Έκθεση
Α΄ Λυκείου: Σωφρονισμός – Η σημασία της ποινής
Ποινή είναι η κάθε είδους τιμωρία που
επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη. Στην έννοια της ποινής περιλαμβάνονται, επίσης,
εκείνες που έχουν αμιγώς παιδαγωγικό χαρακτήρα, όπως αυτές που επιβάλλονται από
τον δάσκαλο στον μαθητή ή από τον γονέα στο παιδί, αλλά και οι πειθαρχικές, που
επιβάλλονται σε δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούς κ.ά.
Σε νομικό επίπεδο ως ποινή εννοείται η
τιμωρία που επιβάλλεται σε κάποιον κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και έγκειται
στη στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας ή στην καταβολή χρημάτων.
Ακραία μορφή ποινής, η επονομαζόμενη
εσχάτη των ποινών, είναι η θανατική ποινή, η οποία δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Η
σημασία της ποινής
- Η επιβολή ποινών σε όσους διαπράττουν
αδικήματα ή και κακουργήματα, δεν αποβλέπει στην αντεκδίκηση, αλλά στο σωφρονισμό
τους. Αποτελεί, δηλαδή, μια προσπάθεια
επαναφοράς του δράστη ή του παραβάτη σε κοινωνικώς αποδεκτούς τρόπους
συμπεριφοράς, ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή κοινωνική συνύπαρξη των
ατόμων. Το διαπραχθέν έγκλημα ή αδίκημα, άλλωστε, αποτελεί μια συντελεσμένη
πράξη που δεν μπορεί πλέον να αναιρεθεί, ο νόμος, επομένως, και η δικαιοσύνη
επιχειρούν να αποτρέψουν τον δράστη από μελλοντικές ανάλογες πράξεις,
επιδιώκοντας μια ορθότερη συμπεριφορά στο μέλλον.
- Η
λειτουργία της ποινής είναι, άρα, και αποτρεπτική, εκτός από το να αποτελεί
μέσο συμμόρφωσης και σωφρονισμού. Αποτρεπτική τόσο για τον ίδιο τον δράστη, ο
οποίος ερχόμενος αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του αντιλαμβάνεται
πως οφείλει να αναδιαμορφώσει τη συμπεριφορά και τη στάση του, όσο και για τους
άλλους πολίτες, οι οποίοι βλέποντας πως οι παράνομες ή οι εγκληματικές πράξεις
επιφέρουν σημαντικές κυρώσεις, διατηρούν μια σύννομη στάση.
- Προκειμένου, βέβαια, η αποτρεπτική
λειτουργία των ποινών να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να υπάρχει συνεπής εφαρμογή των νόμων για το
σύνολο των πολιτών, έτσι ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν πως κάθε παράβαση του
νόμου και κάθε παράνομη πράξη οδηγεί στην επιβολή της ανάλογης ποινής. Αν,
αντιθέτως, οι πολίτες έχουν την αίσθηση πως η δικαιοσύνη δεν είναι πάντοτε
συνεπής, ούτε αμερόληπτη, αφού αντιμετωπίζει με ευνοϊκό τρόπο μέρος των πολιτών
-κυρίως τους ευκατάστατους που έχουν υψηλές διασυνδέσεις- τότε, όχι μόνο παύει
να λειτουργεί αποτρεπτικά, αλλά χάνεται και η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι
στο σύστημα της δικαιοσύνης.
- Αντιστοίχως, σε ό,τι αφορά την
πρόθεση σωφρονισμού του δράστη, θα πρέπει να υπάρχει η κατάλληλη μέριμνα, ώστε η ποινή να είναι ανάλογη του αδικήματος,
και όχι υπερβολικά αυστηρή ή εξοντωτική, διότι τότε ο δράστης θα έχει την αίσθηση
πως τον αντιμετώπισαν με αναίτια υπερβολική αυστηρότητα, και θα είναι λιγότερο
δεκτικός στην προσπάθεια αναμόρφωσής του, αφού θα αισθάνεται πως αδικήθηκε.
Παράλληλα, ιδιαίτερη σημασία για τον
σκοπό του σωφρονισμού έχουν οι συνθήκες κράτησης των δραστών, καθώς και οι
ευκαιρίες που τους παρέχονται να αξιοποιήσουν προς όφελός τους το χρόνο
φυλάκισής τους (εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση, άθληση, επαφή με
κοινωνικούς λειτουργούς ή ψυχολόγους κ.ά.). Είναι εύλογο πως αν στόχος της
φυλάκισης είναι η επιτυχής αναμόρφωση του παραβάτη, τότε θα πρέπει η περίοδος
αυτή να εμπεριέχει, όχι μόνο την κατ’ ανάγκη πρόκληση μεταμέλειας στον
κρατούμενο υπό την πίεση που του προκαλεί η στέρηση της ελευθερίας του, αλλά
και τις δράσεις εκείνες που θα του διασφαλίσουν μια ομαλή επιστροφή και
ενσωμάτωση στο κοινωνικό σύνολο μετά την αποφυλάκισή του∙ ζητούμενο το οποίο
συνδέεται στενά με την προσδοκία και τη δυνατότητα της επαγγελματικής
αποκατάστασης.
[Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή τη στιγμή
οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές
φυλακές έχουν χαρακτηριστεί ως απάνθρωπες, αφού ο πληθυσμός των κρατουμένων
ξεπερνά κατά πολύ την υπάρχουσα χωρητικότητα των κέντρων κράτησης. Ενώ,
πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα
σε χρηματικό πρόστιμο, για τις εξευτελιστικές και απάνθρωπες συνθήκες που
επικρατούν στις ελληνικές φυλακές. Ειδικότερα, πέρα από το θέμα του
υπερπληθυσμού των κρατούμενων, τέθηκε ζήτημα για τις κακές συνθήκες υγιεινής,
για την απουσία θέρμανσης, αλλά και για τη δυσωδία.
Ένα σημαντικό βήμα, πάντως, για την
αποσυμφόρηση των φυλακών γίνεται με την εισαγωγή του συστήματος ηλεκτρονικής
επιτήρησης που επιτρέπει στους κρατούμενους να εκτίσουν ένα σημαντικό μέρος της
ποινής τους παραμένοντας σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ειδικότερα, όπως προβλέπει ο
σχετικός νόμος:
Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική
της ελευθερίας, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του
κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφόσον έχουν εκτίσει:
α) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη,
τα 2/5 της ποινής τους,
β) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη,
τουλάχιστον 14 έτη.
Ανήλικοι οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε
ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς
τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική
επιτήρηση, εφόσον έχουν εκτίσει το 1/3 της ποινής τους.
Ο απολυθείς επιτρέπεται να ευρίσκεται
προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού του
αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης,
συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές
ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί.]
- Η επιβολή ποινών επιτελεί και μια
ακόμη σημαντική λειτουργία, καθώς επιτρέπει
την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου των πολιτών, και ιδίως εκείνων που
έχουν υποστεί ζημία από τις ενέργειες του δράστη. Μέσα, λοιπόν, από τη συνεπή
απονομή δικαιοσύνης, οι πολίτες αισθάνονται πως προκύπτει μια ηθική ή έστω
υλική αποζημίωση του θύματος, κι αυτό εξισορροπεί ως ένα βαθμό τα αισθήματα
αγανάκτησης και θυμού.
Είναι, άλλωστε, εξαιρετικά σημαντικό να
αισθάνονται οι πολίτες πως το σύστημα δικαιοσύνης είναι αποτελεσματικό και πως
επιβάλλει τις πρέπουσες ποινές, διότι σε διαφορετική περίπτωση οι θιγόμενοι
πολίτες θα θεωρούσαν πως οφείλουν οι ίδιοι να φροντίσουν για την επιβολή της
δικαιοσύνης∙ θα επικρατούσε έτσι η επιλογή της αυτοδικίας, που εξαναγκάζει τα
θύματα ή τους οικείους τους να γίνουν θύτες προκειμένου να επιτύχουν ό,τι οι
ίδιοι εκλαμβάνουν ως απόδοση δικαιοσύνης.
- Οι
ποινές, παράλληλα, επιτυγχάνουν την προάσπιση των δικαιωμάτων και των
ελευθεριών κάθε πολίτη με το να περιορίζουν ή και να τερματίζουν τη δράση
εκείνων που δεν σέβονται τα όρια της έννομης πράξης και καταπατούν τα
δικαιώματα των συνανθρώπων τους.
[Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, το 2015 το σύνολο των κρατουμένων ήταν 11.798, από τους
οποίους οι 6.882 ήταν αλλοδαποί.
Από το σύνολο των κρατουμένων: 592
είναι γυναίκες, 358 είναι ανήλικοι, 982 έχουν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη,
2.887 σε κάθειρξη από 5 έως 10 έτη, 1.827 σε κάθειρξη από 10 έως 15 έτη, και
2.244 σε κάθειρξη από 15 έτη και πάνω.
Το σύνολο των κρατουμένων έχει μειωθεί
σε σχέση με το 2014 που ήταν 12.693, ενώ κατά τα προηγούμενα έτη το αντίστοιχο
σύνολο είχε ως εξής:
2003: 8.418
2004: 8.726
2005: 8.722
2006: 9.964
2007: 10.370
2008: 11.645
2009: 11.736
2010: 11.364
2011: 12.349
2012: 12.479
2013: 12.475]
Θανατική
ποινή
Η πλέον αυστηρή ποινή κι εκείνη που
δίνει περισσότερο ένα χαρακτήρα εκδίκησης στην επιβολή της δικαιοσύνης, είναι η
θανατική ποινή, η οποία αν κι έχει ήδη καταργηθεί σε πάρα πολλές χώρες, εφαρμόζεται
όμως ακόμη σε πολυπληθή κράτη, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Επιχειρήματα
κατά της θανατικής ποινής:
- Η θανατική ποινή, όσο κι αν
λειτουργεί εκφοβιστικά, δεν αποτελεί σε όλες τις περιπτώσεις ικανό αποτρεπτικό
παράγοντα για σημαίνοντα εγκλήματα, καθώς αυτά είτε τελούνται από ανθρώπους που
βρίσκονται σε κατάσταση ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης (εν βρασμώ ψυχής),
οπότε δεν λαμβάνουν καν υπόψη τους τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους, είτε
από άτομα που τελούν το έγκλημα έχοντας ήδη αποδεχτεί το ενδεχόμενο του θανάτου
τους. Άνθρωποι που επιχειρούν τρομοκρατικές ενέργειες ή πολιτικά εγκλήματα,
είναι ήδη αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους, ενώ δεν είναι
απίθανο να θεωρούν τη θανάτωσή τους ως μέσο επικύρωσης και προσωπικής αναγνώρισης.
- Η πολιτεία προκειμένου να επιβάλει τη
θανατική ποινή αναγκάζει κάποιον πολίτη (υπάλληλο) να επωμιστεί το βάρος της
εκτέλεσής της. Στην περίπτωση αυτή ακόμη και η επίγνωση πως πρόκειται για μια
νόμιμα επιβεβλημένη ποινή δεν απαλλάσσει τον εκτελούντα από τις τύψεις κι από
το γενικότερο προσωπικό κόστος. Αν, μάλιστα, πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη
δραστηριότητα τότε ο ίδιος και όσοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία
εξωθούνται σε μια απευαισθητοποίηση που τους φέρνει στα όρια της αποκτήνωσης.
- Η θανατική ποινή είναι απολύτως
ανήκεστη, γεγονός που δημιουργεί εύλογες αντιδράσεις, καθώς υπάρχει πάντοτε το
ενδεχόμενο να επιβληθεί σε κάποιον πολίτη που δεν έχει διαπράξει το έγκλημα που
του καταλογίζουν.
- Με τη θανατική ποινή αναιρείται
πλήρως η έννοια του σωφρονισμού, καθώς δεν παρέχεται καμία δυνατότητα μετάνοιας
και ηθικής αναμόρφωσης στο δράστη. Η ποινή, έτσι, λειτουργεί περισσότερο ως
εκδίκηση.
- Η πολιτεία, όχι μόνο δεν αποδέχεται
τυχόν δική της ευθύνη για την εξώθηση ενός πολίτη της σ’ ένα ακραίο έγκλημα,
αλλά συνάμα είναι σαν να παραδέχεται πως δεν είναι σε θέση ή ακόμη περισσότερο
πως θεωρεί ότι δεν αξίζει καν να επιδιώξει μέσω μιας διαφορετικής ποινής (π.χ.
ισόβια κάθειρξη) την αναμόρφωσή του. Χρησιμοποιεί τη θανατική ποινή για να
απαλλάξει τη πολιτεία από τον πολίτη που διαπράττει ένα ειδεχθές έγκλημα.
- Η θανατική ποινή συνιστά μέγιστη
παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Αποτελεί, συνάμα, μια
διάπραξη φόνου, που επιβάλλεται από την ίδια την πολιτεία, γεγονός που εγείρει
το ερώτημα, αν η πολιτεία έχει τη δικαιοδοσία να αφαιρεί τη ζωή ενός πολίτη.
- Το ερώτημα αυτό, άλλωστε, μπορεί να
σχετιστεί και με τη γενικότερη έννοια του εγκλήματος, υπό την έννοια πως η
θανατική ποινή επιβάλλεται από μια πολιτεία (κυβέρνηση), η οποία ενδεχομένως με
τις λανθασμένες πολιτικές της να επιφέρει ψυχική οδύνη ή ακόμη και να εξωθεί
στην αυτοχειρία πολίτες της, χωρίς ποτέ να λογοδοτεί για τα εγκλήματα αυτά.
Δημιουργείται, έτσι, μια ανισότητα ανάμεσα στο προφανές έγκλημα που διαπράττει
ένας πολίτης και στα πλείστα αφανή εγκλήματα που διαπράττει η πολιτεία με λάθη
ή παραλείψεις της.
- Μια πολιτεία που προχωρά στην
καταπάτηση ενός εγγενούς και αναφαίρετου δικαιώματος των πολιτών της, θέτει
αυτομάτως υπό αίρεση την ίδια της την υπόσταση και αξία ως θεσμού που υπάρχει
για να προστατεύει και να υπερασπίζεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των μελών της.
- Η επιβολή της θανατικής ποινής
βασίζεται κάθε φορά σε μια δικαστική απόφαση, η οποία όπως όλες οι ανθρώπινες
αποφάσεις ενέχει το στοιχείο της υποκειμενικότητας, και είναι άρα ευάλωτη σε
παράγοντες όπως είναι ο κοινωνικός ή φυλετικός ρατσισμός.
- Η θανατική ποινή μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως μέσο άσκησης πολιτικών πιέσεων και επιβολής, λαμβάνοντας τη
μορφή εκκαθάρισης αντίπαλης ή εν γένει διαφωνούσας πολιτικής παράταξης.
- Η επίγνωση ότι ένα είδος εγκλήματος
επισύρει τη θανατική ποινή σε μια πολιτεία, όπως για παράδειγμα ο βιασμός,
είναι πιθανό να εξωθήσει τον εγκληματία σε πράξεις μεγαλύτερης βιαιότητας (π.χ.
διάπραξη φόνου), προκειμένου να καλύψει το διαπραχθέν έγκλημα.
- Η θανατική ποινή, πέρα από το ίδιο το
γεγονός της θανάτωσης, συνιστά συνολικά μια εξαιρετικά σκληρή τιμωρία, καθώς
υποβάλλει τον τιμωρηθέντα σ’ έναν εξουθενωτικό ψυχικό βασανισμό από τη στιγμή
που θα του γνωστοποιηθεί πως επίκειται η εκτέλεσή του.
- Η επιβολή της θανατικής ποινής
μοιάζει ως η εύκολη λύση σε σχέση με όσα θα έπρεπε προληπτικά να εφαρμόζει μια
πολιτεία προκειμένου να καλλιεργήσει επαρκώς και να διαφυλάξει τους πολίτες της
από την καταφυγή σε βίαια εγκλήματα. Τα αίτια, άλλωστε, που ωθούν ένα άτομο
στην τέλεση ενός εγκλήματος δεν σχετίζονται πάντα και κατ’ αποκλειστικότητα με
την προσωπικότητά του, καθώς υφίστανται συχνά εξωγενείς συνθήκες που επιτείνουν
ενδογενή του προβλήματα. Για παράδειγμα, ο ρατσισμός, οι κοινωνικές ανισότητες,
η φτώχεια, η παρατεταμένη ανεργία κ.ά., για τα οποία η πολιτεία έχει σημαντικό
μερίδιο ευθύνης, συνιστούν κοινωνικά ζητήματα που επιβαρύνουν αρκετά την
ψυχοσύνθεση του δράστη.
Επιχειρήματα
υπέρ της θανατικής ποινής:
- Ορισμένα εγκλήματα με τη βιαιότητα
που τα διακρίνει, τον ψυχρό και υπολογισμένο τρόπο με τον οποίο έχουν
εκτελεστεί και την έκταση που έχουν λάβει (κατά συρροή δολοφονίες, πολλαπλά
θύματα), υποδηλώνουν πως ο δράστης έχει συνειδητά θέσει εαυτόν εκτός κοινωνικού
συνόλου, και πως είναι απίθανη η όποια μεταστροφή ή αναμόρφωσή του. Ενώ,
συνάμα, προκαλούν τέτοια αποστροφή και αναστάτωση στους υπόλοιπους πολίτες,
ώστε η θανάτωση του εγκληματία να εμφανίζεται ως κοινωνικό αίτημα.
- Η θανατική ποινή μπορεί να αποτελέσει
ένα πιο αποτελεσματικό φόβητρο, σε σχέση με την ισόβια κάθειρξη, για ορισμένους
πιθανούς εγκληματίες. Η επίγνωση πως η δολοφονία ενός ανθρώπου επισύρει
αντίστοιχη τιμωρία, συνιστά μεγαλύτερο φόβητρο από το ενδεχόμενο ισόβιας
κάθειρξης, η οποία σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα αντιστοιχεί σε φυλάκιση 16-20
ετών ή και λιγότερο.
- Η πολιτεία, όπως λαμβάνει κάθε άλλο
μέσο για την προστασία των πολιτών της, νομιμοποιείται να προχωρήσει ακόμη και
στην αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, εφόσον με αυτό τον τρόπο κριθεί πως
διαφυλάσσεται η ασφάλεια του λοιπού κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, άλλωστε, για
την ίδια πηγή εξουσίας που νομιμοποιείται να λάβει αποφάσεις ακόμη και για τη
διενέργεια πολεμικών πράξεων, αν αυτό συνιστά επωφελή κίνηση για τα εθνικά
συμφέροντα.
- Το ενδεχόμενο να επιβληθεί λανθασμένα
η θανατική ποινή σ’ έναν πολίτη που είναι αθώος για το έγκλημα που του
αποδίδεται, δεν μπορεί να οδηγεί στην πλήρη κατάργηση της ποινής αυτής. Καλεί,
ωστόσο, σε απόλυτη βεβαιότητα των αρχών προτού φτάσουν στην επιβολή της.
Άλλωστε, το ότι η θανατική ποινή προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία, ισχύει εξίσου και
για την ισόβια κάθειρξη, εφόσον σε περίπτωση λανθασμένης επιβολής η πολιτεία
δεν μπορεί να επανορθώσει για τη στέρηση όλων αυτών των δημιουργικών χρόνων από
τη ζωή ενός ανθρώπου.
- Η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων
δικαιωμάτων με την επιβολή της θανατικής ποινής, λαμβάνει τη δέουσα απάντηση
από το γεγονός πως μια τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο σε άτομα που δε δίστασαν
να καταστρατηγήσουν τα αντίστοιχα δικαιώματα συνανθρώπων τους. Ο πολίτης που
επιθυμεί να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά του οφείλει το δίχως άλλο να σέβεται
εξίσου και τα δικαιώματα των άλλων.
Η συζήτηση, πάντως, σχετικά με τη
θανατική ποινή γίνεται καλύτερα κατανοητή, αν ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες
που χαρακτηρίζουν κάθε έγκλημα. Συχνά η υποστήριξη της αναγκαιότητας να
καταργηθεί η απάνθρωπη αυτή ποινή προσκρούει στην αγανάκτηση που επικρατεί για
το παράλογο και το εξίσου απάνθρωπο του διαπραχθέντος εγκλήματος.
Συνέπειες
του εγκλεισμού στη φυλακή
Μια πρώτη διαπίστωση σχετικά με τον
εγκλεισμό του ατόμου στη φυλακή είναι φυσικά το γεγονός ότι έρχεται αντιμέτωπο
με μια σειρά οδυνηρών στερήσεων. Ειδικότερα:
- Στέρηση
της ελευθερίας: Οι κινήσεις των ατόμων μέσα στη φυλακή είναι πολύ
περιορισμένες και οι επαφές με το ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό
περιβάλλον περιορίζονται σημαντικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απομόνωση του
ατόμου, την απώλεια συναισθηματικών σχέσεων και τη μοναξιά. Πάνω απ’ όλα όμως
υπάρχει η ηθική καταδίκη του ατόμου από την κοινότητα, που εκφράζεται με τη
στέρηση της ελευθερίας, ως τιμωρία για τις πράξεις του ατόμου.
- Στέρηση
αγαθών και υπηρεσιών: Στη χώρα μας οι βασικές υπηρεσίες υγείας και υγιεινής
των κρατουμένων δεν παρέχονται σε ικανοποιητικό βαθμό. Επίσης, οι διατροφικές ανάγκες
των κρατουμένων δεν φαίνεται να καλύπτονται, όπως και οι ανάγκες για
εκπαίδευση, ψυχαγωγία και προσωπικό χώρο (κυρίως λόγω του υπερπληθυσμού).
Επιπλέον, ο εγκλεισμός, που συνεπάγεται την απώλεια πολλών και σημαντικών
υλικών αγαθών και απολαύσεων αποτελεί για τα άτομα μια οδυνηρή απώλεια.
- Σεξουαλική
στέρηση: Ο εγκλεισμός αποτελεί ένα συμβολικό «ευνουχισμό» του ατόμου, καθώς
του στερεί οποιαδήποτε ευκαιρία για σεξουαλικές σχέσεις (τουλάχιστον μέχρι να
του δοθεί η πρώτη άδεια). Αν και σωματικά η σεξουαλική στέρηση είναι σημαντική,
ψυχολογικά, η έλλειψη σεξουαλικών σχέσεων είναι πολύ πιο σοβαρή.
- Στέρηση
της αυτονομίας: Στη φυλακή υπάρχουν κανόνες που ρυθμίζουν την
καθημερινότητα του κρατούμενου, έχοντας ως αποτέλεσμα την έλλειψη αυτονομίας.
Επειδή αυτοί οι κανόνες τίθενται πέρα από οποιαδήποτε επιθυμία ή συμμετοχή του
κρατούμενου, πολλές φορές οι κρατούμενοι εκφράζουν μια έντονη εχθρότητα προς
την εξάρτησή τους από τις αποφάσεις του προσωπικού και την περιορισμένη
δυνατότητα να έχουν προσωπικές επιλογές, αγαθά και σεξουαλικές σχέσεις.
- Στέρηση
της ασφάλειας: Ο εγκλεισμός συνεπάγεται την αναγκαστική συμβίωση με
εκατοντάδες άτομα που μπορεί να έχουν ιστορικό βίαιης και επιθετικής
συμπεριφοράς, ή που για τον κάθε κρατούμενο προσλαμβάνονται ως «επικίνδυνοι»
και «κακοί». Για τους νεαρούς κρατούμενους, που αναπτύσσουν την προσωπικότητά
τους, οι συγκρατούμενοί τους είναι τα πρότυπα. Για τους ενήλικες κρατούμενους,
η φυλακή μπορεί να είναι πηγή συνεχούς άγχους, μιας και συνεχώς προκαλείται η
ικανότητα τους να διαχειρίζονται το τυχόν εχθρικό περιβάλλον. Αποτυχία να
διαχειριστούν τις προκλήσεις μπορεί να πυροδοτήσει αισθήματα περιφρόνησης από
τους άλλους, ενώ αντίθετα, μια επιτυχής αντιμετώπιση μια πρόκλησης (π.χ.
επίθεση) μπορεί να κάνει τον συγκεκριμένο κρατούμενο πιθανό στόχο για κάποιους
άλλους που θα ήθελαν να αναμετρηθούν με κάποιον που θεωρείται «σκληρός».
Επιπλέον, η εμπειρία του εγκλεισμού
συνδέεται με συγκεκριμένες ψυχολογικές
συνέπειες:
- Διαταραχές
στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων: Η μονοτονία της ζωής στη φυλακή και η
έλλειψη ερεθισμάτων, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι επιφέρει καταστροφή της
γενικής διανοητικής ικανότητας του κρατούμενου, έχει όμως ως αποτέλεσμα
διαταραχές στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
- Αγχώδεις
διαταραχές: Οι κρατούμενοι μπορεί να νοιώθουν την ένταση να ανεβαίνει,
χωρίς να μπορούν να την καταλάβουν, να την ερμηνεύσουν ή να κάνουν κάτι γι’
αυτή, μπορεί να βάλουν τις φωνές σε κάποιο φύλακα ή σε άλλον κρατούμενο, μπορεί
να καταστρέψουν το κελί τους ή να αυτοτραυματιστούν.
- Κατάθλιψη:
Ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες φυλάκισης, οι κρατούμενοι έχουν ελάχιστες
ευκαιρίες να μιλήσουν, να «δραπετεύσουν» από την κατάσταση ή απλά να περάσουν
καλά. Αυτό, σε συνδυασμό με εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. τιμωρίες, είδος φυλακής)
αλλά και ενδογενείς παράγοντες (π.χ. προσωπικότητα, γνωστικά σχήματα), μπορεί
να κινητοποιήσει δυσάρεστες ψυχολογικές καταστάσεις. Ο Serra (1994) διακρίνει
τέσσερις τύπους κατάθλιψης:
α) Αγχώδης
κατάθλιψη: τα χαρακτηριστικά της είναι η δύσπνοια, η ευερεθιστότητα, η
ένταση, και οι ενοχές
β) Γνωστική
κατάθλιψη: Τα χαρακτηριστικά της είναι η μη ικανοποίηση, η απαξίωση, και η
απελπισία
γ) Κατάθλιψη
που σχετίζεται με τη διατροφή: Χαρακτηρίζεται από απώλεια όρεξης και
ενέργειας, και αυξημένη κούραση
δ) Ενδογενής
κατάθλιψη: Είναι η πιο σοβαρή περίπτωση. Χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις
της διάθεσης κατά τη διάρκεια της ημέρας, από πολύ πρωινό ξύπνημα, από απώλεια
βάρους, από ευερεθιστότητα και ένταση.
- Απόπειρες
αυτοκτονίας, αυτό-τραυματισμοί: Μπορούν να συμβούν κατά τα πρώτα στάδια του
εγκλεισμού και συνδέονται άμεσα με την κατάθλιψη. Σε μερικές περιπτώσεις
φαίνεται να λειτουργούν ως προσπάθειες ανακούφισης από την ένταση, ενώ γενικά
αναγνωρίζονται ως «κραυγές αγωνίας» από τους κρατούμενους.
- Ιδρυματισμός:
Είναι η απόλυτη εξάρτηση του ατόμου από τη φυλακή. Ο ιδρυματισμός συνοδεύεται
με συγκεκριμένες ψυχοδιανοητικές διαταραχές, όπως πρώιμο γήρας, διαταραχές της
σεξουαλικότητας, αναστολή των ψυχοκοινωνικών δραστηριοτήτων, συναισθηματική
αδιαφορία, έντονη ερεθιστικότητα.
Κρατικές
δομές για την πρόληψη της εγκληματικότητας και την εξωϊδρυματική μεταχείριση
των ανηλίκων
-
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η πρόληψη της εγκληματικότητας, και κυρίως η πρόληψη της εγκληματικής
συμπεριφοράς των ανηλίκων. Για το σκοπό αυτό έχουν συσταθεί Εταιρείες
Προστασίας Ανηλίκων, οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, λειτουργούν στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και έχουν σκοπό την
πρόληψη της εγκληματικότητας των ανηλίκων οι οποίοι εμφανίζουν αντικοινωνική
συμπεριφορά ή βρίσκονται σε κίνδυνο να γίνουν δράστες ή θύματα αξιόποινων
πράξεων, λόγω ακατάλληλου ή ανύπαρκτου οικογενειακού περιβάλλοντος ή άλλων
δυσμενών κοινωνικών συνθηκών και αιτίων. Όταν εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι
οι Εταιρείες ιδρύουν Στέγες φιλοξενίας ανηλίκων όπου μέσα σε οικογενειακές
συνθήκες παρέχουν φιλοξενία και πολύπλευρη υποστήριξη στα παιδιά που
προστατεύουν.
Στέγες φιλοξενίας διαθέτουν οι
Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων Αθήνας, Πειραιά, Ηρακλείου Κρήτης, Καρδίτσας,
Αλεξανδρούπολης, Κοζάνης και Βόλου.
-
Σημαντική είναι, βέβαια, και η εξωϊδρυματική αντιμετώπιση των ανηλίκων που έχουν ήδη καταδικαστεί για κάποιο
αδίκημα. Την ανάλογη ευθύνη έχουν οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων των
Δικαστηρίων Ανηλίκων∙ πρόκειται για περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, που λειτουργούν στην έδρα κάθε πρωτοδικείου όπου υπάρχει και
δικαστήριο ανηλίκων και εποπτεύονται από το δικαστή ανηλίκων. Αποτελούν τον
κυριότερο φορέα εξωϊδρυματικής μεταχείρισης ανηλίκων που έχουν διαπράξει
αξιόποινη πράξη ή βρίσκονται σε κίνδυνο να γίνουν δράστες ή θύματα αξιόποινων
πράξεων.
Στελεχώνονται από τους επιμελητές
ανηλίκων, οι οποίοι ασχολούνται με τους ανηλίκους που τους έχει επιβληθεί το
αναμορφωτικό μέτρο της επιμέλειας (άρθρο 122 Π.Κ.) συνδράμοντας ουσιαστικά τον
δικαστή ανηλίκων στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Ασχολούνται επίσης με
τους ανηλίκους που βρίσκονται σε κίνδυνο να παραβούν το νόμο λόγω ακατάλληλου ή
ανύπαρκτου οικογενειακού περιβάλλοντος ή άλλων κοινωνικών συνθηκών, παρέχοντας
πολύπλευρη στήριξη στους ίδιους και τις οικογένειές τους.
-
Το πρόγραμμα του Κέντρου Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων (K.A.T.K.) είναι στεγνό, εθελοντικό,
πολυφασικό και διάρκειας δύο περίπου ετών, στοχεύει δε: α) στη σωματική και
ψυχική απεξάρτηση, β) στην αποχή από την παραβατικότητα, γ) στην εκπαίδευση και
κατάρτιση, δ) στην πρόληψη της υποτροπής και στην κοινωνική επανένταξη των
συμμετεχόντων.
Η πρώτη
φάση του προγράμματος -δίμηνης διάρκειας- είναι φάση προετοιμασίας και
πραγματοποιείται στα κατά τόπους καταστήματα κράτησης τοξικομανών κρατουμένων.
Η δεύτερη
φάση του προγράμματος πραγματοποιείται στο Κ.Α.Τ.Κ. Ελεώνα Θηβών το οποίο
άρχισε ήδη να λειτουργεί και είναι διάρκειας 4 μηνών τουλάχιστον. Χαρακτηρίζεται
ως μεταβατική και συνδυάζει τον σωφρονισμό με τη θεραπεία, έχοντας ως στόχο τη
συνέχιση της κινητοποίησης για θεραπεία και τη σταδιακή αλλαγή της ψυχολογικής
στάσης και συμπεριφοράς του κρατούμενου από «φυλακισμένο» σε «θεραπευόμενο».
Στη συνέχεια ακολουθεί η τρίτη φάση, διάρκειας 8 μηνών
τουλάχιστον, η οποία χαρακτηρίζεται ως φάση ψυχικής απεξάρτησης και
πραγματοποιείται σε ειδικούς χώρους του Κ.Α.Τ.Κ., όπου θα εφαρμόζονται οι αρχές
των θεραπευτικών κοινοτήτων.
Η τέταρτη
και τελευταία φάση, διάρκειας 12 τουλάχιστον μηνών, είναι η φάση της
κοινωνικοποίησης και στοχεύει στη προώθηση και ένταξη των θεραπευομένων στην
κοινωνία. Η φάση αυτή πραγματοποιείται σε χώρους του Κ.Α.Τ.Κ. ή σε
προστατευόμενα διαμερίσματα του Δημοσίου εκτός του Κ.Α.Τ.Κ. ή σε Αγροτικές
Φυλακές.
Για την υλοποίηση του προγράμματος
απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προσέλαβε, εκτός
του διοικητικού και φυλακτικού προσωπικού, το αναγκαίο επιστημονικό προσωπικό
(γιατρούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς) και προέβη σε
όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την ασφαλή και αποδοτική λειτουργία του
Κέντρου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου