Κωνσταντίνος Καβάφης «Τεχνουργός κρατήρων» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τεχνουργός κρατήρων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Mark Ashkenazi

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τεχνουργός κρατήρων»

Εις τον κρατήρα αυτόν   από αγνόν ασήμι —
που για του Ηρακλείδη   έγινε την οικία,
ένθα καλαισθησία   πολλή επικρατεί —
ιδού άνθη κομψά,   και ρύακες, και θύμοι,
κ’ έθεσα εν τω μέσω   έναν ωραίον νέον,
γυμνόν, ερωτικόν·   μες στο νερό την κνήμη
την μια του έχει ακόμη.—   Ικέτευσα, ω μνήμη,
να σ’ εύρω βοηθόν   αρίστην, για να κάμω
του νέου που αγαπούσα   το πρόσωπον ως ήταν.
Μεγάλη η δυσκολία   απέβη επειδή
ως δέκα πέντε χρόνια   πέρασαν απ’ την μέρα
που έπεσε, στρατιώτης,   στης Μαγνησίας την ήτταν.

κρατήρ: αγγείο όπου ανακάτευαν το κρασί με νερό.

Ιστορικοφανής μονόλογος ανώνυμου φανταστικού τεχνίτη. Τοποθετείται «ως δέκα πέντε χρόνια» μετά την μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), ήτοι περίπου στα 175 π.Χ., όταν «ο Ηρακλείδης είναι ο πανίσχυρος θησαυροφύλακας» του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς. [Γ. Π. Σαββίδης]

Ο Καβάφης χρησιμοποιώντας ως προσωπείο έναν τεχνουργό κρατήρων, έναν δημιουργό μιας διαφορετικής τέχνης, αναδεικνύει την αξία που έχουν πολλές φορές τα προσωπικά βιώματα ως πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Ο τεχνουργός, όπως και ο ποιητής, δεν μπορούν να δημιουργήσουν άρτια τέχνη, αν ασχολούνται με κάτι που βρίσκεται τελείως έξω από τις προσωπικές τους εμπειρίες∙ αν προσπαθούν να αποδώσουν κάτι που δεν βρίσκει καμία ανταπόκριση στις προσωπικές τους αλήθειες και στις δικές τους προτιμήσεις. Έτσι, ο τεχνουργός κρατήρων, έστω κι αν εργάζεται με βάση παραγγελίες που του γίνονται∙ έστω κι αν δεν είναι ένας αφιλοκερδής καλλιτέχνης -όπως υπήρξε ο Καβάφης-, όταν έρχεται η στιγμή να δημιουργήσει το ωραιότερο μέρος του έργου του, το πρόσωπο του γυμνού νέου, ανατρέχει στις δικές του μνήμες και αναζητά τις λεπτομέρειες που του χρειάζονται στην ανάμνηση του νέου που αγαπούσε κάποτε.

Εις τον κρατήρα αυτόν   από αγνόν ασήμι —
που για του Ηρακλείδη   έγινε την οικία,
ένθα καλαισθησία   πολλή επικρατεί —

Αν και η τέχνη βρίσκεται στο επίκεντρο του ποιήματος, εντούτοις τίθενται παράλληλα ορισμένα ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία, που αποκαλύπτουν την εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίημα. Ο κρατήρας που κατασκευάζει ο τεχνίτης είναι για το σπίτι του Ηρακλείδη, του πανίσχυρου θησαυροφύλακα του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς. Έτσι, το υλικό που επιλέγεται είναι το αγνό ασήμι και καταβάλλεται μέριμνα ώστε σ’ όλο τον διάκοσμο του αγγείου να επικρατεί πολλή καλαισθησία, μιας κι ο πελάτης είναι εκλεκτός και εξαιρετικά πλούσιος.
Η πληροφορία σχετικά με το ποιος είναι ο αποδέκτης του κρατήρα τίθεται ανάμεσα σε παύλες, για να διαχωριστεί από τις αναφορές της διακόσμησης του κρατήρα. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα στοιχείο που υπηρετεί το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος και κατέχει τη δική του ξέχωρη αξία για την κατανόηση του ποιήματος, και ιδίως για την επιλογή του δημιουργού να κοσμήσει το αγγείο με τη μορφή ενός ωραίου νέου.

ιδού άνθη κομψά,   και ρύακες, και θύμοι,
κ’ έθεσα εν τω μέσω   έναν ωραίον νέον,
γυμνόν, ερωτικόν∙   μες στο νερό την κνήμη
την μια του έχει ακόμη.—  

Το αγγείο, λοιπόν, έχει ως διακόσμηση κομψά άνθη -όπως φροντίζει να μας τα δείξει νοητά ο ίδιος ο δημιουργός «ιδού»- ρυάκια και θυμάρια, και στο κέντρο της περίτεχνης αυτής διακόσμησης τίθεται ένας ωραίος νέος, γυμνός και ερωτικός, που έχει τη μία του κνήμη (γάμπα) «ακόμη» μέσα στο νερό. Μια λεπτομέρεια που δημιουργεί αίφνης την αίσθηση πως ο νέος είχε μόλις αναδυθεί από το νερό, αφού δρόσισε πρώτα το κορμί του σε αυτό, και τώρα απολαμβάνει τη ζέστη της θερινής μέρας. Ο ερωτισμός του γυμνού νεανικού σώματος βρίσκει το ιδανικό του συμπλήρωμα στις εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος, οι οποίες λειτουργούν ως έμμεση υπόμνηση πως δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στην εικόνα ενός γυμνού νέου, αφού αποτελεί κι αυτός, όπως τα ρυάκια και τα μικρά δέντρα, μέρος των θέλγητρων της φύσης.
Εκείνο, ωστόσο, που επιτρέπει να αντιληφθούμε καλύτερα για ποιο λόγο ο τεχνίτης επιλέγει την εικόνα ενός γυμνού νέου ως κύριο στοιχείο της διακόσμησης του αγγείου είναι η ιστορική εποχή στην οποία τοποθετείται το ποίημα. Ο Ηρακλείδης που θα είναι ο αποδέκτης του συγκεκριμένου κρατήρα, ζει και κινείται στην αυλή του Αντιόχου Δ΄, του βασιλιά της Συρίας που έχει κοντά του τον περιβόητης ομορφιάς ερωμένο του, Εμονίδη (όπως τουλάχιστον το παρουσιάζει ο Καβάφης στα ποιήματα: «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.» και «Προς τον Aντίοχον Eπιφανή»). Βρισκόμαστε, άρα, αρκετούς αιώνες προτού ο χριστιανισμός στιγματίσει ηθικά την αισθητική και ερωτική απόλαυση που προσφέρει το κάλλος ενός νεαρού άνδρα∙ βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία η ανδρική ομορφιά απολαμβάνεται συνειδητά και χωρίς καμία αίσθηση πως διαπράττεται κάτι το ανήθικο ή κάτι που εκθέτει με οποιονδήποτε τρόπο εκείνον που εκτιμά τον αισθησιασμό του νεανικού ανδρικού σώματος.

Ικέτευσα, ω μνήμη,
να σ’ εύρω βοηθόν   αρίστην, για να κάμω
του νέου που αγαπούσα   το πρόσωπον ως ήταν.

Ο τεχνουργός διακόπτει την περιγραφή του δημιουργήματός του -διακοπή που δηλώνεται τυπογραφικά με την παύλα που προηγείται- και με μια αποστροφή στη μνήμη φανερώνει την ικεσία που της διατύπωσε. Την ικέτευσε να σταθεί άριστη βοηθός στην προσπάθειά του να κάνει το πρόσωπο του νέου που αγαπούσε, όπως ήταν∙ την ικέτευσε να επαναφέρει στη σκέψη του όλα τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του κατά τρόπο τόσο λεπτομερή, ώστε να μην προδώσει την εικόνα του.
Διαπιστώνουμε, έτσι, πως ο τεχνουργός, όπως συχνά και ο ποιητής, ανατρέχει στη μνήμη του όχι μόνο για να βρει το υλικό εκείνο που θα τον βοηθήσει να υπηρετήσει καλύτερα την τέχνη του, αλλά και με τη σαφή πρόθεση να διαφυλάξει από τη λήθη τη νεανική ομορφιά προσώπων αγαπημένων. Ο τεχνουργός δεν αναζητά τόσο ένα ιδανικό πρότυπο κάλλους, όσο τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου που είχε εμπνεύσει ισχυρή αγάπη στην ψυχή του.

Μεγάλη η δυσκολία   απέβη επειδή
ως δέκα πέντε χρόνια   πέρασαν απ’ την μέρα
που έπεσε, στρατιώτης,   στης Μαγνησίας την ήτταν.

Η προσπάθειά του αυτή, ωστόσο, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες, διότι είχαν ήδη περάσει δεκαπέντε χρόνια από τη μέρα που ο αγαπημένος νέος είχε σκοτωθεί στη μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), όπου ο συριακός στρατός, υπό τον Αντίοχο Γ΄, υπέστη συντριπτική ήττα από τις ρωμαϊκές δυνάμεις. Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που είχε αντικρίσει το αγαπημένο πρόσωπο κι αυτό καθιστούσε εύλογα εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθειά του να θυμηθεί επακριβώς τα χαρακτηριστικά του∙ ό,τι απέμενε ήταν περισσότερο θολές εντυπώσεις, παρά βέβαιες μνήμες.
Η αναφορά στη μάχη της Μαγνησίας προσδίδει μια ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση στο ποίημα, καθώς το τοποθετεί σε μια εποχή πολύ σημαντικών αλλαγών∙ σε μια εποχή μετάβασης από τα ελληνιστικά χρόνια στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Τα κάποτε κραταιά ελληνιστικά βασίλεια χάνουν την αυτονομία τους και περνούν υπό τον έλεγχο μιας νέας πανίσχυρης δύναμης, αυτής των Ρωμαίων, που θα επιφέρει καίριες μεταβολές σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Ο Ηρακλείδης υπήρξε γνωστός για τη στενή συνεργασία του με τον Αντίοχο Δ΄, αλλά και για την παρασκηνιακή δράση του εις βάρος του νόμιμου διαδόχου του συριακού θρόνου Δημητρίου Α΄. Δείτε: «Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)», «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου» και «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα».
Ο Αντίοχος Δ΄ Επιφανής ήταν ένας από τους πιο πιστούς θαυμαστές του ελληνικού πολιτισμού. Δείτε: «Προς τον Αντίοχον Επιφανή», όπου ο ερωμένος του βασιλιά, ο ιδιαίτερης ομορφιάς νέος Εμονίδης, έχει τον κύριο λόγο, και «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.». 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...