Ιστορία Προσανατολισμού: Η αποζημίωση
των ανταλλαξίμων [επεξεργασία πηγής]
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις
και αντλώντας στοιχεία από το παράθεμα που σας δίνεται, να αναφερθείτε στην
αποζημίωση των Ελλήνων ανταλλάξιμων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν και
στις διαδικασίες προσδιορισμού αυτής.
Η αποζημίωση των ανταλλάξιμων
Τα περιουσιακά στοιχεία που εθεωρείτο ότι
επιδέχονταν αποζημίωση ήταν: α) τα ακίνητα κάθε είδους, αστικά και αγροτικά, β)
τα κινητά αγαθά που δεν πουλήθηκαν επί τόπου ούτε μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και
γ) οι καλλιεργημένοι αγροί μαζί με τα προϊόντα τους, συμπεριλαμβανομένων και
των εσόδων τα οποία έχασε ο ανταλλάξιμος. Ένας
σημαντικός αριθμός προσφύγων βρέθηκαν εκπρόθεσμοι, είτε γιατί ήλθαν στην Ελλάδα
μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής (αιχμάλωτοι, πρόσφυγες από τη Ρωσία,
Κωνσταντινουπολίτες) είτε γιατί δεν μπορούσαν να υποβάλουν δήλωση λόγω
ασθένειας, φυλάκισης ή ανηλικιότητας (περίπτωση ορφανών). Η προκαταβολή θα
δινόταν σε εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί, με τη διευκρίνιση
ότι η απλή υποτυπώδης στέγαση στους οικισμούς της ΕΑΠ (Επιτροπής Αποκατάστασης
Προσφύγων) ή του ελληνικού κράτους δεν θα εθεωρείτο ως αποκατάσταση.
Προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία της αποζημίωσης, χωρίς να
επιβαρυνθεί πολύ ο κρατικός προϋπολογισμός, αποφασίστηκε η έκδοση ομολογιών με
την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. [...] Το 20% της προσωρινής αποζημίωσης
δόθηκε σε μετρητά και το υπόλοιπο σε ομολογίες. Παρά την πρόσκαιρη ανακούφιση,
η προσωρινή αυτή λύση δεν έκλεισε το ζήτημα. Οι προσφυγικές οργανώσεις αξίωναν
την πλήρη αποζημίωση όπως εξάλλου προέβλεπε η σύμβαση της Λωζάνης, με
αποτέλεσμα το θέμα να λάβει διαστάσεις και να γίνει αντικείμενο πολιτικής
εκμετάλλευσης.
Για την οριστική εκτίμηση των εγκαταλειφθεισών περιουσιών συστάθηκαν 1.114 Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Τουρκίας. Τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν επέβαλαν αρχικά τη δημιουργία 52 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών, 31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία, και στη συνέχεια, το Μάιο του 1927, 20 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών (Εφετεία της Ανταλλαγής), 8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000,
7ος Τόμος: Ο Μεσοπόλεμος (1922-1940), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003, σσ.
84-85.
Ενδεικτική απάντηση
Η Σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών
μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (30 Ιανουαρίου 1923) προέβλεπε την αποζημίωση των
ανταλλάξιμων προσφύγων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους,
από το κράτος υποδοχής. Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν
περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή. Για να βοηθήσει το
έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή Συστάθηκε το 1924 η
Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Για
την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής
Πληθυσμών.
Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας πού εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή. Επιπρόσθετα σχετικά στοιχεία προκύπτουν από το παράθεμα, όπου αναφέρεται ότι προκειμένου η επιλογή της προκαταβολής να μην επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό, θα εκδίδονταν ομολογίες με την εγγύηση του δημοσίου, ώστε να καταβάλλεται μόνο το 20% της προκαταβολής σε μετρητά ενώ το υπόλοιπο ποσό σε ομολογίες. Η προσωρινή αυτή λύση, βέβαια, δεν αρκούσε για να τερματίσει τη δυσφορία των προσφύγων, οι οποίοι μέσω των οργανώσεών τους ζητούσαν την πλήρη αποζημίωσή τους, καθώς αυτό προέβλεπε και η σύμβαση της Λοζάνης. Το θέμα των αποζημιώσεων, έτσι, έλαβε διαστάσεις και αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Εάν θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Όπως διευκρινίζεται στο παράθεμα, τα στοιχεία αυτά ήταν: α) τα ακίνητα, είτε αυτά ήταν αστικά είτε αγροτικά, β) τα κινητά περιουσιακά στοιχεία που οι πρόσφυγες δεν πούλησαν προτού φύγουν, ούτε τα μετέφεραν στην Ελλάδα, καθώς και γ) οι καλλιεργημένες εκτάσεις μαζί με τα προϊόντα τους, όπως και τα έσοδα που έχασε από αυτά ο ανταλλάξιμος πρόσφυγας. Η προκαταβολή θα δινόταν σ’ εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί. Στο παράθεμα, μάλιστα, επισημαίνεται πως η απλή στέγαση σε οικισμούς που είχε δημιουργήσει η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) ή το κράτος, δεν συνιστούσε αποκατάσταση. Ωστόσο, αρκετοί ήταν εκείνοι οι πρόσφυγες που δεν έλαβαν την προκαταβολή, διότι έκαναν εκπρόθεσμα τη σχετική αίτηση, είτε γιατί έφτασαν στην Ελλάδα αφότου είχε παρέλθει η προθεσμία των δηλώσεων, όπως ήταν οι αιχμάλωτοι και οι πρόσφυγες από τη Ρωσία ή την Κωνσταντινούπολη, είτε γιατί δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν τη δήλωση, όπως συνέβη στην περίπτωση ασθενών, φυλακισμένων ή ανηλίκων (ορφανά).
Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του παραθέματος, οι Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης ήταν 1.114 και αναλογούσε έτσι μία -ή και περισσότερες- σε καθεμία από τις συνολικά 934 κοινότητες χριστιανών της Τουρκίας. Από την άλλη οι Δευτεροβάθμιες Επιτροπές ήταν αρχικά 52, με τις 31 από αυτές να βρίσκονται στην Αθήνα και 21 σε επαρχιακές περιοχές. Στη συνέχεια, ωστόσο, συστάθηκαν 20 επιπλέον Δευτεροβάθμιες Επιτροπές (Εφετεία της Ανταλλαγής), εκ των οποίων 8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία. Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.
Για την οριστική εκτίμηση των εγκαταλειφθεισών περιουσιών συστάθηκαν 1.114 Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Τουρκίας. Τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν επέβαλαν αρχικά τη δημιουργία 52 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών, 31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία, και στη συνέχεια, το Μάιο του 1927, 20 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών (Εφετεία της Ανταλλαγής), 8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία.
Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας πού εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή. Επιπρόσθετα σχετικά στοιχεία προκύπτουν από το παράθεμα, όπου αναφέρεται ότι προκειμένου η επιλογή της προκαταβολής να μην επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό, θα εκδίδονταν ομολογίες με την εγγύηση του δημοσίου, ώστε να καταβάλλεται μόνο το 20% της προκαταβολής σε μετρητά ενώ το υπόλοιπο ποσό σε ομολογίες. Η προσωρινή αυτή λύση, βέβαια, δεν αρκούσε για να τερματίσει τη δυσφορία των προσφύγων, οι οποίοι μέσω των οργανώσεών τους ζητούσαν την πλήρη αποζημίωσή τους, καθώς αυτό προέβλεπε και η σύμβαση της Λοζάνης. Το θέμα των αποζημιώσεων, έτσι, έλαβε διαστάσεις και αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Εάν θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Όπως διευκρινίζεται στο παράθεμα, τα στοιχεία αυτά ήταν: α) τα ακίνητα, είτε αυτά ήταν αστικά είτε αγροτικά, β) τα κινητά περιουσιακά στοιχεία που οι πρόσφυγες δεν πούλησαν προτού φύγουν, ούτε τα μετέφεραν στην Ελλάδα, καθώς και γ) οι καλλιεργημένες εκτάσεις μαζί με τα προϊόντα τους, όπως και τα έσοδα που έχασε από αυτά ο ανταλλάξιμος πρόσφυγας. Η προκαταβολή θα δινόταν σ’ εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί. Στο παράθεμα, μάλιστα, επισημαίνεται πως η απλή στέγαση σε οικισμούς που είχε δημιουργήσει η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) ή το κράτος, δεν συνιστούσε αποκατάσταση. Ωστόσο, αρκετοί ήταν εκείνοι οι πρόσφυγες που δεν έλαβαν την προκαταβολή, διότι έκαναν εκπρόθεσμα τη σχετική αίτηση, είτε γιατί έφτασαν στην Ελλάδα αφότου είχε παρέλθει η προθεσμία των δηλώσεων, όπως ήταν οι αιχμάλωτοι και οι πρόσφυγες από τη Ρωσία ή την Κωνσταντινούπολη, είτε γιατί δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν τη δήλωση, όπως συνέβη στην περίπτωση ασθενών, φυλακισμένων ή ανηλίκων (ορφανά).
Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του παραθέματος, οι Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης ήταν 1.114 και αναλογούσε έτσι μία -ή και περισσότερες- σε καθεμία από τις συνολικά 934 κοινότητες χριστιανών της Τουρκίας. Από την άλλη οι Δευτεροβάθμιες Επιτροπές ήταν αρχικά 52, με τις 31 από αυτές να βρίσκονται στην Αθήνα και 21 σε επαρχιακές περιοχές. Στη συνέχεια, ωστόσο, συστάθηκαν 20 επιπλέον Δευτεροβάθμιες Επιτροπές (Εφετεία της Ανταλλαγής), εκ των οποίων 8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία. Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου