Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Δόξα των Πτολεμαίων» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Δόξα των Πτολεμαίων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


 John Collier

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Δόξα των Πτολεμαίων»

Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.
Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.
Αν όμως σεις άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή.

Ιστοριογενής δραματικός μονόλογος. Ο ποιητής δεν προσδιορίζει για ποιον Λαγίδη (= Πτολεμαίο, βασιλιά της Αιγύπτου) και για ποιον Σελευκίδη (βασιλιά της Συρίας) πρόκειται. Εντόπιζε όμως την εποχή ανάμεσα 323 και 221 π.Χ.

Ιστορικό πλαίσιο
Ως την τελευταία σχεδόν δεκαετία του 3ου αι. π.Χ. το ισχυρότερο κράτος της ανατολικής Μεσογείου ήταν το βασίλειο των Πτολεμαίων, αν και τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς τον πληθυσμό μειονεκτούσε απέναντι στο βασίλειο των Σελευκιδών. Πραγματικά για την πολιτική και στρατιωτική ισχύ των ελληνιστικών κρατών της Ανατολής μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμό των άχρηστων ή δύσχρηστων στον πόλεμο ιθαγενών κατοίκων είχε η οικονομική δύναμη, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση Ελλήνων μισθοφόρων και εποίκων για την απόκτηση ναυτικής υπεροπλίας, που εξασφάλιζε την επαφή με τα μεγάλα ελληνικά κέντρα του Αιγαίου. Οι Πτολεμαίοι χάρη στη συστηματική εκμετάλλευση των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους τους εισέπρατταν ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 15.000 αργυρών ταλάντων και 1.200.000 περίπου μεδίμνων σίτου, δηλαδή ποσό σημαντικά ανώτερο από τα 10.000 περίπου τάλαντα, στα οποία υπολογίζονται τα συνολικά έσοδα των Σελευκιδών κατά την ίδια περίοδο. Χάρη στην οικονομική αυτή άνεση καθώς και στην κατοχή περιοχών πλούσιων σε ξυλεία και ναυτική παράδοση, όπως η Κοίλη Συρία και η Κύπρος, οι Πτολεμαίοι υπήρξαν ως τις τελευταίες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ. η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της ανατολικής Μεσογείου. Με τον στόλο αυτό επεξέτειναν οι Πτολεμαίοι την αρχή τους στα παράλια της βόρειας Συρίας, στην Κιλικία, στη Λυκία, στα νησιά και στα παράλια του Αιγαίου ως τη Θρακική χερσόνησο.

Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Πτολεμαίος βασιλιάς παρουσιάζει τον εαυτό του φανερώνει έντονη υπεροψία, γεγονός που θα μπορούσε, υπό μία έννοια, να εκληφθεί ως εσκεμμένη προσπάθεια του Καβάφη να τονίσει εμφατικά τη σαφή υπεροχή του βασιλείου που συνδεόταν με την Αίγυπτο, και άρα με τον ιστορικό χώρο της περιοχής στην οποία ο ίδιος ο ποιητής έζησε τη δική του ζωή. Θα μπορούσε, επίσης, να φέρει κατά νου την έννοια της ύβρεως και κατ’ επέκταση την αναπόφευκτη πτώση που ακολουθεί κάθε υπέρμετρη άνοδο.
Ο Λαγίδης επαίρεται πως χάρη στην ισχύ και τον πλούτο του -παρενθετική αυτή η σημείωση, που υποδηλώνει αυτεπίγνωση για τον τρόπο κατάκτησης- είναι πλήρης κάτοχος της ηδονής∙ των σωματικών απολαύσεων. Η ηδονή, μαζί με την πολιτική δύναμη και τα πλούτη, κατατάσσονται ιεραρχικά πρώτα στον αυτοέπαινο του βασιλιά και υποδεικνύουν την ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνεται σε αυτά. Προτάσσεται, βέβαια, ξεκάθαρα η έννοια της ηδονής, εφόσον η εξουσία και τα χρήματα αξιοποιούνται ως μέσο για την κατάκτησή της. Μπορούμε, ίσως, να ανιχνεύσουμε τον ποιητή πίσω από αυτή την ιεράρχηση ή να την εκλάβουμε ως έγκυρο καθρέφτισμα του συστήματος αξιών της εποχής.

Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.

Ο Πτολεμαίος γνωρίζει πως η οικονομική απόδοση του κράτους του είναι εξαιρετικά υψηλή για τα δεδομένα της εποχής, τέτοια, μάλιστα, ώστε κανένας άλλος βασιλιάς εκείνης της εποχής δεν μπορούσε να παρουσιάσει πλούτο αντάξιο ή έστω που να πλησιάζει κάπως τις οικονομικές δυνάμεις του αιγυπτιακού. Στη σύγκριση που κάνει ο Λαγίδης προτάσσει τη Μακεδονία, μιας και αυτή υπήρξε η μητρόπολη για όλα τα υπόλοιπα ελληνιστικά βασίλεια της εποχής.
Ιδιαίτερα αυστηρός είναι, εύλογα, με τον κύριο ανταγωνιστή του, με τον Σελευκίδη, ο οποίος στην προσπάθειά του να επιδείξει τα δικά του πλούτη ξεπέφτει στο να παρουσιάζει την πολυτέλεια του βίου του κατά τρόπο πρόστυχο και χυδαίο. Ο Σελευκίδης δεν γνωρίζει πώς να επιτύχει τη διακριτική εκείνη αξιοποίηση του πλούτου, που προκύπτει τόσο φυσικά για τους ανθρώπους εκείνους που συνδυάζουν την οικονομική άνεση με την πνευματική καλλιέργεια.

Αν όμως σεις άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή.

Αν, πάντως, οι αποδέκτες των λόγων του Πτολεμαίου θέλουν κάτι άλλο πέρα από την ηδονή, για να πειστούν για το μεγαλείο του, τότε είναι σε θέση να παρουσιάσει και μια διαφορετική έκφανση της απόλυτης κυριαρχίας του βασιλείου του.
Η πόλις, δηλαδή η Αλεξάνδρεια, -η οποία, όχι τυχαία, είναι και η πόλη του ίδιου του Καβάφη-, λογίζεται ανάμεσα σε όλες τις άλλες πόλεις η πνευματική κορυφή του ελληνισμού. Είναι εκείνη που διδάσκει τις άλλες∙ είναι εκείνη που αποδεικνύεται σοφότερη απ’ όλες σε κάθε είδος λόγου και σε κάθε μορφή τέχνης, διασφαλίζοντας απροσμέτρητη τιμή για το βασίλειο του Πτολεμαίου, εφόσον έχει κατορθώσει να εξελιχθεί στο σημαντικότερο πνευματικό κέντρο της εποχής.
Κατά τρόπο μάλλον απρόσμενο αντί να ξεκινά το λόγο του ο Πτολεμαίος με την υπενθύμιση πως η Αλεξάνδρεια έχει ξεπεράσει όλες τις άλλες πόλεις του ελληνισμού κι έχει γίνει το κορυφαίο πνευματικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, επιλέγει να προτάξει το γεγονός πως είναι τέλειος κάτοχος της σωματικής ηδονής. Μια διαφορετική ιεράρχηση από αυτή που θα γινόταν σήμερα, η οποία ωστόσο αφήνει ως τελευταία -και εντονότερη- εντύπωση του ποιήματος την αναφορά στα πνευματικά επιτεύγματα του βασιλείου των Πτολεμαίων.

Ο ίδιος ο Καβάφης σχολιάζει ως εξής την αναφορά πως η Αλεξάνδρεια αποτελεί την πανελλήνια πνευματική κορυφή της εποχής: «Ας φανταστούμε ένα κτίριο. Φέρνουν πέτρες οι Έλληνες της Πελοποννήσου, κι άλλες οι Έλληνες της Στερεάς, κι άλλοι της Μακεδονίας, κι άλλοι των Νήσων, και κάμνουν ένα πανελλήνιο οικοδόμημα. Η κορυφή του είναι η Αλεξάνδρεια. Δικαίως μπορεί κανείς να πει πανελλήνια κορυφή. Κορυφή, μεταφορικώς. […] Σ’ αυτήν προστρέχουν για φώτα οι Έλληνες απ’ την Πελοπόννησο, από την Σικελία, από την Κάτω Ιταλία, από τες Νήσους, απ’ την Μικρά Ασία, απ’ αλλού. Είναι όθεν η κορυφή -αλληγορικώς- του έθνους. Αφού την θεωρούν έτσι, ως κορυφή, όλοι οι Έλληνες (οι Πανέλληνες), είναι η πανελλήνια κορυφή. Δεν είναι μερικώς κορυφή. Ως θα ήταν εάν, αίφνης, εχρησίμευε ως κέντρο των φώτων δια τους Έλληνας της νοτιανατολικής Μεσογείου. Τότε δεν θα ήτο πανελλήνιον κέντρον ή πανελλήνια κορυφή.»  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...