Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ίμενος»
«... Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά
αποκτάται·
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που
αισθάνεται όπως θέλει αυτή —
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει
η υγεία ...»
Απόσπασμα από μιαν επιστολή
του νέου Ιμένου (εκ πατρικίων)
διαβοήτου
εν Συρακούσαις επί ασωτία,
στους άσωτους καιρούς του τρίτου
Μιχαήλ.
Ιστορικοφανές ποίημα που εγκιβωτίζει
άλλο ποίημα. Το όνομα του ήρωα «Ίμενος» είναι όνομα φανταστικού προσώπου, αλλά
και η επιστολή είναι αναμφίβολα πλαστή. Ακολουθεί, άρα, ο Καβάφης εδώ τη συνήθη
τακτική της αποστασιοποίησης προκειμένου να αποδώσει σ’ ένα τρίτο πρόσωπο
σκέψεις δικές του, τις οποίες, παράλληλα, φροντίζει να τοποθετήσει στο απώτερο
παρελθόν, προκειμένου να τους προσδώσει την αναγκαία αίσθηση αντικειμενικότητας
και διαχρονικότητας.
Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά
αποκτάται∙
Το περιεχόμενο του αποσπάσματος από την
επιστολή του νεαρού Ιμένου δικαιολογεί την πρόθεση του ποιητή να
αποστασιοποιηθεί από τις εκφραζόμενες σκέψεις, αφού αυτές έρχονται σε αντίθεση
με την επικρατούσα κοινωνική και ηθική αντίληψη της εποχής του. Το κάλεσμα που
διατυπώνεται να αγαπηθεί ακόμη περισσότερο εκείνη η ηδονή που αποκτάται με
τρόπο νοσηρό και με φθορά του ατόμου που την επιδιώκει, θα μπορούσε να εκληφθεί
ως άσεμνο και ανήθικο, αφού αναφέρεται σαφώς στην ηδονή που προσφέρει ο
ομόφυλος έρωτας.
Η νοσηρότητα αυτής της ηδονής έγκειται
στο γεγονός ότι παρεκκλίνει απ’ ό,τι θεωρείται κοινωνικώς και ηθικώς αποδεκτό,
με αποτέλεσμα να είναι κατακριτέα από τους περισσότερους ανθρώπους και να
στιγματίζει σε κοινωνικό επίπεδο εκείνους που την επιδιώκουν. Ενώ η φθορά που
επιφέρει προκύπτει από το γεγονός ότι δεν αποτελεί μια αποδεκτή έκφανση του
έρωτα, οπότε η διεκδίκησή της δεν μπορεί να γίνει με ευκολία. Το άτομο είναι
αναγκασμένο να καταφύγει σε χώρους και πρόσωπα του περιθωρίου∙ είναι
αναγκασμένο να την αναζητήσει αργά τη νύχτα και να συναναστραφεί με ανθρώπους
αμφίβολης ηθικής ποιότητας, ίσως ακόμη και να επιδοθεί σε καταχρήσεις. Το
αίσθημα ενοχής, άλλωστε, που συχνά τη συνοδεύει, όπως και ο φόβος του ατόμου
που αναζητά μια τέτοια ερωτική απόλαυση μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του και
εκτεθεί, συνδέονται επίσης με το στοιχείο της φθοράς.
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που
αισθάνεται όπως θέλει αυτή —
Θα πρέπει να εκτιμηθεί πολύ περισσότερο
η ηδονή αυτή, καθώς σπάνια βρίσκει το σώμα που επιθυμεί∙ το σώμα που αισθάνεται
και ανταποκρίνεται όπως το θέλει αυτή. Είναι, ίσως, λογικό το γεγονός ότι μια
τόσο εκλεκτή ηδονική απόλαυση να σπανίζει, αφού η κατακραυγή που τη συνοδεύει
ωθεί ακόμη και τους ανθρώπους που θα ενέδιδαν με ευχαρίστηση σε αυτή να κρύβουν
τις πραγματικές τους επιθυμίες. Έτσι, καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί το
σώμα εκείνο το ερωτικό που θα μπορούσε να ενδώσει σ’ αυτή την ηδονή και θα
μπορούσε να την απολαύσει με όλη την ένταση που της αναλογεί.
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει
η υγεία ...
Η ηδονή αυτή παρέχει, «νοσηρώς και με
φθορά» πάντα, μια ερωτική ένταση που ανάλογή της δεν γνωρίζει η υγεία και οι
έρωτες της ρουτίνας, όπως θα τους αποκαλούσε ο ποιητής. Ο νεαρός Ίμενος θεωρεί
πως ο ομόφυλος έρωτας μπορεί να προσφέρει μια τέτοια απόλαυση και μια τέτοια
ηδονική ένταση που δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς σε μια ετερόφυλη ερωτική
πράξη. Το γεγονός, άλλωστε, ότι πρόκειται για μια μορφή έρωτα που επικρίνεται
και συνδυάζεται με τόσους κινδύνους, την καθιστά εντέλει ακόμη πιο ποθητή στη
σκέψη εκείνων που την επιθυμούν, και όταν κατορθώνουν να τη βιώσουν, τους οδηγεί
σε απρόσμενα ύψη ηδονικής απόλαυσης.
Το στοιχείο της νοσηρότητας και της
φθοράς επαναλαμβάνεται, πάντως, προκειμένου να αποδοθεί με εμφατικό τρόπο το
πόσο θεωρείται ότι παρεκκλίνει αυτού του είδους η ηδονή από τα κοινωνικώς
αποδεκτά.
Απόσπασμα από μιαν επιστολή
του νέου Ιμένου (εκ πατρικίων)
διαβοήτου
εν Συρακούσαις επί ασωτία,
στους άσωτους καιρούς του τρίτου
Μιχαήλ.
Ό,τι προηγήθηκε καταγράφεται από τον
ποιητή ως απόσπασμα μιας υποτιθέμενες επιστολής ενός νεαρού που ονομάζεται
Ίμενος. Ο ποιητής, μάλιστα, μας δίνει και την κοινωνική θέση του φανταστικού
αυτού ήρωα, αλλά και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να τον εντάξουμε,
για να γίνει καλύτερα κατανοητό το νόημα της επιστολής του. Ο νεαρός, λοιπόν,
είναι ένας από τους πατρικίους, κάτι που σημαίνει ότι ανήκει σε αριστοκρατική
οικογένεια και πως απολαμβάνει κοινωνικά και πολιτικά προνόμια που δεν τα είχαν
οι πληβείοι. Ζει στις Συρακούσες -ιταλική πόλη στη νοτιοανατολική πλευρά της Σικελίας-
όπου και είναι διαβόητος για την ασωτία του, γεγονός που σημαίνει ότι ο νεαρός
αυτός έχει αποκτήσει «κακό» όνομα για τον έκλυτο τρόπο ζωής του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως
το γεγονός ότι ο ποιητής επιλέγει να τοποθετήσει τη συγγραφή αυτής της
επιστολής -του εγκιβωτισμένου ποιήματος- στα χρόνια του Μιχαήλ Γ΄ (842-867), τα
οποία ο ποιητής της χαρακτηρίζει άσωτα, αφήνοντας έτσι σαφείς υπαινιγμούς για
το ήθος του αυτοκράτορα και, άρα, για τη γενικότερη απουσία μέτρου και
ηθικότητας εκείνη την εποχή. Το σημαντικό, εντούτοις, βρίσκεται, όχι στο
υπονοούμενο για την ηθική ποιότητα του Μιχαήλ Γ΄, που δεν ανταποκρίνεται ούτως
ή άλλως στην αλήθεια, αλλά στο γεγονός ότι μόλις λίγα χρόνια μετά, το 878, οι
Συρακούσες θα περιέλθουν υπό τον έλεγχο των Αράβων. Η επιλογή, επομένως, της
χρονικής περιόδου σχετίζεται περισσότερο με το γεγονός ότι αυτή βρίσκεται σ’
ένα κρίσιμο μεταίχμιο, έστω κι αν το αγνοεί ο νεαρός ήρωας που είναι δοσμένος
στην αναζήτηση της ηδονής και δεν έχει -προφανώς- αντιληφθεί την ιστορική
αλλαγή που πλησιάζει.
Μιχαήλ
Γ΄, ο αποκαλούμενος και Μέθυσος (842-867). Ένας από τους πιο σημαντικούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Ο χαρακτηρισμός του ως Μέθυσου αποτελεί σκόπιμη σπίλωση του προσώπου του από
τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο και τους επηρεασμένους από αυτόν Βυζαντινούς
χρονογράφους για να αιτιολογηθεί από τον Κωνσταντίνο η δολοφονία του Μιχαήλ από
τον πάππο του Κωνσταντίνου Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886). Διαδέχθηκε τον
πατέρα του Θεόφιλο σε ηλικία τριών ετών (20 Ιανουαρίου 842), η δε μητέρα του
Θεοδώρα με τον λογοθέτη Θεόκτιστο άσκησαν ουσιαστικά την εξουσία κατά την
περίοδο της ανηλικότητας του Μιχαήλ και ως το 856. Η Θεοδώρα ακολούθησε εικονοφιλική
πολιτική, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο λόγιο πατριάρχη
Ιωάννη τον Γραμματικό, προώθησε στον πατριαρχικό θρόνο τον γνωστό για τους
αγώνες υπέρ των ιερών εικόνων Μεθόδιο (843-847), παρά τις επιφυλάξεις των
Στουδιτών, και αποκατέστησε την τιμή των ιερών εικόνων με επίσημη τελετή, κατά
την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (11 Μαρτίου 843), η οποία από τότε
χαρακτηρίζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας και συνδέεται με το γεγονός της
αναστήλωσης των εικόνων.
Κατά την πρώτη αυτή περίοδο (842-855),
παρά τις οξύτατες εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ εικονοφίλων και εικονομάχων,
αναλήφθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την εξουδετέρωση της απειλής του χαλίφη
των Αράβων της Ανατολής Μουτασίμ (847-861), για την ανάκτηση της Κρήτης από
τους Άραβες της Ισπανίας (843-844) και για την αποκατάσταση του βυζαντινού
ελέγχου στη Μεσόγειο. Ωστόσο, τα θεαματικά αποτελέσματα δεν έδιναν μόνιμη λύση
στα προβλήματα. Οι αντιθέσεις της βυζαντινής κοινωνίας εκφράζονταν με
χαρακτηριστικό τρόπο στην ίδια τη ζωή του παλατιού. Ο αδελφός της Θεοδώρας και
θείος του Μιχαήλ Βάρδας βρισκόταν σε διαρκή αντίθεση με τη Θεοδώρα και τον
Θεόκτιστο, ασκούσε δε μεγάλη επιρροή στους λόγιους κύκλους της Βασιλεύουσας και
στον παραγκωνισμένο νόμιμο αυτοκράτορα Μιχαήλ. Τον Νοέμβριο του 855
δολοφονήθηκε ο Θεόκτιστος και η εξουσία περιήλθε πλέον στον Βάρδα, ο οποίος
είχε τιμηθεί με υψηλά αξιώματα (μαγίστρου, κουροπαλάτη) και τιμήθηκε με το
αξίωμα του καίσαρα. Στις 15 Μαρτίου 856 απομακρύνθηκε η Θεοδώρα από την
εξουσία, ο δε Μιχαήλ έγινε μόνος κύριος της εξουσίας. Η προσπάθεια της Θεοδώρας
να ανακτήσει την εξουσία απέτυχε, υποχρεώθηκε δε να ασπαστεί το μοναχικό βίο
μαζί με τις κόρες της. Ο καίσαρ Βάρδας ήταν πλέον ο κύριος εισηγητής της
πολιτικής του Μιχαήλ. Ο υποστηρικτής της Θεοδώρας πατριάρχης Ιγνάτιος
αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο, παρά τις αντιδράσεις των
οπαδών του, ενώ στη θέση του προωθήθηκε ο λαϊκός καθηγητής του Πανεπιστημίου
της Μαγναύρας Φώτιος, η επιλογή του οποίου δεν αποκρούονταν από τους οπαδούς
του Ιγνάτιου (857). Η προσπάθεια του Ιγνάτιου να επιστρέψει στον πατριαρχικό
θρόνο προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ των ιγνατιανών και των φωτιανών, των ζηλωτών
και των πολιτικών (ήτοι των μετριοπαθών), από τις οποίες επωφελήθηκε ο πάπας
Ρώμης Νικόλαος Α΄ για να παρέμβει στα εσωτερικά εκκλησιαστικά πράγματα της
Ανατολής. Ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η αθρόον χειροτονία του Φωτίου, ήτοι η
διαδοχική και χωρίς ενδιάμεση εμπειρία χειροτονία του στους τρεις βαθμούς της
ιεροσύνης. Απώτερη επιδίωξη του παπικού θρόνου ήταν η επιστροφή στη δικαιοδοσία
του των επαρχών του Ιλλυρικού και της νότιας Ιταλίας.
Η ανανέωση της ανώτατης εκπαίδευσης και
η έντονη δραστηριότητα της βυζαντινής ιεραποστολής σφράγισαν την πρώτη περίοδο
της πατριαρχίας του Φωτίου. Από την ιεραποστολική αυτή δραστηριότητα
αναδείχθηκαν οι υπέροχες μορφές των «φωτιστών των Σλάβων» Θεσσαλονικέων αδελφών
Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) και Μεθοδίου, όπως και ο δυναμισμός του Πατριαρχείου
για τη διάδοση του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων.
Η εσωτερική αυτή ανανέωση του
εκκλησιαστικού και του πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας συνοδεύεται από
σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων της Ανατολής τόσο επί του χαλίφη
Μουτασίμ όσο και επί του διαδόχου του, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν
ειρήνη και ανταλλαγή αιχμαλώτων (860).
Ο Μιχαήλ αντιμετώπιζε με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον κάθε βυζαντινή εκστρατεία και δεν δίσταζε να αναλαμβάνει την αρχηγία
τους. Ωστόσο, μετά το 863 ενισχύθηκε σημαντικά στο παλάτι η θέση του Βασιλείου
του Μακεδόνος, ο οποίος τιμήθηκε με το αξίωμα του πρωτοστράτορα και ανυψώθηκε
στο αξίωμα του παρακοιμωμένου, μετά τον γάμο του με την παλλακή του Μιχαήλ
Ευδοκία Ιγγερίνα. Η εύνοια του Μιχαήλ προς τον Βασίλειο δεν αποδυναμώθηκε από
την αντίδραση του Βάρδα, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον Βασίλειο κατά την περίοδο
προετοιμασίας μιας εκστρατείας εναντίον των Αράβων της Κρήτης (Απρίλιος 865). Ο
Μιχαήλ τίμησε τον Βασίλειο με το αξίωμα του καίσαρα και τον Μάιο του 866 τον
έστεψε συμβασιλέα. Η προσπάθεια του Μιχαήλ να αποδεσμευθεί από την επιρροή του
Βασιλείου προκάλεσε την αντίδραση του τελευταίου, ο οποίος οργάνωσε τη
δολοφονία του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο παλάτι του Αγίου Μάμαντος (23
Σεπτεμβρίου 867).
Η βασιλεία του Μιχαήλ Γ΄ υπήρξε
σημαντική περίοδος εσωτερικής ανανέωσης και εξωτερικής ανάπτυξης της αυτοκρατορίας,
οι οποίες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της μεγάλης ακτινοβολίας της κατά την
περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου