Μπέρτολτ
Μπρεχτ «Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε...»
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε:
Να ο δρόμος προς τη δόξα.
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε:
Να ο δρόμος για το μνήμα.
O Bertolt Brecht καταγράφει
με λακωνικό τρόπο την έντονη αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνους που
βρίσκονται στην εξουσία και στους απλούς πολίτες· την αντίθεση ανάμεσα στους
πλούσιους και ισχυρούς, και στους φτωχούς και αδύναμους. Οι ισχυροί, αυτοί
δηλαδή «που βρίσκονται ψηλά» αντικρίζουν τον πόλεμο ως μια ευκαιρία είτε για να
διευρύνουν τα εδάφη που έχουν υπό τον έλεγχό τους είτε για να επιτύχουν μια
νίκη που θα τους διασφαλίσει δόξα, μα και ακόμη περισσότερα χρήματα. Οι ίδιοι,
άλλωστε, θα παρακολουθούν την εξέλιξη των πολεμικών αναμετρήσεων από την
ασφάλεια των πολυτελών γραφείων τους, δεν πρόκειται να δουν από κοντά την
πραγματική εικόνα του πολέμου.
Από την άλλη, όμως, υπάρχουν οι απλοί
πολίτες, οι φτωχοί άνθρωποι του καθημερινού μόχθου· εκείνοι, δηλαδή, «που είναι
χαμηλά», οι οποίοι και θα αναγκαστούν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Αν και δεν είναι εκείνοι που αποφασίζουν για τη διενέργεια ενός πολέμου, είναι
όμως εκείνοι που εξαναγκάζονται να τον φέρουν εις πέρας, θυσιάζοντας την ίδια
τους τη ζωή. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους ο πόλεμος δεν αποτελεί το δρόμο προς τη
δόξα, αποτελεί το δρόμο για το μνήμα· αποτελεί το δρόμο προς έναν πρόωρο και
επώδυνο θάνατο.
Οι άνθρωποι «που είναι χαμηλά» δεν
έχουν καμία δυνατότητα να αντιδράσουν και να αντιταχθούν στις φιλοπόλεμες
αποφάσεις των ισχυρών. Οφείλουν να υπακούσουν στις διαταγές που τους δίνονται
και να πεθάνουν για χάρη εκείνων «που βρίσκονται ψηλά»· οφείλουν να πληρώσουν
με την ίδια τους τη ζωή την επιθυμία των ισχυρών να γίνουν ακόμη ισχυρότεροι. Πρόκειται
για μια οδυνηρή αντίθεση που διατρέχει εν γένει την κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα, εφόσον οι λίγοι ισχυροί κρατούντες έχουν υπό τον έλεγχό τους τη
ζωή των πολλών και οικονομικά ασθενέστερων.
Ακόμη και σε ό,τι αφορά την καθημερινή
ζωή μπορεί να διαπιστώσει κανείς πόσο έντονη είναι η διαφορά ανάμεσα σ’
εκείνους που βρίσκονται ψηλά και σ’ εκείνους που είναι χαμηλά. Για έναν πλούσιο
και ισχυρό άνθρωπο η καθημερινότητα προσφέρει πλείστες νέες ευκαιρίες για
επικερδείς δραστηριότητες και ευχάριστες απολαύσεις, τη στιγμή ακριβώς που για
έναν φτωχό άνθρωπο κάθε καινούρια ημέρα είναι ένας νέος αγώνας και μια σκληρή
πάλη για την επιβίωση. Ο φτωχός άνθρωπος αντικρίζει τη νέα ημέρα με φόβο για το
ποια νέα συμφορά θα του χτυπήσει την πόρτα, καθώς κι η παραμικρή αναποδιά
μπορεί να σημάνει ένα δύσκολα αντιμετωπίσιμο έξοδο ή μια απρόσμενη επιδείνωση
της ήδη βεβαρυμμένης κατάστασής του.
Η διαφορά οπτικής ανάμεσα στους
ισχυρούς και τους απλούς πολίτες, που με πικρή ειρωνεία επισημαίνεται από τον Brecht,
αποτελεί μια διαχρονική πραγματικότητα. Οι ισχυροί και πλούσιοι πάντοτε
ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον, εφόσον γνώριζαν και γνωρίζουν πως κάθε νέα
τους επιδίωξη μπορούν να την επιτύχουν βασιζόμενοι στον κόπο ή και στην ίδια τη
ζωή ακόμη, των φτωχών και αδύναμων.
«Ο
πόλεμος που έρχεται»
Ο πόλεμος που έρχεται
δεν είν’ ο πρώτος. Πριν απ’ αυτόν
γίνανε κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν ετελείωσε ο τελευταίος,
υπήρχαν νικητές και νικημένοι.
Στους νικημένους, ο φτωχός λαός
πέθαινε από την πείνα. Στους νικητές
ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο.
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Ο Bertolt Brecht που έζησε στα εφηβικά
του χρόνια τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπει την έναρξη του νέου πολέμου, του Β΄
Παγκόσμιου Πολέμου, όχι ως κάτι το καινοφανές, αλλά ως τη φρικτή επανεμφάνιση
και συνέχιση μιας ολέθριας πολιτικής τακτικής. Οι κρατούντες όλων των εποχών
στρέφονται ξανά και ξανά στις πολεμικές αναμετρήσεις παρακινημένοι από την
απληστία τους για περισσότερη εξουσία, για νέα εδάφη, καθώς και για «λαμπρές»
νίκες που θα τους προσφέρουν δόξα και υστεροφημία. Οι ισχυροί κάθε κοινωνίας
θεωρούν τον πόλεμο ως εύλογη και δεδομένη επιλογή προκειμένου να επιβάλουν τη
θέλησή τους και να επιτύχουν όσα επιδιώκουν, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνουν υπόψη
τους το κόστος που έχει μια πολεμική αναμέτρηση στη ζωή των φτωχών ανθρώπων.
Έτσι, ενώ το τέλος κάθε πολέμου
επισφραγίζεται θεωρητικά με τη νίκη κάποιας πλευράς, στην πραγματικότητα η νίκη
-και τα οφέλη αυτής- αφορούν μόνο τους ισχυρούς και τους πλούσιους, εφόσον οι
φτωχοί είτε βρίσκονται στη μεριά των νικητών είτε στη μεριά των νικημένων,
βιώνουν μόνο την πείνα, την ανέχεια και την εξαθλίωση. Το κόστος του πολέμου,
τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ανθρώπινων απωλειών, βαρύνει τους
φτωχούς πολίτες των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Οι φτωχοί είναι αυτοί που θα
θυσιάσουν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης κι αντιστοίχως οι φτωχοί είναι αυτοί
που θα έρθουν αντιμέτωποι με τις δυσκολίες ανεφοδιασμού και τις ελλείψεις
τροφίμων που θα επιφέρει η αναταραχή στις παραγωγικές διαδικασίες κατά τη
διάρκεια του πολέμου.
Ο φτωχός λαός ακόμη κι αν ανήκει στη
μεριά των νικητών δεν πρόκειται να απολαύσει άμεσα ούτε σε μεγάλο βαθμό τα
όποια οφέλη της νίκης. Ό,τι αναλογεί στους φτωχούς είναι ο θρήνος για τα χαμένα
τους παιδιά, η εξαθλίωση λόγω των οικονομικών δυσλειτουργιών που επιφέρει ο
πόλεμος και, φυσικά, η πείνα και το άγχος για την καθημερινή τους επιβίωση. Τη
στιγμή ακριβώς που οι ισχυροί θα μετρούν με ευχαρίστηση τα κέρδη που τους
χάρισε η νέα τους νίκη, οι φτωχοί πολίτες θα μετρούν με πόνο τις νέες οδυνηρές
θυσίες που αναγκάστηκαν να κάνουν και το πλήθος των παιδιών τους που χρειάστηκε
να θάψουν προκειμένου να επιτευχθεί η «νίκη» αυτή.
Υπ’ αυτή την έννοια ο πόλεμος έχει κέρδη -αν πράγματι έχει- μόνο για
τους ισχυρούς. Οι φτωχοί άνθρωποι σ’ όποια μεριά κι αν βρεθούν είναι πάντοτε
χαμένοι, αφού με το δικό τους αίμα και με το δικό τους πόνο κερδίζεται η κάθε
μάχη και κρίνεται η έκβαση του πολέμου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου