Naxart studio
Τα
«Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη στις Πανελλήνιες [2001, 2003, 2004]
Πανελλήνιες
Εξετάσεις 2001
Αριστοτέλους
'Ηθικά
Νικομάχεια
(Β6, 4-10)
Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς... Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται), ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική. Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
Α. Από το κείμενο
που σας δίνεται
να μεταφράσετε
στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων... καὶ ἔλλειψις
καὶ τὸ μέσον».
Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την
υπερβολή και την έλλειψη, και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει· και το μέσον
όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς.
Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά
το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το
μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της (γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε
στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε
ούτε να (τους) προσθέσουμε τίποτα, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την
τελειότητα, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως
λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό)˙ από την άλλη πάλι, αν η
αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση,
(τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. Και εννοώ την ηθική (αρετή)˙
γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει
υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.
Β1. «Ἐν
παντὶ δὴ συνεχεῖ... οὐ τὸ τοῦ πράγματος
ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς»:
Με
ποια κριτήρια
είναι
δυνατός,
κατά το
χωρίο
αυτό, ο
καθορισμός
του «μέσου»
και ποια είναι
τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της
μεσότητας,
ανάλογα
με το κριτήριο
καθορισμού της;
Ο Αριστοτέλης ξεκινάει σ’ αυτή την
ενότητα να απαντάει στο ερώτημα που έθεσε στην προηγούμενη, ποια δηλαδή είναι η
φύση της αρετής. Στόχος του είναι να αποδείξει ότι η αρετή είναι ένα είδος
μεσότητας (κάτι στο οποίο έμμεσα αναφέρθηκε στην 4η ενότητα). Γι’ αυτό, λοιπόν,
πρέπει πρώτα να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας, για να καταλήξει έπειτα
στον συσχετισμό της με την ηθική αρετή.
Αν, λοιπόν, πάρουμε ένα μέγεθος αβ που
μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον, μπορούμε, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, να
χωρίσουμε ένα κομμάτι γβ, ένα κομμάτι αγ και ένα κομμάτι αδ. Το γβ είναι
κομμάτι μεγαλύτερο από το αγ («τὸ μὲν πλεῖον»), το αγ είναι μικρότερο από το γβ
(«τὸ δ’ ἔλαττον») και το αδ είναι ένα κομμάτι
ίσο με το δβ («τὸ
δ’ ἴσον»). Μέσον, λοιπόν, δεν είναι ούτε το
μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο κομμάτι, αλλά το σημείο που χωρίζει δύο ίσα μέρη.
Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι κάθε πράγμα
που είναι ενιαίο και υπόκειται σε διαίρεση μπορεί να διαιρεθεί:
α) σε άνισα μέρη (πλεῖον, ἔλαττον)
β) σε ίσα μέρη (ἴσον)
α) αντικειμενικά: Μέσον με βάση τα
αντικειμενικά κριτήρια («κατ’ αὐτὸ
τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα
ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος.
Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από
επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι’ αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.
β) υποκειμενικά: Μέσον με βάση τα
υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα
πολύ, ούτε πολύ λίγο, ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο
προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της
λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες,
όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα
κοινωνικά πρότυπα κτλ.
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την
αντικειμενική από την υποκειμενική αντίληψη των ποσοτικών εννοιών. Αναγνωρίζει
ότι το περιεχόμενο των ποσοτικών εννοιών διαφοροποιείται ανάλογα με το πεδίο
αναφοράς. Όταν το πεδίο αναφοράς είναι ένα πράγμα, οι τρεις έννοιες παίρνουν
διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αν το πεδίο αναφοράς είναι ο άνθρωπος.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να
επισημάνουμε ότι οι όροι «αντικειμενικός» και «υποκειμενικός» δεν υπήρχαν την
εποχή του Αριστοτέλη και ήταν δικές του επινοήσεις. Είναι αλήθεια ότι πολύ
συχνά οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται
αντιμέτωποι με την ανάγκη να εκφράσουν με τις κατάλληλες λέξεις τις νέες ιδέες
ή επιστημονικές τους συλλήψεις. Αυτό αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία και οι
επιλογές τους είναι δύο: ή να επινοήσουν καινούριες λέξεις ή να χρησιμοποιήσουν
ήδη υπάρχουσες με διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι και ο
Αριστοτέλης, για να πλησιάσει στον προσδιορισμό των εννοιών αυτών,
χρησιμοποίησε τον όρο «κατ’ αὐτὸ
τὸ πρᾶγμα» για την έννοια της
αντικειμενικότητας και τον όρο «πρὸς ἡμᾶς» για τον όρο της υποκειμενικότητας.
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να κάνει
κατανοητά τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας της μεσότητας, θα δώσει δύο
παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό συλλογισμό.
α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως
το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί,
σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή
μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ’ αυτή δηλαδή
την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.
β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο
υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή
το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε
ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που
αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί
μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για τον Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες
ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι
πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές
του δρόμου, που έχουν ανάγκη μικρότερης ποσότητας φαγητού, ή της πάλης, που
χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του
αθλήματός τους. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται
με ποιοτικά κριτήρια και μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του
αθλητή, ο χρόνος εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.
Β2. Τέχνη - ἀρετή - φύσις: Ποιο
κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα
διακρίνει
ο Αριστοτέλης
στις τρεις αυτές έννοιες, σε ποια από τις τρεις δίνει το προβάδισμα και γιατί, κατά τη
γνώμη
σας, της δίνει
το προβάδισμα
αυτό;
Στο χωρίο «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική», ο Αριστοτέλης
συσχετίζει τις έννοιες τέχνη (η οποία εδώ ταυτίζεται με τον όρο «ἐπιστήμη»), φύση και αρετή και
διαπιστώνει ότι έχουν ένα κοινό γνώρισμα, αλλά και διαφορές. Το κοινό τους
γνώρισμα είναι ότι και οι τρεις έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν μορφές. Η
διαφορά τους έγκειται σε τι δίνει μορφή η καθεμιά. Έτσι, λοιπόν:
α) η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της,
β) η αρετή δίνει μορφή στην
προσωπικότητα του ανθρώπου και
γ) η φύση δημιουργεί κι αυτή τις δικές
της μορφές.
Παράλληλα, ο φιλόσοφος επιχειρεί να
ιεραρχήσει τις τρεις αυτές έννοιες. Έτσι, κατ’ αυτόν, η φύση είναι ανώτερη από
την τέχνη, γιατί κάθε φυσικό ον έχει τάση προς την τελειότητα. Από τη στιγμή
δηλαδή που γεννιέται και αυξάνεται, οδηγείται, ανεξάρτητα από τη θέλησή του,
στο «τέλος», στην τελειότερη μορφή του. Αντίθετα, τα έργα τέχνης είναι σταθερά
και αμετάβλητα και δεν τείνουν πουθενά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει: «ο σκοπός και
το ωραίο είναι σε μεγαλύτερο βαθμό παρόντα στη φύση, παρά στα έργα της τέχνης»
(Περὶ ζώων μορίων, 639b, 19-21). Εξάλλου,
όπως διαπιστώνει και ο Ασπάσιος, ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, «μιμεῖται γὰρ τέχνη τὴν φύσιν» (= η τέχνη μιμείται τη φύση),
γι’ αυτό και είναι κατώτερη αυτής. Από την άλλη, η αρετή είναι ανώτερη και από
τη φύση και από την τέχνη, γιατί μορφοποιεί στην ουσία του τον άνθρωπο και
αποτελεί ύψιστη έκφανση της μεσότητας. Όπως μάλιστα αναφέρει και ο Ασπάσιος, η
αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η αρετή είναι «τελειότης φύσεως καὶ κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή μια φυσική
ιδιότητα με επιτυχία οδηγημένη στο σκοπό της. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό
ότι, για τον Αριστοτέλη, ανώτερη όλων είναι η αρετή, ακολουθεί η φύση και
τελευταία στην ιεράρχηση έρχεται η τέχνη:
αρετή > φύση > τέχνη
Β3. Ποια
φιλοσοφική και
συγγραφική
δραστηριότητα
ανέπτυξε
ο Αριστοτέλης
κατά την
περίοδο
στην οποία ανήκουν τα «Ηθικά Νικομάχεια»;
Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως
το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί.
Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξαναγύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι'
αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές του· μαζί, φυσικά, και τη
διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης,
αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δίδασκαν συνήθως
ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που θα
διαφύλαττε και θα πρόβαλλε τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα
Περίπατος, ίσως από τον περίπατον, τη στεγασμένη στοά του Λυκείου.
Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή
φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα χρόνια απερίσπαστης δουλειάς. Ο
φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των Πολιτικῶν του (έχει άλλωστε προηγηθεί —κατά την
περίοδο των ταξιδιών του— η συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως
θα λέγαμε εμείς σήμερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ
παράλληλα συγγράφει σημαντικό μέρος από τα Μετὰ τὰ φυσικά του, το βιολογικού περιεχομένου
έργο Περὶ ζῴων γενέσεως, τα Ἠθικὰ Νικομάχεια.
Β4.
Να σχηματίσετε
ένα
ομόρριζο
ουσιαστικό
(απλό ή σύνθετο) της αρχαίας
ελληνικής
για καθέναν
από
τους παρακάτω
ρηματικούς τύπους, χρησιμοποιώντας την παραγωγική κατάληξη
που σας δίνεται:
λαβεῖν : -μα = λῆμμα
ἄγουσα : -ή = ἀγωγή
εἰώθασιν : -ος = ἔθος
ἔχουσιν : -σις = σχέσις / ἕξις
φθειρούσης : -ά = φθορά
Εξετάσεις
ομογενών 2003
Αριστοτέλη
Ηθικά Νικομάχεια Β1, 1-4.
Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ' ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῑν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)· τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
α) Από
το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε στη νέα ελληνική γλώσσα το απόσπασμα
«Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης. . . διὰ τοῦ ἔθους».
Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο
ειδών, διανοητική και ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο
και τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται
πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, απ’ όπου έχει
πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από
αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα
μας εκ φύσεως˙ όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα
δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η
πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατόν να
συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη
συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά
(είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα
πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι
δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε
και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από
τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.
i. «Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης.
. . διὰ τοῦ ἔθους»: Ποια
είναι
η βασική θέση του Αριστοτέλη για την ηθική αρετή και
με ποια στοιχεία
τεκμηριώνει
τη θέση
αυτή στο
παραπάνω
απόσπασμα;
Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης
τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο
γνωστά παραδείγματα παρμένα από τον χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η
πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στον φυσικό
νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει
πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης
είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι
φυσικοί νόμοι δεν μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος. Επομένως,
εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δεν μένουν σταθερές, όπως τα πράγματα
που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες.
Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό
συλλογισμό.
Και τα δύο παραδείγματα, που ο
Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επαγωγικά για να συναγάγει γενικό και καθολικό
συμπέρασμα, ανήκουν στα απλά δεδομένα της εμπειρίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να
λέγαμε πως κανένας άλλος φιλόσοφος δεν έκανε τα απλά δεδομένα της εμπειρίας,
της καθημερινής ζωής, αφετηρία για τη σκέψη του στον βαθμό που το έκανε ο
Αριστοτέλης. Σωστά ειπώθηκε ότι η φιλοσοφία του περί τέλους, π.χ., είναι, στην
πραγματικότητα «θεμελιωμένη πάνω στο εμπειρικό δεδομένο ότι από βελανίδι
γεννιέται μια βελανιδιά», ή ότι «η πολιτική του θεωρία αναπτύχθηκε από τους
διαλογισμούς του σχετικά με τη ζωή μέσα στο πλαίσιο ενός νοικοκυριού».
Πραγματικά, «συχνά ένα μόνο εμπειρικό δεδομένο μπορεί να είναι για αυτόν
ικανοποιητική βάση για να προχωρήσει σε μια θεωρία με συνέπειες μεγάλης
σημασίας». Δεν ήταν, στα αλήθεια, αυτό το αμείωτο ενδιαφέρον του για τα απλά
πράγματα της καθημερινής ζωής που έκανε τον Αριστοτέλη – επαναστατικά πρώτον –
μελετητή του κόσμου των ζώων και των φυτών;
Το κείμενο ολοκληρώνεται με γενικό
συμπέρασμα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, αντιφατικό, ότι οι ηθικές αρετές δεν
υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης
εννοεί ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, ούτε όμως και αντίθετες με τη
φύση, αλλά ο άνθρωπος έχει «δυνάμει», από τη φύση του (πεφυκόσι), την
προδιάθεση να δεχτεί την αρετή, ωστόσο γίνεται τέλειος (τελειουμένοις) με τον
εθισμό του σε αυτή.
ii. «τὰς δυνάμεις
κομιζόμεθα,
τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν»: Ποιο
είναι,
κατά τον
Αριστοτέλη,
το περιεχόμενο
των εννοιών «δύναμις» και «ἐνέργεια»
και ποια είναι
η σχέση
τους με την ηθική αρετή;
Ο Αριστοτέλης αρχίζει το νέο επιχείρημα
με αναφορά σε όσα ο άνθρωπος έχει από τη φύση και όχι από εθισμό. Αυτά, λοιπόν,
που δόθηκαν από τη φύση, δόθηκαν αρχικά ως δυνατότητες και, όταν αναπτύχθηκαν
πλήρως τα γνωρίσματά τους, έγιναν ικανότητες, περιήλθαν δηλαδή στην ἐνεργείᾳ κατάσταση. Στην κατηγορία αυτή
κατατάσσει τις αισθήσεις, οι οποίες δόθηκαν ως a priori στοιχεία της ύπαρξης του
ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος διαθέτει εκ των προτέρων τα αισθητήρια όργανα, τα
οποία του δίνουν τη δυνατότητα να αισθάνεται, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους.
Για περαιτέρω διευκρίνιση ο Αριστοτέλης αναφέρει την ακοή και την όραση ως
παραδείγματα, με τα οποία δείχνει ότι ο άνθρωπος διαθέτει πρώτα τη δυνατότητα
να ακούει και να βλέπει και στη συνέχεια ακούει και βλέπει.
Η διάκριση δύναμης και ενέργειας
απασχολεί τον Αριστοτέλη κυρίως στα Μετά τα Φυσικά, στο Θ βιβλίο. Δύναμις είναι η δυνατότητα ενός όντος
να περνά από μια κατάσταση σε μια άλλη, ενώ ἐνέργεια είναι η πραγμάτωση αυτής της
δυνατότητας. Για τον Αριστοτέλη, η «ἐνέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη
«δύναμιν», αφού η πρώτη εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε
άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη
φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τὰς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τὰς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις»
έχουν χρονική προτεραιότητα – και όχι λογική και οντολογική – έναντι των «ἐνεργειῶν». Ο Αριστοτέλης αποδεικνύει τη λογική
και οντολογική προτεραιότητα της «ενέργειας» έναντι της «δύναμης» με τρία
επιχειρήματα: 1. Η «ενέργεια» αποδίδει μια συνθετότερη έννοια από ό,τι η
«δύναμη», γιατί συνδέεται με την ύπαρξη ενός πράγματος, δηλαδή με την πλήρη
ανάπτυξη των στοιχείων που το συνιστούν. 2. Για να οδηγηθεί το δυνάμει ον στην
ενεργεία κατάστασή του χρειάζεται την επίδραση μιας ενέργειας, γιατί η δύναμη
και προϋποθέτει την ενέργεια και προκύπτει από αυτή. Άλλωστε η ενέργεια είναι ο
σκοπός (οὗ ἕνεκα) του όντος και όχι η δύναμη.
Σκοπός, τον οποίο εξυπηρετεί η δύναμη, είναι η ενέργεια και όχι αντίστροφα. Άρα
η ενέργεια έχει οντολογική προτεραιότητα έναντι της δύναμης. 3. Η δυνατότητα
μπορεί να εξελιχθεί σε ον αλλά και σε μη ον. Η ενέργεια όμως ταυτίζεται μόνο με
την ύπαρξη, το ον.
Στο έργο Μετὰ τὰ Φυσικὰ ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη
δυνάμεων:
α) αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από
τη γέννησή του (π.χ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής,
β) αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με
την άσκηση, τον εθισμό (π.χ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού
οργάνου) και συνδέονται με το άλογο και το λογικό μέρος της ψυχής και
γ) τις δυνάμεις που τις αποκτά ο
άνθρωπος με τη μάθηση (π.χ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές
με το λογικό μέρος της ψυχής.
iii. Πώς οδηγήθηκε
ο Αριστοτέλης
στην τριμερή διαίρεση της ψυχής;
Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο
Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο
άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική
του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η
αρχική όμως αυτή διμερής "διαίρεση" κατέληξε σε μια τριμερή
"διαίρεση", αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά
λόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που
μετέχει και του ἀλόγου
και του λόγον ἔχοντος
μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του
ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το
τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν τον
χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και
καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία
λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές
σε ηθικές και διανοητικές.
iv. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
διανοητικῆς, ἐμπειρίας, τελειουμένοις, ποιοῦντες, δίκαια.
διανοητικῆς: αδιανόητος, άνοια
ἐμπειρίας: πειράζω, πέρασμα
τελειουμένοις: τελετή, τελικός
ποιοῦντες: ποιητής, εκποίηση
δίκαια: δικανικός, δικαστής
Εξετάσεις
ομογενών 2004
Αριστοτέλους
Ηθικά Νικομάχεια Β6, 10-16.
Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης·
ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
α. Από
το παραπάνω κείμενο να μεταφράσετε στη νέα ελληνική γλώσσα το απόσπασμα «Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν. . . καὶ αἱρεῖσθαι».
Επιπλέον, το να κάνει κανείς λάθος (ή:
το λάθος) γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί,
όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), όμως το
να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό
και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο, εύκολο το να αποτύχει κανείς στον
στόχο του, δύσκολο όμως το να (τον) επιτύχει)· γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους
γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής, (είναι) η
μεσότητα·
γιατί καλοί (γινόμαστε) με ένα μόνο
τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς.
Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που
επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρίσκεται στη μεσότητα σε σχέση με
εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου,
(με τη λογική) που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και (είναι) μεσότητα (που
βρίσκεται) ανάμεσα σε δύο κακίες, που η μια βρίσκεται από την πλευρά της
υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης· και ακόμα (είναι μεσότητα),
επειδή από τη μία άλλες από τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες από
την άλλη είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει και στα συναισθήματα και
στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον.
β1. Να
σχολιάσετε την αριστοτελική αντίληψη περί αρετής που σχετίζεται με τα «πάθη»
και τις «πράξεις».
Σε προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης
είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα
συναισθήματα και τις πράξεις, γιατί σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το
μέσον. Έρχεται, λοιπόν, στην ενότητα αυτή να αποδείξει την παραπάνω θέση με
επαγωγικό τρόπο δίνοντας ενδεικτικά κάποια παραδείγματα συναισθημάτων, τα οποία
διακρίνονται σε ευχάριστα και δυσάρεστα. Τονίζει ότι σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή
και έλλειψη, καθώς μπορούμε να τα βιώσουμε είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο
βαθμό. Αν τα αισθανόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό («μᾶλλον»), τότε φτάνουμε στην υπερβολή,
ενώ, αν τα αισθανόμαστε σε μικρότερο βαθμό («ἧττον»), φτάνουμε στην έλλειψη. Όμως,
ούτε το «μᾶλλον»
ούτε το «ἧττον»
είναι καλά («οὐκ εὖ»), όπως υπογραμμίζει ο φιλόσοφος,
γιατί έτσι απομακρυνόμαστε από τη μεσότητα.
Σ’ αυτή την ενότητα βέβαια έφερε
παραδείγματα που αφορούν μόνο τα συναισθήματα και όχι τις πράξεις. Διευκρινίζει
όμως ότι αυτό που συμβαίνει στα συναισθήματα συμβαίνει και με τις πράξεις· και
σ’ αυτές, δηλαδή, υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον και πρέπει να
πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες των συναισθημάτων. Η μεταξύ τους
αναλογία δηλώνεται με τη χρήση του επιρρήματος «ὁμοίως».
β2. Να
διευκρινίσετε τις εκφράσεις του κειμένου «ἕξις προαιρετική» και «ὡρισμένῃ λόγῳ»
που καθορίζουν την έννοια της αρετής κατά τον Αριστοτέλη.
«ἕξις»: ο όρος προέρχεται από το θέμα του μέλλοντα
(«ἕξω») του ρήματος «ἔχω». Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής
και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα
που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των
έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα, δεν αρκεί να
χαρακτηρίζουμε τις αρετές έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές,
αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις
διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις.
«προαιρετική»:
είναι η ελεύθερη και έλλογη εκλογή και βούληση, που αποτελούν απαραίτητη
προϋπόθεση για να κάνει ο άνθρωπος σωστή επιλογή ενεργειών και να κατακτήσει το
μέτρο αποφεύγοντας τις ακρότητες, δηλαδή την υπερβολή και την έλλειψη. Την
ευθύνη, λοιπόν, για την κατάκτηση της ηθικής αρετής την έχει ο ίδιος ο
άνθρωπος. Αν ο δρόμος προς την αρετή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης,
αλλά καταναγκασμού, τότε η αρετή δεν θα είχε καμία αξία για τον άνθρωπο. Η
«προαίρεσις» αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον έναν από τους τρεις
αναγκαίους όρους για την ύπαρξη της αρετής. Οι άλλοι δύο όροι είναι:
- ο άνθρωπος να έχει συνείδηση της
πράξης του («εἰδὼς») και
- να την πραγματοποιεί με σιγουριά και
σταθερότητα («βεβαίως καὶ
ἀμετακινήτως»).
Συγκεκριμένα, οι τρεις παραπάνω
προϋποθέσεις για την ύπαρξη της αρετής αναφέρονται από τον φιλόσοφο ως εξής:
«πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώς, ἔπειτ’ ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος δι’ αὐτά, τὸ δὲ τρίτον ἐὰν καὶ βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ» (Ηθικά Νικομάχεια, 1105 a 30-31).
«ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»: το μετοχικό αυτό σύνολο
συνάπτεται στον όρο «ἐν
μεσότητι» και δίνει τα κριτήρια προσδιορισμού της υποκειμενικής μεσότητας με τα
οποία περιορίζεται το υποκειμενικό στοιχείο και κερδίζει σε αντικειμενικότητα.
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο κοινός κανόνας, που θα
εξασφαλίσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας στην ανθρώπινη αυτή ιδιότητα,
είναι η ανθρώπινη λογική, ο ορθός λόγος. Προχωρεί μάλιστα με ακόμη αυστηρότερο
τρόπο στον καθορισμό του αντικειμενικού αυτού κριτηρίου: δεν μετράει γι’ αυτόν
τόσο η κοινή ανθρώπινη λογική όσο η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, του ανθρώπου
που «βουλεύεται εὖ»
(Ηθικά Νικομάχεια 1141 b 10). Συγκεκριμένα, οι έννοιες «λόγος» και «φρόνιμος»
έχουν το εξής περιεχόμενο:
«λόγος»:
ο λόγος - φρόνηση αποτελεί ένα από τα στάδια της πορείας προς την αρετή, αφού
με αυτόν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις. Το
άλλο στάδιο είναι ο νόμος, που συνηθίζει τους ανθρώπους να ενεργούν ενάρετα ως
πολίτες. Άρα, ο λόγος βοηθά τον νόμο να τελειοποιεί το έργο του.
«φρόνιμος»: η φρόνηση συνδέεται με τον
λόγο και αν υπάρχει αυτή, υπάρχουν συγκεντρωμένες στον άνθρωπο και όλες οι
άλλες αρετές. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που θα καθορίσει με τη λογική του
το «δέον», τις σωστές ενέργειες που πρέπει να ακολουθούνται μέσα στην κοινωνία.
Το περιεχόμενο, όμως, της έννοιας «φρόνιμος» και «δέον» δεν μπορεί να
καθοριστεί με σαφήνεια. Στον αντικειμενικό προσδιορισμό τους παίζει ρόλο τόσο η
ανθρώπινη λογική όσο και η εποχή, η κοινωνία, τα πρότυπα των ανθρώπων, στοιχεία
τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται.
β3. Πώς
αντιλαμβάνεται ο Αριστοτέλης την έννοια της ευδαιμονίας;
Η λέξη ευδαιμονία, όπως βέβαια δείχνουν
τα συστατικά της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θείου, βρισκόταν
επομένως ο όρος αυτός πολύ κοντά, θα λέγαμε, στον όρο εὐτυχία, αφού, όπως εκεί (στην εὐτυχία), έτσι και εδώ (στην εὐδαιμονία) εννοείται κάτι που δεν το
πετυχαίνει ο άνθρωπος από μόνος του, αλλά κάτι που για να το αποκτήσει, πρέπει
να το ζητήσει με προσευχή από τον θεό. Είμαστε, από την άλλη, σε θέση να
βεβαιωθούμε πως η λέξη αυτή είχε μια περίεργη σημασιακή εξέλιξη. Ήδη ο
Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρῴπω δαίμων» (=δαίμων για τον άνθρωπο δεν
είναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, ο μεγάλος
ατομικός φιλόσοφος του 5ου/4ου αι. π.Χ., αυτός μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη
σαφήνεια· «εὐδαιμονίη
ψυχῆς καὶ κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα
απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία
και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδὲ ἐν χρυσῷ· ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η
ευδαιμονία δεν κατοικεί =δεν έχει να κάνει με τα πλούσια κοπάδια και με το
χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο
δαίμων» (ίσως ήθελε να πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν
να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από τον δαίμονα, από το
θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα
λόγια: όλοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους
πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ’ αυτήν. Όλες λοιπόν αυτές οι
ιδέες πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη σκέψη· το
αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της εὐδαιμονίας όπως τον διαβάζουμε στο τέλος
του Α' βιβλίου των Ηθικών Νιχομαχείων του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον
Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της
ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού
δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι
άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και
με πολύν, όπως θα δούμε, ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής· στην πραγματικότητα τα
Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση
του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
β4. Να
γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἡσθῆναι, ἔλλειψις, εἴκαζον, ἀποτυχεῖν, αἱρεῖσθαι.
ἡσθῆναι: ηδονή, ηδύποτο
ἔλλειψις: διάλειμμα, λειψυδρία
εἴκαζον: εικασία, εικονομάχος
ἀποτυχεῖν: επίτευξη, τυχερός
αἱρεῖσθαι: αιρετικός, εξαιρετικός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου