Jane Davies
Έκθεση
Γ΄ Λυκείου: Άρθρο – Δοκίμιο – Επιφυλλίδα
Άρθρο
Το άρθρο είναι δημοσίευμα σε εφημερίδα
ή σε περιοδικό που πραγματεύεται ένα ειδικό, επίκαιρο θέμα γενικού ενδιαφέροντος. Με το κύριο άρθρο, που δημοσιεύεται
στην πρώτη σελίδα, η εφημερίδα εκφράζει τη γνώμη της για το σημαντικότερο
γεγονός της ημέρας. Το κύριο άρθρο είναι ανυπόγραφο ή ενυπόγραφο και γράφεται ή
από τον εκδότη, το διευθυντή, τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας ή και από έναν
ειδικό συνεργάτη (αρθρογράφο) [που βρίσκεται στην ιεραρχία μετά τον
αρχισυντάκτη]. Εκτός από κύριο άρθρο δημοσιεύονται στον τύπο και άλλα άρθρα
ποικίλου περιεχομένου (οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού) με τα οποία οι
δημοσιογράφοι αναλύουν και σχολιάζουν τις κυριότερες ειδήσεις. Συχνά, ωστόσο,
στον τύπο εκτός από τους δημοσιογράφους, αρθρογραφούν και άλλοι, π.χ.
επιστήμονες, συγγραφείς, πολιτικοί, καλλιτέχνες, ως τακτικοί ή
περιστασιακοί συνεργάτες, για να εκφράσουν τις απόψεις τους πάνω σε ποικίλα
θέματα που άπτονται της επικαιρότητας. Τα άρθρα αυτά δημοσιεύονται κάτω από
διάφορους τίτλους π.χ. «Ιδέες», «Γνώμες», «Διάλογος» κτλ. ή κατατάσσονται σε θεματικές
ενότητες π.χ. «Υγεία», «Επιστήμη», «Κοινωνία» κτλ. Εκτός από τα παραπάνω άρθρα
που αφορμώνται από την επικαιρότητα και δημοσιεύονται σε εφημερίδες και
περιοδικά ποικίλης ύλης, υπάρχουν και τα
καθαρά επιστημονικά άρθρα, που παρακολουθούν τις εξελίξεις της επιστήμης σε
διάφορους τομείς. Τα άρθρα αυτά δημοσιεύονται σε ειδικά έγκριτα
επιστημονικά περιοδικά και απευθύνονται σε κοινό με ειδικές γνώσεις πάνω σε
κάποιον επιστημονικό τομέα.
Άρθρο
– Δοκίμιο: Διαφορές
Το άρθρο έχει επικαιρικό χαρακτήρα,
δηλαδή αφορμάται πάντα από ένα επίκαιρο γεγονός το οποίο σχολιάζει ή και
ερμηνεύει. Το δοκίμιο, από την άλλη
πλευρά, δεν έχει επικαιρικό χαρακτήρα. Ακόμη και όταν αφορμάται από κάποιο
σύγχρονο γεγονός, ανάγεται στο μόνιμο
και στο γενικό. Το δοκίμιο, εξάλλου, χαρακτηρίζεται «υβρίδιο», γιατί
κινείται ανάμεσα στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία. «Η σύνταξή
του είναι λιγότερο ελεύθερη από εκείνη του λογοτεχνήματος, αλλά πιο προσωπική
από εκείνην της πληροφοριακής ανακοίνωσης». Το άρθρο αντίθετα έχει πιο ξεκάθαρο χαρακτήρα. Απέχει σαφώς από τη
λογοτεχνία και κινείται στο χώρο της
ερμηνευτικής δημοσιογραφίας (π.χ. άρθρο σε εφημερίδα) ή της επιστήμης. Για το λόγο αυτό στο άρθρο επικρατεί η αναφορική λειτουργία της γλώσσας, κάτι που δε
συμβαίνει σε όλα τα δοκίμια. Επιπλέον το άρθρο δεν έχει, συνήθως, τον προσωπικό
και οικείο τόνο που χαρακτηρίζει το δοκίμιο. Μια ακόμη διαφορά του άρθρου από
το δοκίμιο είναι η έκταση. Το άρθρο (τουλάχιστον αυτό που δημοσιεύεται στην
εφημερίδα) είναι συνήθως συντομότερο από ένα δοκίμιο.
Πρέπει, ωστόσο, να προσθέσουμε ότι η
διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη δεν είναι πάντα εύκολη. Όπως υποστηρίζει ο Θ.
Νάκας, ένα κείμενο που δημοσιεύεται ως άρθρο «μπορεί κάποτε -χάρη στον
εννοιολογικό του εξοπλισμό και την υφολογική επεξεργασία του και, κυρίως χάρη
στον πλούτο των αναφορών του που ξεπερνούν το επικαιρικό γεγονός- να θεωρηθεί
δοκίμιο».
Δοκίμιο
Δοκίμιο είναι ένα είδος γραπτού λόγου
με το οποίο έχουν ασχοληθεί διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών
και της επιστήμης.
Το δοκίμιο (γαλλικά essai και αγγλικά
essay: προσπάθεια, δοκιμή) είναι ένα είδος πεζού λόγου με μέση συνήθως έκταση,
σε αντιδιαστολή προς τις τυπικές, πλήρεις και εξαντλητικές μελέτες. Ο δοκιμιογράφος άλλοτε εκφράζει τις
παρατηρήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για τη ζωή ή περιπλανιέται ελεύθερα στο χώρο των ιδεών,
που προέρχονται από τα γενικότερα πνευματικά του εφόδια και από τη διανοητική
και αισθητική του καλλιέργεια, και άλλοτε
προσπαθεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει, εκλαϊκεύοντας πολλές φορές, θέματα
αισθητικής, ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής κτλ. τάξης, ακόμη και
επιστημονικά, με σκοπό να πληροφορήσει, να διδάξει, να τέρψει και ενδεχομένως να
πείσει.
Οι ιδιότητες αυτές του δοκιμίου και η
ποικιλία των μορφών του δείχνουν πόσο ρευστά είναι τα όριά του και πόσο
επισφαλής κάθε προσπάθεια να περιχαρακωθεί μέσα σε έναν ορισμό. Το βέβαιο είναι ότι έχει ασαφή χαρακτήρα
και άλλοτε προσεγγίζει τη λογοτεχνία και άλλοτε την επιστήμη ή τη φιλοσοφία.
Απόπειρες
ορισμού του δοκιμίου
Το δοκίμιο, στην ακαδημαϊκή του
τουλάχιστον εκδοχή, βρίσκεται στο διάμεσο της λογοτεχνίας και της πληροφορίας. Η σύνταξη του είναι λιγότερο ελεύθερη από
εκείνην του λογοτεχνήματος αλλά πιο προσωπική από εκείνην της πληροφοριακής
ανακοίνωσης. Τέλος, το δοκίμιο είναι κατά βάση λόγος διδακτικός, καθώς δεν
επικαλείται την ανιδιοτέλεια της τέχνης, αλλά ούτε και την ουδετερότητα της
επιστήμης. Αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ, θα έλεγα ότι η δοκιμιακή έκφραση
είναι κατεξοχήν παράδειγμα ιδεολογικής ομολογίας για θέματα και προβλήματα
επίμαχα και ριψοκίνδυνα. (Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Το δοκίμιο και η πραγματεία διαφέρουν
βέβαια εκτός από την έκταση (το δοκίμιο είναι ένα είδος με μικρή, κατά κανόνα,
έως μέση έκταση) και ως προς το κοινό στο οποίο απευθύνεται (της πραγματείας
είναι πιο ειδικό, κι αυτός είναι ο λόγος που συστηματικοί φιλόσοφοι ή και
επιστήμονες καταφεύγουν συχνά στο δοκίμιο, όταν θέλουν να εκλαϊκεύσουν ή να
δώσουν μεγάλη δημοσιότητα στις ιδέες τους ή στα πορίσματά τους). Το δοκίμιο
προϋποθέτει μεγαλύτερη συμμετοχή του αναγνώστη, θέτει σε κίνηση τόσο τη σκέψη όσο και τη φαντασία του, απευθύνεται τόσο
στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό του κόσμο, επιζητεί όχι μόνο να τον
πληροφορήσει, αλλά και να τον συγκινήσει και να τον τέρψει. Το δοκίμιο
απευθύνεται όχι μόνο στις γνώσεις (τη μόρφωση) αλλά και στην καλαισθησία και το
γούστο του αναγνώστη. Αν η πραγματεία ή η μελέτη τον μορφώνει, το δοκίμιο τον
καλλιεργεί. (Θ. Νάκας)
Ποιος άραγε έκανε την ελληνική
μετάφραση: «δοκίμιο»; Η λέξη είναι επιτυχημένη, όπως και η πρωτογενής γαλλική:
essai. Στη σκέψη των δόκιμων συγγραφέων που τη χρησιμοποίησαν σημαίνει ένα σύντομο, γρήγορα γραμμένο, ευπρόσιτο
στο πλατύ κοινό κείμενο, που αποτελεί μιαν απόπειρα να προσεγγίσει κανείς,
σε αρκετό βαθμό, ένα θέμα κριτικής, επιστήμης, τέχνης, ηθών κτλ. με γνώση και
καλλιέπεια, χωρίς όμως να το εξαντλεί -γιατί τούτο θα απαιτούσε συστηματική και
διεξοδική διερεύνηση, επομένως μια πολυσέλιδη «πραγματεία» (tractatus, traite,
treatise). [...]
Στην «πραγματεία» περιμένεις και
ανέχεσαι πολλά πράγματα: όγκο σελίδων, βάρος εννοιών, περίπλοκη, κουραστική
γραφή. Στο δοκίμιο όχι όμως. Αυτό πρέπει
να είναι σύντομο, ευσύνοπτο (ίσως γι’ αυτό ο Σεφέρης ονόμασε τις φιλολογικοκριτικές
μελέτες του «δοκιμές» και όχι δοκίμια). Εύληπτο
και καλογραμμένο. (Ε. Π. Παπανούτσος)
Το να πεις τι είναι ένα δοκίμιο δεν
είναι τόσο εύκολο. Ευκολότερο θα ήταν να πεις τι δεν είναι: συγκεκριμένα, δεν
είναι οπωσδήποτε μια έκθεση και προπαντός δεν είναι μια πραγματεία. (J.
Hofmiller)
Το δοκίμιο πρέπει να εκφράζει ένα ύφος,
μια εσωτερική ζωή, μια ευαισθησία, μια προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα,
μια ατομικότητα. (Γ. Θεοτοκάς)
Στο δοκίμιο αποφασιστικό ρόλο παίζει η
προσωπικότητα του συγγραφέα, αυτή είναι που δίνει το κύρος σε ό,τι λέγεται, που
προσφέρει συνήθως το παράδειγμα, αλλά και τη ζωντάνια στην έκφραση και το
ανεπανάληπτο ύφος. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται φιλτραρισμένη μέσα από τις
εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. «Εδώ είναι οι ιδέες μου με
τις οποίες δεν προσπαθώ καθόλου να σας δώσω να γνωρίσετε τα πράγματα, αλλά τον
εαυτό μου», έλεγε ο Montaigne. Η
παράσταση του κόσμου την οποία μας προσφέρει το δοκίμιο είναι ίσως λιγότερο
επιστημονική και περισσότερο καλλιτεχνική [...] Η αλήθεια είναι ότι το
δοκίμιο είναι ένα είδος νόθο από τη γέννηση του, ένα «υβρίδιο», κάτι μεταξύ επιστήμης ή φιλοσοφίας και
λογοτεχνίας. (Θ. Νάκας)
Η
πειθώ στο δοκίμιο
Στο δοκίμιο που έχει αποδεικτικό χαρακτήρα ο δοκιμιογράφος
προσεγγίζει ένα θέμα που τον ενδιαφέρει, εκθέτει,
διασαφηνίζει και υποστηρίζει τις ιδέες του, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα,
τεκμήρια και παραδείγματα· επιχειρεί να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο και
καταλήγει σε κάποιες προτάσεις για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Μπορούμε,
επομένως, να πούμε ότι έχει την πρόθεση να περάσει στον αναγνώστη κάποιες
προσωπικές απόψεις και να τον πείσει. Σε κάθε δοκίμιο, άλλωστε, ακόμη και σε
αυτά που δεν έχουν αποδεικτικό χαρακτήρα, μπορούμε να διακρίνουμε μια απόπειρα
πειθούς, αφού το δοκίμιο αποτελεί ένα είδος ιδεολογικής κατάθεσης του συγγραφέα
για διάφορα επίμαχα θέματα.
Η πειθώ στο δοκίμιο, ωστόσο, δεν
αποτελεί μια προσπάθεια εύκολου και άμεσου επηρεασμού του αναγνώστη/ακροατή,
όπως συμβαίνει συνήθως, στη ρητορική (πολιτική, εκκλησιαστική ή άλλη). Το
δοκίμιο, όπως υποστηρίζει ο Γ. Δάλλας, έχει
σαν πρώτο και τελικό στόχο να βαθαίνει τη δυνατότητα του προβληματισμού μας.
Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι το δοκίμιο είναι ένα είδος διδακτικό.
Όταν λέμε ότι το δοκίμιο μας διδάσκει, εννοούμε ότι μας ενημερώνει, μας
πληροφορεί, πλουτίζει τις γνώσεις μας, οξύνει την κρίση μας, καλλιεργεί την
ευαισθησία μας. Επομένως δεν πρέπει να εξομοιώνουμε ένα δοκίμιο, π.χ. του
Παπανούτσου ή του Σεφέρη, με μια διδασκαλία ή διδαχή, π.χ. του Μηνιάτη ή του
Κοσμά του Αιτωλού, στις οποίες υπάρχει μια καθαρά σωφρονιστική πρόθεση. Όχι
μόνο ο διδακτισμός αλλά και ο δογματισμός φαίνεται ότι δεν ταιριάζει στο
δοκίμιο. Ο ίδιος ο όρος «δοκίμιο/δοκιμές» σημαίνει ότι τίποτα δεν είναι
τετελεσμένο, αλλά ότι όλα βρίσκονται σε εξέλιξη, πράγμα που αποκλείει κάθε
δογματισμό και επιτρέπει αλλαγή στις κατευθύνσεις και τις απόψεις μας. Επομένως, όχι οριστικά συμπεράσματα αλλά
προβληματισμοί, στοχασμοί, θέσεις και στάσεις, που όχι μόνο δεν εξαντλούν το
θέμα αλλά και ενδέχεται αργότερα να μεταβληθούν αποτελούν συνήθως την ύλη
του δοκιμίου.
Η
γλώσσα του δοκιμίου
Η γλώσσα του δοκιμίου -σε αντίθεση με
τη γλώσσα της ποίησης ή της αφηγηματικής πεζογραφίας- υπακούει σε εντολές μιας
λογιότερης γραμματικής, της γραμματικής που
διέπει γενικά τον επιστημονικό ή το στοχαστικό λόγο. Πράγματι εύκολα μπορεί
κανείς να επισημάνει διάφορες τεχνικές ομαλής ή φυσικής μετάβασης και συνοχής
(π.χ. τη χρήση συνεκτικών μορίων και εκφράσεων, φράσεις - γέφυρες κτλ.). Μπορεί
ακόμη να ξεχωρίσει άλλα εκφραστικά μέσα, που χαρακτηρίζουν έναν περισσότερο
επιστημονικό λόγο, π.χ. μόρια και εκφράσεις που φανερώνουν μια στάση του
συγγραφέα απέναντι στο θέμα (π.χ. πιθανώς, ενδεχομένως, βεβαίως κτλ.) ή
φανερώνουν την οπτική του γωνία για τα γραφόμενα (π.χ. επιρρήματα του τύπου «κοινωνικά»,
«πολιτικά», «νομικά» κτλ.). Ως προς τη σύνταξη έχει κανείς να προσέξει την περισσότερο σύνθετη δομή των προτάσεων
(κάτι που επιτυγχάνεται με τη μεγαλύτερη χρήση του υποτακτικού λόγου σε
αντίθεση με τον παρατατικό λόγο), ενώ, από την άλλη πλευρά ο μέσος
αναγνώστης οφείλει να εξοικειωθεί και με το σε μεγάλη έκταση αφηρημένο λεξιλόγιο
του δοκιμίου. Παράλληλα, ωστόσο, διακρίνουμε συχνά στο δοκίμιο κάποια
προφορικότητα στην έκφραση και κάποια οικειότητα στο ύφος, χαρακτηριστικά που
οφείλονται στη διάθεση του δοκιμιογράφου να επικοινωνήσει άμεσα με τον
αναγνώστη.
Η συχνότητα, πάντως, με την οποία
παρουσιάζονται τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά ποικίλλει, ανάλογα με το ύφος
που υιοθετεί ο κάθε δοκιμιογράφος. Έτσι, ενώ τα δοκίμια του Παπανούτσου έχουν
συνήθως μάλλον επιστημονική, λογοκρατική διατύπωση, τα δοκίμια του Τερζάκη, του
Θεοτοκά και του Σεφέρη έχουν συνήθως μια
μάλλον λογοτεχνική διατύπωση και στα κείμενά τους αφθονούν οι εικονικές και
μεταφορικές εκφράσεις.
Η
οργάνωση του δοκιμίου
Το δοκίμιο παρουσιάζει μια ποικιλία
μορφών ως προς την οργάνωση. Έτσι άλλα
δοκίμια έχουν αυστηρότερη λογική οργάνωση, ενώ άλλα έχουν πιο ελεύθερη οργάνωση, και σε άλλα πάλι η οργάνωση είναι μάλλον συνειρμική.
Τα δοκίμια που οργανώνονται λογικά
προσεγγίζουν περισσότερο τον επιστημονικό λόγο και έχουν συνήθως αποδεικτικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας εκθέτει στον πρόλογο το θέμα (δηλαδή την προβληματική
του), προσπαθώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και συνεχίζει
εκθέτοντας την κατευθυντήρια ή κύρια ιδέα που αποτελεί και τη θέση του πάνω στο
θέμα. Στο κύριο μέρος ο συγγραφέας
προσκομίζει το υλικό που διαθέτει, για να διασαφηνίσει την κύρια ιδέα ή να
αποδείξει τη θέση που διατύπωσε στον πρόλογο. Στον επίλογο παρουσιάζει συμπυκνωμένα ό,τι έχει αποδείξει ή επανεκθέτει
την αρχική του θέση. Αν έχει αποδείξει πειστικά το θέμα του, η θέση θα έχει
πάρει καινούριο νόημα για τον αναγνώστη.
Τα
δοκίμια που έχουν πιο ελεύθερη οργάνωση προσεγγίζουν περισσότερο τη λογοτεχνία και η δομή τους δεν καθορίζεται από τη
σχέση απόδειξης ανάμεσα στη θέση του συγγραφέα και την υποστήριξη αυτής της
θέσης. Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα με το οποίο οι επιμέρους ιδέες συνδέονται
περισσότερο ή λιγότερο συνειρμικά. Ο συγγραφέας περιδιαβάζει ελεύθερα στο χώρο
των ιδεών. Διαβάζοντας ένα τέτοιο δοκίμιο, προσέχουμε περισσότερο την ύφανση
του λόγου παρά τη λογική που διέπει τη δομή του κειμένου ως συνόλου. Με την ανάγνωση ενός τέτοιου δοκιμίου
νιώθουμε εμπλουτισμένοι σε ανιχνεύσεις και σε προβληματισμό, χωρίς να έχουμε
αναγκαστικά επισημάνει ένα καθαρό διάγραμμά του.
Ιστορία του δοκιμίου
Τα βασικά χαρακτηριστικά και η
ιδιοτυπία του δοκιμίου, όπως επισημάνθηκαν παραπάνω, μπορεί να ανιχνευτούν και
από την ως τώρα διαδρομή του μέσα στο χρόνο. Αν και πατέρας του είδους θεωρείται ο Michael de Montaigne (Μιχαήλ ντε
Μονταίνι: 1533-1592), και επομένως «ο όρος δοκίμιο είναι πρόσφατος», δοκιμιακά
κείμενα βρίσκουμε ακόμη και στους αρχαίους χρόνους (Διάλογοι του Πλάτωνα,
Εκκλησιαστής και Παροιμίες της Π. Διαθήκης, Επιστολές του Πλίνιου και του
Σενέκα, Χαρακτήρες του Θεόφραστου, Ηθικά του Πλούταρχου, Διάλογοι του Κικέρωνα,
Στοχασμοί του Μάρκου Αυρηλίου κ.ά.)
Όμως το δοκίμιο αποκτά τον ιδιότυπο
χαρακτήρα του με τον Μονταίνι, ο οποίος στο βιβλίο του Essais (Δοκίμια)
κατέγραψε τις σκέψεις του γύρω από θέματα που αφορούν τον άνθρωπο, τη
φιλοσοφία, την ηθική και τους θεσμούς με βάση την προσωπική ζωή του και τις
εμπειρίες του. Ο τίτλος κιόλας των γραπτών του υπαινίσσεται την ελευθερία στην
πραγμάτευση των θεμάτων του και τον αντιδογματισμό τους. Όπως χαρακτηριστικά
σημειώνει, η ψυχή του «μαθητεύει και δοκιμάζει τον εαυτό της». Πράγμα που
σημαίνει ότι δεν καταλήγει σε οριστικά συμπεράσματα, αλλά διατυπώνει απλώς «προβληματισμούς»,
«απόψεις», «στοχασμούς», «ερωτήματα» και «ζητήματα», «θέσεις» και «στάσεις».
Αυτό προσδίδει στα δοκίμιά του έναν υποκειμενικό χαρακτήρα, έλλειψη
επιστημονικής τεκμηρίωσης αλλά και λογοτεχνική ποιότητα.
Στην Αγγλία το δοκίμιο εγκαινιάστηκε
από τον Μπέικον (Sir Francis Bacon: 1561 -1626), που γνώριζε μερικά από τα
δοκίμια του Μονταίνι. Τα δικά του Essays είναι σύντομα, πυκνά αλλά ξεκάθαρα, με
ουσιαστικές παρατηρήσεις πάνω σε ποικίλα θέματα, με ιδέες που έχουν θέση σε
μεγάλα φιλοσοφικά έργα, αλλά που αξίζουν να καταγραφούν και σ’ ένα δοκίμιο.
Αντίθετα δηλαδή με το Μονταίνι, ο Άγγλος στοχαστής ξεκινάει από τις εκδηλώσεις
και τη συμπεριφορά των άλλων και προσπαθεί να φτάσει σε συμπεράσματα με αυστηρή
επιστημονική μέθοδο. Με το ύφος του, το ζωηρό και πυκνό, ξεκόβει από τη
χαριτωμένη πολυλογία του Γάλλου ομοτέχνου του. Με τα δοκίμιά του επιδιώκει όχι
μόνο να τέρψει αλλά και να διδάξει. Παρά τις διαφορές τους όμως και οι δυο
είναι γνήσια δημιουργήματα της Αναγέννησης. Όμως το δοκίμιο θα φτάσει στην
πλήρη ανάπτυξή του μετά τον ανήσυχο, θρησκευτικά και πολιτικά, 17ο αιώνα -με το
τέλος των θρησκευτικών πολέμων και τη διακήρυξη των πολιτικών δικαιωμάτων (1689).
Στον αιώνα αυτόν το δοκίμιο πραγματεύεται μια τέτοια ποικιλία θεμάτων, ώστε
μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνονται πια όλοι οι βασικοί τύποι δοκιμίων των
μεταγενέστερων αιώνων. Σημαντικό
δοκιμιακό έργο αποτελεί το «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» (1690) του Τζων
Λοκ (John Lock: 1632-1704), στο οποίο, όπως σημειώνει «διερευνά τις πηγές,
τη μορφή και την έκταση της ανθρώπινης γνώσης, σε συνδυασμό με τα βάθρα και
τους βαθμούς πίστης, γνώμης και παραδοχής». Το δοκίμιο αυτό είναι από τα πιο
αντιπροσωπευτικά έργα του αγγλικού εμπειρισμού, και του κριτικού ρεαλισμού, με
ένα λόγο που τον χαρακτηρίζει ακριβολογία και τέλεια σαφήνεια.
Η
εποχή της ακμής του δοκιμίου είναι ο 18ος αιώνας. Οι σπουδαιότεροι δοκιμιογράφοι είναι
ο Άγγλος Δαβίδ Χιουμ (David Hume: 1711-1776) και ο Γάλλος Βολταίρος (F.
Voltaire: 1694-1778). Ο πρώτος, στο έργο του «Δοκίμια ηθικά, πολιτικά και
φιλολογικά», εκθέτει τις απόψεις του πάνω στα θέματα αυτά. Θεωρεί τα δοκίμιά
του «γέφυρα επικοινωνίας σοβαρών συγγραφέων με απλούστερους αναγνώστες». Ο
δεύτερος εισάγει στο έργο του «Δοκίμιο για τα έθιμα και το πνεύμα των εθνών»
περισσότερα στοιχεία μελέτης πάνω σε θέματα κυρίως πολιτισμού.
Από το 19ο αιώνα και ως τις μέρες μας,
το δοκίμιο προσανατολίζεται όλο και περισσότερο στη λογοτεχνική και καλλιτεχνική
κριτική, την επικαιρική φιλοσοφία πάνω σε θέματα πολιτικής, ηθικής, κοινωνικής
και πνευματικής ζωής, καθώς και στην πραγμάτευση θεμάτων οικονομίας, ιατρικής,
περιβάλλοντος και τεχνολογίας. Οι δοκιμιογράφοι επικοινωνούν «φιλικά με το
μεγάλο αναγνωστικό κοινό» (Ε. Π. Παπανούτσος).
Θα ήταν μάταιο, αλλά και ανώφελο, να
προσπαθήσει κανείς να καταγράψει όλα τα ονόματα των σύγχρονων ξένων
δοκιμιογράφων και το έργο τους. Ωστόσο μερικοί είναι τόσο γνωστοί που θα ήταν
παράλειψη να μην τους αναφέρουμε. Εξάλλου πολλά έργα τους έχουν μεταφραστεί στα
ελληνικά. Έτσι κάποιοι από σας θα έχετε διαβάσει δοκίμια του I. Ταιν, του Τ. Σ.
Έλιοτ, του Ράιχ, του Φρομ, του Σαφ, του Μαρκούζε, του Μπαρτ, του Έκο κ.ά.
Μέσα στα ίδια ρευστά όρια του είδους μπορούμε
να περιλάβουμε στη χορεία των δοκιμιογράφων λογοτέχνες και επιστήμονες, όταν
δεν γράφουν καθαρή λογοτεχνία ή κείμενα αυστηρά επιστημονικά, αλλά κινούνται σε
μια περιοχή κριτικού προβληματισμού και πνευματικής ανησυχίας.
Απαρχές
του ελληνικού δοκιμίου μπορεί να θεωρηθούν κείμενα της εποχής του νεοελληνικού
διαφωτισμού (Δ.
Καταρτζή, Α. Κοραή, I. Βηλαρά) ή άλλα μεταγενέστερα με θέμα τους τη γλώσσα (Ο
διάλογος του Δ. Σολωμού, Η φιλολογική μας γλώσσα του Ιακ. Πολυλά, τα κείμενα
των πρώτων δημοτικιστών: Γιάννη Ψυχάρη, Αργ. Εφταλιώτη, Αλ. Πάλλη). Η
διαμόρφωσή του όμως συντελείται στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, με τα
μεγάλα εθνικά, κοινωνικά, πνευματικά προβλήματα που απασχολούν έντονα τον
ελληνισμό. Με το πρόβλημα της πολιτιστικής μας ταυτότητας καταπιάνονται ο Περ.
Γιαννόπουλος, ο Ίωνας Δραγούμης· με την παιδεία και τη γλώσσα ο Δελμούζος, ο
Γληνός και ο Τριανταφυλλίδης· με τα λογοτεχνικά θέματα ο Εμμ. Ροΐδης, ο Κ.
Παλαμάς και Γ. Ξενόπουλος, Γ. Αποστολάκης, Κ. Βάρναλης.
Δοκίμια
όμως με την καθαρή μορφή τους γράφονται μετά το 1930. Συγκεκριμένα το 1929 με τα άρθρα και
το δοκίμιο του Γ. Θεοτοκά "Ελεύθερο πνεύμα" αρχίζει η περίοδος του
δοκιμίου. Ακολουθούν πολλοί δοκιμιογράφοι που ασχολούνται κυρίως με τα
λογοτεχνικά και αισθητικά θέματα (Κλέων Παράσχος, Τ. Άγρας, Α. Καραντώνης, Π.
Πρεβελάκης, Νικόλας Κάλλας, Δημ. Νικολαρεΐζης, Ζ. Λορεντζάτος αλλά και Γ.
Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Β. Βαρίκας κ.ά), με προβλήματα του καιρού μας (Α.
Τερζάκης, I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αιμ. Χουρμούζιος κ.ά), με εκπαιδευτικά, αλλά
και αισθητικά και κοινωνικά, ο Ε. Π. Παπανούτσος, κ.ά.
Επιφυλλίδα
Η
επιφυλλίδα είναι ένας τύπος κειμένου που αναφέρεται σε διάφορα θέματα
φιλολογικά, επιστημονικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά κτλ. και γράφεται
από πρόσωπο ειδικό στο θέμα.
Δημοσιεύεται σε εφημερίδα σε ορισμένη θέση και χωρίζεται συνήθως από την
υπόλοιπη ύλη με ολοσέλιδη ή μικρή γραμμή. Στο παρελθόν η θέση αυτή ήταν κατά
κανόνα στο κάτω άκρο της σελίδας, αλλά στην
εποχή μας η θέση της επιφυλλίδας ποικίλλει από εφημερίδα σε εφημερίδα. Ο
επιφυλλιδογράφος μπορεί να ξεκινήσει από ένα επίκαιρο θέμα, π.χ. «Η διαφήμιση»,
αλλά δε μένει προσκολλημένος στο
επίκαιρο· προχωρεί σε παρατηρήσεις και σκέψεις διαχρονικού χαρακτήρα και
γενικότερου ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό το λόγο επισημαίνεται στο Λεξικό της
Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη του Α.Π.Θ. ότι είναι «κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα». Από την
άλλη πλευρά, ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι τα όρια ανάμεσα στην επιφυλλίδα
και στο άρθρο δεν είναι εντελώς ευδιάκριτα και γι’ αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με
άλλα λεξικά, π.χ. στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, η επιφυλλίδα
ορίζεται ως «άρθρον δημοσιευόμενον εις το κάτω άκρον των εφημερίδων και χωριζόμενον
από της λοιπής ύλης δι’ οριζοντίας γραμμής». Μπορούμε, επομένως, να πούμε ότι η επιφυλλίδα είναι ένα είδος σύντομου
άρθρου. Ο όρος επιφυλλίδα είχε εξάλλου, στο παρελθόν και μια δεύτερη
σημασία. Επιφυλλίδα, ονομαζόταν, επίσης, και ένα λαϊκό ανάγνωσμα, συνήθως
μυθιστόρημα που δημοσιευόταν τμηματικά, σε συνέχειες στην εφημερίδα.
Σύμφωνα
με την εξεταστέα ύλη του μαθήματος, σε ό,τι αφορά το δοκίμιο, ο μαθητής
επιδιώκεται να είναι σε θέση:
• να διακρίνει το είδος του δοκιμίου,
με βάση:
- την οργάνωση / δομή
(συνειρμική-λογική)
- τον σκοπό (απόδειξη μιας θέσης -
ελεύθερος στοχασμός)
- την οπτική
(υποκειμενική-αντικειμενική)
- τη γλώσσα του (ποιητική, αναφορική
λειτουργία) κ.ά.
• να αναγνωρίζει ορισμένα
χαρακτηριστικά του δοκιμίου, όπως είναι ο υποκειμενισμός, ο αντιδιδακτισμός, ο
κοινωνικός χαρακτήρας, ο εξομολογητικός τόνος κ.ά.
• να διακρίνει το δοκίμιο από άλλα
συγγενή είδη του λόγου, όπως το άρθρο και την επιφυλλίδα
• να εντοπίζει σε ένα κείμενο (δοκίμιο /άρθρο
/επιφυλλίδα κ.ά.):
- το θέμα
- την άποψη του συγγραφέα
- τα μέσα πειθούς που χρησιμοποιεί για
να τεκμηριώσει την άποψή του
- τις προτάσεις του για την αντιμετώπιση
του προβλήματος κ.ά.
• να διακρίνει σε ένα κείμενο το καίριο
και το ουσιώδες από τη λεπτομέρεια και το επουσιώδες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου