Nikolay Tikhomirov
Απαντήσεις στα θέματα των Αρχαίων
Ελληνικών – Πανελλήνιες 2014
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΑ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ
ΜΑΘΗΜΑ:
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Διδαγμένο κείμενο
Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια (Β1,1-4)
∆ιττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους
περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἂλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)· τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι
γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα
σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
Α1. Από το παραπάνω κείμενο να γράψετε
στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «Οὔτ’ ἄρα φύσει... τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι».
Μονάδες 10
Μετάφραση:
Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και
αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από τη
φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό. Ακόμα,
όσες ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και
ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που φαίνεται στις
αισθήσεις μας· γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής),
επειδή είδαμε πολλές φορές ή ακούσαμε πολλές φορές, αλλά αντίθετα τις
χρησιμοποιήσαμε, επειδή τις έχουμε ήδη, και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει
και ξανακάνει χρήση τους)· τις (ηθικές) αρετές όμως τις αποκτούμε, αφού πρώτα
προβήκαμε σε ενέργειες άσκησης , όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες·
γιατί όσα πρέπει να κάνουμε, αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα·
για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται με το να χτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το
να παίζουν κιθάρα· με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας
δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες
πράξεις.
Β1. Ποια είναι, κατά τον Αριστοτέλη, τα
είδη της αρετής; (μονάδες 5). Με ποιον τρόπο κατακτάται καθεμία (μονάδες 5) και
ποιος έχει την κύρια ευθύνη για τη μετάδοση ή την απόκτησή τους; (μονάδες 5)
Μονάδες 15
Με βάση την τριμερή διάκριση της ψυχής
που έχει προηγηθεί (το καθαρά ἄλογον μέρος,
το καθαρά λόγον ἔχον μέρος και το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο αν και ανήκει στο ἄλογον μέρος της ψυχής μετέχει εντούτοις και στο λόγον ἔχον μέρος της) ο Αριστοτέλης προχωρά
και στη διάκριση των αρετών. Από τα τρία μέρη της ψυχής στη διαμόρφωση των
αρετών μετέχουν μόνο τα δύο, καθώς το καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάπτυξη του
οργανισμού μέσω της διατροφής∙ έχει να κάνει δηλαδή με τη βιολογική υπόσταση
του ατόμου και άρα δε σχετίζεται με την ηθική του πλευρά, η οποία απαιτεί
έλλογες διαδικασίες για να διαμορφωθεί.
Οι αρετές, λοιπόν, διακρίνονται από τον
Αριστοτέλη σε διανοητικές και ηθικές, εκ των οποίων οι πρώτες σχετίζονται με το
το καθαρά λόγον ἔχον μέρος της ψυχής, ενώ οι δεύτερες με
το ἐπιθυμητικὸν.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η έννοια της
αρετής δεν έχει αμιγώς ηθικό χαρακτήρα, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αλλά
υποδηλώνει την υπεροχή, την τελειότητα σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης
προσωπικότητας, δραστηριότητας ή τέχνης.
Οι διανοητικές αρετές σχετίζονται με
την αντιληπτική ικανότητα, τις λογικές διεργασίες και την καθαρά πνευματική
λειτουργία ενός ανθρώπου, γι’ αυτό και αντιστοιχούν στο έλλογο μέρος της ψυχής.
Η σοφία, η οξύνοια, η «σύνεσις» (την οποία αναφέρει ο Αριστοτέλης στο πρώτο
βιβλίο, και η οποία υποδηλώνει την ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και
να κατανοεί), η φρόνηση (λέξη που υποδηλώνει τη λογική σκέψη) είναι αυτές που
αποκαλούμε διανοητικές αρετές.
Οι ηθικές αρετές σχετίζονται με το
χαρακτήρα του ανθρώπου, με τη συμπεριφορά του κι είναι αυτές που στοιχειοθετούν
ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως ήθος ενός ανθρώπου. Η ανδρεία, η γενναιοδωρία, το
αίσθημα της δικαιοσύνης, η σωφροσύνη (με την έννοια της συμπεριφοράς που
διατηρεί το μέτρο) αποτελούν αρετές που δεν ελέγχονται πλήρως από το λογικό
μέρος της ψυχής. Η γενναιότητα, για παράδειγμα, ενός ανθρώπου δεν αποτελεί
έκφανση της διάνοιάς του και δεν προκύπτει απόλυτα ως προϊόν λογικής σκέψης,
είναι περισσότερο μια κατάσταση στην οποία μετέχει μόνο ως ένα βαθμό το έλλογο
μέρος της ψυχής.
Η ανάπτυξη των αρετών προϋποθέτει τη
συνειδητή προσπάθεια και την καθοδήγηση του ατόμου, καθώς αυτές δεν υπάρχουν εκ
φύσεως στον άνθρωπο. Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα
να δεχτεί τις αρετές, να τις αποκτήσει και να τις εξελίξει, αλλά δεν του
παρέχονται ως έτοιμα και σε πλήρη ανάπτυξη στοιχεία.
Ειδικότερα, οι διανοητικές αρετές
χρωστούν κατά κύριο λόγο -όχι, επομένως, αποκλειστικά- τη γένεση και την αύξησή
τους στη διδασκαλία, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος για την πληρέστερη
ανάπτυξή τους. Είναι εύλογο πως η διαδικασία εξέλιξης των διανοητικών αρετών,
της σοφίας δηλαδή και της γενικότερης ευφυΐας ενός ανθρώπου, προϋποθέτει μια
συνεχή και αδιάκοπη προσπάθεια μέσω της διδασκαλίας, της μελέτης και της
εξάσκησης. Δεν υπάρχει, βέβαια, στην πραγματικότητα κάποιο σημείο πλήρους και
οριστικής ανάπτυξής τους, εφόσον το άτομο μπορεί δυνητικά να μαθαίνει νέα
πράγματα και να διευρύνει την αντιληπτική του ικανότητα καθ’ όλη τη διάρκεια
της ζωής του.
Οι ηθικές αρετές από την άλλη
σχετίζονται περισσότερο με μια διαδικασία συνήθειας, μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο
ζωής κατά τον οποίο το άτομο θα πρέπει να επιλέγει διαρκώς -κάποτε ίσως και
αντίθετα προς τις βαθύτερες επιθυμίες του- τις ενάρετες πράξεις, την ηθική σκέψη,
τη γενναιότητα και ούτω καθεξής. Οι ηθικές αρετές δε γίνονται κτήμα του
ανθρώπου μέσω της διδασκαλίας, απαιτούν τη συνεχή θέληση και πάλη του ανθρώπου
να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στον εαυτό του, ώστε μέσω της διαρκούς επιλογής
-μέσω της συνήθειας- να κατευθυνθεί προς αυτές. Έτσι, ενώ για την κατάκτηση των
διανοητικών αρετών ο άνθρωπος έχει τη βοήθεια και την καθοδήγηση του δασκάλου,
για την απόκτηση και τη διαρκή υιοθέτηση των ηθικών αρετών οφείλει να βασιστεί
κατά κύριο λόγο στον εαυτό του.
Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο
Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας ετυμολογικά τη λέξη ηθική, αυτή ελάχιστα
παρεκκλίνει από τη λέξη ἔθος
(συνήθεια). Μια γλωσσολογική παρατήρηση η οποία υποδεικνύει την ιδιαίτερη
σύνδεση της ηθικής αρετής με τη συνήθεια, με το ἔθος, καθώς όπως σε γλωσσικό επίπεδο η λέξη ηθική -κατ’ αρχάς η
λέξη ἦθος- προκύπτει από το ἔθος, του οποίου είναι εκτεταμένος
τύπος, έτσι και σε εννοιολογικό επίπεδο η ηθική -το ήθος, ο χαρακτήρας ενός
ανθρώπου- προκύπτει ως αποτέλεσμα του έθους, της συνήθειας.
Και απαιτείται η συνήθεια για τη
διαμόρφωση και την παγίωση του ήθους ενός ανθρώπου, καθώς το να κάνει κάποιος
μια ηθική πράξη για μια μόνο φορά ή για λίγες φορές δεν του αποδίδει και την
αντίστοιχη αρετή. Δίκαιος δεν είναι ο άνθρωπος που θα φανεί τέτοιος μόνο μια
φορά ή επιλεκτικά κάποιες φορές∙ δίκαιος είναι ο άνθρωπος που κάθε φορά θα
κινείται και θα πράττει με βάση το αίσθημα του δικαίου. Η ανάγκη, ωστόσο, της
κατ’ επανάληψη επιλογής του ηθικού τρόπου εμπεριέχει ιδιαίτερη δυσκολία, κυρίως
γιατί η ηθική του ατόμου αντλείται από το μέρος εκείνο της ψυχής, το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από τη λογική.
Β2. «τὰς δ’ ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον»: Πώς οδηγείται ο
Αριστοτέλης σε αυτή τη θέση (μονάδες 5) και πώς την τεκμηριώνει; (μονάδες 10). Μονάδες 15
Ο Αριστοτέλης φτάνει στο συμπέρασμα πως
αποκτούμε τις ηθικές αρετές, αφού τις εξασκήσουμε πρώτα, κάνοντας μια σαφή
διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνες τις αρετές που είναι εγγενείς (ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται) -και άρα δεν απαιτούν
κάποια προσπάθεια από τη μεριά του ατόμου-, και σ’ εκείνες που χρήζουν
συνειδητής προσπάθειας προκειμένου να αποτελέσουν σταθερό στοιχείο της
προσωπικότητας του ανθρώπου. Στις δεύτερες ανήκουν ξεκάθαρα οι ηθικές αρετές,
οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της φύσης του ανθρώπου, έστω κι αν δεν
αντιτίθενται σε αυτήν. Ο όλος συλλογισμός του φιλοσόφου βασίζεται, λοιπόν, στην
αντίθεση ανάμεσα στις ιδιότητες που ενυπάρχουν στο άτομο και στις ποιότητες που
αποκτά στην πορεία.
Έμφαση, βέβαια, δίνεται στα
χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπου, των οποίων η
δυνατότητα πραγμάτωσης ενυπάρχει εκ γενετής στην ανθρώπινη φύση (τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα),
κι η πραγμάτωσή τους έπεται κατά τρόπο φυσικό (ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν). Ας προσεχθεί πως είναι
θεμελιώδης στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη η διάκριση -συχνά αντιθετική- των
εννοιών δύναμις και ἐνέργεια.
Δύναμις είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει
κάτι, ενώ η ἐνέργεια είναι η πραγμάτωση αυτής της
δυνατότητας. Γενικά ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η δεύτερη έχει μεγαλύτερη αξία από
την πρώτη. Εδώ συνδέει τὰς δυνάμεις
με το πρότερον και τὰς ἐνεργείας με το ὕστερον, εννοώντας ότι αἱ δυνάμεις έχουν χρονική μόνο
προτεραιότητα έναντι τῶν ἐνεργειῶν.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί, λοιπόν, ότι οι
ηθικές αρετές δεν υπάρχουν εγγενώς στον άνθρωπο, αλλά πως έχουμε από τη φύση
την ιδιότητα να τις δεχτούμε και πως γινόμαστε τέλειοι μόνο με τον εθισμό. Σε
αντίθεση με τις φυσικές ιδιότητες -αισθήσεις-, όπως είναι η όραση ή η ακοή, όπου
η άσκηση της ιδιότητας γίνεται καθώς ενυπάρχει ήδη η ικανότητα αυτή στον
άνθρωπο, οι ηθικές αρετές αποκτώνται μόνο αφού πρώτα το άτομο προβεί στις
ανάλογες ενέργειες και συνηθίσει να φέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Προκειμένου,
μάλιστα, να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή, προχωρά στην παράθεση παραδειγμάτων
κι από μια άλλη πτυχή επίκτητων στοιχείων, των τεχνικών δηλαδή γνώσεων, που
αποκτά ο άνθρωπος μέσα από συνεχή προσπάθεια και εξάσκηση. Όπως, λοιπόν, ένας
οικοδόμος μαθαίνει την τέχνη του και γίνεται καλός με το να χτίζει ή όπως ένας
κιθαριστής μαθαίνει με το να παίζει κιθάρα, έτσι και ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος
με το να προβαίνει σε δίκαιες πράξεις. Την ίδια άποψη, μάλιστα, ότι δηλαδή η
τέχνη κατακτάται με την εξάσκηση, τη συναντάμε και στον Πλάτωνα, ο οποίος λέει
ότι και το παιδικό παιχνίδι είναι μια μορφή εξάσκησης για την τέχνη που το
παιδί προορίζεται να ασκήσει στο μέλλον. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν γεννιέται
δίκαιος ή ανδρείος, αλλά αποκτά και θεμελιώνει αυτές τις αρετές, αν συνηθίσει
από νωρίς να δρα δίκαια και ανδρεία.
Β3. Ποια είναι η τριμερής «διαίρεση»
της ψυχής, κατά τον Αριστοτέλη, και πώς σχετίζεται αυτή με τις ανθρώπινες
αρετές;
Μονάδες 10
Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο
Αριστοτέλης, αποτελείται κατ' αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο
άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική
του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η
αρχική όμως αυτή διμερής "διαίρεση" κατέληξε σε μια τριμερή
"διαίρεση", αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά
λόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που
μετέχει και του ἀλόγου και του λόγον ἔχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο,
είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και
άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές
που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που
αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας
αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να
διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές.
Β4. Για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις
του κειμένου, να γράψετε ένα ομόρριζο ουσιαστικό και ένα ομόρριζο επίθετο της
νέας ελληνικής, απλό ή σύνθετο. οὔσης, ἔσχηκε, πεφυκότων, χρησάμενοι,
μανθάνομεν.
Μονάδες 10
ἔσχηκε → σχήμα – σχετικός
πεφυκότων → φύση – αφύσικος
χρησάμενοι → χρήμα – εύχρηστος
μανθάνομεν → μάθημα – μαθησιακός
Γ. Αδίδακτο κείμενο ’Ισοκράτους Ἀρχίδαμος, 103-105
Οἶμαι γὰρ ὑμᾶς οὐκ ἀγνοεῖν, ὅτι πολλαὶ πράξεις ἤδη τοιαῦται γεγόνασιν, ἃς ἐν ἀρχῇ μὲν ἅπαντες ὑπέλαβον εἶναι συμφοράς, καὶ τοῖς παθοῦσι συνηχθέσθησαν, ὕστερον δὲ τὰς αὐτὰς ταύτας ἔγνωσαν μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίας γεγενημένας. Καὶ τί δεῖ τὰ πόρρω λέγειν; Ἀλλὰ καὶ νῦν τὰς πόλεις τάς γε πρωτευούσας, λέγω δὲ τὴν Ἀθηναίων καὶ Θηβαίων, εὕροιμεν ἂν οὐκ ἐκ τῆς εἰρήνης μεγάλην ἐπίδοσιν
λαβούσας, ἀλλ’ ἐξ ὧν ἐν τῷ πολέμῳ προδυστυχήσασαι πάλιν αὑτὰς ἀνέλαβον, ἐκ δὲ τούτων τὴν μὲν ἡγεμόνα τῶν Ἑλλήνων
καταστᾶσαν, τὴν δ’ ἐν τῷ παρόντι τηλικαύτην γεγενημένην, ὅσην οὐδεὶς πώποτ’ ἔσεσθαι προσεδόκησεν· αἱ γὰρ ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀγώνων
γίγνεσθαι φιλοῦσιν.
συνάχθομαι: συμπονώ, συμπάσχω
Γ1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τη
μετάφραση του παραπάνω κειμένου.
Μονάδες 20
Μετάφραση:
Γιατί νομίζω ότι εσείς γνωρίζετε καλά
ότι έχουν ήδη συμβεί πολλά τέτοια περιστατικά, τα οποία στην αρχή όλοι τα
εξέλαβαν ως συμφορές, και λυπόντουσαν μαζί με αυτούς που τους συνέβησαν, ύστερα
όμως αντιλήφθηκαν πως αυτά τα ίδια είχαν γίνει αιτία για τα μεγαλύτερα οφέλη.
Και γιατί πρέπει να μιλήσω για τα μακρινά; Αλλά και τώρα οι σημαντικότερες
πόλεις, αναφέρομαι στην πόλη των Αθηναίων και των Θηβαίων, μπορούμε να
διαπιστώσουμε ότι προόδευσαν όχι εξαιτίας της ειρήνης, αλλά εξαιτίας των
ατυχιών κατά τον πόλεμο τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν και χάρη στις οποίες
κατόρθωσαν να επανορθωθούν. Από αυτές, μάλιστα, η μία έγινε ηγεμόνας των
υπόλοιπων Ελλήνων, ενώ η άλλη έχει γίνει τόσο μεγάλη σήμερα, όσο κανείς ποτέ
δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα γίνει. Γιατί οι διακρίσεις και οι δόξες
συνήθως δεν αποκτώνται με την ησυχία, αλλά με τους αγώνες.
Γ2. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον
τύπο που ζητείται για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις:
ὑμᾶς: την
αιτιατική ενικού αριθμού στο γ΄ πρόσωπο → ἕ
πόρρω: τον υπερθετικό βαθμό → πορρωτάτω
ἀγαθῶν: το επίρρημα στον θετικό βαθμό → εὖ
ἡγεμόνα: τη δοτική πληθυντικού αριθμού → ἡγεμόσι(ν)
οἶμαι: το
γ΄ ενικό πρόσωπο του παρατατικού → ᾤετο
ὑπέλαβον: το απαρέμφατο του παρακειμένου στην
παθητική φωνή → ὑπειλῆφθαι
τοῖς παθοῦσι: τον ίδιο τύπο στον μέλλοντα → τοῖς πεισομένοις
ἔγνωσαν: το γ΄ ενικό πρόσωπο της ευκτικής στον
ίδιο χρόνο → γνοίη
καταστᾶσαν: το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής στον ίδιο χρόνο και
στην ίδια φωνή. → κατάστηθι
Γ3α. Να γίνει πλήρης συντακτική
αναγνώριση των παρακάτω τύπων: ὑμᾶς, συμφοράς, τοῖς παθοῦσι, τί, λαβούσας, ἡγεμόνα.
(μονάδες 6)
ὑμᾶς → Υποκείμενο απαρεμφάτου ἀγνοεῖν σε αιτιατική πτώση καθώς έχουμε ετεροπροσωπία εφόσον υποκείμενο
του ρήματος είναι το ἐγώ
συμφοράς → Κατηγορούμενο στο υποκείμενο του απαρεμφάτου εἶναι (ἃς)
τοῖς παθοῦσι → Επιθετική μετοχή (με υποκείμενο το άρθρο της) ως αντικείμενο στο
ρήμα συνηχθέσθησαν
τί → Απρόθετη αιτιατική της αιτίας
λαβούσας → Κατηγορηματική μετοχή στο αντικείμενο (πόλεις) μέσω του ρήματος εὕροιμεν ἂν
ἡγεμόνα → Κατηγορούμενο στο τὴν μὲν μέσω της μετοχής καταστᾶσαν
Γ3β. «αἱ γὰρ ἐπιφάνειαι
καὶ λαμπρότητες οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀγώνων γίγνεσθαι φιλοῦσιν»:
Να μεταφέρετε την παραπάνω πρόταση στον
πλάγιο λόγο, και με τους δύο τρόπους, με εξάρτηση από τη φράση: «Ὁ ῥήτωρ εἶπεν».
(μονάδες 4)
Μονάδες 10
Ὁ ῥήτωρ εἶπεν τας γὰρ ἐπιφανείας καὶ λαμπρότητας οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀγώνων
γίγνεσθαι φιλεῖν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου