Διαγώνισμα: Ιστορία Προσανατολισμού [Η ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Διαγώνισμα: Ιστορία Προσανατολισμού [Η ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Smetana

Διαγώνισμα: Ιστορία Προσανατολισμού [Η ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση]

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
           
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Μεγάλη Ιδέα
β. Εθνικές γαίες
γ. Σκωρίες
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η ελληνική βιομηχανία τονώθηκε μετά την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας.
β. Η νομοθετική ρύθμιση του 1860 προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας.
γ. Η Αγγλία απορροφούσε την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών σταφίδας.
δ. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.370.000 στρέμματα γης με 650.000 παραχωρητήρια.
ε. Η πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών κατά τον 19ο αιώνα ήταν γεωργικά προϊόντα.
Μονάδες 5

ΘΕΜΑ Β1
Να αναφερθείτε:
α) στην πυκνότητα του πληθυσμού και στην κατάσταση της χώρας μετά την Επανάσταση (μονάδες 5) και β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά το 19ο αιώνα. (μονάδες 5)
Μονάδες 10

ΘΕΜΑ Β2
Ποια στάση κράτησε η ελληνική διασπορά απέναντι στο ελληνικό κράτος ως τα τέλη του 19ου αιώνα;
Μονάδες 15

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων (μονάδες 15)
β. στην υλοποίησή τους (μονάδες 10).  Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών.
Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»* εθνικής γης. […]
Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας […] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.

* λ α χ ί δ ι α : τ ε μ ά χ ι α γ η ς .

Θ. Καλαφάτης, «Η αγροτική οικονομία. Όψεις της αγροτικής ανάπτυξης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 72.

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην εξέλιξη των ναυτικών κέντρων από τη δεκαετία 1821-1830 έως το 1870, (μονάδες 13)
β. στην περίπτωση της Σύρου και στους λόγους ανάπτυξής της κατά την ίδια περίοδο. (μονάδες 12)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
[...] Στην διάρκεια της Επαναστάσεως είχε καταστραφή μεγάλο ποσοστό των πλοίων, αλλά ένας ισχυρός πυρήνας περισώθηκε. Αν και η Ύδρα και οι Σπέτσες είχαν χάσει αντίστοιχα τα 78% και 50% του εμπορικού τους ναυτικού, στο τέλος του αγώνα η πρώτη διέθετε ακόμη 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240 τόννων και οι Σπέτσες είχαν 50 πλοία 10.324 τόννων, όλα από 30 τόννους και πάνω. Με την αποκατάσταση της ειρήνης ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά και λιμάνια η ναυπηγική έγινε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του νεοσύστατου κράτους. [...]
Μετά την Επανάσταση, η Σύρος και αργότερα ο Πειραιάς έγιναν τα κύρια εμπορικά κέντρα με τα πιο δραστήρια ναυπηγεία. Από το 1827 μέχρι το 1834 ναυπηγήθηκαν στην Σύρο πάνω από 260 πλοία.

*Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία του.

Γ. Λεονταρίτης, Ελληνική εμπορική ναυτιλία, Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, Αθήνα 1981, σ. 62-63.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Το διαμετακομιστικό εμπόριο αποτέλεσε την πρώτιστη οικονομική δραστηριότητα στη Σύρο σε όλη την περίοδο της ακμής της. Σπουδαία συμμετοχή στο συνολικό εμπόριο της πόλης είχαν και οι εισαγωγές, οι οποίες σαφώς υπερτερούσαν σημαντικά των εξαγωγών που πραγματοποιούνταν από τους συριανούς εμπόρους. Στην ουσία η Σύρος υπήρξε αφενός η αγορά διοχέτευσης των δυτικών και ανατολικών προϊόντων προς την Ανατολή και τη Δύση αντίστοιχα και αφετέρου ο τόπος εισόδου των εξωτερικών αγαθών προς την ελληνική ενδοχώρα. [...] Το εμπόρευμα που είχε παραγγελθεί από τον ερμουπολίτη έμπορο ερχόταν στη Σύρο για να κατατεθεί στην αποθήκη διαμετακόμισης (transit).
Το ναυπηγείο της πόλης ήταν ένας από τους ζωτικότερους τομείς της τοπικής οικονομίας. Η πλούσια δραστηριότητά του οφείλεται στην παρουσία των ψαριανών και χίων ναυπηγών. [...] Στο πλευρό τους είχαν ένα πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, το οποίο παρείχε ειδικευμένη εργασία. [...] Το συνολικά εργαζόμενο προσωπικό του ναυπηγείου ανέρχονταν σε πάνω από 1.000 άτομα. [...] Αν υπολογίσουμε ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της Ερμούπολης το 1850 ήταν 7.650 άτομα, τότε ο αριθμός των απασχολούμενων στο ναυπηγείο της πόλης υποδεικνύει τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν οι ναυπηγικές εργασίες στη Σύρο. [...]

Β. Καρδάσης, «Η Σύρος σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου», στο Γ.Β. Δερτιλής - Κ. Κωστής (επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ός αιώνας), Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1991, σ. 329, 325 και 332.

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Μεγάλη Ιδέα
Η Μεγάλη Ιδέα αποτελούσε εθνική ιδεολογία που διαμορφώθηκε από την αρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους (1830) και διατηρήθηκε τουλάχιστον ως τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής (1922). Η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού κατά τον 19ο αιώνα ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ’ αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.

β. Εθνικές γαίες
«Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης). Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα.

γ. Σκωρίες
Τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια των αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας υπήρξε, όπως και στην αρχαιότητα, το Λαύριο. Το 1866 άρχισε εκεί τις εργασίες της μία γαλλο-ιταλική εταιρεία (Σερπιέρι-Ρου) με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες». Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών.

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η ελληνική βιομηχανία τονώθηκε μετά την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας. [Λάθος]
β. Η νομοθετική ρύθμιση του 1860 προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας. [Σωστό]
γ. Η Αγγλία απορροφούσε την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών σταφίδας. [Σωστό]
δ. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.370.000 στρέμματα γης με 650.000 παραχωρητήρια. [Λάθος]
ε. Η πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών κατά τον 19ο αιώνα ήταν γεωργικά προϊόντα. [Σωστό]

ΘΕΜΑ Β1
Να αναφερθείτε:
α) στην πυκνότητα του πληθυσμού και στην κατάσταση της χώρας μετά την Επανάσταση και β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά τον 19ο αιώνα.

Η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαινόταν από 15 (1828) σε 43 (1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι ίδιοι αριθμοί ήταν τριψήφιοι. Οι εικόνες που μας έρχονται από εκείνη την εποχή μαρτυρούν την εξάντληση του τόπου και των ανθρώπων. Γύρω από τις πόλεις τα εδάφη ήταν γυμνά, εξαντλημένα από την υπερβόσκηση και την υλοτομία και τα χωράφια έμοιαζαν χέρσα, εξαιτίας της εκτεταμένης αγρανάπαυσης, με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους. Τα περιφραγμένα περιβόλια πολύ λίγο βελτίωναν την αίσθηση εγκατάλειψης που απέπνεε το τοπίο.
Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε κατά τον 19ο αιώνα εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας.

ΘΕΜΑ Β2
Ποια στάση κράτησε η ελληνική διασπορά απέναντι στο ελληνικό κράτος ως τα τέλη του 19ου αιώνα;

Έξω από τα σύνορα της Ελλάδας υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι’ αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων.

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων
β. στην υλοποίησή τους.

α) Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος της διανομής των «εθνικών γαιών» έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Ρυθμίσεις, όπως σχολιάζεται στο παράθεμα, που εντάσσονταν στη γενικότερη προσπάθεια της κυβέρνησης Κουμουνδούρου κατά την περίοδο 1860-1880 να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας μέσω της ανάπτυξης της γεωργίας. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος των στοχεύσεων της κυβέρνησης, όπως πληροφορούμαστε από το παράθεμα, το κράτος αποσκοπούσε όχι μόνο στην αύξηση των δικών του εσόδων, αλλά και στη στήριξη των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, μέσα από την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής τόσο των φυτειών, όσο και των μικρών ή μεσαίων οικογενειακών κλήρων. Ειδικότερα, το κράτος θεωρούσε πως η μεγαλύτερη απόδοση των φυτειών θα οδηγούσε σε επέκταση τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και, άρα, σε ενίσχυση των εμπορικών ομάδων, που θα λειτουργούσαν παράλληλα και ως δανειοδότες των νέων μικροπαραγωγών. Το κράτος, βέβαια, αναγνώριζε πως θα έχανε το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, που λάμβανε ως τότε, αλλά θα αποκτούσε άλλες πηγές εσόδων και ειδικότερα τους φόρους και τους δασμούς που θα επιβάλλονταν στην αυξημένη αγροτική παραγωγή, εφόσον θεωρούταν σίγουρο πως θα υπήρχε ενίσχυση τόσο της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης όσο και αύξηση της παραγωγής. Περαιτέρω, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε και λόγους κοινωνικής υφής, που θέλησε να εξυπηρετήσει, όπως προκύπτει από το παράθεμα. Ειδικότερα, το να παραχωρηθούν κομμάτια γης στους ακτήμονες χωρικούς έμοιαζε επιβεβλημένο λόγω των εντάσεων που προκαλούνταν από τις καταπατήσεις είτε εθνικών κτημάτων είτε εκκλησιαστικών, από ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες σε διάφορες περιοχές της χώρας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση, μάλιστα, το θεωρούσε αυτό αναγκαίο, έστω κι αν δεν υπήρχε κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων που να το διεκδικεί.  Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα.

β) Οι στόχοι που έθετε η κυβέρνηση ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος, δηλαδή η αποκατάσταση των ακτημόνων χωρικών, επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας.

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην εξέλιξη των ναυτικών κέντρων από τη δεκαετία 1821-1830 έως το 1870,
β. στην περίπτωση της Σύρου και στους λόγους ανάπτυξής της κατά την ίδια περίοδο.

α) Μετά τις ευνοϊκές για την ελληνική ναυτιλία συγκυρίες που επικράτησαν κατά το 18ο αιώνα και κατά τις αρχές του 19ου, ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Οι πληροφορίες, ωστόσο, του πρώτου παραθέματος δίνουν μια διαφορετική εικόνα, εφόσον τονίζουν πως παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα, διατήρησαν εντούτοις έναν ισχυρό πυρήνα της δύναμής τους. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ύδρα, αν και στη διάρκεια της Επανάστασης έχασε το 78% του εμπορικού της ναυτικού, στο τέλος του αγώνα διέθετε 100 πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240. Από την άλλη, οι Σπέτσες, ενώ έχασαν το 50% των εμπορικών πλοίων, κατείχαν στο τέλος του αγώνα 50 πλοία, χωρητικότητας 10.324 τόνων.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, λοιπόν, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο πρώτο παράθεμα, αμέσως μετά την αποκατάσταση της ειρήνης, ιδρύθηκαν νέα ναυπηγεία σε πολλά νησιά κι η ναυπηγική αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες για το νέο κράτος. Έτσι, το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες.

β) Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Όπως επισημαίνεται στο δεύτερο παράθεμα, κύρια δραστηριοποίηση της Σύρου υπήρξε το διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς το νησί λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης και αποθήκευσης των προϊόντων εκείνων που θα διοχετεύονταν κατόπιν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Υπ’ αυτή την έννοια οι εισαγωγές που πραγματοποιούσε το νησί ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές, αποτελούσαν ωστόσο μια κερδοφόρα δραστηριοποίηση. Παραλλήλως, βέβαια, η Σύρος αποτελούσε την ενδιάμεση εκείνη αγορά που επέτρεπε στα προϊόντα της Δύσης να μετακινούνται στις αγορές της Ανατολής, και αντιστρόφως στα προϊόντα της Ανατολής να περνούν στην Δύση. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στο δεύτερο παράθεμα, ιδιαίτερα επωφελής σε οικονομικό επίπεδο υπήρξε και η λειτουργεία του ναυπηγείου της Σύρου, το οποίο είχε ενισχυθεί κι από την παρουσία ναυπηγών από τα Ψαρά και την Χίο. Στο ναυπηγείο εργάζονταν περισσότερα από 1.000 άτομα, τη στιγμή που το 1850 ο συνολικός αριθμός εργαζομένων στο νησί ήταν 7.650 άτομα, γεγονός που καθιστά εμφανές το πόσο σημαντικές ήταν οι εργασίες του ναυπηγείου για το νησί. Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορία του πρώτου παραθέματος, στη Σύρο ναυπηγήθηκαν πάνω από 260 πλοία κατά την περίοδο 1827-1834.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...