Robert
Ball
Λυσίας
«Υπέρ Μαντιθέου» Προοίμιο (exordium) 1-3
«Ἔστι δὲ
προοίμιον καθόλου μὲν εἰπεῖν ἀκροατῶν
παρασκευὴ καὶ τοῦ
πράγματος ἐν κεφαλαίῳ μὴ είδόσι
δήλωσις, ἵνα γιγνώσκωσι, περὶ ὧν ὁ λόγος,
παρακολουθοῦσί τε τῇ ὑποθέσει,
καὶ ἐπὶ τὸ
προσέχειν παρακαλέσαι καὶ καθ’ ὅσον τῷ λόγῳ δυνατὸν εὔνους ἡμῖν αὐτοὺς ποιῆσαι»
Αναξιμένης
ο Λαμψακηνός 29, 1, 1436α 33
[Για
να μιλήσουμε γενικά το προοίμιο είναι η προετοιμασία των ακροατών και η δήλωση
συνοπτικά της υπόθεσης σε όσους δεν ξέρουν, για να γνωρίζουν για ποια θέματα
γίνεται ο λόγος, ώστε να παρακολουθούν την υπόθεση, και για να τους
παρακινήσουμε να προσέχουν, και, όσο αυτό είναι εφικτό με τα λόγια, να
καταστήσουμε αυτούς ευνοϊκά διακείμενους προς εμάς.]
[1]
Εἰ μὴ συνῄδη, ὦ βουλή,
τοῖς
κατηγόροις βουλομένοις ἐκ παντὸς
τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν, πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν
εἶχον
ταύτης τῆς
κατηγορίας· ἡγοῦμαι γὰρ τοῖς ἀδίκως
διαβεβλημένοις τούτους εἶναι μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίους,
οἵτινες ἂν αὐτοὺς ἀναγκάζωσιν
εἰς ἔλεγχον
τῶν αὐτοῖς
βεβιωμένων καταστῆναι.
[Εάν
δεν γνώριζα καλά, κύριοι βουλευτές, ότι οι κατήγοροι θέλουν να με βλάψουν με
κάθε τρόπο, θα τους χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την κατηγορία. Γιατί
νομίζω ότι, για όσους έχουν συκοφαντηθεί άδικα, είναι αίτιοι πολύ μεγάλων
αγαθών, αυτοί που τυχόν τους αναγκάζουν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις της
ζωής τους.]
σύνοιδά
τινι + κατηγ. μτχ.: γνωρίζω καλά ότι...
κακῶς ποιῶ:
βλάπτω, κακοποιώ
χάριν
ἔχω τινί:
χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον
διαβάλλομαι:
συκοφαντούμαι
καθίσταμαι
εἰς ἔλεγχον
τῶν
βεβιωμένων μοι: λογοδοτώ για τις πράξεις της ζωής μου
τῆς
κατηγορίας: γεν. της αιτίας
τοῖς
διαβεβλημένοις: επιθετική μτχ. ως δοτ. προσωπική χαριστική
ἀγαθῶν: γεν.
της αιτίας στο αἰτίους (ή αντικειμεν.)
τῶν
βεβιωμένων: επιθετική μτχ. ως γεν. αντικειμενική στο ἔλεγχον
αὐτοῖς: δοτ.
προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου
Εἰ μὴ συνῄδη... τῆς
κατηγορίας: η έκφραση ευγνωμοσύνης προς τους κατηγόρους, έστω και υπό
προϋποθέσεις, αποτελεί στοιχείο πρωτοτυπίας και εντυπωσιασμού, με τα οποία ο
ρήτορας επιδιώκει να επιτύχει την πρόσεξιν και να κερδίσει την εὔνοιαν
των βουλευτών. Ανάλογη είναι και η γνωστή προλογική αρχή στον Υπέρ του Αδυνάτου
λόγο του ρήτορα: «Οὐ πολλοῦ δέω
χάριν ἔχειν, ὦ βουλή,
τῷ
κατηγόρῳ, ὅτι μοι
παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα
τουτονί». Εκφράζει επίσης τη βεβαιότητά του για την πρόθεση της κατηγορίας,
προσπαθώντας έτσι να μειώσει τους κατηγόρους του.
ὦ βουλή:
πρόκειται για τη Βουλή των Πεντακοσίων (πενήντα μέλη από κάθε μία των δέκα
φυλών). Οι βουλευτές αναδεικνύονταν με κλήρωση από τους δήμους. Το ουσιαστικό
έργο της ολομέλειας της Βουλής ήταν η έκδοση προβουλευμάτων (προετοιμασία των
προτάσεων που θα υποβάλλονταν στην εκκλησία), η άσκηση ορισμένων δικαστικών
αρμοδιοτήτων, ο έλεγχος του έργου των αρχόντων και η διεκπεραίωση όλων γενικώς
των έργων που δεν είχαν ανατεθεί στην εκκλησία του Δήμου. Οι βουλευτές είχαν
κλείσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και είχαν αποκτήσει κάποια πολιτική
εμπειρία στις συνελεύσεις τους δήμων τους. Υποβάλλονταν σε αυστηρή δοκιμασία
του ήθους των πριν αναλάβουν καθήκοντα. Αποζημιώνονταν με ένα μισθό που τον 4ο
π.Χ. αιώνα έφτανε τους 5 οβολούς.
ἡγοῦμαι
γάρ... καταστῆναι: η
ημιπερίοδος αυτή αιτιολογεί και αποσαφηνίζει την προηγούμενη. Οι κατήγοροι,
έστω και άθελά τους, προσφέρουν στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να αποδείξει
την αθωότητά του μιλώντας δημόσια για τη ζωή του και συγχρόνως να καταδείξει το
ποιόν των αντιπάλων του.
[2]
ἐγὼ γὰρ οὕτω
σφόδρα ἐμαυτῷ
πιστεύω, ὥστ᾽ ἐλπίζω
καὶ εἴ τις
πρός με τυγχάνει ἀηδῶς [ἢ κακῶς]
διακείμενος, ἐπειδὰν ἐμοῦ
λέγοντος ἀκούσῃ περὶ τῶν
πεπραγμένων, μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω
με εἰς τὸν λοιπὸν
χρόνον ἡγήσεσθαι.
[Γιατί,
εγώ έχω τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ώστε έχω την ελπίδα, και αν
κάποιος τυχαίνει να συμπεριφέρεται άσχημα και εχθρικά σε μένα, όταν με ακούσει
να μιλάω για όσα έχω κάνει, ότι θα αλλάξει γνώμη και θα με θεωρήσει πολύ
καλύτερο στο μέλλον.]
διάκειμαι
ἀηδῶς ἢ κακῶς πρός
τινα:
φέρομαι άσχημα ή εχθρικά σε κάποιον
μεταμέλει
τινί (απρόσ.): μετανοεί κάποιος, αλλάζει γνώμη
καὶ εἴ τις...
διακείμενος: εναντιωματική - παραχωρητική πρότ. που
φανερώνει κάτι το πιθανό
διακείμενος:
κατηγορηματική μτχ. από το ρ. τυγχάνει
βελτίω:
κατηγορούμενο του με, που είναι αντικείμενο του ἡγήσεσθαι
ἐγὼ γὰρ οὕτω
σφόδρα ἐμαυτῷ
πιστεύω, ὥστ᾽ ἐλπίζω...
ἡγήσεσθαι: η
αυτοπεποίθηση του Μαντιθέου και η ελπίδα του ότι θα μεταστρέψει την εις βάρος
του δυσμενή εντύπωση αποτελούν προσπάθεια προϊδεασμού των βουλευτών και
δημιουργούν εύλογο ενδιαφέρον για όσα πρόκειται στη συνέχεια να εκθέσει.
[3]
ἀξιῶ δέ, ὦ βουλή,
ἐὰν μὲν τοῦτο
μόνον ὑμῖν ἐπιδείξω,
ὡς εὔνους εἰμὶ τοῖς
καθεστηκόσι πράγμασι καὶ ὡς ἠνάγκασμαι
τῶν αὐτῶν
κινδύνων μετέχειν ὑμῖν, μηδέν
πώ μοι πλέον εἶναι· ἐὰν δὲ
φαίνωμαι περὶ τὰ ἄλλα
μετρίως βεβιωκὼς καὶ πολὺ παρὰ τὴν δόξαν
καὶ [παρὰ] τοὺς
λόγους τοὺς τῶν ἐχθρῶν,
δέομαι ὑμῶν ἐμὲ μὲν
δοκιμάζειν, τούτους δὲ ἡγεῖσθαι
χείρους εἶναι. πρῶτον δὲ ἀποδείξω
ὡς οὐχ ἵππευον
οὔδ᾽ ἐπεδήμουν
ἐπὶ τῶν
τριάκοντα, οὐδὲ
μετέσχον τῆς τότε πολιτείας.
[Έχω
λοιπόν την αξίωση, κύριοι βουλευτές, να μην ωφεληθώ σε τίποτα περισσότερο, αν
σας αποδείξω μόνο αυτό, ότι δηλαδή διάκειμαι ευνοϊκά προς το παρόν πολίτευμα
και ότι έχω αναγκαστεί να συμμετέχω στους ίδιους κινδύνους με σας. Αν, όμως,
φαίνομαι να έχω ζήσει και ως προς τα άλλα με μέτρο και πολύ διαφορετικά από τη
φήμη και αντίθετα από τις διαδόσεις των αντιπάλων, σας παρακαλώ αφενός να
εγκρίνετε εμένα για βουλευτή κι αφετέρου αυτούς να τους θεωρείτε ότι είναι
φαύλοι. Αρχικά, λοιπόν, θα αποδείξω ότι δεν υπηρετούσα στο ιππικό ούτε ζούσα
στην πατρίδα κατά την περίοδο των τριάντα τυράννων ούτε συμμετείχα ενεργά στο
πολίτευμα εκείνης της περιόδου.]
ἐπιδείκνυμι:
αποδεικνύω
εὔνους εἰμί τινι:
διάκειμαι φιλικά προς κάποιον, συμπαθώ κάποιον
τὰ
καθεστηκότα πράγματα: το παρόν πολίτευμα
πλέον
ἐστί
τινί τι: υπάρχει κάποια ωφέλεια σε κάποιον, ωφελείται κάποιος
μετρίως:
κόσμια, τίμια, με μέτρο
δοκιμάζω
τινά:
εγκρίνω ή επικυρώνω την εκλογή κάποιου, δοκιμάζω, υποβάλλω σε δοκιμασία, κρίνω,
ελέγχω, εξετάζω, ερευνώ
ἐπιδημῶ: είμαι
στην πατρίδα, ζω στην πατρίδα, διαμένω στην πόλη
τοῖς
πράγμασι: δοτ. αντικειμενική στο εὔνους
τῶν αὐτῶν:
επιθετικός προσδ. στο κινδύνων
κινδύνων,
ὑμῖν:
αντικείμενα του απρμφ. μετέχειν
μοι: δοτ.
προσωπική κτητική
πλέον:
επιθετικός προσδ. στο μηδέν
παρὰ τὴν δόξαν:
εμπρόθ. προσδ. της εναντίωσης
ἀξιῶ δέ, ὦ βουλή,
ἐὰν
μέν... πλέον εἶναι· ἐὰν δέ...
χείρους εἶναι: τα
δημοκρατικά φρονήματα και οι αγώνες για τη δημοκρατία σε χαλεπούς καιρούς, όπως
την εποχή των Τριάκοντα, συγκινούσαν ιδιαίτερα τους Αθηναίους και έπαιζαν
καθοριστικό ρόλο στη δοκιμασία των αρχόντων. Δεν αρκούσε όμως μόνον η
δημοκρατική διαγωγή για την ανάληψη ενός δημόσιου αξιώματος. Έπρεπε ο
εκλεγμένος άρχοντας να διαθέτει και το κατάλληλο ήθος. Ο Μαντίθεος ζητά από
τους βουλευτές να εγκρίνουν την εκλογή του σε βουλευτή, μόνον εφόσον αποδείξει
ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις.
πρῶτον δὲ ἀποδείξω
ὡς οὐχ ἵππευον
οὔτ᾽ ἐπεδήμουν
ἐπὶ τῶν
τριάκοντα, οὐδὲ
μετέσχον τῆς τότε πολιτείας: ο
Μαντίθεος εκθέτει το εις βάρος του κατηγορητήριο, το οποίο θα αποδείξει ότι δεν
ευσταθεί.
Ασκήσεις
1.
Έργο του προοιμίου είναι η εύνοια, η πρόσεξις (προσοχή) και η ευμάθεια
(κατατόπιση). Πραγματώνεται το έργο αυτό στο συγκεκριμένο προοίμιο;
Το
προοίμιο αυτό είναι εξαιρετικά αριστοτεχνικό, καθώς επιτυγχάνει με ευσύνοπτο
τρόπο, όχι μόνο να κατατοπίσει τους ακροατές σχετικά με τη βασική κατηγορία που
έχει διατυπωθεί, αλλά και να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, και συνάμα να
δημιουργήσει μέσα από τη μεγάλη εμπιστοσύνη που δείχνει ο Μαντίθεος στην
αθωότητά του, τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ευνοϊκή τους στάση απέναντί
του.
Ειδικότερα,
διαπιστώνουμε πως ο Μαντίθεος προκειμένου να κερδίσει την εύνοια των ακροατών επιχειρεί
να τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση την εμπιστοσύνη που έχει στον εαυτό του και στην
αθωότητά του. Εμφανίζεται, έτσι, ως ένας άνθρωπος που δεν έχει να φοβηθεί
τίποτα, και δηλώνει μάλιστα πως όποιος μάθει τα πεπραγμένα της ζωής του, ακόμη
κι αν πρώτα τον έβλεπε αρνητικά, θ’ αλλάξει γνώμη και θα τον θεωρεί πλέον πολύ
καλύτερο. Κι είναι τέτοια η βεβαιότητα που έχει ο Μαντίθεος στην αθωότητα και
στο ήθος του, ώστε εμφανίζεται να χρωστά σχεδόν χάρη στους κατηγόρους του και
να τους είναι ευγνώμων για την ευκαιρία που του προσφέρουν να μιλήσει για τη
ζωή του. Συνάμα, πάντως, επισημαίνει πως γνωρίζει καλά τις δόλιες προθέσεις
αυτών που τον κατηγόρησαν, στοιχείο που υποδηλώνει αφενός την αντιληπτική
ικανότητα του ίδιου, αλλά και την αχρειότητα εκείνων. Επιπλέον, με τη
διαβεβαίωση που δίνει για τα δημοκρατικά του φρονήματα, αλλά και για τη
συμμετοχή του στους αγώνες που έδωσαν οι Αθηναίοι στις δύσκολες για τη
δημοκρατία εποχές, αγγίζει ένα θέμα που τους συγκινεί ιδιαίτερα. Τέλος,
ενισχύει την αρχική εντύπωση της πίστης που έχει στην αθωότητά του, όταν ζητά
από τους βουλευτές να εγκρίνουν την εκλογή του, μόνο εφόσον τους αποδείξει ότι
πληροί όλες τις προϋποθέσεις.
Σε
ό,τι αφορά την προσοχή, την πρόσεξιν, των ακροατών ο
Μαντίθεος αρχίζει το λόγο του μ’ έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο αφού εκφράζει,
έστω και υπό προϋποθέσεις, ευγνωμοσύνη στους κατηγόρους του. Κι ενώ θα περίμενε
κανείς αγανάκτηση από μέρους του για το άδικο της κατηγορίας, εκείνος δηλώνει
πως τους χρωστά χάρη γιατί του δίνουν την ευκαιρία να μιλήσει για όσα έχει
κάνει στη ζωή του, κι έτσι να φέρει με το μέρος του ακόμη και ανθρώπους που
μέχρι πρότινος ήταν εχθρικοί απέναντί του. Με την έντονη, μάλιστα,
αυτοπεποίθησή του και με την ελπίδα που εκφράζει ότι θα μεταστρέψει την εις
βάρος του δυσμενή εντύπωση, επιχειρεί να προϊδεάσει τους βουλευτές,
δημιουργώντας τους έτσι εύλογο ενδιαφέρον για όσα πρόκειται να εκθέσει στη
συνέχεια.
Σε
σχέση με την ευμάθεια (την κατατόπιση), ο Μαντίθεος δίνει απάντηση στην
κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του, πως είχε δηλαδή υπηρετήσει ως
ιππέας στα χρόνια των Τριάκοντα, λέγοντας πως απουσίαζε εκείνη την περίοδο από
την πόλη. Επίσης, διαβεβαιώνει τους βουλευτές πως δεν είχε καμία συμμετοχή στο
καθεστώς των Τριάκοντα, και πως ο ίδιος είναι δημοκράτης, έχοντας μάλιστα
συμμετάσχει μαζί με τους υπόλοιπους Αθηναίους στους κινδύνους που διέτρεξε η
πόλη τη δύσκολη εκείνη περίοδο. Συνάμα, ο Μαντίθεος φροντίζει να υποδείξει τα
μικροπρεπή κίνητρα των κατηγόρων του, οι οποίοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να τον
βλάψουν∙ καθώς και να τονίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη που έχει στον εαυτό του
και στις πράξεις του, μιας και μέσα από τα γεγονότα του παρελθόντος του θα
διαφανούν το ήθος και η ακεραιότητά του.
2.
Τι γνωρίζετε για τη δοκιμασία;
Η
δοκιμασία αποτελούσε βασικό θεσμό του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των
κλασικών χρόνων. Ήταν στην ουσία μια διαδικασία εξέτασης των αιρετών και
κληρωτών αρχόντων που διαπίστωνε αν πληρούνταν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για
την ανάληψη των καθηκόντων τους και αν ήσαν άξιοι για το αξίωμα που είχαν
κληθεί να αναλάβουν. Η δοκιμασία ήταν υποχρεωτική για τους εκλεγμένους
άρχοντες. Δεν μπορούσαν να ορκιστούν και να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, αν
προηγουμένως δεν είχαν υποβληθεί στη διαδικασία αυτή.
Πολλοί
μελετητές υποστηρίζουν ότι η δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Σόλωνα με σκοπό τον
παραμερισμό των αναξίων. Πειστικότερη όμως φαίνεται η άποψη του Hignett, ότι η
δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Κλεισθένη παράλληλα με τη δημιουργία της Βουλής
των Πεντακοσίων. Η δοκιμασία των εννέα αρχόντων και των Βουλευτών αρχικά
ελάμβανε χώρα μόνο ενώπιον της Βουλής, αργότερα όμως και ενώπιον του
δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και ασκούσαν έφεση
(Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία 55.2 και 45.3· Δημοσθένη, Προς Λεπτίνην 90).
Η
διαδικασία της δοκιμασίας είχε την εξής μορφή: Στην αρχή οι Βουλευτές της
απερχόμενης Βουλής υπέβαλλαν ορισμένες καθιερωμένες ερωτήσεις στον υποψήφιο
άρχοντα που αφορούσαν όλη τη ζωή του, ειδικότερα δε την καταγωγή του, για να
διαπιστωθεί αν ήταν Αθηναίος πολίτης (συγκεκριμένα αφορούσαν τα ονόματα
του πατέρα, της μητέρας, των δύο παππούδων, καθώς και τους δήμους από τους
οποίους κατάγονταν). Στη συνέχεια, έπρεπε να διαπιστωθεί αν σεβόταν τους γονείς
του και απέδιδε τις πρέπουσες τιμές στους τάφους τους· επίσης, αν είχε
εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πλήρωνε τακτικά τους φόρους και
λάτρευε τους θεούς της πόλης. Οι απαντήσεις του δοκιμαζόμενου έπρεπε να
επιβεβαιώνονται από μάρτυρες. Στη συνέχεια όποιος ήθελε μπορούσε να απευθύνει
κατά του εξεταζομένου κατηγορία, την οποία μπορούσε εκείνος να αντικρούσει με
επιχειρήματα. Μετά απ’ αυτό η Βουλή ή οι δικαστές αποφάσιζαν για την αποδοχή ή
την απόρριψή του. Η δοκιμασία δεν ήταν πάντοτε μια συνοπτική και τυπική
διαδικασία, αλλά μπορούσε να είναι περισσότερο λεπτομερής και χρονοβόρα, γιατί
μπορούσε να περιλάβει ένα ευρύτερο και εξονυχιστικότερο έλεγχο της
προσωπικότητας του δοκιμαζομένου, με σκοπό να διαπιστωθεί αν ήταν άξιος του
λειτουργήματος στο οποίο είχε αναδειχθεί.
3.
ὡς οὐκ ἵππευον
οὐδ᾽ ἐπεδήμουν
ἐπὶ τῶν
τριάκοντα, οὐδὲ
μετέσχον τῆς τότε πολιτείας: Να
αντικατασταθούν οι δευτερεύουσες προτάσεις με ισοδύναμες συντακτικά εκφράσεις.
Οι
τρεις ειδικές προτάσεις λειτουργούν ως αντικείμενα του ρήματος της κύριας
πρότασης ἀποδείξω. Οι ισοδύναμες εκφράσεις της
ειδικής πρότασης είναι η κατηγορηματική μετοχή και το ειδικό απαρέμφατο.
Το
ρήμα ἀποδείκνυμι
συντάσσεται με κατηγορηματική μετοχή, οπότε οι προτάσεις μπορούν να λάβουν την
εξής μορφή:
α) ἀποδείξω
οὐχ ἵππευων
οὔδ᾽ ἐπιδημῶν ἐπὶ τῶν
τριάκοντα, οὐδὲ
μετασχών τῆς τότε πολιτείας [αν οι κατηγορηματικές
μετοχές λάβουν το ίδιο υποκείμενο με αυτό του ρήματος, δηλαδή το ἐγώ]
β) ἀποδείξω
ἐμαυτόν
οὐχ ἱππεύοντα
οὔδ᾽ ἐπιδημοῦντα ἐπὶ τῶν
τριάκοντα, οὐδὲ
μετασχόντα τῆς τότε πολιτείας [αν οι κατηγορηματικές
μετοχές λάβουν ως υποκείμενό τους το αντικείμενο του ρήματος, ἐμαυτόν]
4.
Να αναγνωρισθούν οι φανεροί και κρυφοί υποθετικοί λόγοι του κειμένου.
α) Εἰ μὴ συνῄδη → πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν εἶχον: Υποθετικός λόγος που
δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού. εἰ +
οριστική ιστορικού χρόνου → δυνητική οριστική (εἰ +
οριστική Παρατατικού → οριστική Παρατατικού).
β) οἵτινες ἂν αὐτοὺς ἀναγκάζωσιν → τούτους εἶναι μεγίστων
ἀγαθῶν αἰτίους: Λανθάνων και εξαρτημένος υποθετικός
λόγος που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και το μέλλον.
ἐάν
τινες ἀναγκάζωσιν → εἰσί (ἐάν +
υποτακτική → οριστική ενεστώτα)
Ο
υποθετικός λόγος είναι λανθάνων, αφού η υπόθεσή του εντοπίζεται σε μια
αναφορικοϋποθετική πρόταση, και εξαρτημένος αφού εξαρτάται από το ρήμα της
κύριας πρότασης ἡγοῦμαι.
γ) καὶ εἴ τις
πρός με τυγχάνει ἀηδῶς [ἢ κακῶς]
διακείμενος → μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω
με εἰς τὸν λοιπὸν
χρόνον ἡγήσεσθαι:
Λανθάνων και εξαρτημένος υποθετικός λόγος που δηλώνει το πραγματικό.
εἴ
τυγχάνει → μεταμελήσει - ἡγήσεται (εἰ +
οριστική ενεστώτα → οποιαδήποτε έγκλιση (οριστική μέλλοντα))
Ο
υποθετικός λόγος είναι λανθάνων αφού η υπόθεσή του εντοπίζεται στη δευτερεύουσα
παραχωρητική πρόταση, και εξαρτημένος αφού τα ειδικά απαρέμφατα που αποτελούν
την απόδοσή του λειτουργούν ως αντικείμενα του ρήματος ἐλπίζω
και εξαρτώνται από αυτό.
δ) ἐπειδὰν ἐμοῦ
λέγοντος ἀκούσῃ → μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω
με εἰς τὸν λοιπὸν
χρόνον ἡγήσεσθαι:
Λανθάνων και εξαρτημένος υποθετικός λόγος που δηλώνει το προσδοκώμενο.
ἐάν ἀκούσῃ → μεταμελήσει - ἡγήσεται
(ἐάν +
υποτακτική → οριστική μέλλοντα)
Ο
υποθετικός λόγος είναι λανθάνων αφού η υπόθεσή του εντοπίζεται στη δευτερεύουσα
χρονικοϋποθετική πρόταση, και εξαρτημένος αφού τα ειδικά απαρέμφατα που
αποτελούν την απόδοσή του λειτουργούν ως αντικείμενα του ρήματος ἐλπίζω
και εξαρτώνται από αυτό.
ε) ἐὰν μὲν τοῦτο
μόνον ὑμῖν ἐπιδείξω → μηδέν πώ μοι πλέον εἶναι:
Εξαρτημένος υποθετικός λόγος που δηλώνει το προσδοκώμενο.
ἐὰν ἐπιδείξω → ἔστω (ἐὰν +
υποτακτική → προστακτική ενεστώτα (μελλοντική έκφραση))
Ο
υποθετικός λόγος είναι εξαρτημένος αφού το τελικό απαρέμφατο που συνιστά την
απόδοσή του εξαρτάται από το ρήμα της κύριας πρότασης ἀξιῶ.
στ) ἐὰν δὲ φαίνωμαι → ἐμὲ μὲν δοκιμάζειν,
τούτους δὲ ἡγεῖσθαι:
Εξαρτημένος υποθετικός λόγος που δηλώνει το προσδοκώμενο.
ἐὰν
φαίνωμαι → δοκιμάζετε - ἡγεῖσθε (ἐὰν +
υποτακτική → προστακτικές ενεστώτα (μελλοντικές εκφράσεις)).
Ο
υποθετικός λόγος είναι εξαρτημένος αφού τα τελικά απαρέμφατα που συνιστούν την
απόδοσή του εξαρτώνται από το ρήμα της κύριας πρότασης δέομαι.
5.
Να υπογραμμίσετε τη σωστή απάντηση αιτιολογώντας την.
Η μετοχή λέγοντος είναι:
α. συνημμένη
β. απόλυτη
Η
μετοχή λέγοντος (ἐπειδὰν ἐμοῦ
λέγοντος ἀκούσῃ περὶ τῶν
πεπραγμένων) είναι συνημμένη, καθώς υποκείμενό της -το οποίο ακολουθεί ως προς
την πτώση- είναι το ἐμοῦ, το
οποίο λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος της πρότασης.
[Όταν
το υποκείμενο της μετοχής είναι ένας από τους όρους της πρότασης, τότε η μετοχή
λέγεται συνημμένη.]
6.
Τα επίθετα του κειμένου να αντικατασταθούν στους άλλους βαθμούς.
πολλήν:
αιτιατική ενικού, θηλυκού γένους, θετικού βαθμού του ανώμαλου επιθέτου πολύς,
πολλή, πολύ.
Θ.
πολλήν. Σ. πλείονα & πλείω / πλέονα & πλέω Υ. πλείστην
μεγίστων:
γενική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, υπερθετικού βαθμού του ανώμαλου επιθέτου
μέγας, μεγάλη, μέγα.
Θ.
μεγάλων Σ. μειζόνων Υ. μεγίστων
αἰτίους:
αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους, θετικού βαθμού του επιθέτου αἴτιος, αἰτία, αἴτιον
Θ.
αἰτίους
Σ. αἰτιωτέρους
Υ. αἰτιωτάτους
βελτίω:
αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους, συγκριτικού βαθμού, του επιθέτου ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν
[ο τύπος βελτίω της αιτιατικής είναι ο δεύτερος τύπος, χρησιμοποιείται στη θέση
του βελτίονα]
Θ.
ἀγαθόν
Σ.
βελτίονα & βελτίω (ἀμείνονα & ἀμείνω,
κρείττονα & κρείτω, λῴονα & λῴω)
Υ.
βέλτιστον (ἄριστον, κράτιστον, λῷστον)
εὔνους:
ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους, θετικού βαθμού του επιθέτου εὔνους, εὔνους, εὔνουν
Θ.
εὔνους Σ.
εὐνούστερος
Υ. εὐνούστατος
πλέον:
αιτιατική ενικού, ουδετέρου γένους, συγκριτικού βαθμού του ανώμαλου επιθέτου
πολύς, πολλή, πολύ
Θ.
πολύ Σ. πλέον & πλεῖν Υ. πλεῖστον
χείρους:
αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους, συγκριτικού βαθμού του επιθέτου κακός,
κακή, κακόν
Θ.
κακούς
Σ.
χείρους & χείρονας (κακίονας & κακίους)
Σ.
χειρίστους (κακίστους)
7.
συνῄδη, μετέσχον: α)
το πρώτο να κλιθεί και το δεύτερο να αντικατασταθεί εγκλιτικά στο β' ενικό και
γ' πληθυντικό πρόσωπο·
συνῄδη =
α΄ ενικό πρόσωπο, οριστικής Υπερσυντελίκου με σημασία Παρατατικού του ρήματος
συνοίδα (Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα).
Παρατατικός
συνῄδη συνῄδειν
συνῄδησθα
συνῄδεις
συνῄδειν
συνῄδει
συνῇσμεν
συνῄδεμεν
συνῇστε
συνῄδετε
συνῇσαν
συνῄδεσαν
μετέσχον: α΄
ενικό πρόσωπο, οριστικής Αορίστου Β΄ του ρήματος μετέχω (ενεργητική φωνή).
Οριστική:
μετέσχες
μετέσχον
Υποτακτική:
μετάσχῃς μετάσχωσι(ν)
Ευκτική:
μετάσχοις
μετάσχοιεν
Προστακτική:
μετάσχες μετασχόντων ή μετασχέτωσαν
Προσοχή: Στα
σύνθετα ρήματα η Υποτακτική και η Ευκτική τείνουν να διατηρούν τον τόνο των
απλών ρημάτων (θῶμεν - ἀποθῶμεν), εκτός
από την Υποτακτική και Ευκτική Αορίστου Β΄ των ρημάτων ἔχω και ἕπομαι (σχῶ -
παράσχω), που ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα όταν πρόκειται για
λήγουσα μακρά και στην πρόπαραλήγουσα όταν υπάρχει λήγουσα βραχεία.
Ο
αόριστος β΄ του ρήματος ἔσχον (υποτ. σχῶ, σχῇς, σχῇ κτλ., ευκτ.
σχοίην, σχοίης, σχοίη κτλ., όταν όμως είναι σύνθετο:
παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι κτλ., προστ., σχές, απαρ. σχεῖν, μετ.
σχών, σχοῦσα, σχόν)
β)
να γραφούν τα ομόρριζά τους στη ν.ε.
συνῄδη:
συνείδηση, συνειδητός, ασυνείδητος, υποσυνείδητο, ενσυνείδητος, ευσυνείδητος,
ευσυνειδησία, συνειδησιακός, συνειδητοποιώ, συνειδητότητα, το συνειδός (= η
συνείδηση).
μετέσχον:
μετέχω, μετοχή, μέτοχος, συμμετέχω, συμμετοχή, μέθεξη, μετασχηματίζω,
μετασχηματισμός, μετασχηματιστής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου