Leonardo Digenio
Τα
«Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη στις Πανελλήνιες [2006, 2007, 2008]
Επαναληπτικές
Πανελλήνιες 2006
Αριστοτέλους
Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 3, 1-2. Β 6, 1-4
Σημεῖον δὲ δεῖ ποιεῖσθαι τῶν ἕξεων τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν ἢ λύπην τοῖς ἔργοις· ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων, ὁ δ’ ἀχθόμενος ἀκόλαστος, καὶ ὁ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων ἢ μὴ λυπούμενός γε ἀνδρεῖος, ὁ δὲ λυπούμενος δειλός. Περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἡ ἠθικὴ ἀρετή· διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα. Διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν.
Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις. Ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή, οὗ ἂν ᾖ ἀρετή, αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν, οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ· τῇ γὰρ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετῇ εὖ ὁρῶμεν. Ὁμοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετὴ ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ μεῖναι τοὺς πολεμίους. Εἰ δὴ τοῦτ’ ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχει, καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις ἀφ’ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ’ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. Πῶς δὲ τοῦτ’ ἔσται, ... ὧδ’ ἔσται φανερόν, ἐὰν θεωρήσωμεν ποία τίς ἐστιν ἡ φύσις αὐτῆς.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται,
να μεταφράσετε
στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «Περὶ ἡδονὰς γὰρ…
πολεμίους».
Διότι η ηθική αρετή σχετίζεται με την
ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια· γιατί για χάρη της ευχαρίστησης κάνουμε
τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία
πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με
τέτοιο τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε και να ευχαριστιόμαστε και να
χαιρόμαστε και να δυσανασχετούμε με αυτά που πρέπει· γιατί αυτή είναι η σωστή
παιδεία.
Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι,
ότι δηλαδή (η αρετή) είναι συνήθεια, αλλά και τι είδους συνήθεια (είναι).
Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος είναι αρετή, και το
ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του και το βοηθάει να
εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι’ αυτό, όπως
για παράδειγμα, η αρετή του ματιού κάνει αξιόλογο και το μάτι και το έργο του·
γιατί με την αρετή του ματιού βλέπουμε καλά. Με τον ίδιο τρόπο η αρετή του
αλόγου κάνει και το άλογο αξιόλογο και ικανό να τρέξει και να κρατήσει τον
αναβάτη και να μείνει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς.
Β1. «Περὶ ἡδονὰς… ἐστίν»: Ποια
θεωρείται, κατά τον Αριστοτέλη, «ορθή παιδεία», σύμφωνα με τα δεδομένα του
αποσπάσματος;
Η πλατωνική διδασκαλία εκτίθεται στους
Νόμους (653b - c). Τη διδασκαλία αυτή θυμήθηκε ο Αριστοτέλης, κάτι που δείχνει,
φυσικά, τη μεγάλη τιμή που έτρεφε για τον Πλάτωνα. Δεν δυσκολεύεται καθόλου να
πει κανείς πως είναι, ίσως, ο πιο σημαντικός ορισμός της αγωγής –και είναι
πολλοί, ως γνωστόν, οι ορισμοί που δοκιμάστηκαν ως σήμερα για την έννοια αυτή:
«Η πιο σωστή παιδεία, η πιο σωστή αγωγή είναι αυτή που μας κάνει ικανούς να
χαιρόμαστε με ό,τι αξίζει και να λυπούμαστε για ό,τι αξίζει»– και, φυσικά, οι
μεγάλες ιδέες βρίσκονται στο στόμα ενός μεγάλου μάστορη του λόγου και την πιο
δυνατή, την πιο επιγραμματική διατύπωση!
Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα
(στους Νόμους) και διατυπώνει κι ο ίδιος τη θέση ότι στη διαμόρφωση των μόνιμων
στοιχείων του χαρακτήρα μας σημαντικό ρόλο παίζει η ορθή αγωγή και ιδιαίτερα
από πολύ μικρή ηλικία. Το ανθρώπινο περιβάλλον του παιδιού (γονείς και
δάσκαλοι), οφείλει από νωρίς να επεμβαίνει, να καθοδηγεί, να του υποδεικνύει τις
πράξεις για τις οποίες πρέπει να νιώθει ευχάριστα συναισθήματα και να το
βοηθήσει να ασκηθεί σ’ αυτές. Με την επιβράβευση των ηθικών πράξεων και την
αποδοκιμασία των μη ηθικών πράξεων θα το βοηθήσει να επιδιώκει μόνο τις πρώτες,
αφού μόνο αυτές θα του προσφέρουν τη χαρά της επιβράβευσης, συναίσθημα που
προτιμά να αισθάνεται κάθε άνθρωπος. Ο φιλόσοφος επισημαίνει τον κεφαλαιώδους
σημασίας ρόλο που έχει η παιδεία στη διάπλαση του ήθους του ανθρώπου, η οποία
πρέπει να παρέχεται από μικρή ηλικία. Προσδιορίζει την έναρξη της παιδευτικής
αγωγής στην πολύ μικρή ηλικία «εὐθὺς ἐκ νέων», δείχνοντας μάλλον τη μεγάλη
σημασία που έχει η επίδραση των φορέων αγωγής στον αδιαμόρφωτο ακόμη άνθρωπο.
Έτσι, θα επέλθει ο εθισμός σε ενάρετες - ηθικές πράξεις, ο οποίος θα συνεχιστεί
και σε μεγαλύτερες ηλικίες, μέχρι να διαμορφωθούν τα μόνιμα στοιχεία του
χαρακτήρα.
Η παιδεία λοιπόν καθιστά τον άνθρωπο
ικανό να διακρίνει μεταξύ «καλών» και «κακών» ηδονών και να επιλέγει τις
πρώτες. Εκτός λοιπόν από την ηδονή, τη χαρά δηλαδή και την ευχαρίστηση που
προκαλούν οι πράξεις της αρετής, υπάρχει και η ηδονή που συνοδεύει συχνά και
τις ευτελείς μας πράξεις. Στο συγκεκριμένο εδάφιο χρησιμοποιεί τον όρο «ἡδονὴ» με την αρνητική σημασία της.
Σημαίνει, δηλαδή, την άμετρη επιθυμία, τον ακόρεστο πόθο. Όσοι έχουν
διαμορφώσει κακές «ἕξεις»
και, επομένως, δεν έχουν κατακτήσει τις ηθικές αρετές, πράττουν ευτελείς και
ασήμαντες πράξεις, γιατί αυτές τους δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα.
Αντίθετα, αποφεύγουν τις ηθικές πράξεις, για να αποφύγουν να βιώσουν δυσάρεστα
συναισθήματα.
Β2. «Ῥητέον…
ἀποδώσει»: Με
βάση το απόσπασμα να προσδιορίσετε τα κύρια στοιχεία της έννοιας «αρετή».
Ο Αριστοτέλης θεωρεί αναγκαίο να
αρχίσει τη διερεύνηση της ειδοποιού διαφοράς δείχνοντας ποιο είναι το γνώρισμα
που καθιστά την αρετή ἕξιν
καλή πρώτα στα πράγματα γενικά.
Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η ειδοποιός
διαφορά που κάνει μια έξη αρετή είναι:
α) να κάνει κάθε πράγμα που την έχει
(«αὐτό»), να βρίσκεται στην τέλεια
κατάστασή του και
β) να το βοηθά να εκτελεί με σωστό
τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση.
Οι θετικές συνέπειες της αρετής στον
χαρακτήρα και στο έργο όλων των όντων γενικά, που τη διαφοροποιούν ποιοτικά από
τις άλλες έξεις, υπογραμμίζονται με την επαναλαμβανόμενη χρήση του επιρρήματος
«εὖ» και του επιθέτου «ἀγαθός».
Σκόπιμο κρίνεται σ’ αυτό το σημείο να
μιλήσουμε για την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «ἀρετή». Ο Αριστοτέλης δεν της αποδίδει
καθαρά ηθικό περιεχόμενο, αλλά τη θεωρεί ως οποιαδήποτε θετική ικανότητα ή
ιδιότητα που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Συνώνυμά της μπορούν να θεωρηθούν η
ικανότητα, η υπεροχή, η ανωτερότητα, το προτέρημα.
Για να αποδείξει ο Αριστοτέλης τη θέση
του που αφορά τα γνωρίσματα που διαφοροποιούν την αρετή από τις άλλες έξεις, θα
στηριχτεί για άλλη μια φορά στην επαγωγή. Έτσι θα χρησιμοποιήσει δύο
παραδείγματα· το ένα σχετίζεται με τα όργανα του σώματος και το άλλο με τα ζώα.
1ο παράδειγμα: η αρετή του ματιού είναι
η ιδιότητα που κάνει και το μάτι τέλειο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το έργο
για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή να βλέπει καλά.
2ο παράδειγμα: η αρετή του αλόγου είναι
η ιδιότητα που και το άλογο το κάνει σπουδαίο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το
έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή το κάνει ικανό να
τρέχει, να κουβαλά τον αναβάτη και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς.
Αφού ο Αριστοτέλης είδε πώς
εφαρμόζονται τα γνωρίσματα της αρετής στα άψυχα και στα ζώα, οδηγείται τώρα
συμπερασματικά (με τη λέξη «δὴ») και στον άνθρωπο. Η αρετή λοιπόν, του ανθρώπου κάνει τον
άνθρωπο αγαθό και τον βοηθά να επιτελέσει σωστά το έργο που απορρέει από αυτόν
τον ίδιο και τις επιλογές του. Ας σημειώσουμε ότι για τα άλλα όντα
χρησιμοποίησε την επαναληπτική αντωνυμία «αὐτοῦ», ενώ για τον άνθρωπο την αυτοπαθητική
«ἑαυτοῦ», δείχνοντας ότι το έργο του ανθρώπου
είναι προϊόν της δικής του βούλησης και δεν ορίζεται από παράγοντες
εξωτερικούς, αλλά από αυτόν τον ίδιο. Για την περίπτωση του ανθρώπου το επίθετο
«ἀγαθὸς» παίρνει τη θέση του «σπουδαῖος», γιατί εδώ πια έχουμε να κάνουμε με
την ηθική αρετή. Γίνεται σαφές ότι στην ειδική περίπτωση του ανθρώπου η αρετή
αποκτά ηθικό περιεχόμενο, και δηλώνει ενδεχομένως («ἂν εἴη») την έξιν με την οποία ο άνθρωπος
γίνεται αγαθός και οδηγείται στην επιτέλεση ηθικών πράξεων.
Β3. Ποιος
είναι ο ορισμός της ευδαιμονίας κατά τον Αριστοτέλη και πώς μπορούν να την
εξασφαλίσουν οι άνθρωποι;
Η λέξη ευδαιμονία, όπως βέβαια δείχνουν
τα συστατικά της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θείου, βρισκόταν
επομένως ο όρος αυτός πολύ κοντά, θα λέγαμε, στον όρο εὐτυχία, αφού, όπως εκεί (στην εὐτυχία), έτσι και εδώ (στην εὐδαιμονία) εννοείται κάτι που δεν το
πετυχαίνει ο άνθρωπος από μόνος του, αλλά κάτι που για να το αποκτήσει, πρέπει
να το ζητήσει με προσευχή από τον θεό. Είμαστε, από την άλλη, σε θέση να
βεβαιωθούμε πως η λέξη αυτή είχε μια περίεργη σημασιακή εξέλιξη. Ήδη ο
Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρῴπω δαίμων» (=δαίμων για τον άνθρωπο δεν
είναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, ο μεγάλος
ατομικός φιλόσοφος του 5ου/4ου αι. π.Χ., αυτός μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη
σαφήνεια· «εὐδαιμονίη
ψυχῆς καὶ κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα
απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία
και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδὲ ἐν χρυσῷ· ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η
ευδαιμονία δεν κατοικεί =δεν έχει να κάνει με τα πλούσια κοπάδια και με το
χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο
δαίμων» (ίσως ήθελε να πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν
να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από τον δαίμονα, από το
θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα
λόγια: όλοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους
πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ' αυτήν. Όλες λοιπόν αυτές οι
ιδέες πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη σκέψη· το
αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της εὐδαιμονίας όπως τον διαβάζουμε στο τέλος
του Α' βιβλίου των Ηθικών Νιχομαχείων του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ' ἀρετὴν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον
Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της
ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού
δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι
άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και
με πολύν, όπως θα δούμε, ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής· στην πραγματικότητα τα
Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση
του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
Β4. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή
σύνθετες, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: ἀχθόμενος, ἀπεχόμεθα, χαίρειν, ἀποδίδωσιν, θεωρήσωμεν.
ἀχθόμενος: αχθοφόρος, επαχθής
ἀπεχόμεθα: πάροχος, πρόσχημα
χαίρειν: χαρμόσυνος, περιχαρής
ἀποδίδωσιν: ανένδοτος, ανταπόδοση
θεωρήσωμεν: θεώρημα, θεωρείο
Επαναληπτικές
Πανελλήνιες 2007
Αριστοτέλους
Ἠθικὰ Νικομάχεια B1, 5-8
Mαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν· οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομοθέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης. Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται, ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη· ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί. Ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες· ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί. Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί.
Οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει· πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς· οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί. Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται. Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι· κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. Οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται
να μεταφράσετε
στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «Ἀνάλογον
δὲ… αἱ ἕξεις
γίνονται».
Με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και
όλοι οι άλλοι (τεχνίτες). Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί
οικοδόμοι, όμως χτίζοντας με κακό τρόπο, κακοί. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι τα
πράγματα, καθόλου δεν θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί
από τη γέννησή τους.
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις
αρετές· δηλαδή κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους
ανθρώπους γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, κάνοντας όμως όσα έχουν
μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος,
άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν
σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας)· άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες
και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ’
αυτά με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι με εκείνο τον τρόπο. Και με έναν
λόγο λοιπόν από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του
χαρακτήρα μας.
Β1. Με
βάση τα δεδομένα του κειμένου: «Mαρτυρεῖ… ἀγαθοὶ ἢ
κακοί», ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου στην
απόκτηση της ηθικής αρετής;
Το χωρίο αυτό ολοκληρώνεται με την
επισήμανση του Αριστοτέλη ότι για την καλλιέργεια της ηθικής αρετής απαραίτητη
κρίνεται η συμβολή του διδάσκοντος και της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης
γενικότερα, γιατί η ηθική ποιότητα του κάθε ανθρώπου προκύπτει όχι απλώς από
την άσκηση, αλλά από την ποιότητα της άσκησης που έχει προηγηθεί. Ο δάσκαλος θα
δώσει τον προσανατολισμό του ορθού εθισμού διδάσκοντας τους κανόνες της αρετής,
τους τρόπους εφαρμογής τους και εκπαιδεύοντας στην ορθή άσκηση. Ο δάσκαλος
είναι αυτός που παρακολουθεί και καθοδηγεί τους ανθρώπους στον σωστό εθισμό. Το
ίδιο απαραίτητος είναι ο δάσκαλος και στις τέχνες, διότι αυτός θα διδάξει τον
ασκούμενο σε μια τέχνη τους κανόνες της και τον σωστό τρόπο εφαρμογής τους.
Αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος του
νομοθέτη στην πόλη: αποτελεί τον δάσκαλο των πολιτών, ο οποίος χρησιμοποιώντας
τα σωστά μέσα, δηλαδή τους σωστούς νόμους, θα διδάξει τους πολίτες τι είναι
δίκαιο και τι άδικο, θα ορίσει τους κανόνες της δίκαιης και ηθικής συμπεριφοράς
μέσα στην πόλη και θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών και, άρα,
στην ευδαιμονία. Επομένως, καταλήγουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές
αρετές δεν είναι έμφυτες, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο ρόλος του δασκάλου θα
ήταν μάταιος. Αντίθετα, οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τη σωστή άσκηση, με τη
διαρκή επανάληψη ηθικών πράξεων.
Β2. Σύμφωνα
με το απόσπασμα: «Οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει… μᾶλλον
δὲ τὸ πᾶν», να
εκθέσετε τη σχέση μεταξύ «ενεργειών» και «έξεων» στην κατάκτηση της ηθικής
αρετής.
Τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας,
είτε αυτά είναι καλά είτε κακά, διαμορφώνονται βάσει επαναλαμβανόμενων
ενεργειών. Γι’ αυτό και πρέπει οι ενέργειές μας να έχουν συγκεκριμένη ποιότητα.
Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η στάση, η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας και γενικότερα
οι επιλογές μας καθορίζουν αν θα αποκτήσουμε ή όχι τις ηθικές αρετές. Σ’ αυτό
το συμπέρασμα κατέληξε ο Αριστοτέλης με την αναλογική μέθοδο και με μια σειρά
παραδειγμάτων από διάφορους τομείς συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ειδικότερα,
παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος διακρίνει δύο αντίθετους τρόπους συμπεριφοράς: ο
ένας οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ ο άλλος όχι. Τα παραδείγματα
αυτά έχουν ως εξής:
α) Στη συναναστροφή μας με τους άλλους
ανθρώπους («τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους»), αν ακολουθήσουμε τον έναν
τρόπο συμπεριφοράς, γινόμαστε δίκαιοι, ενώ αν ακολουθήσουμε τον άλλον,
γινόμαστε άδικοι («οἳ
μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι»),
β) Σε όσα προξενούν φόβο («τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς»), άλλοι συνηθίζοντας να δείχνουν
θάρρος γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζοντας να φοβούνται γίνονται δειλοί
(«ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί»),
γ) Σχετικά με τις επιθυμίες («τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν
τρόπο συμπεριφοράς τις αντιμετωπίζουν με σύνεση και εγκράτεια, ενώ άλλοι
ακολουθώντας τον άλλο τρόπο συμπεριφοράς ξεφεύγουν από τα όρια του μέτρου και
γίνονται ακόλαστοι («οἳ
μὲν γὰρ σώφρονες οἳ δὲ ἀκόλαστοι»),
δ) Σχετικά με όσα προξενούν οργή («τὰ περὶ τὰς ὀργάς»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο
συμπεριφοράς τα αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι ακολουθώντας την αντίθετη
συμπεριφορά γίνονται οργίλοι και ξεσπούν («(οἳ μὲν) πρᾶοι (οἳ δὲ) ὀργίλοι»).
Με τη χρήση των ρηματικών τύπων που
αναφέρονται σε πράξεις, «γινόμεθα - γίνονται - πράττοντες - ἐθιζόμενοι» δηλώνεται ενέργεια, ενώ ο
ενεστώτας δηλώνει την επανάληψη. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία στον Αριστοτέλη να
αποδείξει τον βαθμιαίο τρόπο κατάκτησης της αρετής, καθώς και ότι και οι έξεις,
όπως και οι αρετές, δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά είναι αποτελέσματα κάποιων
ενεργειών.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο
Αριστοτέλης δίνει κοινωνικό χαρακτήρα στην αρετή. Αυτό προκύπτει απ’ το ότι
τόσο η αρετή της δικαιοσύνης όσο και της σωφροσύνης και της πραότητας
σχετίζονται με τις καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου, αντανακλούν στον
κοινωνικό περίγυρο και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η κοινωνία
είναι άλλωστε αυτή που θα κρίνει και θα αξιολογήσει ποια πράξη ή ποιος άνθρωπος
είναι ηθικός.
Καθοριστικός είναι ο ρόλος της
επανάληψης, που πρέπει να γίνεται με ποιότητα, ώστε να προσδίδει την ανάλογη
ποιότητα και στα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Επειδή η ἕξις είναι ουδέτερη έννοια, μπορεί να
είναι καλή, αλλά και κακή, η ποιότητα του εθισμού που την προκαλεί είναι
καθοριστική για τη δική της ποιότητα. Γι’ αυτό θεωρεί αναγκαίο (δεῖ) ο Αριστοτέλης να φροντίζουμε για την
ποιότητα των ενεργειών που οδηγούν στην ἕξιν. Ο φιλόσοφος επανέρχεται στην άποψή
του ότι ενάρετες πράξεις λέγονται όχι μόνον αυτές που μοιάζουν με τις πράξεις
των ενάρετων ανθρώπων, αλλά αυτές που γίνονται και με τον τρόπο που τις κάνουν
οι ενάρετοι άνθρωποι.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο εθισμός και
η απόκτηση μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας έχει πολύ μεγάλη παιδαγωγική
αξία. Για αυτό και εισάγει στην ενότητα αυτή το παιδαγωγικό του σχόλιο. Θεωρεί
λοιπόν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίζει από μικρός σε ηθικές ενέργειες, για
να φτάσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Μάλιστα, αυτή η διεργασία πρέπει να
ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία, γιατί τότε συντελείται η διαμόρφωση της ηθικής
του συνείδησης. Το φυσικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού
παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, συναισθηματική, ψυχική και πνευματική
ανάπτυξή του. Επιπλέον, επειδή η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ χρόνο, κρίνεται
σωστό να ξεκινήσει όσο γίνεται πιο νωρίς. Οι παιδαγωγικές αυτές αντιλήψεις του
Αριστοτέλη συμφωνούν με τις σύγχρονες και φαίνεται ότι έπαιξαν και παίζουν
σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψης για την αγωγή.
Β3. Ποιες
διδασκαλίες του Αριστοτέλη παρουσιάζονται στις διδαχθείσες ενότητες των
Πολιτικών;
Από το έργο των Πολιτικών εμείς θα
έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε μερικές ενότητες. Στην πραγματικότητα θα
παρακολουθήσουμε διδασκαλίες του Αριστοτέλη α) για τη γένεση της πόλης, β) για
το περιεχόμενο της έννοιας πολίτης, γ) για το περιεχόμενο της έννοιας
«πολίτευμα» (πολιτεία), δ) για τα είδη των πολιτευμάτων, ε) για θέματα σχετικά
με τη διακυβέρνηση της πόλης, στ) για θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. Επειδή
διαβάζοντας τις ενότητες αυτές θα συναντούμε συχνότατα τη λέξη πόλις, πρέπει να
έχουμε από τώρα υπόψη μας ότι η αρχαία ελληνική αυτή λέξη δεν είχε τη σημασία
που έχει η δική μας λέξη «πόλη». Η αρχαία ελληνική λέξη πόλις αντιστοιχεί
μάλλον στη δική μας έννοια «κράτος». Αυτή η πόλις - κράτος είναι στα Πολιτικά
μια κοινότητα που την αποτελούν κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, ἄρχοντες και ἀρχόμενοι. Είναι ένα όλον που το
αποτελούν, όπως θα δούμε, μέρη· τα μέρη αυτά δεν χάνουν μέσα στο όλον τη δική
τους φυσιογνωμία. Ως όλον λοιπόν η πόλις - κράτος αποτελείται από ανόμοια
μεταξύ τους στοιχεία· μερικά από αυτά ασκούν εξουσία, τα άλλα υπακούουν. Ως
όλον η πόλις έχει για στόχο της την ευδαιμονία, κι αυτή πάλι είναι το αποτέλεσμα
της αυτάρκειας, της απόλυτης μακάρι ανεξαρτησίας από οτιδήποτε βρίσκεται έξω
από την πόλιν.
Β4. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή
σύνθετες, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: μαρτυρεῖ, ἁμαρτάνουσιν, φθείρεται, ἀναστρέφεσθαι, ἀποδιδόναι.
μαρτυρεῖ: μαρτυρία, μαρτύριο
ἁμαρτάνουσιν: αμαρτωλός, αναμάρτητος
φθείρεται: διαφθορά, ψυχοφθόρος
ἀναστρέφεσθαι: διαστρέβλωση, στρεψόδικος
ἀποδιδόναι: αναμεταδότης, εκδοτικός
Πανελλήνιες
Εξετάσεις 2008
Ἀριστοτέλους,
Ἠθικὰ Νικομάχεια Β6, 4-10
Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς… Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται), ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική. Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται
να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων…
ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ
μέσον».
Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την
υπερβολή και την έλλειψη, και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει· και το μέσον
όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς.
Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά
το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το
μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της (γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε
στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε
ούτε να (τους) προσθέσουμε τίποτα, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την
τελειότητα, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως
λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό)˙ από την άλλη πάλι, αν η
αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση,
(τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. Και εννοώ την ηθική (αρετή)˙
γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει
υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.
Β1. Πώς
προσδιορίζεται στο κείμενο που σας δόθηκε η έννοια της μεσότητας για τα
πράγματα και για τον άνθρωπο; Να
τεκμηριώσετε την απάντησή σας και με αναφορές σε συγκεκριμένα χωρία.
Στόχος του Αριστοτέλη είναι να
αποδείξει ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει πρώτα
να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας, για να καταλήξει έπειτα στον
συσχετισμό της με την ηθική αρετή.
Αν, λοιπόν, πάρουμε ένα μέγεθος αβ που
μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον, μπορούμε, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, να
χωρίσουμε ένα κομμάτι γβ, ένα κομμάτι αγ και ένα κομμάτι αδ. Το γβ είναι
κομμάτι μεγαλύτερο από το αγ («τὸ μὲν πλεῖον»), το αγ είναι μικρότερο από το γβ
(«τὸ δ’ ἔλαττον») και το αδ είναι ένα κομμάτι
ίσο με το δβ («τὸ
δ’ ἴσον»). Μέσον, λοιπόν, δεν είναι ούτε το
μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο κομμάτι, αλλά το σημείο που χωρίζει δύο ίσα μέρη.
Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι κάθε πράγμα
που είναι ενιαίο και υπόκειται σε διαίρεση μπορεί να διαιρεθεί:
α) σε άνισα μέρη (πλεῖον, ἔλαττον)
β) σε ίσα μέρη (ἴσον)
α) αντικειμενικά
β) υποκειμενικά
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την
αντικειμενική από την υποκειμενική αντίληψη των ποσοτικών εννοιών. Αναγνωρίζει
ότι το περιεχόμενο των ποσοτικών εννοιών διαφοροποιείται ανάλογα με το πεδίο
αναφοράς. Όταν το πεδίο αναφοράς είναι ένα πράγμα, οι τρεις έννοιες παίρνουν
διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αν το πεδίο αναφοράς είναι ο άνθρωπος.
Το μέσον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,
μπορεί να προσδιοριστεί με βάση δύο κριτήρια: τα αντικειμενικά και τα
υποκειμενικά.
«Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν»
α) Μέσον με βάση τα αντικειμενικά
κριτήρια («κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»)
Η έννοια του μέσου στα πράγματα ορίζεται
αντικειμενικά, πρόκειται δηλαδή για ένα αριθμητικό μέσο με δύο βασικά
γνωρίσματα: πρώτο ότι το μέσο αυτό είναι ένα και, αφού καθοριστεί, αμετάβλητο
και δεύτερο ότι το μέσον αφού οριστεί, είναι το ίδιο = ισχύει για όλα τα
πράγματα το ίδιο. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Δεν
επιδέχεται άρνηση ή αντίρρηση, γιατί ορίζεται αντικειμενικά με βάση αριθμητικά
δεδομένα.
«πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν»
β) Μέσον με βάση τα υποκειμενικά
κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»).
Η έννοια του μέσου στον άνθρωπο δεν
ορίζεται με αντικειμενικά αριθμητικά δεδομένα. Η υποκειμενικότητα των κριτηρίων
παραπέμπει στις ανθρώπινες ανάγκες και στον διαφορετικό τρόπο που
ικανοποιούνται από κάθε άνθρωπο. Υπάρχει ωστόσο ένας γνώμονας που
προσανατολίζει κάθε φορά το μέσο· αυτό είναι «το πρέπον» (δέον) που συνδέεται
από τη μια με ένα αίτημα ισορροπίας του ανθρώπου και από την άλλη με τη
φρόνηση. Επειδή το δέον, αυτό που χρειάζεται κάθε άνθρωπος για να περιέλθει σε
κατάσταση ισορροπίας, διαφοροποιείται από περίπτωση σε περίπτωση, ο Αριστοτέλης
εύλογα αναγνώρισε στη μεσότητα που αφορά τον άνθρωπο α) ότι δεν είναι μία και
μοναδική και β) ούτε ίδια για όλους τους ανθρώπους. Αυτό το μέσο είναι σχετικό
και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη
χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς
παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον
τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κ.τ.λ.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να
επισημάνουμε ότι οι όροι «αντικειμενικός» και «υποκειμενικός» δεν υπήρχαν την
εποχή του Αριστοτέλη και ήταν δικές του επινοήσεις. Είναι αλήθεια ότι πολύ
συχνά οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται
αντιμέτωποι με την ανάγκη να εκφράσουν με τις κατάλληλες λέξεις τις νέες ιδέες
ή επιστημονικές τους συλλήψεις. Αυτό αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία και οι
επιλογές τους είναι δύο: ή να επινοήσουν καινούριες λέξεις ή να χρησιμοποιήσουν
ήδη υπάρχουσες με διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι και ο
Αριστοτέλης, για να πλησιάσει στον προσδιορισμό των εννοιών αυτών,
χρησιμοποίησε τον όρο «κατ’ αὐτὸ
τὸ πρᾶγμα» για την έννοια της
αντικειμενικότητας και τον όρο «πρὸς ἡμᾶς» για τον όρο της υποκειμενικότητας.
«πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»
Ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να
προσδιορίσει την έννοια της «μεσότητας», αναφέρεται και στις έννοιες της «ὑπερβολῆς» και της «ἐλλείψεως». Ήδη στην 4η ενότητα εμμέσως
πλην σαφώς διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αρετή είναι «μεσότης» που βρίσκεται
ανάμεσα στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη. Μέσα από τα αντιθετικά
ζεύγη που παρέθεσε, έγινε κατανοητό ότι η μεσότητα αποτελεί τη σωστή, την
ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επαινείται, γιατί οδηγεί στην κατάκτηση των
ηθικών αρετών, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν τη λανθασμένη, τη μη
ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επικρίνεται, γιατί μας απομακρύνει από τις
ηθικές αρετές.
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να στηρίξει
τις παραπάνω θέσεις του, θα δώσει δύο παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό
συλλογισμό.
α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως
το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί,
σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή
μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ’ αυτή
δηλαδή την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.
β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή
το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε
ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά
είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή
μικρή. Για το Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες
φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα αρχίζει να γυμνάζεται, είναι
πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Παρατηρούμε
δηλαδή ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται με ποιοτικά κριτήρια και
μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του αθλητή, ο χρόνος
εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.
Β2. Πώς
συσχετίζονται από τον Αριστοτέλη οι έννοιες: ἐπιστήμη
(τέχνη)-ἀρετή-φύσις;
Στο χωρίο «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική», ο Αριστοτέλης
συσχετίζει τις έννοιες τέχνη (η οποία εδώ ταυτίζεται με τον όρο «ἐπιστήμη»), φύση και αρετή και
διαπιστώνει ότι έχουν ένα κοινό γνώρισμα, αλλά και διαφορές. Το κοινό τους
γνώρισμα είναι ότι και οι τρεις έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν μορφές. Η
διαφορά τους έγκειται σε τι δίνει μορφή η καθεμιά. Έτσι, λοιπόν:
α) η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της,
β) η αρετή δίνει μορφή στην
προσωπικότητα του ανθρώπου και
γ) η φύση δημιουργεί κι αυτή τις δικές
της μορφές.
Παράλληλα, ο φιλόσοφος επιχειρεί να
ιεραρχήσει τις τρεις αυτές έννοιες. Έτσι, κατ’ αυτόν, η φύση είναι ανώτερη από
την τέχνη, γιατί κάθε φυσικό ον έχει τάση προς την τελειότητα. Από τη στιγμή
δηλαδή που γεννιέται και αυξάνεται, οδηγείται, ανεξάρτητα από τη θέλησή του,
στο «τέλος», στην τελειότερη μορφή του. Αντίθετα, τα έργα τέχνης είναι σταθερά
και αμετάβλητα και δεν τείνουν πουθενά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει: «ο σκοπός και
το ωραίο είναι σε μεγαλύτερο βαθμό παρόντα στη φύση, παρά στα έργα της τέχνης»
(Περὶ ζώων μορίων, 639b, 19-21). Εξάλλου,
όπως διαπιστώνει και ο Ασπάσιος, ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, «μιμεῖται γὰρ τέχνη τὴν φύσιν» (= η τέχνη μιμείται τη φύση),
γι’ αυτό και είναι κατώτερη αυτής. Από την άλλη, η αρετή είναι ανώτερη και από
τη φύση και από την τέχνη, γιατί μορφοποιεί στην ουσία του τον άνθρωπο και
αποτελεί ύψιστη έκφανση της μεσότητας. Όπως μάλιστα αναφέρει και ο Ασπάσιος, η
αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η αρετή είναι «τελειότης φύσεως καὶ κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή μια φυσική
ιδιότητα με επιτυχία οδηγημένη στο σκοπό της. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό
ότι, για τον Αριστοτέλη, ανώτερη όλων είναι η αρετή, ακολουθεί η φύση και
τελευταία στην ιεράρχηση έρχεται η τέχνη:
αρετή > φύση > τέχνη
Β3. Σε
ποια μέρη διέκρινε ο Αριστοτέλης την ψυχή;
Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο
Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο
άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική
του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η
αρχική όμως αυτή διμερής «διαίρεση» κατέληξε σε μια τριμερή «διαίρεση», αφού ο
Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά
λόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που
μετέχει και του ἀλόγου
και του λόγον ἔχοντος
μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του
ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το
τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν τον
χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και
καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία
λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες
αρετές σε ηθικές και διανοητικές.
Β4. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή
σύνθετες, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἀναλογία, ληπτέον, αἱρεῖται, ἄγουσα, προσθεῖναι.
ἀναλογία: απολογία, διάλεξη
ληπτέον: ηχοληψία, υπόληψη
αἱρεῖται: αφαίρεση, υπεξαίρεση
ἄγουσα: αρχηγός, δημαγωγός
προσθεῖναι: έκθεση, πρόσθεση
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου