτούσε
έξοδο στη Μεσόγειο. Τον Φεβρουάριο του 1947 διαφάνηκε ότι η Βρετανία δεν
μπορούσε πλέον να συνεχίσει τη βοήθεια προς τη φιλοδυτική ελληνική κυβέρνηση. Ο
Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν εξήγγειλε το λεγόμενο Δόγμα Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947), βάσει του οποίου η αμερικανική
κυβέρνηση προσέφερε σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα
και στην Τουρκία, ώστε να «αντισταθούν στον κομμουνισμό». Η βοήθεια αυτή έπαιξε
σημαντικό ρόλο στη νίκη των φιλοδυτικών κυβερνητικών δυνάμεων στον ελληνικό
Εμφύλιο Πόλεμο, αν και συνοδεύτηκε από τη διείσδυση Αμερικανών συμβούλων στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Αθήνα και έτσι προκάλεσε εξάρτηση της Ελλάδας
από τις ΗΠΑ.
Από το Σχέδιο Μάρσαλ
στην ίδρυση του NATO. Η κύρια αμερικανική
ανησυχία για την Ευρώπη επικεντρωνόταν στον τομέα της οικονομίας. Η Ουάσινγκτον
πίστευε ότι, εάν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφερναν να ανασυγκροτηθούν,
θα υπέκυπταν στη σοβιετική επιρροή. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου του 1947, ο
Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ ανήγγειλε τη χορήγηση οικονομικής
βοήθειας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δυτικές και ανατολικές. Η πρόταση έγινε
δεκτή από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Το
Σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε από το 1948 έως το 1952 και απέφερε την εισροή
στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ως οικονομικής βοήθειας, ενός ποσού περίπου 13
δισεκατομμυρίων δολαρίων, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανασυγκρότησή τους.
Επίσης, η αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ οδήγησε στην ίδρυση του Οργανισμού για την
Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (ΟΕΟΣ - αργότερα ΟΟΣΑ, Οργανισμός για την
Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη).
Ωστόσο, το Σχέδιο
Μάρσαλ προκάλεσε τη δυσπιστία της ΕΣΣΔ, που θεώρησε ότι οι
ΗΠΑ προσπαθούσαν να «εξαγοράσουν» τις χώρες της ηπείρου. Σε απάντηση οι
Σοβιετικοί ενέτειναν τον έλεγχο τους στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι
όμως επήλθε η ρήξη του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Τίτο με τον Στάλιν, το καλοκαίρι του
1948, καθώς ο πρώτος δεν αποδέχτηκε τον αυξημένο σοβιετικό έλεγχο.
Παράλληλα,
από τον Ιούνιο του 1948, οι Σοβιετικοί
απέκλεισαν τις δυτικές ζώνες κατοχής στο Βερολίνο (αποκλεισμός του
Βερολίνου), το οποίο ανεφοδίαζαν επί ένα σχεδόν έτος αμερικανικά αεροσκάφη.
Αυτές οι σοβιετικές ενέργειες φόβισαν τώρα τη Δύση και διευκόλυναν τις
διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας συμμαχίας των δυτικοευρωπαϊκών χωρών με τις
ΗΠΑ. Η συμμαχία αυτή, το Βορειοατλαντικό
Σύμφωνο (NATO),
υπογράφηκε στην Ουάσινγκτον στις 4
Απριλίου 1949. Μέλη του NATO
ήταν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία κ.ά. Η Ελλάδα και η
Τουρκία προσχώρησαν στο NATO
το 1952 και η Δυτική Γερμανία το 1955.
Ο ελληνικός Εμφύλιος
Πόλεμος. Η Ελλάδα, που γνώρισε τον Εμφύλιο Πόλεμο το
1946-1949, υπήρξε το πρώτο πεδίο ένοπλης αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου. Κατά
τον Εμφύλιο Πόλεμο συγκρούστηκαν από τη μία πλευρά οι φιλοδυτικές δυνάμεις του
Κέντρου και της Δεξιάς (κύριοι εκπρόσωποι τους ήταν το Κόμμα των Φιλελευθέρων
και το Λαϊκό Κόμμα αντίστοιχα), με ένοπλη δύναμη τον Εθνικό Στρατό, και από την
άλλη οι δυνάμεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), με ένοπλη δύναμη
τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Το
ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου τον Δεκέμβριο του 1947 και παρέμεινε στην παρανομία έως
το 1974. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε το καλοκαίρι του 1949 με νίκη των
φιλοδυτικών δυνάμεων. Η τραγική εμπειρία του εμφύλιου σπαραγμού ήλθε μετά τις
τρομερές δοκιμασίες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, προκάλεσε νέο μεγάλο αριθμό θυμάτων
και επέτεινε τα προβλήματα της ανασυγκρότησης, καθώς οι καταστροφές
συνεχίστηκαν και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940. Επιπλέον, η εμφύλια
σύγκρουση διέψευσε με τρόπο επώδυνο τις προσδοκίες για κοινωνική απελευθέρωση
και κοινωνική δικαιοσύνη, που είχαν επαγγελθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου
όλες ανεξαιρέτως οι αντιστασιακές οργανώσεις, δεξιές και αριστερές. Τέλος, ίσως
το σημαντικότερο, ο Εμφύλιος Πόλεμος προκάλεσε βαθιά ψυχολογικά τραύματα στην
ελληνική κοινωνία, τα οποία χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν.
3. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Από την Κορέα στο
Βιετνάμ, 1950-1973. Μετά την ίδρυση του NATO η διεθνής ένταση μεταφέρθηκε στην
Ασία. Το φθινόπωρο του 1949 οι κομμουνιστές, με ηγέτη τον Μάο Τσετουνγκ,
επικράτησαν στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της
Κίνας. Τον Ιούνιο του 1950 η επίθεση της κομμουνιστικής Βόρειας Κορέας εναντίον
της φιλοαμερικανικής Νότιας Κορέας οδήγησε σε έναν ακόμη τοπικό πόλεμο, στον
οποίο ενεπλάκησαν οι ΗΠΑ και η κομμουνιστική Κίνα και ο οποίος τελείωσε με
ανακωχή που συνήφθη το 1953. Η διαίρεση
της Κορέας σε Βόρεια και Νότια διατηρήθηκε.
Τον
Μάρτιο του 1953 πέθανε ο Στάλιν. Οι διάδοχοι του, κυρίως ο Νικίτα Χρουστσόφ,
εγκαινίασαν την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, σύμφωνα με την οποία τα
ειρηνικά επιτεύγματα του σοβιετικού κομμουνισμού, ιδίως στον τομέα της
ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, αποτελούσαν εγγύηση για την επικράτησή του
χωρίς πόλεμο.
Το
1955 συνήφθη το Σύμφωνο της Βαρσοβίας,
μια συμμαχία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με τη Μόσχα. Στο 20ό Συνέδριο του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), στις αρχές του 1956, ο
Χρουστσόφ εξήγγειλε την πολιτική της αποσταλινοποίησης, που διαβεβαίωνε ότι δε
θα επαλαμβάνονταν ορισμένες από τις υπερβολές της σταλινικής περιόδου. Ωστόσο,
η εξαγγελία αυτή παρερμηνεύτηκε από ορισμένες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη. Το
φθινόπωρο του 1956 η Ουγγαρία ανήγγειλε την αποχώρησή της από το Σύμφωνο της
Βαρσοβίας, αλλά σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και κατέστειλαν την
εξέγερση. Πάντως η Δύση δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κρίση αυτή, καθώς τις
ίδιες ακριβώς ημέρες οι Αγγλογάλλοι εισέβαλαν στην Αίγυπτο, για να ανατρέψουν
τον ηγέτη της, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, αλλά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά από
σοβιετική και αμερικανική πίεση.
Στις αρχές της
δεκαετίας του 1960 εκδηλώθηκαν δύο από τις πλέον σημαντικές κρίσεις του Ψυχρού
Πολέμου. Τον Αύγουστο του 1961 η ΕΣΣΔ και η Ανατολική
Γερμανία ανήγειραν, γύρω από το Δυτικό Βερολίνο, το περιβόητο Τείχος, ώστε να
εμποδίσουν την επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων της πόλης και τη διαφυγή
Ανατολικογερμανών, κυρίως νέων, στη Δύση. Στα επόμενα χρόνια πολλοί
Ανατολικογερμανοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν το Τείχος και να
διαφύγουν στη Δύση, η οποία κατήγγειλε την ανέγερση του Τείχους ως εκδήλωση
βαρβαρότητας. Το Τείχος του Βερολίνου έγινε το σύμβολο της διαίρεσης της
Ευρώπης έως την πτώση του, το 1989.
To
1962 σημειώθηκε η κρίση των πυραύλων της Κούβας.
Η Κούβα βρισκόταν από το 1959 υπό την ηγεσία του νέου επαναστάτη Φιντέλ Κάστρο,
που αντιστάθηκε στην αμερικανική επιρροή και προσέγγισε τη Μόσχα. Το φθινόπωρο
όμως του 1962 οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ότι στην Κούβα επρόκειτο να
εγκατασταθούν σοβιετικοί πύραυλοι, που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ. Ο
αμερικανικός στόλος απέκλεισε την Κούβα, ώστε να εμποδίσει την προσέγγιση
σοβιετικού στολίσκου που κατευθυνόταν στο νησί. Για λίγα εικοσιτετράωρα φάνηκε
ότι ο κόσμος θα εμπλεκόταν σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά τελικά οι δύο
ηγέτες, ο Τζον Κένεντυ και ο Νικίτα Χρουστσόφ, συμφώνησαν να μην εγκατασταθούν
σοβιετικοί πύραυλοι στο νησί. Πάντως, λίγο αργότερα, και οι Αμερικανοί απέσυραν
ανάλογους πυραύλους τους από την Τουρκία.
Η δεκαετία του 1960
σημαδεύτηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η χώρα αυτή, στη
Νοτιοανατολική Ασία, βρισκόταν υπό γαλλική αποικιακή εξουσία έως το 1954, οπότε
η ήττα των Γάλλων από τις κομμουνιστικές δυνάμεις του Χο Τσι Μινχ οδήγησε στη
δημιουργία νέων κρατών: του κομμουνιστικού Βόρειου Βιετνάμ και του
φιλοαμερικανικού Νότιου Βιετνάμ, της Καμπότζης και του Λάος. Στις αρχές ωστόσο
της δεκαετίας του 1960 στο Νότιο Βιετνάμ ξέσπασε εμφύλια διαμάχη, στην οποία
τις κομμουνιστικές δυνάμεις ενίσχυαν οι Βορειοβιετναμέζοι. Οι Αμερικανοί
αποφάσισαν να παρέμβουν με την αποστολή πρώτα στρατιωτικών συμβούλων, κατόπιν
αεροπορικών δυνάμεων και, από το 1964, στρατού. Τα παρθένα όμως δάση του
Βιετνάμ και η σχεδόν καθολική αντίσταση του λαού εναντίον των Αμερικανών δεν
επέτρεπαν τη νίκη των τελευταίων. Επιπλέον, οι ακρότητες που διέπραξαν οι
αμερικανικές δυνάμεις στο Βιετνάμ, οι μεγάλες απώλειές τους και το γεγονός ότι
η ίδια η αμερικανική κοινωνία δεν είχε πειστεί για την αναγκαιότητα του πολέμου
προκάλεσαν ένα μαζικό κίνημα εναντίον του πολέμου στις ίδιες τις ΗΠΑ. Έτσι, οι
Αμερικανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το Νότιο Βιετνάμ, απόφαση που
υλοποίησε το 1973 η κυβέρνηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, με υπουργό
Εξωτερικών τον Χένρυ Κίσινγκερ. Το 1975 το Βόρειο Βιετνάμ επιτέθηκε στο Νότιο,
νίκησε και η χώρα επανενώθηκε υπό κομμουνιστική εξουσία, Ο πόλεμος του Βιετνάμ
προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο αμερικανικό γόητρο διεθνώς.
Ωστόσο,
και η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε σειρά προβλημάτων: το 1968 η απόπειρα της
Τσεχοσλοβακίας να τηρήσει αποστάσεις από τη Μόσχα αντιμετωπίστηκε με εισβολή
των κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη χώρα.
Το 1971-1972 οι ΗΠΑ
προσέγγισαν την κομμουνιστική Κίνα, η οποία είχε ήδη
συγκρουστεί με τη Σοβιετική Ένωση. Η σινοαμερικανική προσέγγιση, επιτυχία των
Νίξον και Κίσινγκερ, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στη γεωπολιτική θέση της ΕΣΣΔ.
Η διεθνής ύφεση και το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960
έτεινε να επικρατήσει το κλίμα της «ύφεσης», όρος που παρέπεμπε στη μείωση της
έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο συνασπισμών. Το 1972, χάρη στη νέα
ανατολική πολιτική (οστπολιτίκ) του Δυτικο- γερμανού καγκελάριου Βίλυ Μπραντ, η
Δυτική Γερμανία αναγνώρισε την Ανατολική. Το καλοκαίρι του 1975 συγκλήθηκε στο
Ελσίνκι της ουδέτερης Φινλανδίας μια διάσκεψη με τη συμμετοχή 33 χωρών της
Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Καναδά. Η διάσκεψη
υιοθέτησε την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, μια διακήρυξη που αποσκοπούσε στο να
διευκολύνει τη συνύπαρξη κρατών με διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα
και η οποία αναγνώριζε το απαραβίαστο των συνόρων στην Ευρώπη.
Το 1973 σημειώθηκε
μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, με αφορμή τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο.
Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση έφερε τον δυτικό κόσμο σε κατάσταση οικονομικής
καχεξίας. Επιπλέον, δεύτερη πετρελαϊκή κρίση σημειώθηκε το 1979-1981, μετά την
επιτυχία της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ
Χομεϊνί. Για να περιορίσει την επιρροή των ισλαμιστών, η Σοβιετική Ένωση
εισέβαλε τον Δεκέμβριο του 1979 στο Αφγανιστάν.
Tα
γεγονότα αυτά προκάλεσαν ραγδαία αύξηση της διεθνούς έντασης στα επόμενα χρόνια.
Το 1981 την προεδρία των ΗΠΑ ανέλαβε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, πρώην ηθοποιός, ο οποίος
όμως ως πολιτικός επέδειξε σημαντικές επικοινωνιακές ικανότητες. Ο Ρίγκαν
θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοί είχαν εκμεταλλευτεί την ύφεση για να προωθήσουν τις
θέσεις τους διεθνώς. Παράλληλα, ένταση προκλήθηκε από την απόφαση της ΕΣΣΔ να
εγκαταστήσει νέους πυραύλους στην Ευρώπη και την απάντηση του NATO, το οποίο ανέπτυξε αντίστοιχους
αμερικανικούς πυραύλους. Επίσης, σημειώθηκε αναταραχή στην κομμουνιστική
Πολωνία, όπου δημιουργήθηκε ένα μη ελεγχόμενο από το κομμουνιστικό κόμμα
εργατικό συνδικάτο, η «Αλληλεγγύη», με ηγέτη τον Λεχ Βαλέσα. Το 1981 ο
πολωνικός στρατός διενήργησε πραξικόπημα, εγκατέστησε στρατιωτική δικτατορία
υπό τον στρατηγό Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι και έθεσε εκτός νόμου την «Αλληλεγγύη».
Πάντως
η Σοβιετική Ένωση ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Το 1985 ανήλθε
στην εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, νέος πολιτικός, που προσπάθησε να
μεταρρυθμίσει τη χώρα του. Η μεγαλύτερη διαφάνεια, ήλπιζε ο Γκορμπατσόφ, θα
συνέβαλε στην οικονομική ανασύνταξη της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, στην πολιτική του
Γκορμπατσόφ δε δόθηκε χρόνος, ώστε να φέρει αποτελέσματα. Σύντομα εκδηλώθηκαν
εθνικιστικές αναταραχές στην Αρμενία, στη Γεωργία και στις χώρες της Βαλτικής.
Το φθινόπωρο του 1989 ο Γκορμπατσόφ επισκέφτηκε το Ανατολικό Βερολίνο και
τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης επικοινωνίας του με το Δυτικό. Αυτό προκάλεσε λαϊκή
αναταραχή στην Ανατολική Γερμανία. Ομάδες πολιτών άρχισαν να γκρεμίζουν τμήματα
του Τείχους και να περνούν στο Δυτικό Βερολίνο. Η πτώση του Τείχους, γεγονός μεγάλης συμβολικής σημασίας, οδήγησε το
επόμενο έτος (1990) στην επανένωση της Γερμανίας. Παράλληλα κατέρρευσαν και
τα άλλα φιλοσοβιετικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη.
Τα
γεγονότα αυτά τρομοκράτησαν ακραίες δυνάμεις στο σοβιετικό σύστημα, οι οποίες
το καλοκαίρι του 1991 προσπάθησαν με πραξικόπημα να ανατρέψουν τον Γκορμπατσόφ.
Το πραξικόπημα απέτυχε λόγω της αντίδρασης του λαού της Μόσχας, ο οποίος
κατέβηκε στους δρόμους υπό την ηγεσία του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του
Μπόρις Γιέλτσιν.
Παράλληλα όμως το
πραξικόπημα σήμανε και το τέλος της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Γιέλτσιν συμφώνησε με τους ηγέτες των άλλων σοβιετικών δημοκρατιών πάνω στη
βάση της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της δημιουργίας μιας χαλαρής
«Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών». Τον
Δεκέμβριο του 1991 η συμφωνία αυτή τέθηκε σε ισχύ. Η ΕΣΣΔ είχε διαλυθεί και
ο διπολικός κόσμος είχε φθάσει στο τέλος του.
4. Η ΑΠΟΑΠΟΙΚΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Η πτώση των αποικιακών
αυτοκρατοριών. Οι μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες
δέχτηκαν ισχυρά πλήγματα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι δύο παγκόσμιοι
πόλεμοι, που διεξήχθησαν στο όνομα της ελευθερίας, έδωσαν ώθηση στο αίτημα της
εθνικής ανεξαρτησίας των αποικιοκρατούμενων λαών. Η πολεμική κινητοποίηση των
αποικιών, ιδιαίτερα της Ινδίας, επέφερε την πολύ πιο συστηματική οργάνωση των
κοινωνιών τους, οικονομικά και στρατιωτικά κοινωνίες που είχαν γνωρίσει
παρόμοια επίπεδα κινητοποίησης δεν μπορούσαν πλέον να ελέγχονται από μικρούς αποικιακούς
στρατούς, όπως συνέβαινε έως τότε. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929,
πλήττοντας τις τιμές των αγροτικών προϊόντων που παρήγαγαν οι αποικίες,
επέτεινε τις οικονομικές και κοινωνικές αναταραχές στους κόλπους τους. Το
1941-1942 οι Ιάπωνες κατέκτησαν μεγάλες περιοχές της Ασίας από τις δυτικές
δυνάμεις, με το σύνθημα «η Ασία στους Ασιάτες», και έμπρακτα κατέδειξαν ότι οι
αποικιοκράτες δεν ήταν ανίκητοι. Τέλος, θετική προς την αποικιοκρατία δεν ήταν
καμία από τις δύο υπερδυνάμεις της μεταπολεμικής εποχής: ούτε η σοσιαλιστική
ΕΣΣΔ ούτε οι ΗΠΑ, η πρώτη αποικία που απέκτησε την ανεξαρτησία της. Όλα αυτά τα
στοιχεία έδωσαν ισχυρή ώθηση στη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, δηλαδή της
αποχώρησης των αποικιοκρατικών δυνάμεων από τις περιοχές που έλεγχαν.
Στην Ινδία οι Βρετανοί
αντιμετώπιζαν από την περίοδο μεταξύ των δύο πολέμων το κίνημα του Μαχάτμα
Γκάντι, υποστηρικτή της μη βίας. Κατά τον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο οι Βρετανοί υποσχέθηκαν να αποδώσουν στην Ινδία την ανεξαρτησία της.
Αυτό έγινε το 1947, αλλά συνοδεύτηκε από έναν σκληρότατο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ
ινδουιστών και μουσουλμάνων, που οδήγησε τελικά στη διχοτόμηση της χώρας και τη
δημιουργία δύο κρατών: της Ινδίας και του μουσουλμανικού Πακιστάν. Η πτώση της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας των Ινδιών επέφερε επίσης την ανεξαρτησία της
Κεϋλάνης, της Βιρμανίας (από τους Βρετανούς), της Ινδονησίας (από τους
Ολλανδούς, το 1949) και των κρατών της Ινδοκίνας, μετά την ήττα των Γάλλων από
τους Βιετναμέζους κομμουνιστές το 1954.
Η επόμενη σύγκρουση
αφορούσε την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Εκεί αναπτυσσόταν ο
αραβικός εθνικισμός υπό την ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, προέδρου της
Αιγύπτου από το 1954, ο οποίος προσπάθησε να απαλλάξει τη χώρα του από τη
βρετανική επιρροή. Παράλληλα, από το 1954, εξελισσόταν ένας αιματηρός πόλεμος
στην Αλγερία εναντίον της γαλλικής αποικιακής εξουσίας.
Το
φθινόπωρο του 1956, προσπαθώντας να αντιδράσουν στη νασερική πολιτική, οι
Αγγλογάλλοι εισέβαλαν στην Αίγυπτο, και συγκεκριμένα στο Σουέζ, από όπου όμως
αναγκάστηκαν αμέσως να αποχωρήσουν λόγω της αντίδρασης της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ.
Η
ήττα των δύο παλαιών αυτοκρατορικών δυνάμεων στο Σουέζ κατέδειξε την παρακμή
της ισχύος τους και επιτάχυνε δραστικά τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Με
μια θαρραλέα πολιτική ο νέος Γάλλος ηγέτης, στρατηγός Κάρολος Ντε Γκολ,
παραχώρησε ανεξαρτησία στις γαλλικές αποικίες της Αφρικής το 1960 και στην
Αλγερία το 1962. Το 1960 το Βέλγιο αποχώρησε από το Κονγκό και η Βρετανία από
τις δικές της αφρικανικές αποικίες έως το 1965. Τέλος, η Πορτογαλία, υπό
δικτατορικό καθεστώς, διατήρησε τις δικές της αφρικανικές αποικίες (Μοζαμβίκη,
Αγκόλα, Γουινέα-Μπισάου) έως το 1975, οπότε η κατάρρευση της δικτατορίας
οδήγησε στην αποχώρηση των Πορτογάλων από τις αποικίες τους.
Στην Αφρική απέμειναν
δύο ακόμη κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, τα ρατσιστικά καθεστώτα της Ροδεσίας
και της Νότιας Αφρικής, τα οποία αντιμετώπισαν αυξανόμενη
διεθνή απομόνωση. Το πρώτο παρέδωσε την εξουσία το 1980 (η χώρα μετονομάστηκε
σε Ζιμπάμπουε)∙ το δεύτερο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μετά από πολυετείς
αγώνες της πλειονότητας των κατοίκων του, με κύριο ηγέτη τον Νέλσωνα Μαντέλα.
Ο Τρίτος Κόσμος.
Τα νέα κράτη που ανέκυψαν από τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, κυρίως στην
Ασία και στην Αφρική, συγκρότησαν τον Τρίτο Κόσμο. Οι χώρες αυτές αντιμετώπιζαν
στην πλειονότητά τους τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες. Επιπλέον, έπρεπε να
διαχειριστούν προβλήματα, όπως τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού τους και
εσωτερικές αναταραχές, που συχνά οδηγούσαν σε σκληρότατους εμφύλιους πολέμους.
Κύριες επιδιώξεις τους ήταν η κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας τους (ώστε να
μη συνεχιστεί ο αποικιακός έλεγχος με άλλα μέσα, κυρίως οικονομικά) και η
οικονομική τους ανάπτυξη. Το βασικό πλεονέκτημά τους ήταν ο αριθμός τους: ήδη
από τη δεκαετία του 1960 διέθεταν την πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ,
η οποία όμως δε λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου
επομένως δε διέθεταν ούτε τις οικονομικές ούτε τις θεσμικές προϋποθέσεις για να
αμφισβητήσουν τις πραγματικότητες του διπολικού κόσμου.
Πάντως,
στον Τρίτο Κόσμο εντάσσονταν και ορισμένες χώρες με σημαντικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές (π.χ. πετρέλαιο), καθώς και η ισχυρή Ινδία, η οποία,
παρά τις διαρκείς διαμάχες της με το γειτονικό Πακιστάν, εξελίχτηκε σε αξιόλογη
ασιατική δύναμη υπό την ηγεσία του Τζαβάχαρλαλ («Παντίτ») Νεχρού και της κόρης
του, Ίντιρα Γκάντι. Επιπλέον, στους κόλπους του Τρίτου Κόσμου αναπτύχθηκε το
Κίνημα των Αδεσμεύτων, το οποίο συγκροτήθηκε επίσημα το 1961 στη Διάσκεψη του
Βελιγραδίου. Οι Αδέσμευτοι δεν επιζητούσαν απλώς τη διατήρησή τους εκτός των
δύο συνασπισμών, δυτικού και ανατολικού, αλλά μια ενεργητική ουδετερότητα στον
Ψυχρό Πόλεμο, ώστε να επηρεάσουν, ως αυτόνομος παράγοντας, τη διεθνή σκηνή. Τα ισχυρότερα μέλη του Κινήματος των
Αδεσμεύτων ήταν η Ινδία, η Αίγυπτος και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Στο
Κίνημα μετείχε και η Κύπρος. Η δραστηριότητα των Αδεσμεύτων έφερε στο προσκήνιο
το ζήτημα της ανακατανομής των πόρων του πλανήτη και οδήγησε, τις δεκαετίες του
1970 και του 1980, σε έναν διάλογο Βορρά-Νότου, με σκοπό τη μείωση των
ανισοτήτων. Πάντως, το Κίνημα των Αδεσμεύτων δε διέθετε επαρκή ισχύ ή και
συνοχή, ώστε να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους του.
Ορισμένες
από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου γνώρισαν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980,
εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη (Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Ινδία, Κίνα).
Οι περισσότερες ωστόσο αντιμετώπισαν τεράστια οικονομικά προβλήματα, εσωτερικές
διαμάχες (πολιτικές, φυλετικές ή εθνοτικές), λιμούς και εμφύλιους πολέμους. Το
πρόβλημα της εξαθλίωσης και της αστάθειας στον Τρίτο Κόσμο παραμένει ακόμη μία
από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας.
5. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Η αναζήτηση της
δυτικοευρωπαϊκής ενότητας. Μετά το 1945 η Ευρώπη, διαιρεμένη
και κυριαρχούμενη από τις δύο υπερδυνάμεις, καλούνταν να αναζητήσει μια νέα
θέση στον κόσμο. Ήδη από τα χρόνια του πολέμου υψώνονταν φωνές που ζητούσαν μια
νέα δημοκρατική ευρωπαϊκή συνεργασία μετά την ήττα του φασισμού. Την επαύριο
του πολέμου οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποιούσαν πλέον την ανάγκη να
ξεπεράσουν τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος, που τόση
καταστροφή είχαν φέρει σε ολόκληρη την ήπειρο κατά τη διάρκεια των δύο
παγκόσμιων πολέμων. Τα γιγάντια προβλήματα της ανασυγκρότησης και της
ανοικοδόμησης, καθώς και η ανάγκη για εδραίωση της δημοκρατίας απαιτούσαν μια
συνεργασία που θα υπερέβαινε τα στενά εθνικά σύνορα. Εξάλλου, η επιτυχία του
Σχεδίου Μάρσαλ κατέδειξε τα οφέλη της κοινής προσπάθειας. Τον Μάιο του 1949 ιδρύθηκε το Συμβούλιο της Ευρώπης, διεθνής
οργανισμός που αποσκοπεί στην ανάδειξη της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής
κληρονομιάς και στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Βέβαια,
στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι ιδέες της ευρωπαϊκής ενοποίησης/ολοκλήρωσης
δεν είχαν ακόμη μορφοποιηθεί. Από τη μία πλευρά, βρίσκονταν οι υποστηρικτές της
διακυβερνητικής συνεργασίας, η οποία απαντά στους κλασικούς διεθνείς
οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ ή το Συμβούλιο της Ευρώπης- ωστόσο, οι οργανισμοί αυτοί
λειτουργούν με βάση την αρχή της ομοφωνίας και δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως
μοχλοί ενοποίησης. Από την άλλη πλευρά, διατυπωνόταν η ιδέα της άμεσης δημιουργίας
μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας∙ ωστόσο, δεν υπήρχαν ακόμη οι προϋποθέσεις της
ενότητας και ιδιαίτερα μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομία: αν αποτύγχανε μια τέτοια
προσπάθεια, τότε όλη η σύλληψη της ευρωπαϊκής ενότητας θα κατέρρεε. Για την
ευρωπαϊκή ενοποίηση η διακυβερνητική συνεργασία δεν ήταν αρκετή, αλλά και η
άμεση ομοσπονδιοποίηση δεν ήταν εφικτή.
Υπήρχε όμως και μία
τρίτη οδός: ο λεγόμενος «λειτουργισμός»,
που πρέσβευε ότι θα έπρεπε να ενοποιηθούν πρώτα ορισμένοι βασικοί τομείς της
οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν οι πρακτικές προϋποθέσεις της ενότητας. Η
διαδικασία αυτή θα συνέβαλε επιπλέον στην κατοχύρωση της ευρωπαϊκής ειρήνης.
Μετά την επιτυχία σε αυτά τα πεδία θα ερχόταν στο μέλλον και η πολιτική
ενότητα. Η αντίληψη αυτή τέθηκε σε εφαρμογή με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων. Οι εκπρόσωποί της, όπως οι Γάλλοι Ρομπέρ Σουμάν και Ζαν Μονέ, ο
Βέλγος Πολ-Ανρί Σπάακ, ο Γερμανός Κόνραντ Αντενάουερ, έμειναν στην ευρωπαϊκή μνήμη
ως «πατέρες της Ευρώπης».
Η σύσταση των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η έναρξη της διαδικασίας της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σημειώθηκε τον Μάιο του 1950, όταν ο Γάλλος υπουργός
Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν πρότεινε ένα σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τον Ζαν
Μονέ, υπεύθυνο του γαλλικού προγράμματος ανασυγκρότησης.
Σύμφωνα
με το Σχέδιο Σουμάν, θα
δημιουργούνταν μία ανώτατη Αρχή που θα έλεγχε τις βιομηχανίες άνθρακα και
χάλυβα της Γαλλίας, της Δυτικής Γερμανίας και όσων από τις άλλες χώρες
ενδιαφέρονταν να μετάσχουν. Την πρόταση αποδέχτηκαν η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία
και οι χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), και έτσι το 1952 συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Με τον τρόπο αυτόν, ενοποιήθηκε ο πυρήνας της
ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας, που τέθηκε υπό τον έλεγχο όχι των εθνικών
κυβερνήσεων, αλλά μίας υπερεθνικής Αρχής. Η υπερεθνικότητα, δηλαδή η δυνατότητα
της ΕΚΑΧ (αλλά και των άλλων Κοινοτήτων και της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης) να
λαμβάνει αποφάσεις δεσμευτικές για τα κράτη-μέλη, είναι το στοιχείο που
διαφοροποιεί τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τους άλλους διεθνείς
οργανισμούς, οι οποίοι προωθούν την απλή διακυβερνητική συνεργασία.
Το
1954 απέτυχε μια νέα προσπάθεια για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Αμυντικής
Κοινότητας. Ωστόσο, το 1955-56, συστάθηκε μία επιτροπή, υπό την προεδρία του
Βέλγου πολιτικού Πολ-Ανρί Σπάακ, για να εξετάσει τη δημιουργία ευρωπαϊκής
κοινής αγοράς. Οι εργασίες της επιτροπής Σπάακ απέφεραν καρπούς και στις 25 Μαρτίου 1957 υπογράφηκε η Συνθήκη της
Ρώμης, που ίδρυε την Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), επικεντρωμένη στις βασικές ελευθερίες της
διακίνησης προϊόντων, κεφαλαίων και ατόμων. Η Συνθήκη της Ρώμης κάνει ρητώς
αναφορά σε μια «διαρκώς στενότερη ένωση» των ευρωπαϊκών λαών. Ιδρύθηκε επίσης η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ ή Ευρατόμ).
Η ΕΟΚ σημείωσε μεγάλη
οικονομική επιτυχία από τα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Άλλωστε, η περίοδος από το 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν μια
εποχή αδιάκοπης οικονομικής ανάπτυξης για την Ευρώπη. Στην ΕΟΚ προσχώρησαν το
1973 η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Δανία («βόρεια διεύρυνση»), η Ελλάδα το 1981,
η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1986 («νότια διεύρυνση»). Επίσης, ένα σημαντικό
βήμα για την προώθηση της ενοποίησης έγινε το 1985, με την έγκριση της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Πράξης, που προέβλεπε στενότερη οικονομική και πολιτική ενότητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου έγιναν νέες προσπάθειες εμβάθυνσης και
διεύρυνσης. Το 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που προέβλεπε τη
μετεξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), καθώς
και τη σύσταση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης (ΟΝΕ), που
θα απέφερε τη δημιουργία κοινού νομίσματος. Το 1994 στην Ευρωπαϊκή Ένωση
προσχώρησαν η Σουηδία, η Φινλανδία και η Αυστρία, ενώ επιμέρους αλλαγές στην
εσωτερική λειτουργία της Ε.Ε. έγιναν με τις Συνθήκες του Άμστερνταμ το 1997 και
της Νίκαιας το 1999. Το 2001 τέθηκε σε
ισχύ το νέο νόμισμα, το ευρώ, ενώ το 2004 στην Ε.Ε. εντάχθηκαν δέκα νέα
μέλη, κυρίως από τον χώρο της παλαιάς Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και η Κύπρος. Tο 2007 προσχώρησαν επίσης η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
Παρά
τα προβλήματα που κατά καιρούς εμφανίστηκαν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής
ενοποίησης, η Ε.Ε. και η αρχή της υπερεθνικότητας εκπροσωπούν μια επανάσταση
στις διεθνείς σχέσεις, καθώς και μια ελπιδοφόρα αλλαγή του ρου της ευρωπαϊκής
ιστορίας, μακριά από τις εθνικιστικές αντιπαλότητες του παρελθόντος και προς
την κατεύθυνση της ενότητας. Η ενοποιητική διαδικασία κατοχυρώνει τη
δημοκρατία, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επιτρέπει
την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και δίνει στην Ευρώπη μια αυξημένη
επιρροή στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, η ένωση της Ευρώπης δεν έχει ακόμη
επιτευχθεί και αποτελεί ένα ζητούμενο για το μέλλον.
6. Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΩΣ ΤΟ 1974
Το ανορθωτικό έργο των
κυβερνήσεων 1950-1967. Κατά τη δεκαετία του 1940 η Ελλάδα
είχε γνωρίσει πόλεμο, τριπλή ξένη κατοχή, πείνα, υπερπληθωρισμό και εμφύλιο
σπαραγμό. Μετά το 1949 ήταν απαραίτητο να υπάρξει πρώτα ανοικοδόμηση (δηλ.
αποκατάσταση των υλικών ζημιών που είχαν προκληθεί κατά την προηγούμενη
δεκαετία) και κατόπιν οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα διασφάλιζε την άνοδο του
βιοτικού επιπέδου του λαού. Οι εκλογές του 1950 και του 1951 έφεραν στην
εξουσία τον συνασπισμό της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ), με
αρχηγό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, και του Κόμματος των Φιλελευθέρων, με
αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Σημαντικό
έργο επιτελέστηκε στον οικονομικό τομέα, ιδίως το 1952, όταν υπουργός
Συντονισμού ήταν ο Γεώργιος Καρτάλης. Επίσης, το 1952 εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα,
χωρίς όμως να καταργηθούν πολλά από τα «έκτακτα μέτρα» της περιόδου του
Εμφύλιου Πολέμου. Το ίδιο έτος εκτελέστηκαν το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος
Μπελογιάννης και συνεργάτες του. Στην εξωτερική πολιτική οι κυβερνήσεις Πλαστήρα-Βενιζέλου
σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, εξασφαλίζοντας την ένταξη της Ελλάδας στο NATO, τον Φεβρουάριο του 1952.
Στις
εκλογές του Νοεμβρίου 1952 επικράτησε το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, υπό
τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Την άνοιξη του 1953 η κυβέρνηση, με πρωτοβουλία
του υπουργού Συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση της δραχμής
(κατά 100%) και έλαβε μια σειρά οικονομικών μέτρων, τα οποία εγκαινίασαν το
πέρασμα στην ανάπτυξη. Ωστόσο, ο Συναγερμός αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα συνοχής,
ενώ ο Παπάγος πέθανε στις αρχές Οκτωβρίου 1955, σε μία στιγμή κατά την οποία
είχε σημειωθεί σοβαρή κρίση στο Κυπριακό Πρόβλημα και στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις. Κατόπιν, ο βασιλιάς Παύλος κάλεσε τον υπουργό Δημοσίων Έργων
Κωνσταντίνο Καραμανλή να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο Καραμανλής ίδρυσε ένα
νέο κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), και παρέμεινε
στην εξουσία για οκτώ χρόνια, έως το 1963. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε
ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα στους τομείς της
γεωργίας, στη βελτίωση του οδικού δικτύου, στον τουρισμό, καθώς και στη
βιομηχανία. Το 1955-63 η Ελλάδα είχε τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλες
τις ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση τη Δυτική Γερμανία. Στον τομέα της εξωτερικής
πολιτικής προωθήθηκε η επίλυση του Κυπριακού, το 1959, με τη δημιουργία της
Κυπριακής Δημοκρατίας. Κυρίως αναζητήθηκε ένας μακροπρόθεσμος προσανατολισμός
για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, μέσω της σύνδεσης της Ελλάδας με την
ΕΟΚ.
Η συμφωνία για τη
Σύνδεση της Ελλάδας υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961
και προέβλεπε τη μελλοντική πλήρη ένταξη της χώρας στην Κοινότητα. Σύμφωνα με
τους εμπνευστές της πολιτικής αυτής, η σύνδεση με την ΕΟΚ θα επέφερε την
οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδας στο δυτικοευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό
σύστημα, θα σταθεροποιούσε τη δημοκρατία, θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη
της χώρας και, τέλος, θα την ισχυροποιούσε στο διεθνές πεδίο. Η Ελλάδα ήταν το
πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, πλην των αρχικών έξι, που αναγνώρισε τη δυναμική της
ευρωπαϊκής ενοποίησης και επιζήτησε τη συμμετοχή του σε αυτήν.
Οπωσδήποτε
όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα. Ένα σημαντικό μέρος του
ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μετανάστευε κυρίως σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Οι πληγές του Εμφύλιου
Πολέμου δεν είχαν επουλωθεί και συχνές ήταν οι καταγγελίες του
κόμματος της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) για διακρίσεις σε βάρος της.
Μάλιστα, τον Μάιο του 1963, μια παρακρατική οργάνωση, χωρίς άμεση ή έμμεση
ανάμειξη της κυβέρνησης, δολοφόνησε στη Θεσσαλονίκη τον βουλευτή της ΕΔΑ
Γρηγόρη Λαμπράκη. Τέλος, το πολιτικό σύστημα έδειχνε ανίκανο να μεταρρυθμιστεί:
μία πρόταση του Καραμανλή για αναθεώρηση του Συντάγματος, το 1963, δεν απέφερε
καρπούς, αφού τον Ιούνιο του έτους αυτού ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση
από τον βασιλιά Παύλο.
Στις εκλογές του
Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964 επικράτησε το κόμμα της Ένωσης Κέντρου,
που σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η κυβέρνηση της
Ένωσης Κέντρου προσπάθησε, στο λίγο χρονικό διάστημα που έμεινε στην εξουσία,
να εκδημοκρατίσει περαιτέρω την Ελλάδα, ενώ πραγματοποίησε και σημαντική
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Στα
επόμενα χρόνια εντάθηκε η πολιτική κρίση και τα πολιτικά πάθη αναζωπυρώθηκαν. Η
κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ανατράπηκε μετά από αντισυνταγματική
παρέμβαση του νέου βασιλιά Κωνσταντίνου Β', τον Ιούλιο του 1965' κυβέρνηση
σχημάτισαν πρώην βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, που έμειναν γνωστοί ως
«αποστάτες». Η πολιτική κρίση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, έως ότου την 21η
Απριλίου 1967 συνωμότες αξιωματικοί κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα,
επιβάλλοντας δικτατορία.
Η δικτατορία των
συνταγματαρχών, 1967-1974. Η δικτατορία βρισκόταν υπό την
ηγεσία των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικολάου Μακαρέζου και του
ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι δικτάτορες
απέκτησαν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και του στρατού. Καταπατώντας τα
δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών, η δικτατορία αποτέλεσε μια οδυνηρή περίοδο
της ελληνικής ιστορίας. Επίσης, η χώρα απομονώθηκε διεθνώς, ιδίως στην Ευρώπη:
η σύνδεση με την ΕΟΚ «πάγωσε» και η Ελλάδα εκδιώχτηκε από το Συμβούλιο της
Ευρώπης. Μόνον οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να τηρούν μια στάση ανοχής προς τους
δικτάτορες. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού λαού, που απέδωσε στις
ΗΠΑ την επιβολή και την επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος.
Ο
ελληνικός πολιτικός κόσμος αντιτάχθηκε έντονα και αντιστάθηκε στη δικτατορία,
με πρωτοστάτες τον Γεώργιο Παπανδρέου (η κηδεία του, το 1968, μετατράπηκε σε
συλλαλητήριο κατά του καθεστώτος), τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Γεώργιο
Μαύρο, τον Γεώργιο Ράλλη. Ο Καραμανλής, αυτοεξόριστος στο Παρίσι, κατήγγειλε τη
δικτατορία. Στο εξωτερικό, επίσης, ανέπτυξαν αντιστασιακή δράση ο Ανδρέας
Παπανδρέου (αρχηγός του ΠΑΚ), ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, η Μελίνα Μερκούρη.
Από τις πράξεις αντίστασης στο εσωτερικό ξεχωρίζει η απόπειρα του Αλέκου
Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο- ο Παναγούλης συνελήφθη
και βασανίστηκε άγρια. Τον Μάιο του 1973
απέτυχε προσπάθεια του Πολεμικού Ναυτικού να ανατρέψει τους δικτάτορες.
Κορύφωση του αντιστασιακού ρεύματος αποτέλεσαν οι φοιτητικές εξεγέρσεις της
Νομικής Σχολής στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1973, και του Πολυτεχνείου, τον
Νοέμβριο του ίδιου έτους. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατεστάλη από
στρατιωτικές δυνάμεις τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973: πολλοί πολίτες βρήκαν
τον θάνατο, ενώ άλλοι συνελήφθησαν και υπέστησαν βασανισμούς.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973
ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, με νέο πραξικόπημα, εγκαθίδρυσε το δικό του,
ακόμη σκληρότερο, δικτατορικό καθεστώς. Τον Ιούλιο του 1974 ο
Ιωαννίδης προσπάθησε να ανατρέψει τον πρόεδρο Μακάριο στην Κύπρο. Ακολούθησε η
τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο, ύστερα από την οποία η δικτατορία κατέρρευσε
και οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν τον Κων. Καραμανλή να αναλάβει την εξουσία.
7. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η Μεταπολίτευση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε την εξουσία τη νύχτα της 23ης προς 24η
Ιουλίου 1974 και ξεκίνησε τη διαδικασία που αποκλήθηκε «Μεταπολίτευση», όρος
που περιγράφει τη μετάβαση από τη δικτατορία σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό
δημοκρατικό καθεστώς. Το εγχείρημα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες: στο εσωτερικό
ο στρατός ελεγχόταν σε μεγάλο βαθμό από τους νοσταλγούς της δικτατορίας,
έτοιμους να ανατρέψουν τη νέα κυβέρνηση. Παράλληλα, στο εξωτερικό, ο Καραμανλής
έπρεπε να αντιμετωπίσει την τεράστια κρίση που είχε προκληθεί από την τουρκική
εισβολή στην Κύπρο και από τη διατύπωση τουρκικών διεκδικήσεων στον χώρο του
Αιγαίου και κυρίως στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας (δηλαδή του βυθού της θάλασσας
και του υπεδάφους του, πέραν των χωρικών υδάτων). Μάλιστα, μετά τη δεύτερη φάση
της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Αύγουστο του 1974, ο Καραμανλής
ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO.
Ο
Καραμανλής σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με υπουργό Εξωτερικών τον
κεντρώο ηγέτη Γεώργιο Μαύρο, και με ταχύτητα προχώρησε στην αποκατάσταση της
δημοκρατικής ομαλότητας: αποκατέστησε τον πολιτικό έλεγχο στον στρατό και στη
διοίκηση, νομιμοποίησε το ΚΚΕ και προετοίμασε εκλογές. Σύντομα ιδρύθηκαν νέα
κόμματα: το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, η
Νέα Δημοκρατία υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις υπό
τον Γεώργιο Μαύρο. Οι εκλογές έγιναν
στις 17 Νοεμβρίου 1974, ακριβώς στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,
και νικήτρια από αυτές εξήλθε η Νέα Δημοκρατία. Ακολούθησε, τον Δεκέμβριο,
δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, στο οποίο επικράτησαν οι υποστηρικτές της αβασίλευτης δημοκρατίας και το
οποίο επέλυσε, για πρώτη φορά με τρόπο οριστικό και μη αμφισβητήσιμο, το
πολιτειακό ζήτημα, που είχε προκαλέσει τόσα πάθη στην ελληνική ιστορία. Νέο
Σύνταγμα εγκρίθηκε από τη Βουλή τον Ιούνιο του 1975 και Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκλέχτηκε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Η επιτυχής, ταχεία και αναίμακτη
αποκατάσταση της δημοκρατίας εντυπωσίασε τη διεθνή κοινή γνώμη. Μάλιστα ο
διεθνής Τύπος αποκάλεσε τη διαδικασία αυτή «ελληνικό θαύμα».
Η Ελλάδα στην Ευρώπη.
Η Νέα Δημοκρατία επικράτησε και πάλι στις εκλογές του 1977. Το 1980 ο
Καραμανλής εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας
και τη θέση του πρωθυπουργού ανέλαβε ο Γεώργιος Ράλλης. Στα χρόνια αυτά η
Ελλάδα ανέπτυξε επίσης μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική: καλλιέργησε τις
σχέσεις της με τους Άραβες και τον σοβιετικό συνασπισμό (ο Καραμανλής
επισκέφτηκε τη Μόσχα και το Πεκίνο το 1979), ανέλαβε πρωτοβουλία για
θεσμοθέτηση πολυμερούς βαλκανικής συνεργασίας, αντιμετώπισε το πρόβλημα των
τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο (μάλιστα οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα του
πολέμου το καλοκαίρι του 1976), διαμόρφωσε μια πιο ισόρροπη σχέση με τις ΗΠΑ. Η
χώρα επανήλθε στο στρατιωτικό
σκέλος του NATO το 1980.
Ωστόσο,
η σημαντικότερη πρωτοβουλία αφορούσε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως πλήρους
μέλους. Οι στόχοι της χώρας αφορούσαν κυρίως το πολιτικό πεδίο: την οργανική
ένταξη σε μια μεγάλη διεθνή συσσωμάτωση, την εξισορρόπηση των διεθνών σχέσεων
της χώρας, αλλά και την εδραίωση του νεαρού δημοκρατικού πολιτεύματος μέσω της
συμμετοχής σε μια Κοινότητα δημοκρατικών κρατών. Παράλληλα, στο οικονομικό
πεδίο, με την ένταξη στην ΕΟΚ επιδιωκόταν
ο αποτελεσματικότερος εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας μέσα στο
ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν από το 1976 έως τον
Δεκέμβριο του 1978. Την ελληνική ένταξη υποστήριξαν ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερύ
Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και ο Δυτικογερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ. Η Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην
ΕΟΚ υπογράφηκε στο Ζάππειο Μέγαρο, στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 1979. Η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Κοινότητας την 1η
Ιανουαρίου 1981.
Στις εκλογές του 1981
και του 1985 επικράτησε το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του
Ανδρέα Παπανδρέου. Η νέα κυβέρνηση επικέντρωσε τις προσπάθειές της σε ζητήματα
κοινωνικά, όπως στη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου που επέφερε την
εξίσωση και νομικά των δύο φύλων, στη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας,
στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και στην αναδιανομή του εθνικού
εισοδήματος. Η επέκταση των δημόσιων δαπανών αντιμετωπίστηκε με το πρόγραμμα
σταθεροποίησης της οικονομίας, που εφάρμοσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας (μετέπειτα
πρωθυπουργός) Κωνσταντίνος Σημίτης. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής οι
κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου διατήρησαν τη χώρα στον δυτικό κόσμο,
υποστηρίζοντας πάντως τη μείωση του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, τον πυρηνικό
αφοπλισμό και την αναδιανομή των πόρων προς όφελος του δοκιμαζόμενου Τρίτου
Κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο οι κυβερνήσεις του 1981-1989 κατέδειξαν τη
σταθερότητα της ελληνικής δημοκρατίας και τη διαμόρφωση, σταδιακά, μιας
συναίνεσης για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο.
Μετά
από μια περίοδο κυβερνητικής αστάθειας, το
1989-1990, κυβέρνηση σχημάτισε η Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό τον
Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση αυτή υπέγραψε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και
προσπάθησε να ενισχύσει την οικονομία. Το
1993-1995 επανήλθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος
όμως -λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε- στις αρχές του 1996
αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον Κ. Σημίτη, που παρέμεινε στο αξίωμα
αυτό έως τις εκλογές του 2004. Το κυριότερο επίτευγμα αυτής της περιόδου είναι
η συμμετοχή της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης
και η υιοθέτηση του ευρώ, το 2001.
Η
πορεία της Ελλάδας στη μεταπολεμική εποχή ήταν δύσκολη αλλά επιτυχημένη. Η χώρα
πλέον έχει ξεπεράσει τα πολιτικά πάθη και τους επώδυνους διχασμούς του
παρελθόντος, έχει γνωρίσει αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη, διαθέτει μια
εδραιωμένη σύγχρονη δημοκρατία και μετέχει δημιουργικά, ως πλήρες μέλος, στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια
σταθεροποίησης των Βαλκανίων. Τα επιτεύγματα αυτά ωστόσο ήρθαν μετά από μεγάλες
προσπάθειες, αγώνες και θυσίες του ελληνικού λαού.
8. ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Η «Αγγλοκρατία».
Η Κύπρος κατοικείται από πληθυσμό, στη συντριπτική πλειονότητά του, ελληνικό:
ήδη μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης οι Έλληνες Κύπριοι αποτελούσαν το
80% περίπου του πληθυσμού, ενώ υπήρχε και μια ευάριθμη μειονότητα Τούρκων
Κυπρίων (18%). Ωστόσο, η Μεγαλόνησος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες, ακριβώς λόγω
της στρατηγικής της σημασίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης
Ανατολής. Από το 1878, την επαύριο
του ρωσοτουρκικού πολέμου, οι Οθωμανοί
είχαν παραχωρήσει στη Βρετανία τη διοίκηση της Κύπρου, για να εξασφαλίσουν
βρετανική προστασία έναντι της Ρωσίας. Οι Βρετανοί βρήκαν στην Κύπρο ένα ανεπτυγμένο
εθνικό κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων. Οι τελευταίοι αρχικά υποδέχτηκαν θετικά τη
βρετανική κατοχή, την οποία εξέλαβαν ως βήμα για την τελική ένωση της νήσου με
την Ελλάδα, στο πρότυπο των Επτανήσων, αλλά οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν. Το
1914 η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο και το 1915 την προσέφερε στην Ελλάδα ως
αντάλλαγμα για την έξοδό της στον πόλεμο- ωστόσο, η τότε ουδετερόφιλη ελληνική
κυβέρνηση δε δέχτηκε την προσφορά. Το
1925 η νήσος έγινε και επίσημα αποικία του Βρετανικού Στέμματος, αλλά τον
Οκτώβριο του 1931 εκδηλώθηκε μια αυθόρμητη εξέγερση των Ελλήνων Κυπρίων, η
οποία κατεστάλη από τους Βρετανούς. Κατόπιν η Βρετανία επέβαλε ένα σκληρό
αυταρχικό καθεστώς, που διατηρήθηκε ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά
τη διάρκεια του πολέμου αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες για ένωση, αλλά μετά το 1945
η Βρετανία αποφάσισε να κρατήσει την Κύπρο, λόγω της στρατηγικής σημασίας της.
Αυτό προκάλεσε έντονη αγανάκτηση στον ευρύτερο ελληνισμό, που αισθάνθηκε
προσβεβλημένος από τη διατήρηση της νήσου υπό αποικιακό καθεστώς - και μάλιστα
την επαύριο ενός ακόμη κοινού αγώνα Ελλήνων και Βρετανών για την ελευθερία.
Έτσι, το κυπριακό ενωτικό κίνημα προσανατολίστηκε στη δυναμική διεκδίκηση της
ένωσης.
Ο κυπριακός αγώνας.
Το 1950 η Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε δημοψήφισμα, στο οποίο το 95,7% των
Ελλήνων Κυπρίων τάχτηκε υπέρ της ένωσης. Το ίδιο έτος εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος
Κύπρου ο χαρισματικός Μακάριος Γ, ο οποίος πίεσε την Αθήνα να προσφύγει στον
ΟΗΕ με αίτημα την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από τους Κυπρίους. Η Βρετανία
όμως ενέμεινε στην αδιάλλακτη θέση της, και μάλιστα το καλοκαίρι του 1954 ο
υφυπουργός Αποικιών, Χένρυ Χόπκινσον, δήλωσε ότι η Κύπρος ανήκε στις περιοχές
που «ουδέποτε» θα γίνονταν ανεξάρτητες. Το ίδιο έτος η ελληνική κυβέρνηση του
Α. Παπάγου προσέφυγε στον ΟΗΕ, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.
Την 1η Απριλίου 1955
άρχισε ο κυπριακός ένοπλος αγώνας από την ΕΟΚΑ
(Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών). Ανώτατος πολιτικός ηγέτης του αγώνα ήταν
ο Μακάριος. Στρατιωτικός ηγέτης ήταν ο κυπριακής καταγωγής αρχηγός της ΕΟΚΑ,
συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, γνωστός με το ψευδώνυμο «Διγενής». Το 1955-1959
έχασαν τη ζωή τους, πολεμώντας για την ελευθερία, πολλοί νέοι Έλληνες Κύπριοι,
όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου και ο Κυριάκος Μάτσης (το 1957 και 1958 αντίστοιχα) ή
ο Μιχάλης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου (οι πρώτοι που απαγχονίστηκαν από
τους Βρετανούς το 1956). Ο ίδιος ο Μακάριος εξορίστηκε από τους Βρετανούς στις
Σεϋχέλλες τον Μάρτιο του 1956. Η Τουρκία, από την πλευρά της, διεκδίκησε τη
διχοτόμηση της νήσου. Τον Φεβρουάριο του 1959 η ελληνική κυβέρνηση του Κ.
Καραμανλή, με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, διαπραγματεύτηκε
με την Τουρκία τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, που δημιουργούσαν ένα
ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, αποκλείοντας και την ένωση και τη διχοτόμηση.
Η
Βρετανία διατήρησε δύο στρατιωτικές βάσεις στη νήσο. Πρώτος Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκλέχτηκε ο Μακάριος. Η ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας έγινε
τον Αύγουστο του 1960.
Από την ανεξαρτησία
στην τουρκική εισβολή. Τον Νοέμβριο του 1963, λόγω
δυσλειτουργιών στο κυπριακό πολίτευμα, ο Μακάριος πρότεινε τα «Δεκατρία Σημεία»
για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Τουρκία απέρριψε την πρόταση και λίγο
μετά ακολούθησαν τουρκοκυπριακή εξέγερση και διακοινοτικές συγκρούσεις. Το 1964
στάλθηκε στη νήσο δύναμη του ΟΗΕ, για να διασφαλίσει την ειρήνη, ενώ η
κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία, για να τη
θωρακίσει από το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής. Αρχιστράτηγος των ελληνικών
δυνάμεων Κύπρου ορίστηκε ο Γεώργιος Γρίβας, πρώην αρχηγός της ΕΟΚΑ. Ωστόσο, το
Κυπριακό δε λύθηκε μέχρι το 1967.
Η
δικτατορία των συνταγματαρχών έβλεπε τον Μακάριο, εκλεγμένο και λαοφιλή ηγέτη
ενός τμήματος του ελληνισμού, με μεγάλη καχυποψία. Μετά από μία νέα
ελληνοτουρκική κρίση, στα τέλη του 1967, η δικτατορία απέσυρε την ελληνική
μεραρχία από τη νήσο. Πάντως οι δικτάτορες φαίνεται ότι ενθάρρυναν τον Γρίβα να
επιστρέψει στην Κύπρο και να οργανώσει ένοπλη προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου
μέσω της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β', το 1972-74. Στις
15 Ιουλίου 1974 ο δικτάτορας Ιωαννίδης οργάνωσε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου,
το οποίο όμως έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα να εισβάλει παράνομα στην Κύπρο
στις 20 Ιουλίου (επιχείρηση «Αττίλας»). Στις 14 Αυγούστου 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εξαπέλυσαν δεύτερη εισβολή (επιχείρηση «Αττίλας
2») και κατέλαβαν το 38% του νησιού, εκδιώκοντας από τις εστίες τους περίπου
200.000 Έλληνες Κυπρίους.
Το Κυπριακό μετά την
τουρκική εισβολή. Οι προκλήσεις για τις ελεύθερες
περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν τεράστιες: χιλιάδες πρόσφυγες έπρεπε να
αποκατασταθούν και ανέκυπτε κίνδυνος για την ίδια την επιβίωση του ελληνισμού
στη Μεγαλόνησο. Ωστόσο, η Δημοκρατία αντιμετώπισε την κατάσταση με επιτυχία.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η Κύπρος γνώρισε ραγδαία οικονομική
ανάπτυξη, που χαρακτηρίστηκε διεθνώς κυπριακό «οικονομικό θαύμα». Παράλληλα,
παρά το πλήγμα του θανάτου του Μακαρίου, το 1977, οι επόμενες κυβερνήσεις υπό
τους προέδρους Σπύρο Κυπριανού (1977-88), Γιώργο Βασιλείου (1988-93), Γλαύκο
Κληρίδη (1993-2003) και Τάσο Παπαδόπουλο (2003) έκαναν σημαντικά βήματα για την
εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Το πρόβλημα όμως της
κατοχής δε λύθηκε. Παρά την καταδίκη της κατοχής από τον
ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, η τουρκική πλευρά δε συνεισέφερε στην
επίλυση του Κυπριακού κατά τη διάρκεια διαδοχικών γύρων διακοινοτικών
συνομιλιών, ενώ, κατά παράβαση κάθε αρχής του Διεθνούς Δικαίου, προχώρησε στον
εποικισμό της Κύπρου, μεταφέροντας στη νήσο Τούρκους από την Ανατολία. Το 1983
ο κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, με την αρωγή της Άγκυρας, ανακήρυξε παράνομα
την «ανεξαρτησία» της κατεχόμενης Κύπρου. Το «ψευδοκράτος» δεν έχει
αναγνωριστεί από κανένα μέλος της διεθνούς κοινότητας πλην της Τουρκίας.
Σημαντικές
ελπίδες για το μέλλον προσφέρει η πλήρης ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον
Μάιο του 2004, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου μπορεί να
κατοχυρώσει την ασφάλεια, την ευημερία και τα δικαιώματα όλων των πολιτών της,
Ελλήνων και Τούρκων. Ωστόσο, η παράλληλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μέσω
του Σχεδίου Ανάν δεν κατέληξε σε επιτυχία, μετά την απόρριψη του σχεδίου από τα
τρία τέταρτα των Ελλήνων Κυπρίων. Μέχρι την επίλυσή του πάντως το Κυπριακό θα
εξακολουθήσει να αποτελεί μια οδυνηρή ανοικτή πληγή για ολόκληρο το ελληνικό
έθνος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου