Scott Mahon
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν)
Υποτακτική
ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν)
Ευκτική
ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷε(ν)
Προστακτική
---, ζῆ, ζήτω, ---, ----, -----
Απαρέμφατο
ζῆν
Μετοχή
ζῶν, ζῶσα, ζῶν
Παρατατικός
Οριστική
ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων
(Σπάνια) Μέλλοντας
Οριστική
ζήσω, ζήσεις, ζήσει, ζήσομεν, ζήσετε, ζήσουσι(ν)
Ευκτική
ζήσοιμι, ζήσοις, ζήσοι, ζήσοιμεν, ζήσοιτε, ζήσοιεν
Απαρέμφατο
ζήσειν
Μετοχή
ζήσων, ζήσουσα, ζῆσον
(Συνήθως) Μέσος Μέλλοντας
Οριστική
βιώσομαι, βιώσῃ/βιώσει, βιώσεται, βιωσόμεθα, βιώσεσθε, βιώσονται
Ευκτική
βιωσοίμην, βιώσοιο, βιώσοιτο, βιωσοίμεθα, βιώσοισθε, βιώσοιντο
Απαρέμφατο
βιώσεσθαι
Μετοχή
βιωσόμενος
βιωσομένη
βιωσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐβίων, ἐβίως, ἐβίω, ἐβίωμεν, ἐβίωτε, ἐβίωσαν
Υποτακτική
βιῶ, βιῷς, βιῷ, βιῶμεν, βιῶτε, βιῶσι(ν)
Ευκτική
βιῴην, βιῴης, βιῴη, βιῷμεν, βιῷτε, βιῷεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
βιῶναι
Μετοχή
βιούς, βιοῦσα, βιόν
Παρακείμενος
Οριστική
βεβίωκα, βεβίωκας, βεβίωκε, βεβιώκαμεν, βεβιώκατε, βεβιώκασι(ν)
Υποτακτική
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ὦ
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ᾖς
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ᾖ
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ὦμεν
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ἦτε
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ὦσι
Ευκτική
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός εἴην
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός εἴης
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός εἴη
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα εἴημεν (εἶμεν)
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα εἴητε (εἶτε)
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ἴσθι
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ἔστω
---
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ἔστε
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
βεβιωκέναι
Μετοχή
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐβεβιώκειν, ἐβεβιώκεις, ἐβεβιώκει, ἐβεβιώκεμεν, ἐβεβιώκετε, ἐβεβιώκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζῶ»
Οριστική
ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν)
ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν)
ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷε(ν)
---, ζῆ, ζήτω, ---, ----, -----
ζῆν
ζῶν, ζῶσα, ζῶν
Παρατατικός
Οριστική
ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων
Οριστική
ζήσω, ζήσεις, ζήσει, ζήσομεν, ζήσετε, ζήσουσι(ν)
ζήσοιμι, ζήσοις, ζήσοι, ζήσοιμεν, ζήσοιτε, ζήσοιεν
Απαρέμφατο
ζήσειν
Μετοχή
ζήσων, ζήσουσα, ζῆσον
Οριστική
βιώσομαι, βιώσῃ/βιώσει, βιώσεται, βιωσόμεθα, βιώσεσθε, βιώσονται
βιωσοίμην, βιώσοιο, βιώσοιτο, βιωσοίμεθα, βιώσοισθε, βιώσοιντο
Απαρέμφατο
βιώσεσθαι
Μετοχή
βιωσόμενος
βιωσομένη
βιωσόμενον
Οριστική
ἐβίων, ἐβίως, ἐβίω, ἐβίωμεν, ἐβίωτε, ἐβίωσαν
βιῶ, βιῷς, βιῷ, βιῶμεν, βιῶτε, βιῶσι(ν)
βιῴην, βιῴης, βιῴη, βιῷμεν, βιῷτε, βιῷεν
---
Απαρέμφατο
βιῶναι
βιούς, βιοῦσα, βιόν
Οριστική
βεβίωκα, βεβίωκας, βεβίωκε, βεβιώκαμεν, βεβιώκατε, βεβιώκασι(ν)
Υποτακτική
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ὦ
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ᾖς
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ὦμεν
Ευκτική
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός εἴην
Προστακτική
---
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός ἴσθι
βεβιωκότες- βεβιωκυῖαι- βεβιωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
βεβιωκέναι
Μετοχή
βεβιωκώς- βεβιωκυῖα- βεβιωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐβεβιώκειν, ἐβεβιώκεις, ἐβεβιώκει, ἐβεβιώκεμεν, ἐβεβιώκετε, ἐβεβιώκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου