Άννα
Φρανκ [Από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ]
Αγαπητή Κίτυ,
Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο.
Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για
παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα·
κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της
ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το
ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις
γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με
παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ
θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας:
- Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το
δώσεις.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο
πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε:
- Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα
από τα βιβλία σου!
Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο -
πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε
στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη.
Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την
αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα
πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι’
αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει.
Η μητέρα προστατεύει τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν
πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει
εντελώς αδιάφορη στις μομφές της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της
Μαργκότ.
Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον
πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την
προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει
μ’ επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες.
Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα.
Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που
φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η
πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ’ όλ’ αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με
παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με
χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα
πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου
την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ’ ευχαριστούν πια, ούτε και οι
λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός
να μου δώσει.
Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την
ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα,
την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που
είναι.
Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα
τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να
καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του
μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει
σχέση με τα ελαττώματά της.
Περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα
ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε
θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη,
όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη.
Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία,
συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να
τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη
σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι
αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους
γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν’ αράξω.
Όλ’ αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας
που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ’ εκείνη που είμαι
υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου.
Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω
παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που
μάταια αναζητώ σ’ εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως
ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους
αποδοκιμάζω γι’ αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη
ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει
να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω
συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή.
Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα;
Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ
συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω
τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να
ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια
μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για
οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει
τίποτ’ απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία
πράγματα.
Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε
καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά
ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα
εκφράσω.
Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι
μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ’
ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω!
Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα
η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι
πως σε πείσμα όλων θ’ αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ
τα δάκρυά μου. Μόνο που θα ‘θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα ‘θελα πολύ να
έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ’ αγαπά.
Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα
πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.
Δική σου, Άννα
Ά. Φρανκ, Το ημερολόγιο της Άννας
Φρανκ,
μτφρ. Γ. Γ. Θωμόπουλος, Μίνωας
Κίτυ: επινοημένη φίλη στην οποία απευθύνει
η Άννα ό,τι γράφει στο ημερολόγιο της φιλονικία:
τσακωμός
μομφές: κατηγορίες
κανακέματα: χάδια, περιποιήσεις
Εργασίες:
1.
Η Άννα δεν έχει καλή σχέση με τη μητέρα της. Πώς δικαιολογεί η
ίδια αυτό το γεγονός;
Η Άννα θεωρεί πως δεν υπάρχει ανάμεσα
σ’ εκείνη και στη μητέρα της ο ισχυρός δεσμός αγάπης, που θα έπρεπε κανονικά να
τις συνδέει. Η μητέρα είναι περισσότερο αφοσιωμένη στην αδερφή της Άννας, τη
Μαργκότ, και φροντίζει με κάθε τρόπο να την προστατεύει και να παίρνει το μέρος
της, δημιουργώντας στην Άννα την αίσθηση πως η ίδια δεν έχει θέση ανάμεσά τους.
Η συμπεριφορά της μητέρας πληγώνει την Άννα, διότι δεν χαρακτηρίζεται από
εκείνη την ιδεώδη μητρική τρυφερότητα, που έχει τόσο ανάγκη η νεαρή κοπέλα,
είναι, αντιθέτως, σκληρή, παράλογη και σαρκαστική. Τις περισσότερες φορές,
μάλιστα, η ηρωίδα αισθάνεται πως η μητέρας της δεν είναι καν σε θέση να
εκπληρώσει το ρόλο της «μητέρας» αναγκάζοντας την ίδια ν’ αναπληρώσει το ρόλο
αυτό μόνη της.
Η ηρωίδα αποδίδει αυτή τη συγκρουσιακή
σχέση στο γεγονός ότι έχει τελείως αντίθετο χαρακτήρα από αυτόν της μητέρας
της, κάτι που τις φέρνει συνεχώς σε αντιπαράθεση. Ενώ, συνάμα, επισημαίνει πως
η μητέρα της δεν έχει κατορθώσει ποτέ να φτάσει στο πρότυπο της μητέρας που
έχει πλάσει στη σκέψη της∙ στο πρότυπο της ιδανικής μητέρας που καταφέρνει να
είναι πάντοτε παρούσα στη ζωή των παιδιών της με θετικό τρόπο και προσφέροντάς
τους αγάπη και σιγουριά. Η μητέρα της ηρωίδας διακρίνεται περισσότερο για την
ανωριμότητά της και για την αδυναμία της να σταθεί με αμέριστη αγάπη στο πλευρό
και των δύο παιδιών της, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ τους και χωρίς να
φέρεται ανταγωνιστικά απέναντί τους.
2.
Ποια αισθήματα έχει για τον πατέρα της η Άννα; Να βρείτε τα σχετικά χωρία στο κείμενο.
Η Άννα έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον
πατέρα της κι όπως χαρακτηριστικά δηλώνει τον αγαπά περισσότερο απ’
οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στον κόσμο, αφού εκείνος αποτελεί για εκείνη το
μεγάλο ιδεώδες. «Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε
φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις
της, που τη γεμίζει μ’ επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το
μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα.»
Η νεαρή ηρωίδα έχει εξιδανικεύσει τον
πατέρα της και εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την ευτυχία της από τη δική του
συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να πληγώνεται βαθιά κάθε φορά που εκείνος
αποτυγχάνει να της εκφράσει την αγάπη του με τον τρόπο που η ίδια το επιθυμεί ή
κάθε φορά που εκείνος φαίνεται να δείχνει μεγαλύτερη συμπάθεια στην άλλη του
κόρη. Ό,τι αναμένει η Άννα από τον πατέρα της είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό
από τις φαινομενικές περιποιήσεις ή τις θεωρητικά «σοβαρές συζητήσεις» που επί
της ουσίας αποτελούν μια ευκαιρία για να δώσουν οι γονείς νουθεσίες και
συμβουλές στα παιδιά τους, προειδοποιώντας τους για τις δυσκολίες ή τους
κινδύνους της ζωής. Η Άννα περιμένει από τον πατέρα της εκείνη τη μορφή αγάπης
που δείχνει πως την εκτιμά, τη σέβεται και την αποδέχεται πλήρως, όχι γιατί
είναι το παιδί του, αλλά γιατί έχει αναγνωρίσει τις ποιότητες που κατέχει
εκείνη ως αυτόνομη προσωπικότητα. «Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ’ ευχαριστούν
πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που
δεν είναι ικανός να μου δώσει... το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα,
την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που
είναι.»
Η Άννα αισθάνεται την ανάγκη να της
αναγνωρίσουν την αξία που έχει ως άτομο και ως προσωπικότητα, και επιθυμεί να
λάβει αυτή την αναγνώριση κυρίως και πρωτίστως από τον πατέρα της, μιας κι
είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που της προκαλεί πια αυτά τα αισθήματα
οικειότητας και αγάπης που αναλογούν στα πρόσωπα του οικογενειακού
περιβάλλοντος. Έχοντας αποξενωθεί από τη μητέρα και την αδερφή της, θεωρεί και
αισθάνεται πως ο πατέρας είναι ο μόνος που εκπροσωπεί την ιδιαίτερη αξία του
οικογενειακού συναισθηματικού δεσμού. «Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο
μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού
αισθήματος.»
Επιπλέον, η Άννα θα ήθελε να λάβει από
τον πατέρα της μια ακόμη μορφή συμπαράστασης, θα ήθελε να μπορούσε να του
εκφράσει τα παράπονα που έχει για τη μητέρα της, αλλά εκείνος δεν της το
επιτρέπει. Είναι εμφανές, άρα, πως η Άννα βλέπει στο πρόσωπο του πατέρα της
έναν φίλο τη γνώμη, την εκτίμηση και τη συμπαράσταση του οποίου έχει μεγάλη
ανάγκη, προκειμένου να κατορθώσει να αντέξει τις συνεχείς απογοητεύσεις που
βιώνει από τα άλλα μέλη της οικογένειάς της. «Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει
ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για
τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα
ελαττώματά της.»
3. Ποιες
σκέψεις κάνει η Άννα για το ρόλο των γονέων, με αφορμή το περιστατικό με την
αδερφή της;
Η Άννα θεωρεί πως οι γονείς της την
αδίκησαν στη μικρή αντιδικία που είχε με την αδερφή της, καθώς πήραν κι οι δύο
αμέσως το μέρος της Μαργκότ, χωρίς καν να της δώσουν έστω κι ελάχιστο χρόνο για
να τους εξηγήσει τα πράγματα από τη δική της οπτική. Άλλωστε η ηρωίδα επρόκειτο
να επιστρέψει πολύ σύντομα το βιβλίο στην αδερφή της, και μάλιστα θα το
επέστρεφε πολύ πιο γρήγορα αν εκείνοι δεν είχαν ανακατευτεί στη μεταξύ τους
φιλονικία.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το περιστατικό
η Άννα δηλώνει πως έχει στη σκέψη της ένα ιδεώδες παράδειγμα για το πώς θα
έπρεπε να είναι οι γονείς και ιδίως μια μητέρα∙ ένα ιδεώδες παράδειγμα για τα
χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχουν οι ιδανικοί γονείς. Θα ήθελε τους γονείς
να είναι πραγματικά παρόντες στη ζωή της, όχι με τη συμβατική έννοια της απλής
παρουσίας, αλλά με την ενεργή εμπλοκή στη συναισθηματική και πνευματική της
ωρίμανση. Θα ήθελε να την αποδέχονται ακριβώς γι’ αυτό που είναι και όχι να την
αντιμετωπίζουν σαν να είναι ένα ανώριμο παιδί, στο οποίο και αποδίδουν τις
ευθύνες για ό,τι συμβαίνει στο σπίτι. Οι γονείς θα έπρεπε να είναι το
συναισθηματικό της στήριγμα, το λιμάνι στο οποίο θα μπορούσε να αράξει, τις
στιγμές που νιώθει αναστατωμένη ή αδύναμη να διαχειριστεί το πλήθος των
συναισθηματικών εντάσεων της εφηβικής ηλικίας.
Στη θέση της σκληρότητας και του
σαρκασμού που δέχεται από τη μητέρα της, θα ήθελε να αισθάνεται την αγάπη και
την αποδοχή∙ θα ήθελε μια μητέρα που να διαθέτει όλες εκείνες τις ηθικές αρετές
και ποιότητες που θα την καθιστούσαν το κατάλληλο πρότυπο για μια κοπέλα
εφηβικής ηλικίας, που αναζητά την ταυτότητά της. Η Άννα κατανοεί, βέβαια, πως
οι γονείς της είναι κι αυτοί άνθρωποι κι έχουν ελαττώματα και ελλείψεις, θα
ήθελε, εντούτοις, να έβρισκε σ’ αυτούς περισσότερη κατανόηση και δικαιοσύνη. Οι
γονείς δεν πρέπει να δείχνουν αδυναμία σε ένα από τα παιδιά τους και να αδικούν
το άλλο ή να το αντιμετωπίζουν σαν να είναι λιγότερο ικανό ή λιγότερο άξιο.
Οι γονείς που έχει κατά νου η Άννα, οι
γονείς που θα μπορούσαν να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους, είναι
εκείνοι που θα τους έδειχναν απόλυτο σεβασμό και θα τα αντιμετώπιζαν ως
ανεξάρτητες προσωπικότητες. Είναι εκείνοι που αναγνωρίζουν το πλήθος των
δυνατοτήτων που έχουν τα παιδιά τους, κι είναι εκείνοι που έχουν την προθυμία
να πορευτούν μαζί τους στη δύσκολη εκείνη πορεία που οδηγεί στην πνευματική
ωρίμανση του νέου ατόμου και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Η Άννα δεν θέλει να την αντιμετωπίζουν
τη μία μέρα σαν να είναι μια πανέξυπνη κοπέλα και την άλλη σαν να είναι μια
χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτα. Θέλει από τους γονείς της συνέπεια στη
συμπεριφορά και φυσικά την ικανότητα να τη βλέπουν γι’ αυτό που είναι, σαν μια
νέα κοπέλα με πολλά ιδανικά και ιδέες, που προσπαθεί να αναγνωρίσει τα
ελαττώματά της και να τα διορθώσει, με απώτερο στόχο να μπορέσει κάποτε να
γίνει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα με τις κατάλληλες αρχές και αξιόλογο ήθος.
4. Ποια
συναισθήματα κατακλύζουν την ηρωίδα την ώρα που γράφει στο ημερολόγιο της;
Η Άννα καταφεύγει στο ημερολόγιό της
αισθανόμενη έντονη λύπη ύστερα από τη φιλονικία με την αδερφή της, εφόσον
διαπίστωσε για άλλη μια φορά πως οι γονείς της σπεύδουν πάντοτε να πάρουν το
μέρος της Μαργκότ, χωρίς να δίνουν σημασία στα δικά της συναισθήματα. Η ηρωίδα
νιώθει την ανάγκη να λάβει από κάποιον που την αγαπά ειλικρινά ενθάρρυνση και
υποστήριξη, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τον καθημερινό της αγώνα προς την
ενηλικίωση και, φυσικά, προς τη δύσκολη εκείνη προσπάθεια που απαιτείται
προκειμένου να διορθώσει τα ελαττώματά της και να γίνει ένας αξιόλογος
άνθρωπος.
Η Άννα αισθάνεται βαθιά απογοήτευση
διότι νιώθει πως στο πλαίσιο της οικογένειάς της δεν έχει κανέναν που να την
κατανοεί και να είναι πρόθυμος να τη στηρίξει. Η μητέρα της τής φέρεται συνεχώς
με άδικο τρόπο, την κατηγορεί για όλα και την αντιμετωπίζει με σαρκασμό και
ειρωνεία, ενώ την ίδια στιγμή υποστηρίζει τη Μαργκότ και παίρνει πάντοτε το
δικό της μέρος. Νιώθει, έτσι, η ηρωίδα πως δεν μπορεί να βρει πουθενά τη στοργή
που χρειάζεται, αφού ακόμη κι ο πατέρας που τόσο αγαπά έχει την τάση να φέρεται
στην αδερφή της με διαφορετικό τρόπο και να της αναγνωρίζει περισσότερες
αρετές. Η Μαργκότ είναι για τους γονείς τους η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η
πιο όμορφη και η πιο καλή, ενώ η Άννα αντιμετωπίζεται ως ο αποδιοπομπαίος
τράγος για ό,τι συμβαίνει, εισπράττοντας διαρκώς κατηγορίες και επιπλήξεις.
Η ηρωίδα θέλει κοντά της κάποιον που να
έχει την υπομονή να την ακούσει και να δείξει κατανόηση απέναντι στους
προβληματισμούς και τις ανησυχίες της. Θέλει κάποιον να του μιλήσει για την
άδικη και παράλογη συμπεριφορά της μητέρας της, μα δεν βρίσκει σε κανέναν αυτού
του είδους τη συμπαράσταση, αφού ο πατέρας της, που είναι ο μόνος που θα
μπορούσε να αναλάβει αυτό το ρόλο αρνείται ν’ ακούσει οποιαδήποτε κατηγορία εις
βάρος της μητέρας. Η Άννα, επομένως, καταλήγει να εκμυστηρεύεται όλες τις
σκέψεις κι όλα της τα παράπονα στην «Κίτυ», στην επινοημένη φίλη που απευθύνει
όλα όσα γράφει στο ημερολόγιό της. Η Κίτυ είναι εκείνη που εκπληρώνει τελικά το
ρόλο που θα έπρεπε να εκπληρώνουν οι γονείς της, κι είναι εκείνη που προσφέρει
στην Άννα την κατανόηση και τη συμπαράσταση που της έχουν τόσο λείψει από τα
πρόσωπα της οικογένειάς της.
Το Ημερολόγιο της Άννας γίνεται ο
αποδέκτης της θλίψης που βιώνει η ηρωίδα, των απογοητεύσεων και των διαψεύσεων
που αντιμετωπίζει καθημερινά, αφού κανένας από την οικογένειά της δεν της
προσφέρει λίγο χρόνο και λίγη προσοχή, προκειμένου ν’ ακούσει όσα η νεαρή
κοπέλα αισθάνεται κι όσα την πληγώνουν.
5. Γράψτε
ένα γράμμα στους γονείς σας (αν θέλετε μπορείτε και να τους το στείλετε!) στο
οποίο θα εκφράζετε κάποια παράπονα που έχετε από τη στάση τους προς εσάς, τα
αδέρφια σας, ή και για τη μεταξύ τους σχέση.
[Το γράμμα που ακολουθεί βασίζεται στις
σκέψεις της Άννας Φρανκ, όπως αυτές καταγράφονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα.]
Αγαπητοί γονείς,
Είναι καιρός τώρα που αισθάνομαι την
ανάγκη να σας εκφράσω τις σκέψεις και τα παράπονά μου για τον τρόπο με τον
οποίο με αντιμετωπίζετε και, φυσικά, για τον τρόπο που τόσο έκδηλα δείχνετε την
προτίμησή σας στη Μαργκότ. Αν και καταλαβαίνω πως η αδερφή μου έχει πλήθος
προτερημάτων, αφού είναι σαφώς πιο όμορφη, πιο έξυπνη και πιο καλή από μένα,
αυτό δε σημαίνει όμως πως μπορείτε να με αντιμετωπίζετε σαν να μην αξίζω
τίποτα! Έχω κι εγώ τις δικές μου ξεχωριστές ικανότητες κι έχω κι εγώ τη
δυνατότητα να γίνω κατά πολύ καλύτερη απ’ ό,τι είμαι τώρα, αλλά χρειάζομαι και
τη δική σας υποστήριξη.
Είναι παράλογο να παίρνετε πάντοτε το
μέρος της αδερφής μου και να θεωρείτε δεδομένο πως είμαι εγώ που φταίω πάντοτε
για όλα. Κι είναι ακόμη πιο παράλογο το να έχετε την απαίτηση να μην αντιδρώ ή
να μη στεναχωριέμαι όταν με αδικείτε τόσο κατάφορα. Έχω κι εγώ την ανάγκη ν’
ακούσω έναν καλό λόγο, κι ακόμη περισσότερο έχω την ανάγκη να με δείτε γι’ αυτό
που είμαι. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ήμουν το μικρό ανόητο παιδί
με τα καμώματα του οποίου γελούσατε. Είμαι πια δεκατριών ετών κι έχω μεγαλώσει
αρκετά για να με βλέπετε και να μου φέρεστε σαν να είμαι παιδί. Χρειάζομαι πια
ανθρώπους που να με σέβονται και να μου δίνουν την προσοχή που μου αναλογεί, κι
όχι ανθρώπους που να με ειρωνεύονται και να γελούν εις βάρος μου σαν να μην
καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου.
Ιδίως εσύ μητέρα θα πρέπει να αντιληφθείς
τον αντίκτυπο που έχει η συμπεριφορά σου σ’ εμένα. Καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει
άνθρωπος χωρίς ελαττώματα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ή να αποδεχτώ πως μια
μητέρα δεν έχει συναίσθηση ότι οφείλει να δείχνει πάντοτε αμέριστη συμπαράσταση
σε όλα της τα παιδιά και να τα αντιμετωπίζει με στοργή και αγάπη. Με πληγώνει
κάθε φορά που δέχομαι ένα ακόμη σαρκαστικό και υποτιμητικό σου σχόλιο, όταν το
μόνο που ζητώ είναι λίγο από το χρόνο σου κι έναν λόγο αγάπης. Με πληγώνει το
γεγονός ότι δεν σκέφτεσαι καν πόσο βαθιά μ’ επηρεάζει η σκληρότητα που μου
δείχνεις. Αν δεν μπορώ να βρω αγάπη κι αποδοχή από την ίδια μου τη μητέρα, τότε
σε ποιον θα πρέπει να στραφώ;
Θα ήθελα να καταλάβετε πως βρίσκομαι
πλέον σε μια ηλικία που μου επιτρέπει να έχω πλήρη συνείδηση του εαυτού μου.
Αναγνωρίζω τα ελαττώματά μου και προσπαθώ να τα βελτιώσω, αφού ό,τι επιθυμώ
περισσότερο είναι να γίνω όσο καλύτερη μπορώ. Έχω πολλά σχέδια και πολλά
ιδανικά για το πώς θέλω να διαμορφώσω τη ζωή μου και για το πώς θέλω να γίνω η
ίδια μεγαλώνοντας. Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να γίνουν χωρίς τη δική σας
συμπαράσταση και κατανόηση. Δεν μπορώ να επιτύχω αυτά που ονειρεύομαι κι
επιθυμώ, αν νιώθω διαρκώς πως δεν υπάρχει γύρω μου κανένας που να θέλει να με
ακούσει και να με σεβαστεί.
Ό,τι σας ζητώ, λοιπόν, είναι να
αντιληφθείτε πως δεν είμαι πια ένα ανόητο παιδί, που μπορείτε να του φέρεστε
όπως θέλετε. Έχω ανάγκη την αγάπη και την αποδοχή σας, κι έχω ανάγκη τη στήριξή
σας στην προσπάθειά μου να γίνω ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος με τις αναγκαίες
αρετές κι όσο γίνεται λιγότερα ελαττώματα.
Με
αγάπη κι εκτίμηση,
η Άννα σας
Άννα
Φρανκ (1929-1945)
Γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και πέθανε σε
στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας, σε ηλικία 16 ετών. Ήταν κόρη
του Γερμανοεβραίου επιχειρηματία Ότο Φρανκ, η οικογένεια του οποίου, μετά την
κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, μετανάστευσε στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Οι Φρανκ, εξαιτίας του διωγμού των Εβραίων, κρύφτηκαν στην αποθήκη του
εμπορικού τους καταστήματος και έζησαν εκεί μέχρι τον Αύγουστο του 1944, οπότε
τους συνέλαβε η γερμανική αστυνομία. Οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, όπου πέθανε η
μητέρα της Άννας. Η ίδια και η αδερφή της πέθαναν από τύφο σε άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Επέζησε μόνο ο πατέρας, ο οποίος από Ολλανδούς φίλους της οικογένειας παρέλαβε
το ημερολόγιο που είχε μαζί της η κόρη του στο κρησφύγετό τους. Το ημερολόγιο
εκδόθηκε το 1947 και, με τη μεγάλη διεθνή απήχηση που είχε, έκανε γνωστή τη
δοκιμασία του νεαρού κοριτσιού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου