Phil Bongiorno
Αρχαία
Γ΄ Γυμνασίου: Ενότητα 9 (μετάφραση –
συντακτική ανάλυση – ασκήσεις σχολικού)
Οι νόμοι επισκέπτονται τον Σωκράτη στη
φυλακή
Στο έργο του Κρίτων ο Πλάτων
παρουσιάζει τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Σωκράτης αποκρούοντας τις προτάσεις
των φίλων του να δραπετεύσει πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής που του
επιβλήθηκε από το δικαστήριο της Ηλιαίας (399 π.Χ.). Η κατηγορία που οδήγησε
τον Σωκράτη στην καταδίκη ήταν ότι πίστευε σε άλλους θεούς από εκείνους που
τιμούσε η πόλη του και ότι διέφθειρε τους νέους. Η δικαιολόγηση της άρνησής του
να δραπετεύσει ήταν δύσκολη, καθώς οι φίλοι του υποστήριζαν ότι η δραπέτευσή
του δε θα αποτελούσε αδικία αλλά θεραπεία μιας αδικίας. Στο απόσπασμα που
ακολουθεί ο Σωκράτης παρουσιάζει τους νόμους προσωποποιημένους να του
υποβάλλουν ερωτήματα σχετικά με τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης δραπέτευσής του.
Eἰ μέλλουσιν ἡμῖν ἐνθένδε εἴτε ἀποδιδράσκειν, εἴθ’ ὅπως δεῖ ὀνομάσαι τοῦτο, ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο· Εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, τί ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν; Ἄλλο τι ἢ τούτῳ τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς διανοῇ τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος; Ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι, ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται; Τί ἐροῦμεν, ὦ Κρίτων, πρὸς ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα; Πολλὰ γὰρ ἄν τις ἔχοι, ἄλλως τε καὶ ῥήτωρ, εἰπεῖν ὑπὲρ τούτου τοῦ νόμου ἀπολλυμένου ὃς τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάττει κυρίας εἶναι. Ἢ ἐροῦμεν πρὸς αὐτοὺς ὅτι «Ἠδίκει γὰρ ἡμᾶς ἡ πόλις καὶ οὐκ ὀρθῶς τὴν δίκην ἔκρινεν;» Ταῦτα ἢ τί ἐροῦμεν;
Πλάτων, Κρίτων 50a-c
Μετάφραση
Εάν, ενώ σκοπεύουμε εμείς είτε να
αποδράσουμε από εδώ, είτε όπως αλλιώς πρέπει να το ονομάσουμε αυτό, αφού έρθουν
οι νόμοι και το σύνολο των πολιτών και αφού σταθούν μπροστά μας, ρωτήσουν: Πες
μου, Σωκράτη, τι έχεις κατά νου να πράξεις; Κάτι άλλο ή με αυτή την πράξη που
επιχειρείς σκέφτεσαι να καταστρέψεις κι εμάς τους νόμους κι όλη την πόλη όσο
εξαρτάται από σένα; Ή σου φαίνεται δυνατό να υπάρχει ακόμη εκείνη η πόλη, και
να μην έχει καταλυθεί, στην οποία οι δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν καμία ισχύ
αλλά καθίστανται άκυρες και καταστρέφονται από τους απλούς πολίτες; Τι θα
πούμε, Κρίτωνα, σε αυτά και σε άλλα παρόμοια; Γιατί πολλά θα μπορούσε να πει κανείς,
κι ιδίως ένας ρήτορας, προς υπεράσπιση αυτού του νόμου, που κινδυνεύει να
καταλυθεί, ο οποίος προστάζει να είναι έγκυρες οι δικαστικές αποφάσεις. Ή θα
πούμε σε αυτούς ότι: «Μας αδίκησε η πόλη και δεν έκρινε σωστά τη δίκη;» Αυτά ή
τι άλλο θα πούμε;
Συντακτική
ανάλυση
-
Eἰ
μέλλουσιν ἡμῖν ἐνθένδε
εἴτε ἀποδιδράσκειν, εἴθ’..., ἐλθόντες
οἱ
νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο:
Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση.
ἔροιντο: Ρήμα.
οἱ νόμοι καὶ τὸ
κοινὸν: Υποκείμενα ρήματος καθώς και των
χρονικών μετοχών ἐπιστάντες,
ἐλθόντες.
τῆς πόλεως: Γενική κτητική στη λέξη τὸ κοινὸν.
μέλλουσιν: Χρονική μετοχή.
ἡμῖν: Υποκείμενο της μετοχής μέλλουσιν, και παράλληλα
αντικείμενο της μετοχής ἐπιστάντες.
ἐνθένδε: Επιρρηματικός προσδιορισμός που
δηλώνει την κίνηση από τόπο.
ἀποδιδράσκειν: Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο της
μετοχής μέλλουσιν. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται (σε αιτιατική λόγω
ετεροπροσωπίας) το ἡμᾶς.
Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση σχηματίζει
υποθετικό λόγω, με απόδοση το ἐροῦμεν,
που δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος.
Υπόθεση: εἰ + ευκτική (εἰ ἔροιντο)
Απόδοση: Οριστική αρκτικού χρόνου (ἐροῦμεν, οριστική μέλλοντα)
-
ὅπως
δεῖ ὀνομάσαι τοῦτο:
Δευτερεύουσα αναφορική παραβολική πρόταση που εκφράζει τρόπο.
δεῖ: Ρήμα (απρόσωπο).
ὀνομάσαι: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο του
απρόσωπου ρήματος. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται
(σε αιτιατική λόγω ετεροπροσωπίας) το ἡμᾶς.
τοῦτο: Αντικείμενο του απαρεμφάτου ὀνομάσαι.
ὅπως: Επιρρηματικός προσδιορισμός του
τρόπου.
-
Εἰπέ
μοι, ὦ
Σώκρατες,:
Κύρια πρόταση επιθυμίας.
Εἰπέ: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το σύ.
μοι: Αντικείμενο ρήματος.
ὦ
Σώκρατες: Κλητική προσφώνηση.
-
τί ἐν νῷ ἔχεις
ποιεῖν;
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση, μερικής αγνοίας.
ἔχεις: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος
εννοείται το σύ.
ποιεῖν: Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο του ρήματος. Ως
υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται, λόγω ταυτοπροσωπίας, το σύ.
τί: Σύστοιχο αντικείμενο απαρεμφάτου ποιεῖν.
ἐν νῷ: Εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει τόπο.
-
Ἄλλο
τι ἢ
τούτῳ τῷ ἔργῳ τούς τε νόμους ἡμᾶς καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν
μέρος;
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση, διμελής. Το πρώτο μέλος της πρότασης είναι
ελλειπτικό, και θα μπορούσε να συμπληρωθεί ως εξής: Ἄλλο τι (ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν).
Ἄλλο: Επιθετικός προσδιορισμός στο τι.
τι: Σύστοιχο αντικείμενο του εννοούμενου
απαρεμφάτου ποιεῖν.
διανοῇ: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το σύ.
ἀπολέσαι: Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο του
ρήματος. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται, λόγω ταυτοπροσωπίας, το σύ.
τούς
νόμους: Αντικείμενο του
απαρεμφάτου ἀπολέσαι.
ἡμᾶς: Παράθεση στο τούς νόμους.
τὴν πόλιν: Αντικείμενο του απαρεμφάτου ἀπολέσαι.
σύμπασαν: Κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τὴν πόλιν.
τῷ ἔργῳ: Δοτική του μέσου.
τούτῳ: Επιθετικός προσδιορισμός στο τῷ ἔργῳ.
τὸ σὸν: Επιθετικός προσδιορισμός στο μέρος.
μέρος: Αιτιατική της αναφοράς.
-
ᾧ ἐπιχειρεῖς:
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική πρόταση. Προσδιορίζει τη λέξη τῷ ἔργῳ της κύριας.
ἐπιχειρεῖς: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το σύ.
ᾧ: Αντικείμενο του ρήματος.
-
Ἢ
δοκεῖ σοι
οἷόν
τε ἔτι ἐκείνην τὴν
πόλιν εἶναι
καὶ μὴ ἀνατετράφθαι:
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση, ολικής άγνοιας.
δοκεῖ: Ρήμα (απρόσωπο).
σοι: Δοτική προσωπική στο απρόσωπο ρήμα.
οἷόν τε (εἶναι): Υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος.
ἔτι: Επιρρηματικός προσδιορισμός του
χρόνου.
εἶναι: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης οἷόν τε (εἶναι).
ἀνατετράφθαι: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο της
απρόσωπης έκφρασης οἷόν
τε (εἶναι).
τὴν πόλιν: Υποκείμενο των απαρεμφάτων εἶναι - ἀνατετράφθαι.
ἐκείνην: Επιθετικός προσδιορισμός στο τὴν πόλιν.
-
ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν:
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική πρόταση. Προσδιορίζει το τὴν πόλιν.
ἰσχύωσιν: Ρήμα.
αἱ δίκαι: Υποκείμενο ρήματος.
αἱ γενόμεναι: Επιθετική μετοχή ως επιθετικός
προσδιορισμός στο αἱ
δίκαι.
μηδὲν: Σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος.
ἐν ᾗ: Εμπρόθετος προσδιορισμός του τόπου.
-
ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί
τε γίγνωνται:
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική πρόταση. Προσδιορίζει το τὴν πόλιν. Συνδέεται παρατακτικά με την
προηγούμενη πρόταση, με τον αντιθετικό σύνδεσμο ἀλλὰ.
γίγνωνται: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος
εννοείται το αἱ
δίκαι.
ἄκυροί: Κατηγορούμενο στο εννοούμενο
υποκείμενο του ρήματος αἱ
δίκαι.
ὑπὸ ἰδιωτῶν: Εμπρόθετος προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου.
-
καὶ
διαφθείρωνται;
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική πρόταση. Προσδιορίζει το τὴν πόλιν. Συνδέεται παρατακτικά με την
προηγούμενη πρόταση, με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο καὶ.
διαφθείρωνται: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος
εννοείται το αἱ
δίκαι.
-
Τί ἐροῦμεν, ὦ
Κρίτων, πρὸς ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα;
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση.
ἐροῦμεν: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το ἡμεῖς.
Τί: Σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος.
ὦ
Κρίτων: Κλητική προσφώνηση.
πρὸς ταῦτα: Εμπρόθετος προσδιορισμός της
αναφοράς.
καὶ (πρὸς)
τοιαῦτα: Εμπρόθετος προσδιορισμός της
αναφοράς.
ἄλλα: Επιθετικός προσδιορισμός στο τοιαῦτα.
-
Πολλὰ γὰρ ἄν
τις ἔχοι,
ἄλλως
τε καὶ ῥήτωρ, εἰπεῖν ὑπὲρ τούτου τοῦ νόμου ἀπολλυμένου:
Κύρια πρόταση κρίσης.
ἄν ἔχοι: Ρήμα.
τις: Υποκείμενο ρήματος και απαρεμφάτου εἰπεῖν (ταυτοπροσωπία).
εἰπεῖν: Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο του
ρήματος.
Πολλὰ: Σύστοιχο αντικείμενο του απαρεμφάτου.
ῥήτωρ: Υποκείμενο του ρήματος.
ὑπὲρ τοῦ
νόμου: Εμπρόθετος προσδιορισμός
της υπεράσπισης.
τούτου: Επιθετικός προσδιορισμός στο τοῦ νόμου.
ἀπολλυμένου: Επιθετική μετοχή, με υποκείμενο το τοῦ νόμου.
-
ὃς τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάττει κυρίας εἶναι.
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική
πρόταση. Προσδιορίζει τη λέξη τοῦ νόμου.
προστάττει: Ρήμα.
ὃς: Υποκείμενο ρήματος.
εἶναι: Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο ρήματος.
τὰς δίκας: Υποκείμενο απαρεμφάτου
(ετεροπροσωπία).
τὰς δικασθείσας: Επιθετική μετοχή ως επιθετικός
προσδιορισμός στο τὰς
δίκας.
κυρίας: Κατηγορούμενο στο τὰς δίκας.
-
Ἢ ἐροῦμεν
πρὸς αὐτοὺς:
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση.
ἐροῦμεν: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το ἡμεῖς.
πρὸς αὐτοὺς: Εμπρόθετος προσδιορισμός που δηλώνει την κατεύθυνση σε
πρόσωπο.
-
ὅτι «Ἠδίκει γὰρ ἡμᾶς ἡ πόλις:
Κύρια πρόταση. (Με τον σύνδεσμο ὅτι εισάγεται ειδική πρόταση, η οποία
όμως δεν διατυπώνεται, πιθανώς ως ευκόλως εννοούμενη.)
Ἠδίκει: Ρήμα.
ἡ
πόλις: Υποκείμενο.
ἡμᾶς: Αντικείμενο.
-
καὶ οὐκ ὀρθῶς τὴν
δίκην ἔκρινεν;
Κύρια πρόταση.
ἔκρινεν: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος
εννοείται το ἡ
πόλις.
τὴν δίκην: Αντικείμενο του ρήματος.
ὀρθῶς: Επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου.
-
Ταῦτα ἢ τί ἐροῦμεν;
Κύρια πρόταση, ευθεία ερώτηση.
ἐροῦμεν: Ρήμα. Ως υποκείμενο του ρήματος εννοείται το ἡμεῖς.
τί: Σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος.
Ταῦτα: Σύστοιχο αντικείμενο του ρήματος.
Ερωτήσεις
1.
Ποια συνέπεια θα έχει, σύμφωνα με τα λεγόμενα των νόμων, η απόδραση του Σωκράτη
από τη φυλακή; Ποια είναι, σύμφωνα με το κείμενο, η απαραίτητη προϋπόθεση για
την επιβίωση και τη διασφάλιση της σταθερότητας της πολιτείας;
Σύμφωνα με τα λεγόμενα των νόμων, μια
ενδεχόμενη απόδραση του Σωκράτη από τη φυλακή, θα σηματοδοτούσε τόσο την
κατάλυση των ίδιων των νόμων όσο και τη συνολική καταστροφή της πολιτείας.
Θεωρείται, δηλαδή, αδύνατο να υπάρξει και να λειτουργήσει μια πόλη, αν οι
αποφάσεις των δικαστηρίων μπορούν να ακυρωθούν αυτοβούλως από κάθε πολίτη που
δυσαρεστείται από αυτές.
Προκειμένου, λοιπόν, να επιβιώσει μια
πολιτεία, έχοντας την αναγκαία σταθερότητα, θα πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστοί
οι νόμοι, αλλά και οι αποφάσεις των δικαστηρίων είτε ικανοποιούν τα συμφέροντα
μεμονωμένων πολιτών είτε όχι. Μόνο, άλλωστε, μέσω της καθολικής τήρησης των
νόμων καθίσταται εφικτή αφενός η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών και αφετέρου η
διασφάλιση απαραίτητων για το κοινό καλό προνομίων και ωφελειών, που προκύπτουν
από τη συνεργασία των πολιτών. Προκύπτει, έτσι, το σαφές συμπέρασμα πως το
κοινό όφελος υπερέχει -και πρέπει να υπερέχει- έναντι των ατομικών συμφερόντων
και επιδιώξεων.
2.
Πώς εξηγείτε την άρνηση του Σωκράτη να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του
δίνουν οι φίλοι του να αποδράσει; Πώς θα τον χαρακτηρίζατε ως πολίτη και ως
δάσκαλο;
Ο Σωκράτης πιστεύει σε μια ευνομούμενη
κοινωνία, στην οποία οι πράξεις του καθενός επηρεάζουν τη συνολική ισορροπία
της. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ένα μικρό λιθαράκι στο οικοδόμημα της κοινωνίας που
επηρεάζει τη συνοχή της. Δικαιολογημένα επομένως υποτάσσει τον εαυτό του στο
καλό του συνόλου, πράγμα που δείχνει συνέπεια μεταξύ πράξεων και λόγων, βασικό
χαρακτηριστικό κάθε σωστού δασκάλου. Περαιτέρω, σκοπός του είναι να αποτελέσει
παράδειγμα προς μίμηση για τους νέους μαθητές του, που θα διαχειριστούν το
μέλλον της Αθήνας και που πρέπει να έχουν αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί να
είναι υπεράνω των νόμων. Η άρνησή του είναι συνεπής με τις γενικότερες
αντιλήψεις του σχετικά με τη σημασία που έχει η υπακοή στους νόμους για την
εύρυθμη λειτουργία της πόλης.
3.
Σε αρκετές περιπτώσεις ένας πολίτης ή μια κατηγορία πολιτών ενός σύγχρονου
δημοκρατικού κράτους θεωρούν ότι θίγονται τα συμφέροντά τους από μια νομοθετική
ρύθμιση. Ποια, κατά τη γνώμη σας, πρέπει να είναι η στάση τους;
Οι σύγχρονες δημοκρατικές πολιτείες
είναι, σε σύγκριση με τη δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, απρόσωπες και
πολυδαίδαλες. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλές φορές κάποιες αποφάσεις του κράτους
μπορεί να θίγουν συμφέροντα πολιτών. Προκύπτει, έτσι, αφενός η υποχρέωση της
πολιτείας να ισορροπεί μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των πολιτών
της, αφετέρου η υποχρέωση των πολιτών να υποστηρίζουν τις θέσεις τους λαμβάνοντας
πρόνοια ώστε να μη θίγονται συμφέροντα άλλων.
Είναι εύλογο πως οι πολίτες διατηρούν
πάντοτε το δικαίωμα να εκφράζουν και να δημοσιοποιούν τις αντιρρήσεις τους για
όποια νομοθετική ρύθμιση θίγει τα συμφέροντά τους, δεν μπορούν ωστόσο να την
απορρίπτουν ή να μην την ακολουθούν, αν το κράτος επιλέξει να την εφαρμόσει. Είναι
σημαντικό να προτάσσεται πάντοτε το συνολικό συμφέρον της πολιτείας και όχι το
συμφέρον επιμέρους πολιτών ή κοινωνικών κατηγοριών, καθώς τότε υπονομεύεται
δραστικά η δυνατότητα της πολιτείας να λειτουργεί κατά τρόπο αποτελεσματικό και
να διασφαλίζει, άρα, τα μέγιστα οφέλη για τους πολίτες της.
Λεξιλογικά
– Ετυμολογικά
1.
Να συμπληρώσετε τα κενά του παρακάτω πίνακα αναλύοντας τις σύνθετες λέξεις του
κειμένου της Ενότητας στα συνθετικά μέρη τους:
σύνθετη
λέξη α΄συνθετικό β΄συνθετικό
ἀπόλλυμι
ἀπό ὄλλυμι
διαφθείρω διά φθείρω
ἐφίστημι
ἐπί ἵστημι
προστάττω πρός τάττω
σύμπας
σύν πᾶς
2.
Να συμπληρώσετε τα κενά του παρακάτω πίνακα σχηματίζοντας σύνθετες λέξεις της
α.ε. με τα συνθετικά που δίνονται:
α΄συνθετικό β΄συνθετικό σύνθετη λέξη
παρά + νόμος (επίθ.) παράνομος
ἐπί + κοινός (επίθ.)
ἐπίκοινος
μήτηρ + πόλις (ουσ.)
μητρόπολις
κώμη + πόλις (ουσ.)
κωμόπολις
ἀ- + πόλις (επίθ.)
ἄπολις
ὑπό + δίκη (επίθ.)
ὑπόδικος
ἀνά + κρίνω (ρήμα)
ἀνακρίνω
εὖ + νοῦς (επίθ.)
εὔνους
μετά + ἔχω (επίθ.)
μέτοχος
3.
Χρησιμοποιώντας ως α΄ συνθετικό τις προθέσεις ἀνά, ἀπό, ἐξ, ἐπί, μετά, περί, σὺν και ὑπὲρ και ως β΄συνθετικό το ρήμα ἔχω να σχηματίσετε σύνθετα ρήματα,
ουσιαστικά και επίθετα της α.ε., όπου είναι δυνατόν:
πρόθεση ρήμα ουσιαστικό επίθετο
περί περιέχω περιοχή περιεκτικός
ἀνά ἀνέχω/ἀνέχομαι
ἀνοχή ἀνεκτικός
ἀπό ἀπέχω ἀποχή ---
ἐξ ἐξέχω ἐξοχή ἔξοχος
ἐπί
ἐπέχω ἐποχή ἔποχος
μετά
μετέχω μετοχή μέτοχος
σὺν
συνέχω συνοχή συνεκτικός
ὑπὲρ ὑπερέχω
ὑπεροχή ὑπέροχος
α.
Χρησιμοποιώντας το ρ. γίγνομαι ως β΄ συνθετικό και ως α΄ συνθετικό κλιτή ή
άκλιτη λέξη, να σχηματίσετε όσο περισσότερες σύνθετες λέξεις της α.ε. μπορείτε
σύμφωνα με το παράδειγμα: εὖ + γίγνομαι > εὐγενής.
ἐπί + γίγνομαι > ἐπίγονος
α (στερητικό) + γένος (γίγνομαι) > ἀγενής, ἀγένεια
ἐν + γένος (γίγνομαι) > ἐγγενής
γῆ + γίγνομαι > γηγενής
σύν + γένος (γίγνομαι) > συγγενής
πρό + γίγνομαι > πρόγονος
ἐν + γόνος (γίγνομαι) > ἔγγονος
ἄρχω + γίγνομαι > ἀρχέγονος
εὖ + γόνος (γίγνομαι) > εὐγονία
β.
Να κατατάξετε τις –ομόρριζες του ρήματος γίγνομαι– λέξεις γεννήτωρ, γέννα,
γενναῖος,
γονεύς, γένεσις, γένος, γόνιμος, γονικός, γνήσιος, γέννημα στον κατάλληλο
πίνακα:
ενέργεια ή κατάσταση πρόσωπο που ενεργεί αποτέλεσμα
ενέργειας
ἡ γέννα ὁ γεννήτωρ τὸ γένος
ἡ γένεσις ὁ γονεύς
τὸ γέννημα
επίθετα
γενναῖος
γόνιμος
γονικός
γνήσιος
Σύνταξη
1.
Τα είδη του μορίου ἄν
Α.
Υποθετικό
α. Βρίσκεται στην αρχή της πρότασης στην οποία ανήκει (δευτερεύουσα υποθετική).
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Μεταφράζεται στη ν.ε. με τον
υποθετικό σύνδεσμο «αν».
π.χ. Ἂν ἐμὲ ἀποκτείνητε, οὐκ ἐμὲ βλάψετε, ἀλλ’ ὑμᾶς αὐτούς.
Β.
Αοριστολογικό
α. Είναι πάντοτε η δεύτερη λέξη της πρότασης στην οποία ανήκει· η πρώτη είναι
αναφορική αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, χρονικός ή τελικός σύνδεσμος.
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Στη ν.ε. δε μεταφράζεται ή αποδίδεται με: «τυχόν», «ίσως», «-δήποτε».
π.χ. Ἄκουσον,
ὡς ἂν μάθῃς (= Άκουσε, για να καταλάβεις ίσως).
Γ.
Δυνητικό
α. Δέχεται άρνηση οὐ(κ).
β. Συντάσσεται με:
i) ευκτική
(πλην μέλλοντα). Η δυνητική ευκτική
δηλώνει κάτι το δυνατό στο παρόν και στο μέλλον. Αποδίδεται με: θα +
παρατατικό, θα μπορούσα να + ρήμα.
π.χ. Ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε (= γιατί θα δυσανασχετούσατε);
ii) οριστική
(μόνο ιστορικών χρόνων). Η δυνητική
οριστική δηλώνει κάτι το δυνατό στο παρελθόν ή κάτι αντίθετο του
πραγματικού. Αποδίδεται με: θα + παρατατικό ή υπερσυντέλικο.
π.χ. Ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκεν Μειδίαν ζῆν [= θα επιθυμούσα για πολλούς λόγους
να ζούσε ο Μειδίας (αλλά δε ζει)].
iii) απαρέμφατο
ή μετοχή (πλην μέλλοντα). Δυνητικό απαρέμφατο ή μετοχή συναντάμε στον πλάγιο λόγο και
προέρχονται από δυνητική ευκτική ή δυνητική οριστική του ευθέος λόγου· συνήθως
αποτελούν απόδοση εξαρτημένου υποθετικού λόγου.
π.χ. Δοκεῖ μοί τις οὐκ ἂν ἁμαρτεῖν (= οὐκ ἂν ἁμάρτοι, δε θα έσφαλλε) εἰπὼν ὅτι νυνὶ κρίνεται μὲν Ἀριστογείτων, δοκιμάζεσθε δὲ καὶ κινδυνεύεθ’ ὑμεῖς περὶ δόξης.
Δοκεῖ μοι συγγνώμην ἂν ἔχειν ἡμᾶς (= ἂν εἴχομεν, θα συγχωρούσαμε), εἰ ἑωρῶμεν σῳζόμενα τῇ πόλει τὰ ὑπὸ τούτων δημευόμενα.
Παρατηρήσεις
- Οι χρονικοί σύνδεσμοι ὅταν, ὁπόταν, ἐπειδὰν και ἐπὰν προήλθαν από ενσωμάτωση του αοριστολογικού
ἂν στους συνδέσμους ὅτε, ὁπότε, ἐπειδὴ και ἐπεὶ αντίστοιχα.
- Το υποθετικό ἂν προέρχεται από την ένωση του
υποθετικού συνδέσμου εἰ
με το αοριστολογικό ἂν
(εἰ ἄν → ἄν).
2.
Οι δευτερεύουσες προτάσεις της α.ε.
Όπως ήδη γνωρίζετε από τη Β΄ Γυμνασίου
–και από τη ν.ε.– σε μία περίοδο ή ημιπερίοδο υπάρχουν προτάσεις κύριες και
δευτερεύουσες. Κύριες είναι αυτές που μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο,
ενώ οι δευτερεύουσες εξαρτώνται πάντα από άλλες προτάσεις (κύριες ή
δευτερεύουσες). Σε κάθε περίοδο ή ημιπερίοδο πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
τουλάχιστον μία κύρια πρόταση.
α.
Ο χαρακτηρισμός των δευτερευουσών προτάσεων
1. Η δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από έναν όρο μιας άλλης
πρότασης (συνήθως το ρήμα, ένα απαρέμφατο ή μια μετοχή), τον οποίο συμπληρώνει
ή προσδιορίζει.
2. Η δευτερεύουσα πρόταση εισάγεται
(αρχίζει) με μια συγκεκριμένη λέξη (ή φράση), που μπορεί να είναι ένας από τους
υποτακτικούς συνδέσμους, μία αναφορική αντωνυμία, ένα αναφορικό επίρρημα, μία
ερωτηματική αντωνυμία ή ένα ερωτηματικό επίρρημα.
3. Η δευτερεύουσα πρόταση εκφέρεται με έναν ρηματικό τύπο που
βρίσκεται σε συγκεκριμένη έγκλιση.
4. Η δευτερεύουσα πρόταση έχει συντακτικό ρόλο στην εξάρτησή της.
Για να χαρακτηρίσουμε με ολοκληρωμένο
τρόπο μια δευτερεύουσα πρόταση, πρέπει να αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω
στοιχεία, δηλαδή να δηλώσουμε από πού εξαρτάται,
πώς εισάγεται, πώς εκφέρεται και ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος της.
π.χ. Οἱ στρατιῶται λέγουσιν ὅτι Κῦρος τέθνηκε: Στη φράση αυτή υπάρχουν
δύο προτάσεις, μία κύρια (Οἱ στρατιῶται λέγουσιν) με ρήμα το λέγουσιν (εξάρτηση) και μία
δευτερεύουσα ειδική (ὅτι
Κῦρος τέθνηκε), η οποία εισάγεται με τον
ειδικό σύνδεσμο ὅτι,
εκφέρεται με οριστική (τέθνηκε) και λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα
εξάρτησης λέγουσιν.
β.
Διάκριση δευτερευουσών προτάσεων ως προς τη συντακτική θέση
- Ονοματικές
- Επιρρηματικές
γ.
Οι ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις της α.ε.
Ονομάζονται έτσι όσες λειτουργούν
συντακτικά σαν ονόματα, δηλαδή έχουν συντακτική θέση την οποία μπορεί να
καταλάβει ένα όνομα. Πιο συγκεκριμένα, οι ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις
μπορεί να λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα,
π.χ. Λέγω ὅτι πολλαὶ καὶ καλαὶ ἐλπίδες ἡμῖν εἰσι σωτηρίας.
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή σε απρόσωπες
εκφράσεις,
π.χ. Φόβος ἐστὶ μὴ ἡττηθῶμεν.
Επεξήγηση, κυρίως σε ουδέτερο δεικτικής
αντωνυμίας που προηγείται,
π.χ. Τοῦτο ὑμᾶς δεῖ μαθεῖν, ὅτι τὸ συνέχον τὴν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστίν.
Είδη
ονοματικών δευτερευουσών προτάσεων της α.ε.
- Ειδικές
- Ενδοιαστικές
- Πλάγιες ερωτηματικές
- Αναφορικές
Οι
ονοματικές προτάσεις διακρίνονται σε τέσσερα είδη:
1.
Ειδικές
Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι (όταν το περιεχόμενό τους είναι
αντικειμενικό, πραγματικό) ή ὡς (όταν το περιεχόμενό τους είναι υποκειμενικό ή ψευδές).
π.χ. Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν (= γνωρίζουν) ὅτι (= ότι πράγματι) ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον.
Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς (= ότι τάχα) δυνατός εἰμι.
Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν: λέω
(λεκτικά), γνωρίζω (γνωστικά), αισθάνομαι (αισθητικά), δείχνω (δείξεως) κ.ά.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική,
δυνητική ευκτική και με ευκτική (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού
χρόνου) η οποία ονομάζεται ευκτική του πλαγίου λόγου.
π.χ. Καὶ κατηγοροῦσι αὐτοῦ ὡς πολλὰς ἀρχὰς ἦρξεν (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Δῆλόν ἐστιν ὅτι οὐκ ἂν προὔλεγεν, εἰ μὴ ἀληθεύσειν (= ότι θα βγει αληθινός) ἐπίστευε (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).
Ὅτι βούλοισθε ἂν τὴν ἀρχήν, ἣν πρότερον ἐκέκτησθε, ἀναλαβεῖν πάντες ἐπιστάμεθα (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Σχεδὸν ἐγίγνωσκον ὅτι εἴη που πλησίον τὸ στράτευμα τῶν πολεμίων (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
2.
Ενδοιαστικές
Εισάγονται με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή (=
μήπως), όταν δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι ανεπιθύμητο, και μὴ οὐ (= μήπως δεν), όταν δηλώνεται φόβος
μήπως δε συμβεί κάτι επιθυμητό.
π.χ. Ὀκνῶ (= φοβάμαι) μὴ μάταιος ἡμῖν ἡ στρατεία γένηται.
Δέδοικα μὴ οὐκ ἔχω ταύτην τὴν σοφίαν.
Εξαρτώνται
από ρήματα που δείχνουν φόβο, δισταγμό
ή μέριμνα.
Εκφέρονται
με: υποτακτική (κυρίως), με οριστική
και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού
χρόνου).
π.χ. Φοβοῦμαι μὴ ἡττηθῶμεν (υποτακτική, ενδεχόμενος φόβος).
Νῦν δὲ φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν (= μήπως έχουμε αποτύχει και
στα δύο), (οριστική, γιατί ο φόβος είναι
πραγματικός).
Οἱ δὲ πολέμιοι δείσαντες (= επειδή
φοβήθηκαν) μὴ ἁλοῖεν (= συλληφθούν) ἐτράποντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
3.
Πλάγιες ερωτηματικές
Είναι, κυρίως, ερωτήσεις που μας
μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο.
Διακρίνονται σε ολικής άγνοιας, στις
οποίες η απάντηση είναι «ναι» ή «όχι» και μερικής
άγνοιας, με τις οποίες ζητάει κανείς μια ειδικότερη λεπτομέρεια (π.χ.
ποιος, πού, γιατί, πόσο).
Εισάγονται με ερωτηματικές και αναφορικές
αντωνυμίες και με τα αντίστοιχα επιρρήματα, όταν είναι μερικής άγνοιας, και με
το ερωτηματικό μόριο εἰ,
όταν είναι ολικής αγνοίας.
π.χ. Ἐπισκεψώμεθα (= ας εξετάσουμε) εἰ ὁ ἄριστος εὐδαιμονέστατος καὶ ὁ κάκιστος ἀθλιώτατός ἐστιν (πλ. ερωτηματική πρόταση ολικής
άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό μόριο εἰ).
Σκέψασθε πῶς ἐπὶ τῶν προγόνων ταῦτα εἶχε (πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής
άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό επίρρημα πῶς).
Ἐπιμηθεὺς ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο (= δεν ήξερε τι να κάνει,
πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής άγνοιας, εισαγωγή με την αναφορική αντωνυμία ὅ,τι).
Εξαρτώνται
από ρήματα που σημαίνουν: ρωτώ, απορώ,
γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω, δείχνω, φροντίζω, προσπαθώ, λέω, δηλώνω κ.ά.
Εκφέρονται με: οριστική, υποτακτική (απορηματική),
δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως
όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου).
π.χ. Ἀπορῶ εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (υποτακτική που δηλώνει απορία).
Ἤροντο εἰ τύχοιεν ἂν (= ρώτησαν αν θα μπορούσαν να κάνουν)
εἰρήνης (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Ἐπεὶ δὲ ἦν πρὸς τοῖς ἀγγέλοις, ἀνηρώτα τί βούλοιντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από
ιστορικό χρόνο).
4.
Ονοματικές αναφορικές
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι
αναφορικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται στη θέση ουσιαστικού, επιθέτου ή
αντωνυμίας και λειτουργούν ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή
ονοματικός προσδιορισμός (ομοιόπτωτος ή ετερόπτωτος).
π.χ. Κῦρος δὲ ἔχων οὓς εἴρηκα, ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων (η αναφορική πρόταση οὓς εἴρηκα είναι αντικείμενο στη μετοχή ἔχων της κύριας πρότασης).
Ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ (η αναφορική πρόταση ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός
στο υποκείμενο της κύριας πρότασης ὀφθαλμός).
Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες.
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική, δυνητική
οριστική και δυνητική ευκτική.
π.χ. Οὗτός ἐστιν ὃς ἀπέκτεινε τοὺς στρατηγούς (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Εἰς καλὸν ἡμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς ζητήσεως (= πάνω στην ώρα ήρθε και
κάθισε κοντά μας αυτός εδώ ο Άνυτος, τον οποίο ας κάνουμε σύντροφο στην
αναζήτησή μας) (υποτακτική που δηλώνει
προτροπή).
Προυφάνης (= φανερώθηκες) δὲ φιλτάτην ἔχων πρόσοψιν, ἧς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἐν κακοῖς λαθοίμην (= ούτε στις συμφορές δε θα
μπορούσα να ξεχάσω).
Ἦλθε τὸ ναυτικὸν τὸ τῶν βαρβάρων, ὃ τίς οὐκ ἂν ἰδὼν ἐφοβήθη; (δυν. οριστική, περιεχόμενο αντίθετο του πραγματικού).
-
Θυμηθείτε: απορηματική είναι η
υποτακτική που χρησιμοποιείται κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις, πλάγιες ή
ευθείες, και δηλώνει απορία· μεταφράζεται: να + ρήμα.
π.χ. Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (= Δεν ξέρω τι να απαντήσω).
Ασκήσεις
1.
Στο κείμενο της Ενότητας να επισημάνετε τα μόρια ἂν και να αναγνωρίσετε το είδος τους.
- ἐν ᾗ ἂν... ἰσχύωσιν: αοριστολογικό
- ἄν τις ἔχοι: δυνητικό
2.
Στις παρακάτω περιόδους να επισημάνετε τα μόρια ἂν
και να αναγνωρίσετε το είδος τους:
α. Ἠρώτησε ποῦ ἂν ἴδοι Πρόξενον.
= Δυνητικό
β. Τὰς ἀρετὰς ἐπιτηδεύομεν (= καλλιεργούμε), ὅπως ἂν μετὰ πλείστων ἀγαθῶν τὸν βίον διάγωμεν.
= Αοριστολογικό
γ. Οὓς ἂν ἕλησθε (= εκλέξετε) ἄρχοντας, τούτοις πεισόμεθα (= θα υπακούσουμε).
= Δυνητικό
δ. Κῦρος νομίζεται, εἰ μὴ ἀπέθανεν, ἄριστος ἂν γενέσθαι ἄρχων.
= Δυνητικό
ε. Ἂν πέμψητέ με, οἴομαι ἂν ἐλθεῖν καὶ τριήρεις ἔχων καὶ πλοῖα.
= 1ο Υποθετικό 2ο
Δυνητικό
ζ. Οὓς ἂν γνῶσι ἀδικοῦντας, τιμωροῦνται.
= Αοριστολογικό
3.
Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος
και τη συντακτική θέση των δευτερευουσών ονοματικών προτάσεων:
α. Φημὶ ὅτι
καὶ πρὸ ἐμοῦ τοῦτο τὸ φρόνημα εἶχεν ἡ
πόλις.
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὅτι
(αντικειμενικό, πραγματικό περιεχόμενο), εκφέρεται με οριστική (παρατατικού)
καθώς δηλώνει το πραγματικό και χρησιμεύει ως αντικείμενο του λεκτικού ρήματος
φημί, από το οποίο και εξαρτάται.
β. Ξενοφῶν ἔδεισε (= φοβήθηκε) μὴ κακὰ γένοιτο τῇ πόλει.
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου, καθώς εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου και χρησιμεύει ως
αντικείμενο του ρήματος εξάρτησής της (ἔδεισε), που είναι ρήμα φόβου.
γ. Πρωταγόρας ἐρωτᾷ εἰ οὐκ αἰσχύνομαι τὰ ἀγαθὰ κακὰ ἀποκαλῶν.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση, διμελής.
Εισάγεται με το ερωτηματικό εἰ (ολικής άγνοιας), εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το
πραγματικό) και χρησιμεύει ως αντικείμενο του ρήματος ἐρωτᾷ.
δ. Ὃν οἱ θεοὶ
φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση. Εισάγεται με την
αναφορική αντωνυμία ὅν,
εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το πραγματικό) και χρησιμεύει ως υποκείμενο του
ρήματος ἀποθνῄσκει.
4.
Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από
συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές ειδικές προτάσεις:
α. Καὶ ἔλεγον οἱ Ἀθηναῖοι ταῦτα, ὅτι οὐκ ὀρθῶς αἱ
σπονδαὶ
γένοιντο.
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὅτι
(αντικειμενικό, πραγματικό περιεχόμενο), εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου
και λειτουργεί ως επεξήγηση στο ουδέτερο της δεικτικής αντωνυμίας ταῦτα.
β. Λέγουσιν οἱ σοφισταὶ ὡς οὐδὲν
δέονται χρημάτων.
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὡς
(υποκειμενική άποψη). Εκφέρεται με οριστική, καθώς δηλώνει το πραγματικό και
χρησιμεύει ως αντικείμενο του λεκτικού ρήματος λέγουσιν.
γ. Σεύθης λέγει ὅτι οὐδενὶ ἂν ἀπιστήσαι Ἀθηναίων.
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὅτι
(αντικειμενικό, πραγματικό περιεχόμενο), εκφέρεται με δυνητική ευκτική (περιεχόμενο
δυνατό στο παρόν και στο μέλλον) και χρησιμεύει ως αντικείμενο του λεκτικού
ρήματος λέγει, από το οποίο και εξαρτάται.
δ. Παρὰ πάντων ὁμολογεῖται ὡς τὰ βέλτιστα εἰπὼν ἄδικα πάσχει.
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὡς
(υποκειμενική άποψη). Εκφέρεται με οριστική, καθώς δηλώνει το πραγματικό και
χρησιμεύει ως υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος ὁμολογεῖται.
ε. Γιγνώσκεις ὅτι σὺ εἶ ὁ
μωρός;
Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση. Εισάγεται με τον ειδικό
σύνδεσμο ὅτι
(αντικειμενικό, πραγματικό περιεχόμενο), εκφέρεται με οριστική για να δηλωθεί
το πραγματικό και χρησιμεύει ως αντικείμενο του γνωστικού ρήματος γιγνώσκεις
από το οποίο και εξαρτάται.
5.
Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από
συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές ενδοιαστικές προτάσεις:
α. Κλέαρχος οὐκ ἤθελεν ἀποσπάσαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τὸ δεξιὸν κέρας (= το δεξιό τμήμα του πεζικού),
φοβούμενος μὴ κυκλωθείη ἑκατέρωθεν (= και από τις δύο πλευρές).
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου (έμμεση εξάρτηση μέσω της μετοχής φοβούμενος από το ρήμα
ιστορικού χρόνου οὐκ
ἤθελεν) και χρησιμεύει αντικείμενο της
μετοχής φοβούμενος.
β. Οὐκοῦν νῦν καὶ τοῦτο κίνδυνος, μὴ
λάβωσι προστάτας αὑτῶν τινας τούτων.
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με υποτακτική καθώς
δηλώνεται ενδεχόμενος φόβος, και χρησιμεύει ως επεξήγηση στο ουδέτερο της
δεικτικής αντωνυμίας τοῦτο.
γ. Ὅρα (= πρόσεξε) μὴ περὶ τοῖς
φιλτάτοις κινδυνεύῃς.
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με υποτακτική καθώς
δηλώνεται ενδεχόμενος φόβος, και χρησιμεύει ως αντικείμενο του ρήματος ὅρα.
δ. Οὐ τοῦτο ἐφοβεῖτο, μή τινες πορεύσοιντο ἐπὶ τὴν ἐκείνου δύναμιν.
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου, καθώς εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου (ἐφοβεῖτο) και χρησιμεύει ως επεξήγηση στο
αντικείμενο της δεικτικής αντωνυμίας τοῦτο.
ε. Ἐγὼ οὐκ ἀπέπεμπον τούτους φοβούμενος μή τι γένοιτο διὰ τὴν σὴν ὀργήν.
Δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση. Εισάγεται με τον
ενδοιαστικό σύνδεσμο μὴ
(δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο), εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου (έμμεση εξάρτηση μέσω της μετοχής φοβούμενος από το ρήμα
ιστορικού χρόνου ἐφοβεῖτο) και χρησιμεύει αντικείμενο της
μετοχής φοβούμενος.
6.
Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από
συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις:
α. Ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδα εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστιν
ἢ μή.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση, διμελής.
Εισάγεται με το ερωτηματικό εἰ (ολικής άγνοιας), εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το
πραγματικό) και χρησιμεύει ως αντικείμενο του ρήματος οὐκ οἶδα, που είναι γνώσεως σημαντικό.
β. Οὐ δῆλόν ἐστι τῷ στρατηγῷ εἰ συμφέρει στρατηγεῖν.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση. Εισάγεται
με το ερωτηματικό εἰ
(ολικής άγνοιας), εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το πραγματικό) και χρησιμεύει
ως υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης δῆλόν ἐστι.
γ. Ἠρώτα αὐτὸν πόσον
χρυσίον ἔχοι.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση. Εισάγεται
με την ερωτηματική αντωνυμία πόσον (μερικής αγνοίας), εκφέρεται με ευκτική του
πλαγίου λόγου, καθώς εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και χρησιμεύει ως αντικείμενο
του ρήματος ἠρώτα.
δ. Ἡδέως (= ευχαρίστως) ἂν πυθοίμην (= θα μάθαινα) τίνα ἄν
ποτε γνώμην περὶ ἐμοῦ εἴχετε.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση. Εισάγεται
με την ερωτηματική αντωνυμία τίνα (μερικής άγνοιας), εκφέρεται με δυνητική
οριστική, που δηλώνει το μη πραγματικό, και χρησιμεύει ως αντικείμενο του
ρήματος ἂν πυθοίμην.
ε. Καὶ βασιλεὺς καὶ αὐτός τε θηρᾷ (= κυνηγά) καὶ τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται, ὅπως ἂν θηρῶσιν.
Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση. Εισάγεται
με το ερωτηματικό επίρρημα ὅπως (μερικής αγνοίας), εκφέρεται με υποτακτική που δηλώνει
απορία και χρησιμεύει ως αντικείμενο του ρήματος ἐπιμελεῖται (ρήμα φροντίδας), από το οποίο και
εξαρτάται.
7.
Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από
συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές αναφορικές προτάσεις:
α. Ὃ
μέλλεις ποιεῖν μὴ λέγε.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση. Εισάγεται με την
αναφορική αντωνυμία ὅ,
εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το πραγματικό) και χρησιμεύει ως αντικείμενο
στο ρήμα μὴ
λέγε.
β. Οὓς ἂν
βούλῃ
ποιήσασθαι φίλους, ἀγαθόν τι λέγε περὶ αὐτῶν.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική προσδιοριστική πρόταση.
Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία οὓς, εκφέρεται με υποτακτική που δηλώνει
προτροπή και χρησιμεύει ως επιθετικός προσδιορισμός στο αὐτῶν.
γ. Ἦν τις ἐν τῇ στρατείᾳ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὃς οὔτε στρατηγὸς οὔτε
λοχαγὸς οὔτε στρατιώτης ὢν συνηκολούθει.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική προσδιοριστική πρόταση.
Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ὅς, εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το
πραγματικό) και χρησιμεύει ως επιθετικός προσδιορισμός στο Ξενοφῶν.
δ. Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ’ ὅστις
ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση. Εισάγεται με την
αναφορική αντωνυμία ὅστις,
εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το πραγματικό) και χρησιμεύει ως υποκείμενο του
ρήματος ἐστιν.
ε. Ὅστις
ἐθέλει
ὀπίσω
μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτόν.
Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση. Εισάγεται με την
αναφορική αντωνυμία ὅστις,
εκφέρεται με οριστική (εκφράζει το πραγματικό) και χρησιμεύει ως υποκείμενο του
ρήματος ἀπαρνησάσθω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου