Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γιγνώσκω / γιγνώσκομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γιγνώσκω / γιγνώσκομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dina Belenko
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γιγνώσκω / γιγνώσκομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γιγνώσκω, γιγνώσκεις, γιγνώσκει, γιγνώσκομεν, γιγνώσκετε, γιγνώσκουσι(ν)
Υποτακτική
γιγνώσκω, γιγνώσκς, γιγνώσκ, γιγνώσκωμεν, γιγνώσκητε, γιγνώσκωσι(ν)
Ευκτική
γιγνώσκοιμι, γιγνώσκοις, γιγνώσκοι, γιγνώσκοιμεν, γιγνώσκοιτε, γιγνώσκοιεν
Προστακτική
---, γίγνωσκε, γιγνωσκέτω, ---, γιγνώσκετε, γιγνωσκόντων (ή γιγνωσκέτωσαν)
Απαρέμφατο
γιγνώσκειν
Μετοχή
γιγνώσκων, γιγνώσκουσα, γιγνώσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
γίγνωσκον, γίγνωσκες, γίγνωσκε, γιγνώσκομεν, γιγνώσκετε, γίγνωσκον
 
Μέσος Μέλλοντας
Οριστική
γνώσομαι, γνώσ/γνώσει, γνώσεται, γνωσόμεθα, γνώσεσθε, γνώσονται
Ευκτική
γνωσοίμην, γνώσοιο, γνώσοιτο, γνωσοίμεθα, γνώσοισθε, γνώσοιντο
Απαρέμφατο
γνώσεσθαι
Μετοχή
γνωσόμενος
γνωσομένη
γνωσόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
γνων, γνως, γνω, γνωμεν, γνωτε, γνωσαν
Υποτακτική
γν, γνς, γν, γνμεν, γντε, γνσι(ν)
Ευκτική
γνοίην, γνοίης, γνοίη, γνομεν, γνοτε, γνοεν
Προστακτική
---, γνθι, γνώτω, ---, γντε, γνόντων ή γνώτωσαν
Απαρέμφατο
γνναι
Μετοχή
γνούς, γνοσα, γνόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γνωκα, γνωκας, γνωκε, γνώκαμεν, γνώκατε, γνώκασι(ν)
 
Υποτακτική
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός ς
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα μεν
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα τε
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα σι
 
Ευκτική
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός εην
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός εης
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός εη
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα εημεν (εμεν)
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα εητε (ετε)
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός σθι
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός στω
---
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα στε
γνωκότες- γνωκυαι- γνωκότα στων
 
Απαρέμφατο
γεγραφέναι
Μετοχή
γνωκώς- γνωκυα- γνωκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
γνώκειν, γνώκεις, γνώκει, γνώκεμεν, γνώκετε, γνώκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γιγνώσκομαι, γιγνώσκ/γιγνώσκει, γιγνώσκεται, γιγνωσκόμεθα, γιγνώσκεσθε, γιγνώσκονται
Υποτακτική
γιγνώσκωμαι, γιγνώσκ, γιγνώσκηται, γιγνωσκώμεθα, γιγνώσκησθε, γιγνώσκωνται
Ευκτική
γιγνωσκοίμην, γιγνώσκοιο, γιγνώσκοιτο, γιγνωσκοίμεθα, γιγνώσκοισθε, γιγνώσκοιντο
Προστακτική
---, γιγνώσκου, γιγνωσκέσθω, ---, γιγνώσκεσθε, γιγνωσκέσθων ή γιγνωσκέσθωσαν
Απαρέμφατο
γιγνώσκεσθαι
Μετοχή
γιγνωσκόμενος
γιγνωσκομένη
γιγνωσκόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γιγνωσκόμην, γιγνώσκου, γιγνώσκετο, γιγνωσκόμεθα, γιγνώσκεσθε, γιγνώσκοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γνωσθήσομαι, γνωσθήσ/γνωσθήσει, γνωσθήσεται, γνωσθησόμεθα, γνωσθήσεσθε, γνωσθήσονται
Ευκτική
γνωσθησοίμην, γνωσθήσοιο, γνωσθήσοιτο, γνωσθησοίμεθα, γνωσθήσοισθε, γνωσθήσοιντο
Απαρέμφατο
γνωσθήσεσθαι
Μετοχή
γνωσθησόμενος
γνωσθησομένη
γνωσθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γνώσθην, γνώσθης, γνώσθη, γνώσθημεν, γνώσθητε, γνώσθησαν
Υποτακτική
γνωσθ, γνωσθς, γνωσθ, γνωσθμεν, γνωσθτε, γνωσθσι(ν)
Ευκτική
γνωσθείην, γνωσθείης, γνωσθείη, γνωσθείημεν ή γνωσθεμεν, γνωσθείητε ή γνωσθετε, γνωσθείησαν ή γνωσθεεν
Προστακτική
---, γνώσθητι, γνωσθήτω, ---, γνώσθητε, γνωσθέντων ή γνωσθήτωσαν
Απαρέμφατο
γνωσθναι
Μετοχή
γνωσθείς
γνωσθεσα
γνωσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γνωσμαι, γνωσαι, γνωσται, γνώσμεθα, γνωσθε, γνωσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον ς
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα μεν
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα τε
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα σι
 
Ευκτική
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον εην
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον εης
γνωσμένος- γνωσμένη-γνωσμένον εη
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα εημεν (εμεν)
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα εητε (ετε)
γνωσμένοι- γνωσμέναι-γνωσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γνωσο, γνώσθω, --- γνωσθε, γνώσθων ή γνώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γνσθαι
Μετοχή
γνωσμένος,
γνωσμένη,
γνωσμένον
 
Υπερσυντέλικος
γνώσμην, γνωσο, γνωστο, γνώσμεθα, γνωσθε, γνωσμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...