Katharina Jung
Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά
επιθέτων (σε -ίων, -ιστος)
Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
1. αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν (= επονείδιστος, κακοήθης, απρεπής, φαύλος)
Συγκριτικός:
ὁ, ἡ αἰσχίων, τὸ αἴσχιον
Υπερθετικός:
αἴσχιστος, αἰσχίστη,
αἴσχιστον
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ αἰσχίων, τοῦ αἰσχίονος, τῷ αἰσχίονι, τόν αἰσχίονα / αἰσχίω, (ὦ) αἴσχιον
ἡ αἰσχίων,
τῆς αἰσχίονος,
τῇ αἰσχίονι,
τήν αἰσχίονα
/ αἰσχίω,
(ὦ) αἴσχιον
τό
αἴσχιον,
τοῦ αἰσχίονος,
τῷ αἰσχίονι,
τό αἴσχιον,
(ὦ) αἴσχιον
Πληθυντικός
οἱ αἰσχίονες /αἰσχίους, τῶν αἰσχιόνων, τοῖς αἰσχίοσι(ν), τούς αἰσχίονας /αἰσχίους, (ὦ) αἰσχίονες /αἰσχίους
αἱ αἰσχίονες
/αἰσχίους,
τῶν αἰσχιόνων,
ταῖς αἰσχίοσι(ν),
τάς αἰσχίονας
/αἰσχίους, (ὦ) αἰσχίονες
/αἰσχίους
τά
αἰσχίονα
/αἰσχίω,
τῶν αἰσχιόνων,
τοῖς αἰσχίοσι(ν),
τά αἰσχίονα
/αἰσχίω,
(ὦ) αἰσχίονα
/αἰσχίω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ αἴσχιστος, τοῦ αἰσχίστου, τῷ αἰσχίστῳ, τόν αἴσχιστον, (ὦ) αἴσχιστε
ἡ αἰσχίστη,
τῆς αἰσχίστης,
τῇ αἰσχίστῃ, τήν αἰσχίστην,
(ὦ) αἰσχίστη
τό
αἴσχιστον,
τοῦ αἰσχίστου,
τῷ αἰσχίστῳ, τό αἴσχιστον,
(ὦ) αἴσχιστον
Πληθυντικός
οἱ αἴσχιστοι, τῶν αἰσχίστων, τοῖς αἰσχίστοις, τούς αἰσχίστους, (ὦ) αἴσχιστοι
αἱ αἴσχισται,
τῶν αἰσχίστων,
ταῖς αἰσχίσταις,
τάς αἰσχίστας,
(ὦ) αἴσχισται
τά
αἴσχιστα,
τῶν αἰσχίστων,
τοῖς αἰσχίστοις,
τά αἴσχιστα,
(ὦ) αἴσχιστα
2. ἐχθρός, ἐχθρά, ἐχθρόν (= εχθρός, μισητός, απεχθής)
Συγκριτικός:
ὁ, ἡ ἐχθίων, τὸ ἔχθιον,
και ομαλά: ὁ ἐχθρότερος,
ἡ ἐχθροτέρα,
τό ἐχθρότερον
Υπερθετικός:
ὁ ἔχθιστος, ἡ ἐχθίστη,
τό ἔχθιστον, και ομαλά: ὁ ἐχθρότατος,
ἡ ἐχθροτάτη,
τό ἐχθρότατον
Κλίση συγκριτικών βαθμών
Ενικός
ὁ ἐχθίων, τοῦ ἐχθίονος, τῷ ἐχθίονι, τόν ἐχθίονα / ἐχθίω, (ὦ) ἔχθιον
ἡ ἐχθίων,
τῆς ἐχθίονος,
τῇ ἐχθίονι,
τήν ἐχθίονα
/ ἐχθίω,
(ὦ) ἔχθιον
τό
ἔχθιον,
τοῦ ἐχθίονος,
τῷ ἐχθίονι,
τό ἔχθιον,
(ὦ) ἔχθιον
Πληθυντικός
οἱ ἐχθίονες /ἐχθίους, τῶν ἐχθιόνων, τοῖς ἐχθίοσι(ν), τούς ἐχθίονας /ἐχθίους, (ὦ) ἐχθίονες /ἐχθίους
αἱ ἐχθίονες
/ἐχθίους,
τῶν ἐχθιόνων,
ταῖς ἐχθίοσι(ν),
τάς ἐχθίονας
/ἐχθίους, (ὦ) ἐχθίονες
/ἐχθίους
τά
ἐχθίονα
/ἐχθίω,
τῶν ἐχθιόνων,
τοῖς ἐχθίοσι(ν),
τά ἐχθίονα
/ἐχθίω,
(ὦ) ἐχθίονα
/ἐχιίω
Ενικός
ὁ ἐχθρότερος - τοῦ ἐχθροτέρου - τῷ ἐχθροτέρῳ - τό ἐχθρότερον - (ὦ) ἐχθρότερε
ἡ ἐχθροτέρα
- τῆς ἐχθροτέρας
- τῇ ἐχθροτέρᾳ - τήν
ἐχθροτέραν
- (ὦ) ἐχθροτέρα
τό
ἐχθρότερον
- τοῦ ἐχθροτέρου
- τῷ ἐχθροτέρῳ - τό ἐχθρότερον
- (ὦ) ἐχθρότερον
Πληθυντικός
οἱ ἐχθρότεροι - τῶν ἐχθροτέρων - τοῖς ἐχθροτέροις - τούς ἐχθροτέρους - (ὦ) ἐχθρότεροι
αἱ ἐχθρότεραι
- τῶν ἐχθροτέρων
- ταῖς ἐχθροτέραις
- τάς ἐχθροτέρας
- (ὦ) ἐχθρότεραι
τά
ἐχθρότερα
- τῶν ἐχθροτέρων
- τοῖς ἐχθροτέροις
- τά ἐχθρότερα
- (ὦ) ἐχθρότερα
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἔχθιστος, τοῦ ἐχθίστου, τῷ ἐχθίστῳ, τόν ἔχθιστον, (ὦ) ἔχθιστε
ἡ ἐχθίστη,
τῆς ἐχθίστης,
τῇ ἐχθίστῃ, τήν ἐχθίστην,
(ὦ) ἐχθίστη
τό
ἔχθιστον,
τοῦ ἐχθίστου,
τῷ ἐχθίστῳ, τό ἔχθιστον,
(ὦ) ἔχθιστον
Πληθυντικός
οἱ ἔχθιστοι, τῶν ἐχθίστων, τοῖς ἐχθίστοις, τούς ἐχθίστους, (ὦ) ἔχθιστοι
αἱ ἔχθισται,
τῶν ἐχθίστων,
ταῖς ἐχθίσταις,
τάς ἐχθίστας,
(ὦ) ἔχθισται
τά
ἔχθιστα,
τῶν ἐχθίστων,
τοῖς ἐχθίστοις,
τά ἔχθιστα,
(ὦ) ἔχθιστα
Ενικός
ὁ ἐχθρότατος, τοῦ ἐχθροτάτου, τῷ ἐχθροτάτῳ, τόν ἐχθρότατον, (ὦ) ἐχθρότατε
ἡ ἐχθροτάτη,
τῆς ἐχθροτάτης,
τῇ ἐχθροτάτῃ, τήν ἐχθροτάτην,
(ὦ) ἐχθροτάτη
τό
ἐχθρότατον,
τοῦ ἐχθροτάτου,
τῷ ἐχθροτάτῳ, τό ἐχθρότατον,
(ὦ) ἐχθρότατον
Πληθυντικός
οἱ ἐχθρότατοι, τῶν ἐχθροτάτων, τοῖς ἐχθροτάτοις, τούς ἐχθροτάτους, (ὦ) ἐχθρότατοι
αἱ ἐχθρόταται,
τῶν ἐχθροτάτων,
ταῖς ἐχθροτάταις,
τάς ἐχθροτάτας,
(ὦ) ἐχθρόταται
τά
ἐχθρότατα,
τῶν ἐχθροτάτων,
τοῖς ἐχθροτάτοις,
τά ἐχθρότατα,
(ὦ) ἐχθρότατα
3. ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ (= γλυκός, ευχάριστος, (μτφρ) προσφιλής, ευπρόσδεκτος)
Συγκριτικός:
ὁ, ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον
Υπερθετικός:
ὁ ἥδιστος, ἡ ἡδίστη,
τό ἥδιστον
Κλίση θετικού βαθμού
Ενικός
ὁ ἡδύς, τοῦ ἡδέος, τῷ ἡδεῖ, τόν ἡδύν, (ὦ) ἡδύ
ἡ ἡδεῖα, τῆς ἡδείας,
τῇ ἡδείᾳ, τήν ἡδεῖαν, (ὦ) ἡδεῖα
τό
ἡδύ, τοῦ ἡδέος,
τῷ ἡδεῖ, τό ἡδύ, (ὦ) ἡδύ
Πληθυντικός
οἱ ἡδεῖς, τῶν ἡδέων, τοῖς ἡδέσι(ν), τούς ἡδεῖς, (ὦ) ἡδεῖς
αἱ ἡδεῖαι, τῶν ἡδειῶν, ταῖς ἡδείαις,
τάς ἡδείας,
(ὦ) ἡδεῖαι
τά
ἡδέα, τῶν ἡδέων,
τοῖς ἡδέσι(ν),
τά ἡδέα, (ὦ) ἡδέα
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ ἡδίων, τοῦ ἡδίονος, τῷ ἡδίονι, τόν ἡδίονα /ἡδίω, (ὦ) ἥδιον
ἡ ἡδίων,
τῆς ἡδίονος,
τῇ ἡδίονι,
τήν ἡδίονα
/ἡδίω, (ὦ) ἥδιον
τό
ἥδιον,
τοῦ ἡδίονος,
τῷ ἡδίονι,
τό ἥδιον,
(ὦ) ἥδιον
Πληθυντικός
οἱ ἡδίονες /ἡδίους, τῶν ἡδιόνων, τοῖς ἡδίοσι(ν), τούς ἡδίονας /ἡδίους, (ὦ) ἡδίονες /ἡδίους
αἱ ἡδίονες
/ἡδίους,
τῶν ἡδιόνων,
ταῖς ἡδίοσι(ν),
τάς ἡδίονας
/ἡδίους,
(ὦ) ἡδίονες
/ἡδίους
τά
ἡδίονα
/ἡδίω, τῶν ἡδιόνων,
τοῖς ἡδίοσι(ν),
τά ἡδίονα
/ἡδίω, (ὦ) ἡδίονα
/ἡδίω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἥδιστος, τοῦ ἡδίστου, τῷ ἡδίστῳ, τόν ἥδιστον, (ὦ) ἥδιστε
ἡ ἡδίστη,
τῆς ἡδίστης,
τῇ ἡδίστῃ, τήν ἡδίστην,
(ὦ) ἡδίστη
τό
ἥδιστον,
τοῦ ἡδίστου,
τῷ ἡδίστῳ, τό ἥδιστον,
(ὦ) ἥδιστον
Πληθυντικός
οἱ ἥδιστοι, τῶν ἡδίστων, τοῖς ἡδίστοις, τούς ἡδίστους, (ὦ) ἥδιστοι
αἱ ἥδισται,
τῶν ἡδίστων,
ταῖς ἡδίσταις,
τάς ἡδίστας,
(ὦ) ἥδισται
τά
ἥδιστα,
τῶν ἡδίστων,
τοῖς ἡδίστοις,
τά ἥδιστα,
(ὦ) ἥδιστα
4. καλός, καλή, καλόν (= ωραίος, όμορφος, δίκαιος, έντιμος, ευγενής)
Συγκριτικός:
ὁ, ἡ καλλίων, τὸ
κάλλιον
Υπερθετικός:
ὁ κάλλιστος, ἡ
καλλίστη, τό κάλλιστον
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ καλλίων, τοῦ καλλίονος, τῷ καλλίονι, τόν καλλίονα ή καλλίω, (ὦ) κάλλιον
ἡ καλλίων,
τῆς καλλίονος,
τῇ
καλλίονι, τήν καλλίονα ή καλλίω, (ὦ) κάλλιον
τό
κάλλιον, τοῦ καλλίονος,
τῷ
καλλίονι, τό κάλλιον, (ὦ) κάλλιον
Πληθυντικός
οἱ καλλίονες ή καλλίους, τῶν καλλιόνων, τοῖς καλλίοσι(ν), τούς καλλίονας ή καλλίους, (ὦ) καλλίονες ή καλλίους
αἱ
καλλίονες ή καλλίους, τῶν καλλιόνων,
ταῖς
καλλίοσι(ν), τάς καλλίονας ή καλλίους, (ὦ)
καλλίονες ή καλλίους
τά
καλλίονα ή καλλίω, τῶν καλλιόνων,
τοῖς
καλλίοσι(ν), τά καλλίονα ή καλλίω, (ὦ)
καλλίονα ή καλλίω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ κάλλιστος, τοῦ καλλίστου, τῷ καλλίστῳ, τον κάλλιστον, (ὦ) κάλλιστε
ἡ καλλίστη,
τῆς καλλίστης,
τῇ καλλίστῃ, τήν
καλλίστην, (ὦ) καλλίστη
τό
κάλλιστον, τοῦ καλλίστου,
τῷ καλλίστῳ, τό
κάλλιστον, (ὦ) κάλλιστον
Πληθυντικός
οἱ κάλλιστοι, τῶν καλλίστων, τοῖς καλλίστοις, τούς καλλίστους, (ὦ) κάλλιστοι
αἱ κάλλισται,
τῶν καλλίστων,
ταῖς
καλλίσταις, τάς καλλίστας, (ὦ) κάλλισται
τά
κάλλιστα, τῶν καλλίστων,
τοῖς
καλλίστοις, τά κάλλιστα, (ὦ) κάλλιστα
5. μέγας, μεγάλη, μέγα (= μεγάλος, υψηλός, ισχυρός, σπουδαίος, ορμητικός)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
μείζων, τὸ μεῖζον
Υπερθετικός: ὁ μέγιστος, ἡ μεγίστη, τό μέγιστον
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ μείζων, τοῦ μείζονος, τῷ μείζονι, τόν μείζονα /μείζω, (ὦ) μεῖζον
ἡ μείζων, τῆς μείζονος, τῇ μείζονι, τήν μείζονα /μείζω, (ὦ) μεῖζον
τό μεῖζον, τοῦ μείζονος, τῷ μείζονι, τό μεῖζον, (ὦ) μεῖζον
Πληθυντικός
οἱ μείζονες /μείζους, τῶν μειζόνων, τοῖς μείζοσι(ν), τούς μείζονας /μείζους, (ὦ) μείζονες /μείζους
αἱ μείζονες /μείζους, τῶν μειζόνων, ταῖς μείζοσι(ν), τάς μείζονας /μείζους, (ὦ) μείζονες /μείζους
τά μείζονα /μείζω, τῶν μειζόνων, τοῖς μείζοσι(ν), τά μείζονα /μείζω, (ὦ) μείζονα /μείζω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ μέγιστος, τοῦ μεγίστου, τῷ μεγίστῳ, τον μέγιστον, (ὦ) μέγιστε
ἡ μεγίστη, τῆς μεγίστης, τῇ μεγίστῃ, τήν μεγίστην, (ὦ) μεγίστη
τό μέγιστον, τοῦ μεγίστου, τῷ μεγίστῳ, τό μέγιστον, (ὦ) μέγιστον
Πληθυντικός
οἱ μέγιστοι, τῶν μεγίστων, τοῖς μεγίστοις, τούς μεγίστους, (ὦ) μέγιστοι
αἱ μέγισται, τῶν μεγίστων, ταῖς μεγίσταις, τάς μεγίστας, (ὦ) μέγισται
τά μέγιστα, τῶν μεγίστων, τοῖς μεγίστοις, τά μέγιστα, (ὦ) μέγιστα
6. ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον & ὁ, ἡ ῥᾴδιος, τό ῥᾴδιον (= εύκολος, πρόθυμος, απερίσκεπτος)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ ῥᾴων,
τὸ ῥᾷον
Υπερθετικός: ὁ ῥᾷστος, ἡ ῥᾴστη, τό ῥᾷστον
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ ῥᾴων, τοῦ ῥᾴονος, τῷ ῥᾴονι, τόν ῥᾴονα /ῥᾴω, (ὦ) ῥᾷον
ἡ ῥᾴων ,
τῆς ῥᾴονος, τῇ ῥᾴονι, τήν ῥᾴονα /ῥᾴω, (ὦ) ῥᾷον
τό ῥᾷον, τοῦ ῥᾴονος, τῷ ῥᾴονι, τό ῥᾷον, (ὦ) ῥᾷον
Πληθυντικός
οἱ ῥᾴονες /ῥᾴους, τῶν ῥᾳόνων, τοῖς ῥᾴοσι(ν), τούς ῥᾴονας /ῥᾴους, (ὦ) ῥᾴονες /ῥᾴους
αἱ ῥᾴονες /ῥᾴους, τῶν ῥᾳόνων, ταῖς ῥᾴοσι(ν) ,
τάς ῥᾴονας /ῥᾴους, (ὦ) ῥᾴονες /ῥᾴους
τά ῥᾴονα /ῥᾴω ,
τῶν ῥᾳόνων, τοῖς ῥᾴοσι(ν), τά ῥᾴονα /ῥᾴω, (ὦ) ῥᾴονα /ῥᾴω
Κλίση υπερθετικού βαθμού
Ενικός
ὁ ῥᾷστος, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τόν ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστε
ἡ ῥᾴστη, τῆς ῥᾴστης, τῇ ῥᾴστῃ, τήν ῥᾴστην, (ὦ) ῥᾴστη
τό ῥᾷστον, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τό ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστον
Πληθυντικός
οἱ ῥᾷστοι, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, (ὦ) ῥᾷστοι
αἱ ῥᾷσται, τῶν ῥᾴστων, ταῖς ῥᾴσταις, τάς ῥᾴστας, (ὦ) ῥᾷσται
τά ῥᾷστα, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τά ῥᾷστα, (ὦ) ῥᾷστα
7. ταχύς, ταχεῖα, ταχύ (= γρήγορος, αιφνίδιος)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
θάττων, τὸ θᾶττον
Υπερθετικός: τάχιστος, ταχίστη, τάχιστον
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ θάττων, τοῦ θάττονος, τῷ θάττονι, τόν θάττονα /θάττω, (ὦ) θᾶττον
ἡ θάττων, τῆς θάττονος, τῇ θάττονι, τήν θάττονα /θάττω, (ὦ) θᾶττον
τό θᾶττον, τοῦ θάττονος, τῷ θάττονι, τό θᾶττον, (ὦ) θᾶττον
Πληθυντικός
οἱ θάττονες /θάττους, τῶν θαττόνων, τοῖς θάττοσι(ν), τούς θάττονας /θάττους, (ὦ) θάττονες /θάττους
αἱ θάττονες /θάττους, τῶν θαττόνων, ταῖς θάττοσι(ν), τάς θάττονας /θάττους, (ὦ) θάττονες /θάττους
τά θάττονα /θάττω, τῶν θαττόνων, τοῖς θάττοσι(ν), τά θάττονα /θάττω, (ὦ) θάττονα /θάττω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ τάχιστος, τοῦ ταχίστου, τῷ ταχίστῳ, τον τάχιστον, (ὦ) τάχιστε
ἡ ταχίστη, τῆς ταχίστης, τῇ ταχίστῃ, τήν ταχίστην, (ὦ) ταχίστη
τό τάχιστον, τοῦ ταχίστου, τῷ ταχίστῳ, τό τάχιστον, (ὦ) τάχιστον
Πληθυντικός
οἱ τάχιστοι, τῶν ταχίστων, τοῖς ταχίστοις, τούς ταχίστους, (ὦ) τάχιστοι
αἱ τάχισται, τῶν ταχίστων, ταῖς ταχίσταις, τάς ταχίστας, (ὦ) τάχισται
τά τάχιστα, τῶν ταχίστων, τοῖς ταχίστοις, τά τάχιστα, (ὦ) τάχιστα
8. ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν (= καλός, γενναίος, ευγενής, ενάρετος)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον / Υπερθ: ἄριστος, ἀρίστη, ἄριστον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
βελτίων, τὸ βέλτιον / Υπερθ: ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τό βέλτιστον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
κρείττων, τὸ κρεῖττον / Υπερθ: κράτιστος, κρατίστη, κράτιστον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ λῴων,
τὸ λῷον / Υπερθ: λῷστος, λῴστη, λῷστον
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ ἀμείνων, τοῦ ἀμείνονος, τῷ ἀμείνονι, τόν ἀμείνονα /ἀμείνω, (ὦ) ἄμεινον
ἡ ἀμείνων, τῆς ἀμείνονος, τῇ ἀμείνονι, τήν ἀμείνονα /ἀμείνω, (ὦ) ἄμεινον
τό ἄμεινον, τοῦ ἀμείνονος, τῷ ἀμείνονι, τό ἄμεινον, (ὦ) ἄμεινον
Πληθυντικός
οἱ ἀμείνονες /ἀμείνους, τῶν ἀμεινόνων, τοῖς ἀμείνοσι(ν), τούς ἀμείνονας /ἀμείνους, (ὦ) ἀμείνονες /ἀμείνους
αἱ ἀμείνονες /ἀμείνους, τῶν ἀμεινόνων, ταῖς ἀμείνοσι(ν), τάς ἀμείνονας /ἀμείνους, (ὦ) ἀμείνονες /ἀμείνους
τά ἀμείνονα /ἀμείνω, τῶν ἀμεινόνων, τοῖς ἀμείνοσι(ν), τά ἀμείνονα /ἀμείνω, (ὦ) ἀμείνονα /ἀμείνω
Ενικός
ὁ βελτίων, τοῦ βελτίονος, τῷ βελτίονι, τόν βελτίονα ή βελτίω, (ὦ) βέλτιον
ἡ βελτίων, τῆς βελτίονος, τῇ βελτίονι, τήν βελτίονα ή βελτίω, (ὦ) βέλτιον
τό βέλτιον, τοῦ βελτίονος, τῷ βελτίονι, τό βέλτιον, (ὦ) βέλτιον
Πληθυντικός
οἱ βελτίονες ή βελτίους, τῶν βελτιόνων, τοῖς βελτίοσι(ν), τούς βελτίονας ή βελτίους, (ὦ) βελτίονες ή βελτίους
αἱ βελτίονες ή βελτίους, τῶν βελτιόνων, ταῖς βελτίοσι(ν), τάς βελτίονας ή βελτίους, (ὦ) βελτίονες ή βελτίους
τά βελτίονα ή βελτίω, τῶν βελτιόνων, τοῖς βελτίοσι(ν), τά βελτίονα ή βελτίω, (ὦ) βελτίονα ή βελτίω
Ενικός
ὁ κρείττων, τοῦ κρείττονος, τῷ κρείττονι, τόν κρείττονα ή κρείττω, (ὦ) κρεῖττον
ἡ κρείττων, τῆς κρείττονος, τῇ κρείττονι, τήν κρείττονα ή κρείττω, (ὦ) κρεῖττον
τό κρεῖττον, τοῦ κρείττονος, τῷ κρείττονι, τό κρεῖττον, (ὦ) κρεῖττον
Πληθυντικός
οἱ κρείττονες ή κρείττους, τῶν κρειττόνων, τοῖς κρείττοσι(ν), τούς κρείττονας ή κρείττους, (ὦ) κρείττονες ή κρείττους
αἱ κρείττονες ή κρείττους, τῶν κρειττόνων, ταῖς κρείττοσι(ν), τάς κρείττονας ή κρείττους,
(ὦ) κρείττονες ή κρείττους
τά κείττονα ή κρείττω, τῶν κρειττόνων, τοῖς κρείττοσι(ν), τά κρείττονα ή κρείττω,
(ὦ) κρείττονα ή κρείττω
Ενικός
ὁ λῴων, τοῦ λῴονος, τῷ λῴονι, τόν λῴονα /λῴω, (ὦ) λῷον
ἡ λῴων, τῆς λῴονος, τῇ λῴονι, τήν λῴονα /λῴω, (ὦ) λῷον
τό λῷον, τοῦ λῴονος, τῷ λῴονι, τό λῷον, (ὦ) λῷον
Πληθυντικός
οἱ λῴονες /λῴους, τῶν λῳόνων, τοῖς λῴοσι(ν), τούς λῴονας /λῴους, (ὦ) λῴονες /λῴους
αἱ λῴονες /λῴους, τῶν λῳόνων, ταῖς λῴοσι(ν), τάς λῴονας /λῴους, (ὦ) λῴονες /λῴους
τά λῴονα /λῴω, τῶν λῳόνων, τοῖς λῴοσι(ν), τά λῴονα /λῴω, (ὦ) λῴονα /λῴω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἄριστος, τοῦ ἀρίστου, τῷ ἀρίστῳ, τόν ἄριστον, (ὦ) ἄριστε
ἡ ἀρίστη, τῆς ἀρίστης, τῇ ἀρίστῃ, τήν ἀρίστην, (ὦ) ἀρίστη
τό ἄριστον, τοῦ ἀρίστου, τῷ ἀρίστῳ, τό ἄριστον, (ὦ) ἄριστον
Πληθυντικός
οἱ ἄριστοι, τῶν ἀρίστων, τοῖς ἀρίστοις, τούς ἀρίστους, (ὦ) ἄριστοι
αἱ ἄρισται, τῶν ἀρίστων, ταῖς ἀρίσταις, τάς ἀρίστας, (ὦ) ἄρισται
τά ἄριστα, τῶν ἀρίστων, τοῖς ἀρίστοις, τά ἄριστα, (ὦ) ἄριστα
Ενικός
ὁ βέλτιστος, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τον βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστε
ἡ βελτίστη, τῆς βελτίστης, τῇ βελτίστῃ, τήν βελτίστην, (ὦ) βελτίστη
τό βέλτιστον, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τό βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστον
Πληθυντικός
οἱ βέλτιστοι, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τούς βελτίστους, (ὦ) βέλτιστοι
αἱ βέλτισται, τῶν βελτίστων, ταῖς βελτίσταις, τάς βελτίστας, (ὦ) βέλτισται
τά βέλτιστα, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τά βέλτιστα, (ὦ) βέλτιστα
Ενικός
ὁ κράτιστος, τοῦ κρατίστου, τῷ κρατίστῳ, τον κράτιστον, (ὦ) κράτιστε
ἡ κρατίστη, τῆς κρατίστης, τῇ κρατίστῃ, τήν κρατίστην, (ὦ) κρατίστη
τό κράτιστον, τοῦ κρατίστου, τῷ κρατίστῳ, τό κράτιστον, (ὦ) κράτιστον
Πληθυντικός
οἱ κράτιστοι, τῶν κρατίστων, τοῖς κρατίστοις, τούς κρατίστους, (ὦ) κράτιστοι
αἱ κράτισται, τῶν κρατίστων, ταῖς κρατίσταις, τάς κρατίστας, (ὦ) κράτισται
τά κράτιστα, τῶν κρατίστων, τοῖς κρατίστοις, τά κράτιστα, (ὦ) κράτιστα
Ενικός
ὁ λῷστος, τοῦ λῴστου, τῷ λῴστῳ, τόν λῷστον, (ὦ) λῷστε
ἡ λῴστη, τῆς λῴστης, τῇ λῴστῃ, τήν λῴστην, (ὦ) λῴστη
τό λῷστον, τοῦ λῴστου, τῷ λῴστῳ, τό λῷστον, (ὦ) λῷστον
Πληθυντικός
οἱ λῷστοι, τῶν λῴστων, τοῖς λῴστοις, τούς λῴστους, (ὦ) λῷστοι
αἱ λῷσται, τῶν λῴστων, ταῖς λῴσταις, τάς λῴστας, (ὦ) λῷσται
τά λῷστα, τῶν λῴστων, τοῖς λῴστοις, τά λῷστα, (ὦ) λῷστα
9. κακός, κακή, κακόν (= κακός, ανάξιος, άθλιος, οδυνηρός)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
κακίων, τὸ κάκιον / Υπερθ: ὁ κάκιστος, ἡ κακίστη, τό κάκιστον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
χείρων, τὸ χεῖρον / Υπερθ: ὁ χείριστος, ἡ χειρίστη, τό χείριστον
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ κακίων, τοῦ κακίονος, τῷ κακίονι, τόν κακίονα /κακίω, (ὦ) κάκιον
ἡ κακίων, τῆς κακίονος, τῇ κακίονι, τήν κακίονα /κακίω, (ὦ) κάκιον
τό κάκιον, τοῦ κακίονος, τῷ κακίονι, τό κάκιον, (ὦ) κάκιον
Πληθυντικός
οἱ κακίονες /κακίους, τῶν κακιόνων, τοῖς κακίοσι(ν), τούς κακίονας /κακίους, (ὦ) κακίονες /κακίους
αἱ κακίονες /κακίους, τῶν κακιόνων, ταῖς κακίοσι(ν), τάς κακίονας /κακίους, (ὦ) κακίονες /κακίους
τά κακίονα /κακίω, τῶν κακιόνων, τοῖς κακίοσι(ν), τά κακίονα /κακίω, (ὦ) κακίονα /κακίω
Ενικός
ὁ χείρων, τοῦ χείρονος, τῷ χείρονι, τόν χείρονα ή χείρω, (ὦ) χεῖρον
ἡ χείρων, τῆς χείρονος, τῇ χείρονι, τήν χείρονα ή χείρω, (ὦ) χεῖρον
τό χεῖρον, τοῦ χείρονος, τῷ χείρονι, τό χεῖρον, (ὦ) χεῖρον
Πληθυντικός
οἱ χείρονες ή χείρους, τῶν χειρόνων, τοῖς χείροσι(ν), τούς χείρονας ή χείρους, (ὦ) χείρονες ή χείρους
αἱ χείρονες ή χείρους, τῶν χειρόνων, ταῖς χείροσι(ν), τάς χείρονας ή χείρους, (ὦ) χείρονες ή χείρους
τά χείρονα ή χείρω, τῶν χειρόνων, τοῖς χείροσι(ν), τά χείρονα ή χείρω, (ὦ) χείρονα ή χείρω
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ κάκιστος, τοῦ κακίστου, τῷ κακίστῳ, τον κάκιστον, (ὦ) κάκιστε
ἡ κακίστη, τῆς κακίστης, τῇ κακίστῃ, τήν κακίστην, (ὦ) κακίστη
τό κάκιστον, τοῦ κακίστου, τῷ κακίστῳ, τό κάκιστον, (ὦ) κάκιστον
Πληθυντικός
οἱ κάκιστοι, τῶν κακίστων, τοῖς κακίστοις, τούς κακίστους, (ὦ) κάκιστοι
αἱ κάκισται, τῶν κακίστων, ταῖς κακίσταις, τάς κακίστας, (ὦ) κάκισται
τά κάκιστα, τῶν κακίστων, τοῖς κακίστοις, τά κάκιστα, (ὦ) κάκιστα
Ενικός
ὁ χείριστος, τοῦ χειρίστου, τῷ χειρίστῳ, τον χείριστον, (ὦ) χείριστε
ἡ χειρίστη, τῆς χειρίστης, τῇ χειρίστῃ, τήν χειρίστην, (ὦ) χειρίστη
τό χείριστον, τοῦ χειρίστου, τῷ χειρίστῳ, τό χείριστον, (ὦ) χείριστον
Πληθυντικός
οἱ χείριστοι, τῶν χειρίστων, τοῖς χειρίστοις, τούς χειρίστους, (ὦ) χείριστοι
αἱ χείρισται, τῶν χειρίστων, ταῖς χειρίσταις, τάς χειρίστας, (ὦ) χείρισται
τά χείριστα, τῶν χειρίστων, τοῖς χειρίστοις, τά χείριστα, (ὦ) χείριστα
10. μακρός, μακρά, μακρόν (= μακρύς, μακρινός, μακροχρόνιος)
Συγκριτικός: ὁ μακρότερος, ἡ μακροτέρα, τό μακρότερον
Υπερθετικός: ὁ μακρότατος, ἡ μακροτάτη, τό μακρότατον
Υπερθετικός: ὁ μήκιστος, ἡ μηκίστη, τό μήκιστον
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ μακρότερος - τοῦ μακροτέρου - τῷ μακροτέρῳ - τό μακρότερον - (ὦ) μακρότερε
ἡ μακροτέρα - τῆς μακροτέρας - τῇ μακροτέρᾳ - τήν μακροτέραν - (ὦ) μακροτέρα
τό μακρότερον - τοῦ μακροτέρου - τῷ μακροτέρῳ - τό μακρότερον - (ὦ) μακρότερον
Πληθυντικός
οἱ μακρότεροι - τῶν μακροτέρων - τοῖς μακροτέροις - τούς μακροτέρους - (ὦ) μακρότεροι
αἱ μακρότεραι - τῶν μακροτέρων - ταῖς μακροτέραις - τάς μακροτέρας - (ὦ) μακρότεραι
τά μακρότερα - τῶν μακροτέρων - τοῖς μακροτέροις - τά μακρότερα - (ὦ) μακρότερα
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ μακρότατος - τοῦ μακροτάτου - τῷ μακροτάτῳ - τόν μακρότατον - (ὦ) μακρότατε
ἡ μακροτάτη - τῆς μακροτάτης - τῇ μακροτάτῃ - τήν μακροτάτην - (ὦ) μακροτάτη
τό μακρότατον - τοῦ μακροτάτου - τῷ μακροτάτῳ - τό μακρότατον - (ὦ) μακρότατον
Πληθυντικός
οἱ μακρότατοι - τῶν μακροτάτων - τοῖς μακροτάτοις - τούς μακροτάτους - (ὦ) μακρότατοι
αἱ μακρόταται - τῶν μακροτάτων - ταῖς μακροτάταις - τάς μακροτάτας - (ὦ) μακρόταται
τά μακρότατα - τῶν μακροτάτων - τοῖς μακροτάτοις - τά μακρότατα - (ὦ) μακρότατα
Ενικός
ὁ μήκιστος, τοῦ μηκίστου, τῷ μηκίστῳ, τόν μήκιστον, (ὦ) μήκιστε
ἡ μηκίστη, τῆς μηκίστης, τῇ μηκίστῃ, τήν μηκίστην, (ὦ) μηκίστη
τό μήκιστον, τοῦ μηκίστου, τῷ μηκίστῳ, τό μήκιστον, (ὦ) μήκιστον
Πληθυντικός
οἱ μήκιστοι, τῶν μηκίστων, τοῖς μηκίστοις, τούς μηκίστους, (ὦ) μήκιστοι
αἱ μήκισται, τῶν μηκίστων, ταῖς μηκίσταις, τάς μηκίστας, (ὦ) μήκισται
τά μήκιστα, τῶν μηκίστων, τοῖς μηκίστοις, τά μήκιστα, (ὦ) μήκιστα
11. μικρός, μικρά, μικρόν (= μικρός, λίγος, μηδαμινός, ασήμαντος)
Συγκριτικός: ὁ μικρότερος, ἡ μικροτέρα, τό μικρότερον
Υπερθετικός: ὁ μικρότατος, ἡ μικροτάτη, τό μικρότατον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον / Υπερθ: ὁ ἐλάχιστος, ἡ ἐλαχίστη, τό ἐλάχιστον
Συγκριτικός: ὁ, ἡ ἥττων,
τὸ ἧττον / Υπερθ: ὁ ἥκιστος, ἡ ἡκίστη, τό ἥκιστον
Το ἥκιστα (πληθυντικό ουδετέρου,
υπερθετικού) σε επιρρηματική χρήση: = ελάχιστα
Κλίση συγκριτικών
Ενικός
ὁ μικρότερος - τοῦ μικροτέρου - τῷ μικροτέρῳ - τό μικρότερον - (ὦ) μικρότερε
ἡ μικροτέρα - τῆς μικροτέρας - τῇ μικροτέρᾳ - τήν μικροτέραν - (ὦ) μικροτέρα
τό μικρότερον - τοῦ μικροτέρου - τῷ μικροτέρῳ - τό μικρότερον - (ὦ) μικρότερον
Πληθυντικός
οἱ μικρότεροι - τῶν μικροτέρων - τοῖς μικροτέροις - τούς μικροτέρους - (ὦ) μικρότεροι
αἱ μικρότεραι - τῶν μικροτέρων - ταῖς μικροτέραις - τάς μικροτέρας - (ὦ) μικρότεραι
τά μικρότερα - τῶν μικροτέρων - τοῖς μικροτέροις - τά μικρότερα - (ὦ) μικρότερα
Ενικός
ὁ ἐλάττων, τοῦ ἐλάττονος, τῷ ἐλάττονι, τόν ἐλάττονα /ἐλάττω, (ὦ) ἔλαττον
ἡ ἐλάττων, τῆς ἐλάττονος, τῇ ἐλάττονι, τήν ἐλάττονα /ἐλάττω, (ὦ) ἔλαττον
τό ἔλαττον, τοῦ ἐλάττονος, τῷ ἐλάττονι, τό ἔλαττον, (ὦ) ἔλαττον
Πληθυντικός
οἱ ἐλάττονες /ἐλάττους, τῶν ἐλαττόνων, τοῖς ἐλάττοσι(ν), τούς ἐλάττονας /ἐλάττους, (ὦ) ἐλάττονες /ἐλάττους
αἱ ἐλάττονες /ἐλάττους, τῶν ἐλαττόνων, ταῖς ἐλάττοσι(ν), τάς ἐλάττονας /ἐλάττους, (ὦ) ἐλάττονες /ἐλάττους
τά ἐλάττονα /ἐλάττω, τῶν ἐλαττόνων, τοῖς ἐλάττοσι(ν), τά ἐλάττονα /ἐλάττω, (ὦ) ἐλάττονα /ἐλάττω
Ενικός
ὁ ἥττων, τοῦ ἥττονος, τῷ ἥττονι, τόν ἥττονα, (ὦ) ἧττον
ἡ ἥττων, τῆς ἥττονος, τῇ ἥττονι, τήν ἥττονα, (ὦ) ἧττον
τό ἧττον, τοῦ ἥττονος, τῷ ἥττονι, τό ἧττον, (ὦ) ἧττον
Πληθυντικός
οἱ ἥττονες /ἥττους, τῶν ἡττόνων, τοῖς ἥττοσι(ν), τούς ἥττονας /ἥττους, (ὦ) ἥττονες /ἥττους
αἱ ἥττονες /ἥττους, τῶν ἡττόνων, ταῖς ἥττοσι(ν), τάς ἥττονας /ἥττους, (ὦ) ἥττονες /ἥττους
τά ἥττονα /ἥττω, τῶν ἡττόνων, τοῖς ἥττοσι(ν), τά ἥττονα /ἥττω, (ὦ) ἥττονα /ἥττω
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ μικρότατος - τοῦ μικροτάτου - τῷ μικροτάτῳ - τόν μικρότατον - (ὦ) μικρότατε
ἡ μικροτάτη - τῆς μικροτάτης - τῇ μικροτάτῃ - τήν μικροτάτην - (ὦ) μικροτάτη
τό μικρότατον - τοῦ μικροτάτου - τῷ μικροτάτῳ - τό μικρότατον - (ὦ) μικρότατον
Πληθυντικός
οἱ μικρότατοι - τῶν μικροτάτων - τοῖς μικροτάτοις - τούς μικροτάτους - (ὦ) μικρότατοι
αἱ μικρόταται - τῶν μικροτάτων - ταῖς μικροτάταις - τάς μικροτάτας - (ὦ) μικρόταται
τά μικρότατα - τῶν μικροτάτων - τοῖς μικροτάτοις - τά μικρότατα - (ὦ) μικρότατα
Ενικός
ὁ ἐλάχιστος, τοῦ ἐλαχίστου, τῷ ἐλαχίστῳ, τόν ἐλάχιστον, (ὦ) ἐλάχιστε
ἡ ἐλαχίστη, τῆς ἐλαχίστης, τῇ ἐλαχίστῃ, τήν ἐλαχίστην, (ὦ) ἐλαχίστη
τό ἐλάχιστον, τοῦ ἐλαχίστου, τῷ ἐλαχίστῳ, τό ἐλάχιστον, (ὦ) ἐλάχιστον
Πληθυντικός
οἱ ἐλάχιστοι, τῶν ἐλαχίστων, τοῖς ἐλαχίστοις, τούς ἐλαχίστους, (ὦ) ἐλάχιστοι
αἱ ἐλάχισται, τῶν ἐλαχίστων, ταῖς ἐλαχίσταις, τάς ἐλαχίστας, (ὦ) ἐλάχισται
τά ἐλάχιστα, τῶν ἐλαχίστων, τοῖς ἐλαχίστοις, τά ἐλάχιστα, (ὦ) ἐλάχιστα
Ενικός
ὁ ἥκιστος, τοῦ ἡκίστου, τῷ ἡκίστῳ, τόν ἥκιστον, (ὦ) ἥκιστε
ἡ ἡκίστη, τῆς ἡκίστης, τῇ ἡκίστῃ, τήν ἡκίστην, (ὦ) ἡκίστη
τό ἥκιστον, τοῦ ἡκίστου, τῷ ἡκίστῳ, τό ἥκιστον, (ὦ) ἥκιστον
Πληθυντικός
οἱ ἥκιστοι, τῶν ἡκίστων, τοῖς ἡκίστοις, τούς ἡκίστους, (ὦ) ἥκιστοι
αἱ ἥκισται, τῶν ἡκίστων, ταῖς ἡκίσταις, τάς ἡκίστας, (ὦ) ἥκισται
τά ἥκιστα, τῶν ἡκίστων, τοῖς ἡκίστοις, τά ἥκιστα, (ὦ) ἥκιστα
12. ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον (= πολύ λίγος, μικρός)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον / Υπερθ: ὁ ὀλίγιστος, ἡ ὀλιγίστη, τό ὀλίγιστον
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ μείων, τοῦ μείονος, τῷ μείονι, τόν μείονα, (ὦ) μεῖον
ἡ μείων, τῆς μείονος, τῇ μείονι, τήν μείονα, (ὦ) μεῖον
τό μεῖον, τοῦ μείονος, τῷ μείονι, τό μεῖον, (ὦ) μεῖον
Πληθυντικός
οἱ μείονες /μείους, τῶν μειόνων, τοῖς μείοσι(ν), τούς μείονας /μείους, (ὦ) μείονες /μείους
αἱ μείονες /μείους, τῶν μειόνων, ταῖς μείοσι(ν), τάς μείονας /μείους, (ὦ) μείονες /μείους
τά μείονα /μείω, τῶν μειόνων, τοῖς μείοσι(ν), τά μείονα /μείω, (ὦ) μείονα /μείω
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ὀλίγιστος, τοῦ ὀλιγίστου, τῷ ὀλιγίστῳ, τόν ὀλίγιστον, (ὦ) ὀλίγιστε
ἡ ὀλιγίστη, τῆς ὀλιγίστης, τῇ ὀλιγίστῃ, τήν ὀλιγίστην, (ὦ) ὀλιγίστη
τό ὀλίγιστον, τοῦ ὀλιγίστου, τῷ ὀλιγίστῳ, τό ὀλίγιστον, (ὦ) ὀλίγιστον
Πληθυντικός
οἱ ὀλίγιστοι, τῶν ὀλιγίστων, τοῖς ὀλιγίστοις, τούς ὀλιγίστους, (ὦ) ὀλίγιστοι
αἱ ὀλίγισται, τῶν ὀλιγίστων, ταῖς ὀλιγίσταις, τάς ὀλιγίστας, (ὦ) ὀλίγισται
τά ὀλίγιστα, τῶν ὀλιγίστων, τοῖς ὀλιγίστοις, τά ὀλίγιστα, (ὦ) ὀλίγιστα
13. πολύς, πολλή, πολύ (= πολύς, ισχυρός, πυκνός, σπουδαίος)
Συγκριτικός: ὁ, ἡ
πλείων, τὸ πλέον / Υπερθ: ὁ πλεῖστος, ἡ πλείστη, τό πλεῖστον
Κλίση θετικού βαθμού
Ενικός
ὁ πολύς, τοῦ πολλοῦ, τῷ πολλῷ, τόν πολύν, (ὦ) πολύ
ἡ πολλή, τῆς πολλῆς, τῇ πολλῇ, τήν πολλήν, (ὦ) πολλή
τό πολύ, τοῦ πολλοῦ, τῷ πολλῷ, τό πολύ, (ὦ) πολύ
Πληθυντικός
οἱ πολλοί, τῶν πολλῶν, τοῖς πολλοῖς, τούς πολλούς, (ὦ) πολλοί
αἱ πολλαί, τῶν πολλῶν, ταῖς πολλαῖς, τάς πολλάς, (ὦ) πολλαί
τά πολλά, τῶν πολλῶν, τοῖς πολλοῖς, τά πολλά, (ὦ) πολλά
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ πλείων, τοῦ πλείονος, τῷ πλείονι, τόν πλείονα /πλείω, (ὦ) πλεῖον
ἡ πλείων, τῆς πλείονος, τῇ πλείονι, τήν πλείονα /πλείω, (ὦ) πλεῖον
τό πλέον, τοῦ πλείονος, τῷ πλείονι, τό πλέον, (ὦ) πλέον
Πληθυντικός
οἱ πλείονες /πλείους, τῶν πλειόνων, τοῖς πλείοσι(ν), τούς πλείονας /πλείους, (ὦ) πλείονες /πλείους
αἱ πλείονες /πλείους, τῶν πλειόνων, ταῖς πλείοσι(ν), τάς πλείονας /πλείους, (ὦ) πλείονες /πλείους
τά πλείονα /πλείω, τῶν πλειόνων, τοῖς πλείοσι(ν), τά πλείονα /πλείω, (ὦ) πλείονα /πλείω
Κλίση υπερθετικού βαθμού
Ενικός
ὁ πλεῖστος, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τόν πλεῖστον , (ὦ) πλεῖστε
ἡ πλείστη, τῆς πλείστης, τῇ πλείστῃ, τήν πλείστην, (ὦ) πλείστη
τό πλεῖστον, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τό πλεῖστον, (ὦ) πλεῖστον
Πληθυντικός
οἱ πλεῖστοι, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τούς πλείστους, (ὦ) πλεῖστοι
αἱ πλεῖσται, τῶν πλείστων, ταῖς πλείσταις, τάς πλείστας, (ὦ) πλεῖσται
τά πλεῖστα, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τά πλεῖστα, (ὦ) πλεῖστα
Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
1. αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν (= επονείδιστος, κακοήθης, απρεπής, φαύλος)
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ αἰσχίων, τοῦ αἰσχίονος, τῷ αἰσχίονι, τόν αἰσχίονα / αἰσχίω, (ὦ) αἴσχιον
Πληθυντικός
οἱ αἰσχίονες /αἰσχίους, τῶν αἰσχιόνων, τοῖς αἰσχίοσι(ν), τούς αἰσχίονας /αἰσχίους, (ὦ) αἰσχίονες /αἰσχίους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ αἴσχιστος, τοῦ αἰσχίστου, τῷ αἰσχίστῳ, τόν αἴσχιστον, (ὦ) αἴσχιστε
Πληθυντικός
οἱ αἴσχιστοι, τῶν αἰσχίστων, τοῖς αἰσχίστοις, τούς αἰσχίστους, (ὦ) αἴσχιστοι
2. ἐχθρός, ἐχθρά, ἐχθρόν (= εχθρός, μισητός, απεχθής)
Κλίση συγκριτικών βαθμών
Ενικός
ὁ ἐχθίων, τοῦ ἐχθίονος, τῷ ἐχθίονι, τόν ἐχθίονα / ἐχθίω, (ὦ) ἔχθιον
Πληθυντικός
οἱ ἐχθίονες /ἐχθίους, τῶν ἐχθιόνων, τοῖς ἐχθίοσι(ν), τούς ἐχθίονας /ἐχθίους, (ὦ) ἐχθίονες /ἐχθίους
Ενικός
ὁ ἐχθρότερος - τοῦ ἐχθροτέρου - τῷ ἐχθροτέρῳ - τό ἐχθρότερον - (ὦ) ἐχθρότερε
Πληθυντικός
οἱ ἐχθρότεροι - τῶν ἐχθροτέρων - τοῖς ἐχθροτέροις - τούς ἐχθροτέρους - (ὦ) ἐχθρότεροι
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἔχθιστος, τοῦ ἐχθίστου, τῷ ἐχθίστῳ, τόν ἔχθιστον, (ὦ) ἔχθιστε
Πληθυντικός
οἱ ἔχθιστοι, τῶν ἐχθίστων, τοῖς ἐχθίστοις, τούς ἐχθίστους, (ὦ) ἔχθιστοι
Ενικός
ὁ ἐχθρότατος, τοῦ ἐχθροτάτου, τῷ ἐχθροτάτῳ, τόν ἐχθρότατον, (ὦ) ἐχθρότατε
Πληθυντικός
οἱ ἐχθρότατοι, τῶν ἐχθροτάτων, τοῖς ἐχθροτάτοις, τούς ἐχθροτάτους, (ὦ) ἐχθρότατοι
3. ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ (= γλυκός, ευχάριστος, (μτφρ) προσφιλής, ευπρόσδεκτος)
Κλίση θετικού βαθμού
Ενικός
ὁ ἡδύς, τοῦ ἡδέος, τῷ ἡδεῖ, τόν ἡδύν, (ὦ) ἡδύ
Πληθυντικός
οἱ ἡδεῖς, τῶν ἡδέων, τοῖς ἡδέσι(ν), τούς ἡδεῖς, (ὦ) ἡδεῖς
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ ἡδίων, τοῦ ἡδίονος, τῷ ἡδίονι, τόν ἡδίονα /ἡδίω, (ὦ) ἥδιον
Πληθυντικός
οἱ ἡδίονες /ἡδίους, τῶν ἡδιόνων, τοῖς ἡδίοσι(ν), τούς ἡδίονας /ἡδίους, (ὦ) ἡδίονες /ἡδίους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἥδιστος, τοῦ ἡδίστου, τῷ ἡδίστῳ, τόν ἥδιστον, (ὦ) ἥδιστε
Πληθυντικός
οἱ ἥδιστοι, τῶν ἡδίστων, τοῖς ἡδίστοις, τούς ἡδίστους, (ὦ) ἥδιστοι
4. καλός, καλή, καλόν (= ωραίος, όμορφος, δίκαιος, έντιμος, ευγενής)
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ καλλίων, τοῦ καλλίονος, τῷ καλλίονι, τόν καλλίονα ή καλλίω, (ὦ) κάλλιον
Πληθυντικός
οἱ καλλίονες ή καλλίους, τῶν καλλιόνων, τοῖς καλλίοσι(ν), τούς καλλίονας ή καλλίους, (ὦ) καλλίονες ή καλλίους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ κάλλιστος, τοῦ καλλίστου, τῷ καλλίστῳ, τον κάλλιστον, (ὦ) κάλλιστε
Πληθυντικός
οἱ κάλλιστοι, τῶν καλλίστων, τοῖς καλλίστοις, τούς καλλίστους, (ὦ) κάλλιστοι
5. μέγας, μεγάλη, μέγα (= μεγάλος, υψηλός, ισχυρός, σπουδαίος, ορμητικός)
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ μείζων, τοῦ μείζονος, τῷ μείζονι, τόν μείζονα /μείζω, (ὦ) μεῖζον
Πληθυντικός
οἱ μείζονες /μείζους, τῶν μειζόνων, τοῖς μείζοσι(ν), τούς μείζονας /μείζους, (ὦ) μείζονες /μείζους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ μέγιστος, τοῦ μεγίστου, τῷ μεγίστῳ, τον μέγιστον, (ὦ) μέγιστε
Πληθυντικός
οἱ μέγιστοι, τῶν μεγίστων, τοῖς μεγίστοις, τούς μεγίστους, (ὦ) μέγιστοι
6. ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον & ὁ, ἡ ῥᾴδιος, τό ῥᾴδιον (= εύκολος, πρόθυμος, απερίσκεπτος)
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ ῥᾴων, τοῦ ῥᾴονος, τῷ ῥᾴονι, τόν ῥᾴονα /ῥᾴω, (ὦ) ῥᾷον
Πληθυντικός
οἱ ῥᾴονες /ῥᾴους, τῶν ῥᾳόνων, τοῖς ῥᾴοσι(ν), τούς ῥᾴονας /ῥᾴους, (ὦ) ῥᾴονες /ῥᾴους
Κλίση υπερθετικού βαθμού
Ενικός
ὁ ῥᾷστος, τοῦ ῥᾴστου, τῷ ῥᾴστῳ, τόν ῥᾷστον, (ὦ) ῥᾷστε
Πληθυντικός
οἱ ῥᾷστοι, τῶν ῥᾴστων, τοῖς ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, (ὦ) ῥᾷστοι
7. ταχύς, ταχεῖα, ταχύ (= γρήγορος, αιφνίδιος)
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ θάττων, τοῦ θάττονος, τῷ θάττονι, τόν θάττονα /θάττω, (ὦ) θᾶττον
Πληθυντικός
οἱ θάττονες /θάττους, τῶν θαττόνων, τοῖς θάττοσι(ν), τούς θάττονας /θάττους, (ὦ) θάττονες /θάττους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ τάχιστος, τοῦ ταχίστου, τῷ ταχίστῳ, τον τάχιστον, (ὦ) τάχιστε
Πληθυντικός
οἱ τάχιστοι, τῶν ταχίστων, τοῖς ταχίστοις, τούς ταχίστους, (ὦ) τάχιστοι
8. ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν (= καλός, γενναίος, ευγενής, ενάρετος)
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ ἀμείνων, τοῦ ἀμείνονος, τῷ ἀμείνονι, τόν ἀμείνονα /ἀμείνω, (ὦ) ἄμεινον
Πληθυντικός
οἱ ἀμείνονες /ἀμείνους, τῶν ἀμεινόνων, τοῖς ἀμείνοσι(ν), τούς ἀμείνονας /ἀμείνους, (ὦ) ἀμείνονες /ἀμείνους
Ενικός
ὁ βελτίων, τοῦ βελτίονος, τῷ βελτίονι, τόν βελτίονα ή βελτίω, (ὦ) βέλτιον
Πληθυντικός
οἱ βελτίονες ή βελτίους, τῶν βελτιόνων, τοῖς βελτίοσι(ν), τούς βελτίονας ή βελτίους, (ὦ) βελτίονες ή βελτίους
Ενικός
ὁ κρείττων, τοῦ κρείττονος, τῷ κρείττονι, τόν κρείττονα ή κρείττω, (ὦ) κρεῖττον
Πληθυντικός
οἱ κρείττονες ή κρείττους, τῶν κρειττόνων, τοῖς κρείττοσι(ν), τούς κρείττονας ή κρείττους, (ὦ) κρείττονες ή κρείττους
Ενικός
ὁ λῴων, τοῦ λῴονος, τῷ λῴονι, τόν λῴονα /λῴω, (ὦ) λῷον
ἡ λῴων, τῆς λῴονος, τῇ λῴονι, τήν λῴονα /λῴω, (ὦ) λῷον
Πληθυντικός
οἱ λῴονες /λῴους, τῶν λῳόνων, τοῖς λῴοσι(ν), τούς λῴονας /λῴους, (ὦ) λῴονες /λῴους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ἄριστος, τοῦ ἀρίστου, τῷ ἀρίστῳ, τόν ἄριστον, (ὦ) ἄριστε
Πληθυντικός
οἱ ἄριστοι, τῶν ἀρίστων, τοῖς ἀρίστοις, τούς ἀρίστους, (ὦ) ἄριστοι
Ενικός
ὁ βέλτιστος, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τον βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστε
Πληθυντικός
οἱ βέλτιστοι, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τούς βελτίστους, (ὦ) βέλτιστοι
Ενικός
ὁ κράτιστος, τοῦ κρατίστου, τῷ κρατίστῳ, τον κράτιστον, (ὦ) κράτιστε
Πληθυντικός
οἱ κράτιστοι, τῶν κρατίστων, τοῖς κρατίστοις, τούς κρατίστους, (ὦ) κράτιστοι
Ενικός
ὁ λῷστος, τοῦ λῴστου, τῷ λῴστῳ, τόν λῷστον, (ὦ) λῷστε
Πληθυντικός
οἱ λῷστοι, τῶν λῴστων, τοῖς λῴστοις, τούς λῴστους, (ὦ) λῷστοι
9. κακός, κακή, κακόν (= κακός, ανάξιος, άθλιος, οδυνηρός)
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ κακίων, τοῦ κακίονος, τῷ κακίονι, τόν κακίονα /κακίω, (ὦ) κάκιον
Πληθυντικός
οἱ κακίονες /κακίους, τῶν κακιόνων, τοῖς κακίοσι(ν), τούς κακίονας /κακίους, (ὦ) κακίονες /κακίους
Ενικός
ὁ χείρων, τοῦ χείρονος, τῷ χείρονι, τόν χείρονα ή χείρω, (ὦ) χεῖρον
Πληθυντικός
οἱ χείρονες ή χείρους, τῶν χειρόνων, τοῖς χείροσι(ν), τούς χείρονας ή χείρους, (ὦ) χείρονες ή χείρους
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ κάκιστος, τοῦ κακίστου, τῷ κακίστῳ, τον κάκιστον, (ὦ) κάκιστε
Πληθυντικός
οἱ κάκιστοι, τῶν κακίστων, τοῖς κακίστοις, τούς κακίστους, (ὦ) κάκιστοι
Ενικός
ὁ χείριστος, τοῦ χειρίστου, τῷ χειρίστῳ, τον χείριστον, (ὦ) χείριστε
Πληθυντικός
οἱ χείριστοι, τῶν χειρίστων, τοῖς χειρίστοις, τούς χειρίστους, (ὦ) χείριστοι
10. μακρός, μακρά, μακρόν (= μακρύς, μακρινός, μακροχρόνιος)
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ μακρότερος - τοῦ μακροτέρου - τῷ μακροτέρῳ - τό μακρότερον - (ὦ) μακρότερε
Πληθυντικός
οἱ μακρότεροι - τῶν μακροτέρων - τοῖς μακροτέροις - τούς μακροτέρους - (ὦ) μακρότεροι
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ μακρότατος - τοῦ μακροτάτου - τῷ μακροτάτῳ - τόν μακρότατον - (ὦ) μακρότατε
Πληθυντικός
οἱ μακρότατοι - τῶν μακροτάτων - τοῖς μακροτάτοις - τούς μακροτάτους - (ὦ) μακρότατοι
Ενικός
ὁ μήκιστος, τοῦ μηκίστου, τῷ μηκίστῳ, τόν μήκιστον, (ὦ) μήκιστε
Πληθυντικός
οἱ μήκιστοι, τῶν μηκίστων, τοῖς μηκίστοις, τούς μηκίστους, (ὦ) μήκιστοι
11. μικρός, μικρά, μικρόν (= μικρός, λίγος, μηδαμινός, ασήμαντος)
Κλίση συγκριτικών
Ενικός
ὁ μικρότερος - τοῦ μικροτέρου - τῷ μικροτέρῳ - τό μικρότερον - (ὦ) μικρότερε
Πληθυντικός
οἱ μικρότεροι - τῶν μικροτέρων - τοῖς μικροτέροις - τούς μικροτέρους - (ὦ) μικρότεροι
Ενικός
ὁ ἐλάττων, τοῦ ἐλάττονος, τῷ ἐλάττονι, τόν ἐλάττονα /ἐλάττω, (ὦ) ἔλαττον
Πληθυντικός
οἱ ἐλάττονες /ἐλάττους, τῶν ἐλαττόνων, τοῖς ἐλάττοσι(ν), τούς ἐλάττονας /ἐλάττους, (ὦ) ἐλάττονες /ἐλάττους
Ενικός
ὁ ἥττων, τοῦ ἥττονος, τῷ ἥττονι, τόν ἥττονα, (ὦ) ἧττον
Πληθυντικός
οἱ ἥττονες /ἥττους, τῶν ἡττόνων, τοῖς ἥττοσι(ν), τούς ἥττονας /ἥττους, (ὦ) ἥττονες /ἥττους
Κλίση υπερθετικών
Ενικός
ὁ μικρότατος - τοῦ μικροτάτου - τῷ μικροτάτῳ - τόν μικρότατον - (ὦ) μικρότατε
Πληθυντικός
οἱ μικρότατοι - τῶν μικροτάτων - τοῖς μικροτάτοις - τούς μικροτάτους - (ὦ) μικρότατοι
Ενικός
ὁ ἐλάχιστος, τοῦ ἐλαχίστου, τῷ ἐλαχίστῳ, τόν ἐλάχιστον, (ὦ) ἐλάχιστε
Πληθυντικός
οἱ ἐλάχιστοι, τῶν ἐλαχίστων, τοῖς ἐλαχίστοις, τούς ἐλαχίστους, (ὦ) ἐλάχιστοι
Ενικός
ὁ ἥκιστος, τοῦ ἡκίστου, τῷ ἡκίστῳ, τόν ἥκιστον, (ὦ) ἥκιστε
Πληθυντικός
οἱ ἥκιστοι, τῶν ἡκίστων, τοῖς ἡκίστοις, τούς ἡκίστους, (ὦ) ἥκιστοι
12. ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον (= πολύ λίγος, μικρός)
Κλίση συγκριτικού
Ενικός
ὁ μείων, τοῦ μείονος, τῷ μείονι, τόν μείονα, (ὦ) μεῖον
Πληθυντικός
οἱ μείονες /μείους, τῶν μειόνων, τοῖς μείοσι(ν), τούς μείονας /μείους, (ὦ) μείονες /μείους
Κλίση υπερθετικού
Ενικός
ὁ ὀλίγιστος, τοῦ ὀλιγίστου, τῷ ὀλιγίστῳ, τόν ὀλίγιστον, (ὦ) ὀλίγιστε
Πληθυντικός
οἱ ὀλίγιστοι, τῶν ὀλιγίστων, τοῖς ὀλιγίστοις, τούς ὀλιγίστους, (ὦ) ὀλίγιστοι
13. πολύς, πολλή, πολύ (= πολύς, ισχυρός, πυκνός, σπουδαίος)
Κλίση θετικού βαθμού
Ενικός
ὁ πολύς, τοῦ πολλοῦ, τῷ πολλῷ, τόν πολύν, (ὦ) πολύ
Πληθυντικός
οἱ πολλοί, τῶν πολλῶν, τοῖς πολλοῖς, τούς πολλούς, (ὦ) πολλοί
Κλίση συγκριτικού βαθμού
Ενικός
ὁ πλείων, τοῦ πλείονος, τῷ πλείονι, τόν πλείονα /πλείω, (ὦ) πλεῖον
Πληθυντικός
οἱ πλείονες /πλείους, τῶν πλειόνων, τοῖς πλείοσι(ν), τούς πλείονας /πλείους, (ὦ) πλείονες /πλείους
Κλίση υπερθετικού βαθμού
Ενικός
ὁ πλεῖστος, τοῦ πλείστου, τῷ πλείστῳ, τόν πλεῖστον , (ὦ) πλεῖστε
Πληθυντικός
οἱ πλεῖστοι, τῶν πλείστων, τοῖς πλείστοις, τούς πλείστους, (ὦ) πλεῖστοι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου