Corfu town perspective from the new venetian fortress by Giannis
Θουκυδίδη Ιστορία, Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 74 (Κλίση ουσιαστικών – επιθέτων – μετοχών – αντωνυμιών)
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ ἡμέρα
- τῆς ἡμέρας - τῇ ἡμέρᾳ - τήν ἡμέραν - (ὦ) ἡμέρα
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἡμέραι - τῶν ἡμερῶν - ταῖς ἡμέραις - τάς ἡμέρας - (ὦ) ἡμέραι
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ μάχη
- τῆς μάχης - τῇ μάχῃ - τήν μάχην - (ὦ) μάχη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ μάχαι - τῶν μαχῶν - ταῖς μάχαις - τάς μάχας - (ὦ) μάχαι
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ δῆμος - τοῦ δήμου - τῷ δήμῳ - τόν δῆμον - (ὦ) δῆμε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δῆμοι - τῶν δήμων - τοῖς δήμοις - τούς δήμους - (ὦ) δῆμοι
(Μετοχή Αορίστου Β΄ του ρήματος
διαλείπω)
Αρσενικό
ὁ διαλιπών, τοῦ διαλιπόντος, τῷ διαλιπόντι, τόν διαλιπόντα, ὦ διαλιπών
οἱ διαλιπόντες, τῶν διαλιπόντων, τοῖς διαλιποῦσι, τούς διαλιπόντας, ὦ διαλιπόντες
Θηλυκό
ἡ διαλιποῦσα, τῆς διαλιπούσης, τῇ διαλιπούσῃ, τήν διαλιποῦσαν, ὦ διαλιποῦσα
αἱ διαλιποῦσαι, τῶν διαλιπουσῶν, ταῖς διαλιπούσαις, τάς διαλιπούσας, ὦ διαλιποῦσαι
Ουδέτερο
τό διαλιπόν, τοῦ διαλιπόντος, τῷ διαλιπόντι, τό διαλιπόν, ὦ διαλιπόν
τά διαλιπόντα, τῶν διαλιπόντων, τοῖς διαλιποῦσι, τά διαλιπόντα, ὦ διαλιπόντα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
τό χωρίον - τοῦ χωρίου - τῷ χωρίῳ - τό χωρίον - (ὦ) χωρίον
Πληθυντικός αριθμός
τά χωρία - τῶν χωρίων - τοῖς χωρίοις - τά χωρία - (ὦ) χωρία
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ ἰσχύς
- τῆς ἰσχύος - τῇ ἰσχύϊ - τήν ἰσχύν - (ὦ) ἰσχύ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἰσχύες - τῶν ἰσχύων - ταῖς ἰσχύσι(ν) - τάς ἰσχῦς - (ὦ) ἰσχύες
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
τό πλῆθος
- τοῦ πλήθους - τῷ πλήθει - τό πλῆθος - (ὦ) πλῆθος
Πληθυντικός αριθμός
τά πλήθη - τῶν πληθῶν - τοῖς πλήθεσι(ν) - τά πλήθη - (ὦ) πλήθη΄
(Μετοχή Ενεστώτα του ρήματος προέχω)
Αρσενικό
ὁ προύχων, τοῦ προύχοντος, τῷ προύχοντι, τόν προύχοντα, ὦ προύχων
οἱ προύχοντες, τῶν προυχόντων, τοῖς προύχουσι, τούς προύχοντας, ὦ προύχοντες
Θηλυκό
ἡ προύχουσα, τῆς προυχούσης, τῇ προυχούσῃ, τήν προύχουσαν, ὦ προύχουσα
αἱ προύχουσαι, τῶν προυχουσῶν, ταῖς προυχούσαις, τάς προυχούσας, ὦ προύχουσαι
Ουδέτερο
τό προύχον, τοῦ προύχοντος, τῷ προύχοντι, τό προύχον, ὦ προύχον
τά προύχοντα, τῶν προυχόντων, τοῖς προύχουσι, τά προύχοντα, ὦ προύχοντα
Ενικός αριθμός (ανώμαλο)
ἡ γυνή - τῆς γυναικός - τῇ γυναικί - τήν γυναῖκα - (ὦ) γύναι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ γυναῖκες - τῶν γυναικῶν - ταῖς γυναιξί - τάς γυναῖκας - (ὦ) γυναῖκες
Ενικός αριθμός (επαναληπτική αντωνυμία)
αὐτός
- αὐτοῦ - αὐτῷ - αὐτόν
αὐτή - αὐτῆς - αὐτῇ - αὐτήν
αὐτό - αὐτοῦ - αὐτῷ - αὐτό
Πληθυντικός αριθμός
αὐτοί - αὐτῶν - αὐτοῖς - αὐτούς
αὐταί - αὐτῶν - αὐταῖς - αὐτάς
αὐτά - αὐτῶν - αὐτοῖς - αὐτά
(Μετοχή Ενεστώτα του ρήματος βάλλω)
Αρσενικό
ὁ βάλλων, τοῦ βάλλοντος, τῷ βάλλοντι, τόν βάλλοντα, ὦ βάλλων
οἱ βάλλοντες, τῶν βαλλόντων, τοῖς βάλλουσι, τούς βάλλοντας, ὦ βάλλοντες
Θηλυκό
ἡ βάλλουσα, τῆς βαλλούσης, τῇ βαλλούσῃ, τήν βάλλουσαν, ὦ βάλλουσα
αἱ βάλλουσαι, τῶν βαλλουσῶν, ταῖς βαλλούσαις, τάς βαλλούσας, ὦ βάλλουσαι
Ουδέτερο
τό βάλλον, τοῦ βάλλοντος, τῷ βάλλοντι, τό βάλλον, ὦ βάλλον
τά βάλλοντα, τῶν βαλλόντων, τοῖς βάλλουσι, τά βάλλοντα, ὦ βάλλοντα
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ οἰκία
- τῆς οἰκίας - τῇ οἰκίᾳ - τήν οἰκίαν - (ὦ) οἰκία
Πληθυντικός αριθμός
αἱ οἰκίαι - τῶν οἰκιῶν - ταῖς οἰκίαις - τάς οἰκίας - (ὦ) οἰκίαι
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ
κέραμος - τοῦ κεράμου - τῷ κεράμῳ - τόν κέραμον - (ὦ) κέραμε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ κέραμοι - τῶν κεράμων - τοῖς κεράμοις - τούς κεράμους - (ὦ) κέραμοι
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ φύσις - τῆς φύσεως - τῇ φύσει - τήν φύσιν - (ὦ) φύσι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ φύσεις - τῶν φύσεων - ταῖς φύσεσι(ν) - τάς φύσεις - (ὦ) φύσεις
(Μετοχή Ενεστώτα του ρήματος ὑπομένω)
Αρσενικό
ὁ ὑπομένων, τοῦ ὑπομένοντος, τῷ ὑπομένοντι, τόν ὑπομένοντα, ὦ ὑπομένων
οἱ ὑπομένοντες, τῶν ὑπομενόντων, τοῖς ὑπομένουσι, τούς ὑπομένοντας, ὦ ὑπομένοντες
Θηλυκό
ἡ ὑπομένουσα, τῆς ὑπομενούσης, τῇ ὑπομενούσῃ, τήν ὑπομένουσαν, ὦ ὑπομένουσα
αἱ ὑπομένουσαι, τῶν ὑπομενουσῶν, ταῖς ὑπομενούσαις, τάς ὑπομενούσας, ὦ ὑπομένουσαι
Ουδέτερο
τό ὑπομένον, τοῦ ὑπομένοντος, τῷ ὑπομένοντι, τό ὑπομένον, ὦ ὑπομένον
τά ὑπομένοντα, τῶν ὑπομενόντων, τοῖς ὑπομένουσι, τά ὑπομένοντα, ὦ ὑπομένοντα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ
θόρυβος - τοῦ θορύβου - τῷ θορύβῳ - τόν θόρυβον - (ὦ) θόρυβε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ θόρυβοι - τῶν θορύβων - τοῖς θορύβοις - τούς θορύβους - (ὦ) θόρυβοι
(Μετοχή Αορίστου Β΄ του ρήματος
γίγνομαι)
Αρσενικό
ὁ γενόμενος, τοῦ γενομένου, τῷ γενομένῳ, τὸν γενόμενον, (ὦ) γενόμενε
οἱ γενόμενοι, τῶν γενομένων, τοῖς γενομένοις, τούς γενομένους, (ὦ) γενόμενοι
Θηλυκό
ἡ γενομένη, τῆς γενομένης, τῇ γενομένῃ, τήν γενομένην, (ὦ) γενομένη
αἱ γενόμεναι, τῶν γενομένων, ταῖς γενομέναις, τάς γενομένας, (ὦ) γενόμεναι
Ουδέτερο
τό γενόμενον, τοῦ γενομένου, τῷ γενομένῳ, τό γενόμενον, (ὦ) γενόμενον
τά γενόμενα, τῶν γενομένων, τοῖς γενομένοις, τά γενόμενα, (ὦ) γενόμενα
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ τροπή - τῆς τροπῆς - τῇ τροπῇ - τήν τροπήν - (ὦ) τροπή
Πληθυντικός αριθμός
αἱ τροπαί - τῶν τροπῶν - ταῖς τροπαῖς - τάς τροπάς - (ὦ) τροπαί
Ενικός αριθμός (η ώρα αμέσως μετά το μεσημέρι) (α΄
κλίση)
ἡ δείλη - τῆς δείλης - τῇ δείλῃ - τήν δείλην - (ὦ) δείλη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ δεῖλαι - τῶν δειλῶν - ταῖς δείλαις - τάς δείλας - (ὦ) δεῖλαι
Ενικός αριθμός (αυτός που γίνεται αργά) (β΄ κλίση)
ὁ ὄψιος
- τοῦ ὀψίου - τῷ ὀψίῳ - τόν ὄψιον - (ὦ) ὄψιε
ἡ ὀψία - τῆς ὀψίας - τῇ ὀψίᾳ - τήν ὀψίαν - (ὦ) ὀψία
τό ὄψιον - τοῦ ὀψίου - τῷ ὀψίῳ - τό ὄψιον - (ὦ) ὄψιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ὄψιοι - τῶν ὀψίων - τοῖς ὀψίοις - τούς ὀψίους - (ὦ) ὄψιοι
αἱ ὄψιαι - τῶν ὀψίων - ταῖς ὀψίαις - τάς ὀψίας - (ὦ) ὄψιαι
τά ὄψια - τῶν ὀψίων - τοῖς ὀψίοις - τά ὄψια - (ὦ) ὄψια
(Μετοχή Αορίστου του ρήματος δέδοικα)
Αρσενικό
ὁ δείσας, τοῦ δείσαντος, τῷ δείσαντι, τόν δείσαντα, ὦ δείσας
οἱ δείσαντες, τῶν δεισάντων, τοῖς δείσασι, τούς δείσαντας, ὦ δείσαντες
Θηλυκό
ἡ δείσασα, τῆς δεισάσης, τῇ δεισάσῃ, τήν δείσασαν, ὦ δείσασα
αἱ δείσασαι, τῶν δεισασῶν, ταῖς δεισάσαις, τάς δεισάσας, ὦ δείσασαι
Ουδέτερο
τό δεῖσαν, τοῦ δείσαντος, τῷ δείσαντι, τό δεῖσαν, ὦ δεῖσαν
τά δείσαντα, τῶν δεισάντων, τοῖς δείσασι, τά δείσαντα, ὦ δείσαντα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ὀλίγος
- τοῦ ὀλίγου - τῷ ὀλίγῳ - τόν ὀλίγον - (ὦ) ὀλίγε
ἡ ὀλίγη - τῆς ὀλίγης - τῇ ὀλίγῃ - τήν ὀλίγην - (ὦ) ὀλίγη
τό ὀλίγον - τοῦ ὀλίγου - τῷ ὀλίγῳ - τό ὀλίγον - (ὦ) ὀλίγον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ὀλίγοι - τῶν ὀλίγων - τοῖς ὀλίγοις - τούς ὀλίγους - (ὦ) ὀλίγοι
αἱ ὀλίγαι - τῶν ὀλίγων - ταῖς ὀλίγαις - τάς ὀλίγας - (ὦ) ὀλίγαι
τά ὀλίγα - τῶν ὀλίγων - τοῖς ὀλίγοις - τά ὀλίγα - (ὦ) ὀλίγα
Ενικός αριθμός (ναύσταθμος) (β΄ κλίση)
τό
νεώριον - τοῦ νεωρίου - τῷ νεωρίῳ - τό νεώριον - (ὦ) νεώριον
Πληθυντικός αριθμός
τά νεώρια - τῶν νεωρίων - τοῖς νεωρίοις - τά νεώρια - (ὦ) νεώρια
(Μετοχή Αορίστου Β΄ του ρήματος ἐπέρχομαι)
Αρσενικό
ὁ ἐπελθών, τοῦ ἐπελθόντος, τῷ ἐπελθόντι, τόν ἐπελθόντα, ὦ ἐπελθών
οἱ ἐπελθόντες, τῶν ἐπελθόντων, τοῖς ἐπελθοῦσι, τούς ἐπελθόντας, ὦ ἐπελθόντες
Θηλυκό
ἡ ἐπελθοῦσα, τῆς ἐπελθούσης, τῇ ἐπελθούσῃ, τήν ἐπελθοῦσαν, ὦ ἐπελθοῦσα
αἱ ἐπελθοῦσαι, τῶν ἐπελθουσῶν, ταῖς ἐπελθούσαις, τάς ἐπελθούσας, ὦ ἐπελθοῦσαι
Ουδέτερο
τό ἐπελθόν, τοῦ ἐπελθόντος, τῷ ἐπελθόντι, τό ἐπελθόν, ὦ ἐπελθόν
τά ἐπελθόντα, τῶν ἐπελθόντων, τοῖς ἐπελθοῦσι, τά ἐπελθόντα, ὦ ἐπελθόντα
Ενικός αριθμός (προσωπική αντωνυμία)
α΄ πρόσ.: ἐγὼ
- ἐμοῦ, μου - ἐμοί, μοι - ἐμέ, με
β΄ πρόσ.: σὺ - σοῦ, σου - σοί, σοι - σέ, σε
γ΄ πρόσ.: -- - (οὗ) - οἷ, οἱ - (ἓ)
Πληθυντικός αριθμός
α΄ πρόσ.: ἡμεῖς - ἡμῶν - ἡμῖν - ἡμᾶς
β΄ πρόσ.: ὑμεῖς - ὑμῶν - ὑμῖν - ὑμᾶς
γ΄ πρόσ.: (σφεῖς) - (σφῶν) - σφίσι(ν) - (σφᾶς)
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ
κύκλος - τοῦ κύκλου - τῷ κύκλῳ - τόν κύκλον - (ὦ) κύκλε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ κύκλοι - τῶν κύκλων - τοῖς κύκλοις - τούς κύκλους - (ὦ) κύκλοι
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ ἀγορά
- τῆς ἀγορᾶς - τῇ ἀγορᾷ - τήν ἀγοράν - (ὦ) ἀγορά
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἀγοραί - τῶν ἀγορῶν - ταῖς ἀγοραῖς - τάς ἀγοράς - (ὦ) ἀγοραί
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ
ξυνοικία - τῆς ξυνοικίας - τῇ ξυνοικίᾳ - τήν ξυνοικίαν - (ὦ) ξυνοικία
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ξυνοικίαι - τῶν ξυνοικιῶν - ταῖς ξυνοικίαις - τάς ξυνοικίας - (ὦ) ξυνοικίαι
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ἡ ἔφοδος
- τῆς ἐφόδου - τῇ ἐφόδῳ - τήν ἔφοδον - (ὦ) ἔφοδε
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἔφοδοι - τῶν ἐφόδων - ταῖς ἐφόδοις - τάς ἐφόδους - (ὦ) ἔφοδοι
(Μετοχή Ενεστώτα του ρήματος φείδομαι)
Αρσενικό
ὁ φειδόμενος, τοῦ φειδομένου, τῷ φειδομένῳ, τόν φειδόμενον, ὦ φειδόμενε
οἱ φειδόμενοι, τῶν φειδομένων, τοῖς φειδομένοις, τούς φειδομένους, ὦ φειδόμενοι
Θηλυκό
ἡ φειδομένη, τῆς φειδομένης, τῇ φειδομένῃ, τήν φειδομένην, ὦ φειδομένη
αἱ φειδόμεναι, τῶν φειδομένων, ταῖς φειδομέναις, τάς φειδομένας, ὦ φειδόμεναι
Ουδέτερο
τό φειδόμενον, τοῦ φειδομένου, τῷ φειδομένῳ, τό φειδόμενον, ὦ φειδόμενον
τά φειδόμενα, τῶν φειδομένων, τοῖς φειδομένοις, τά φειδόμενα, ὦ φειδόμενα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἀλλότριος - τοῦ ἀλλοτρίου - τῷ ἀλλοτρίῳ - τόν ἀλλότριον - (ὦ) ἀλλότριε
ἡ ἀλλοτρία - τῆς ἀλλοτρίας - τῇ ἀλλοτρίᾳ - τήν ἀλλοτρίαν - (ὦ) ἀλλοτρία
τό ἀλλότριον - τοῦ ἀλλοτρίου - τῷ ἀλλοτρίῳ - τό ἀλλότριον - (ὦ) ἀλλότριον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀλλότριοι - τῶν ἀλλοτρίων - τοῖς ἀλλοτρίοις - τούς ἀλλοτρίους - (ὦ) ἀλλότριοι
αἱ ἀλλότριαι - τῶν ἀλλοτρίων - ταῖς ἀλλοτρίαις - τάς ἀλλοτρίας - (ὦ) ἀλλότριαι
τά ἀλλότρια - τῶν ἀλλοτρίων - τοῖς ἀλλοτρίοις - τά ἀλλότρια - (ὦ) ἀλλότρια
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ οἰκεῖος - τοῦ οἰκείου - τῷ οἰκείῳ - τόν οἰκεῖον - (ὦ) οἰκεῖε
ἡ οἰκεία - τῆς οἰκείας - τῇ οἰκείᾳ - τήν οἰκείαν - (ὦ) οἰκεία
τό οἰκεῖον - τοῦ οἰκείου - τῷ οἰκείῳ - τό οἰκεῖον - (ὦ) οἰκεῖον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ οἰκεῖοι - τῶν οἰκείων - τοῖς οἰκείοις - τούς οἰκείους - (ὦ) οἰκεῖοι
αἱ οἰκεῖαι - τῶν οἰκείων - ταῖς οἰκείαις - τάς οἰκείας - (ὦ) οἰκεῖαι
τά οἰκεῖα - τῶν οἰκείων - τοῖς οἰκείοις - τά οἰκεῖα - (ὦ) οἰκεῖα
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
τό
χρῆμα - τοῦ χρήματος - τῷ χρήματι - τό χρῆμα - (ὦ) χρῆμα
Πληθυντικός αριθμός
τά χρήματα - τῶν χρημάτων - τοῖς χρήμασι(ν) - τά χρήματα - (ὦ) χρήματα
Ενικός αριθμός (ανώμαλο επίθετο)
ὁ πολύς - τοῦ πολλοῦ - τῷ πολλῷ - τόν πολύν - (ὦ) πολύ
ἡ πολλή - τῆς πολλῆς - τῇ πολλῇ - τήν πολλήν - (ὦ) πολλή
τό πολύ - τοῦ πολλοῦ - τῷ πολλῷ - τό πολύ - (ὦ) πολύ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πολλοί - τῶν πολλῶν - τοῖς πολλοῖς - τούς πολλούς - (ὦ) πολλοί
αἱ πολλαί - τῶν πολλῶν - ταῖς πολλαῖς - τάς πολλάς - (ὦ) πολλαί
τά
πολλά - τῶν πολλῶν - τοῖς πολλοῖς - τά πολλά - (ὦ) πολλά
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἡ ἔμπορος - τοῦ τῆς ἐμπόρου - τῷ τῇ ἐμπόρῳ - τὸν τὴν ἔμπορον - (ὦ) ἔμπορε
τό ἔμπορον - τοῦ ἐμπορου - τῷ ἐμπόρῳ - τό ἔμπορον - (ὦ) ἔμπορον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἔμποροι - τῶν ἐμπόρων - τοῖς ταῖς ἐμπόροις - τοὺς τὰς ἐμπόρους - (ὦ) ἔμποροι
τά ἔμπορα - τῶν ἐμπόρων - τοῖς ἐμπόροις - τά ἔμπορα - (ὦ) ἔμπορα
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ πόλις - τῆς πόλεως - τῇ πόλει - τήν πόλιν - (ὦ) πόλι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ πόλεις - τῶν πόλεων - ταῖς πόλεσι(ν) - τάς πόλεις - (ὦ) πόλεις
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
πᾶς,
παντός, παντί, πάντα, πᾶς
πᾶσα, πάσης, πάσῃ, πᾶσαν, πᾶσα
πᾶν, παντός, παντί, πᾶν, πᾶν
Πληθυντικός αριθμός
πάντες, πάντων, πᾶσι, πάντας, πάντες
πᾶσαι, πασῶν, πάσαις, πάσας, πᾶσαι
πάντα, πάντων, πᾶσι, πάντα, πάντα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἄνεμος
- τοῦ ἀνέμου - τῷ ἀνέμῳ - τόν ἄνεμον - (ὦ) ἄνεμε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἄνεμοι - τῶν ἀνέμων - τοῖς ἀνέμοις - τούς ἀνέμους - (ὦ) ἄνεμοι
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ φλόξ - τῆς φλογός - τῇ φλογί - τήν φλόγα - (ὦ) φλόξ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ φλόγες - τῶν φλογῶν - ταῖς φλοξί(ν) - τάς φλόγας - (ὦ) φλόγες
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἡ ἐπίφορος - τοῦ τῆς ἐπιφόρου - τῷ τῇ ἐπιφόρῳ - τὸν τὴν ἐπίφορον - (ὦ) ἐπίφορε
τό ἐπίφορον - τοῦ ἐπιφόρου - τῷ ἐπιφόρῳ - τό ἐπίφορον - (ὦ) ἐπίφορον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἐπίφοροι - τῶν ἐπιφόρων - τοῖς ταῖς ἐπιφόροις - τοὺς τὰς ἐπιφόρους - (ὦ) ἐπίφοροι
τά ἐπίφορα - τῶν ἐπιφόρων - τοῖς ἐπιφόροις - τά ἐπίφορα - (ὦ) ἐπίφορα
(Μετοχή Αορίστου του ρήματος παύομαι)
Αρσενικό
ὁ παυσάμενος, τοῦ παυσαμένου, τῷ παυσαμένῳ, τόν παυσάμενον, ὦ παυσάμενε
οἱ παυσάμενοι, τῶν παυσαμένων, τοῖς παυσαμένοις, τούς παυσαμένους, ὦ παυσάμενοι
Θηλυκό
ἡ παυσαμένη, τῆς παυσαμένης, τῇ παυσαμένῃ, τήν παυσαμένην, ὦ παυσαμένη
αἱ παυσάμεναι, τῶν παυσαμένων, ταῖς παυσαμέναις, τάς παυσαμένας, ὦ παυσάμεναι
Ουδέτερο
τό παυσάμενον, τοῦ παυσαμένου, τῷ παυσαμένῳ, τό παυσάμενον, ὦ παυσάμενον
τά παυσάμενα, τῶν παυσαμένων, τοῖς παυσαμένοις, τά παυσάμενα, ὦ παυσάμενα
Ενικός αριθμός (αόριστη επιμεριστική αντωνυμία)
ἑκάτερος - ἑκατέρου - ἑκατέρῳ - ἑκάτερον
ἑκατέρα - ἑκατέρας - ἑκατέρᾳ - ἑκατέραν
ἑκάτερον - ἑκατέρου - ἑκατέρῳ - ἑκάτερον
Πληθυντικός αριθμός
ἑκάτεροι - ἑκατέρων - ἑκατέροις - ἑκατέρους
ἑκάτεραι - ἑκατέρων - ἑκατέραις - ἑκατέρας
ἑκάτερα - ἑκατέρων - ἑκατέροις - ἑκάτερα
(Μετοχή Αορίστου του ρήματος ἡσυχάζω)
Αρσενικό
ὁ ἡσυχάσας, τοῦ ἡσυχάσαντος, τῷ ἡσυχάσαντι, τόν ἡσυχάσαντα, ὦ ἡσυχάσας
οἱ ἡσυχάσαντες, τῶν ἡσυχασάντων, τοῖς ἡσυχάσασι, τούς ἡσυχάσαντας, ὦ ἡσυχάσαντες
Θηλυκό
ἡ ἡσυχάσασα, τῆς ἡσυχασάσης, τῇ ἡσυχασάσῃ, τήν ἡσυχάσασαν, ὦ ἡσυχάσασα
αἱ ἡσυχάσασαι, τῶν ἡσυχασασῶν, ταῖς ἡσυχασάσαις, τάς ἡσυχασάσας, ὦ ἡσυχάσασαι
Ουδέτερο
τό ἡσυχάσαν, τοῦ ἡσυχάσαντος, τῷ ἡσυχάσαντι, τό ἡσυχάσαν, ὦ ἡσυχάσαν
τά ἡσυχάσαντα, τῶν ἡσυχασάντων, τοῖς ἡσυχάσασι, τά ἡσυχάσαντα, ὦ ἡσυχάσαντα
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ νύξ - τῆς νυκτός - τῇ νυκτί - τήν νύκτα - (ὦ) νύξ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νύκτες - τῶν νυκτῶν - ταῖς νυξί(ν) - τάς νύκτας - (ὦ) νύκτες
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ φυλακή - τῆς φυλακῆς - τῇ φυλακῇ - τήν φυλακήν - (ὦ) φυλακή
Πληθυντικός αριθμός
αἱ φυλακαί - τῶν φυλακῶν - ταῖς φυλακαῖς - τάς φυλακάς - (ὦ) φυλακαί
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ
Κορίνθιος - τοῦ Κορινθίου - τῷ Κορινθίῳ - τόν Κορίνθιον - (ὦ) Κορίνθιε
ἡ Κορινθία - τῆς Κορινθίας - τῇ Κορινθίᾳ - τήν Κορινθίαν - (ὦ) Κορινθία
τό Κορίνθιον - τοῦ Κορινθίου - τῷ Κορινθίῳ - τό Κορίνθιον - (ὦ) Κορίνθιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ Κορίνθιοι - τῶν Κορινθίων - τοῖς Κορινθίοις - τούς Κορινθίους - (ὦ) Κορίνθιοι
αἱ Κορίνθιαι - τῶν Κορινθίων - ταῖς Κορινθίαις - τάς Κορινθίας - (ὦ) Κορίνθιαι
τά Κορίνθια - τῶν Κορινθίων - τοῖς Κορινθίοις - τά Κορίνθια - (ὦ) Κορίνθια
Ενικός αριθμός (ανώμαλο ουσιαστικό)
ἡ ναῦς
- τῆς νεώς - τῇ νηί - τήν ναῦν - (ὦ) ναῦ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νῆες - τῶν νεῶν - ταῖς ναυσί(ν) - τάς ναῦς - (ὦ) νῆες
(Μετοχή Παρακειμένου του ρήματος
κρατέω-ῶ)
Αρσενικό
ὁ κεκρατηκώς, τοῦ κεκρατηκότος, τῷ κεκρατηκότι, τόν κεκρατηκότα, ὦ κεκρατηκώς
οἱ κεκρατηκότες, τῶν κεκρατηκότων, τοῖς κεκρατηκόσι, τούς κεκρατηκότας, ὦ κεκρατηκότες
Θηλυκό
ἡ κεκρατηκυῖα, τῆς κεκρατηκυίας, τῇ κεκρατηκυίᾳ, τήν κεκρατηκυῖαν, ὦ κεκρατηκυῖα
αἱ κεκρατηκυῖαι, τῶν κεκρατηκυιῶν, ταῖς κεκρατηκυίαις, τάς κεκρατηκυίας, ὦ κεκρατηκυῖαι
Ουδέτερο
τό κεκρατηκός, τοῦ κεκρατηκότος, τῷ κεκρατηκότι, τό κεκρατηκός, ὦ κεκρατηκός
τά κεκρατηκότα, τῶν κεκρατηκότων, τοῖς κεκρατηκόσι, τά κεκρατηκότα, ὦ κεκρατηκότα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἐπίκουρος - τοῦ ἐπικούρου - τῷ ἐπικούρῳ - τόν ἐπίκουρον - (ὦ) ἐπίκουρε
τό ἐπίκουρον - τοῦ ἐπικούρου - τῷ ἐπικούρῳ - τό ἐπίκουρον - (ὦ) ἐπίκουρον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἐπίκουροι - τῶν ἐπικούρων - τοῖς ἐπικούροις - τούς ἐπικούρους - (ὦ) ἐπίκουροι
τά ἐπίκουρα - τῶν ἐπικούρων - τοῖς ἐπικούροις - τά ἐπίκουρα - (ὦ) ἐπίκουρα
Ενικός αριθμός
ἡ ἤπειρος - τῆς ἠπείρου - τῇ ἠπείρῳ - τήν ἤπειρον - (ὦ) ἤπειρε
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἤπειροι - τῶν ἠπείρων - ταῖς ἠπείροις - τάς ἠπείρους - (ὦ) ἤπειροι
(Μετοχή Αορίστου Β΄ του ρήματος λανθάνω)
Αρσενικό
ὁ λαθών, τοῦ λαθόντος, τῷ λαθόντι, τόν λαθόντα, ὦ λαθών
οἱ λαθόντες, τῶν λαθόντων, τοῖς λαθοῦσι, τούς λαθόντας, ὦ λαθόντες
Θηλυκό
ἡ λαθοῦσα, τῆς λαθούσης, τῇ λαθούσῃ, τήν λαθοῦσαν, ὦ λαθοῦσα
αἱ λαθοῦσαι, τῶν λαθουσῶν, ταῖς λαθούσαις, τάς λαθούσας, ὦ λαθοῦσαι
Ουδέτερο
τό λαθόν, τοῦ λαθόντος, τῷ λαθόντι, τό λαθόν, ὦ λαθόν
τά λαθόντα, τῶν λαθόντων, τοῖς λαθοῦσι, τά λαθόντα, ὦ λαθόντα
Θουκυδίδη Ιστορία, Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 74 (Κλίση ουσιαστικών – επιθέτων – μετοχών – αντωνυμιών)
αἱ ἡμέραι - τῶν ἡμερῶν - ταῖς ἡμέραις - τάς ἡμέρας - (ὦ) ἡμέραι
αἱ μάχαι - τῶν μαχῶν - ταῖς μάχαις - τάς μάχας - (ὦ) μάχαι
ὁ δῆμος - τοῦ δήμου - τῷ δήμῳ - τόν δῆμον - (ὦ) δῆμε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δῆμοι - τῶν δήμων - τοῖς δήμοις - τούς δήμους - (ὦ) δῆμοι
Αρσενικό
ὁ διαλιπών, τοῦ διαλιπόντος, τῷ διαλιπόντι, τόν διαλιπόντα, ὦ διαλιπών
ἡ διαλιποῦσα, τῆς διαλιπούσης, τῇ διαλιπούσῃ, τήν διαλιποῦσαν, ὦ διαλιποῦσα
τό διαλιπόν, τοῦ διαλιπόντος, τῷ διαλιπόντι, τό διαλιπόν, ὦ διαλιπόν
Πληθυντικός αριθμός
τά χωρία - τῶν χωρίων - τοῖς χωρίοις - τά χωρία - (ὦ) χωρία
αἱ ἰσχύες - τῶν ἰσχύων - ταῖς ἰσχύσι(ν) - τάς ἰσχῦς - (ὦ) ἰσχύες
τά πλήθη - τῶν πληθῶν - τοῖς πλήθεσι(ν) - τά πλήθη - (ὦ) πλήθη΄
Αρσενικό
ὁ προύχων, τοῦ προύχοντος, τῷ προύχοντι, τόν προύχοντα, ὦ προύχων
ἡ προύχουσα, τῆς προυχούσης, τῇ προυχούσῃ, τήν προύχουσαν, ὦ προύχουσα
τό προύχον, τοῦ προύχοντος, τῷ προύχοντι, τό προύχον, ὦ προύχον
αἱ γυναῖκες - τῶν γυναικῶν - ταῖς γυναιξί - τάς γυναῖκας - (ὦ) γυναῖκες
Πληθυντικός αριθμός
αὐτοί - αὐτῶν - αὐτοῖς - αὐτούς
Αρσενικό
ὁ βάλλων, τοῦ βάλλοντος, τῷ βάλλοντι, τόν βάλλοντα, ὦ βάλλων
ἡ βάλλουσα, τῆς βαλλούσης, τῇ βαλλούσῃ, τήν βάλλουσαν, ὦ βάλλουσα
τό βάλλον, τοῦ βάλλοντος, τῷ βάλλοντι, τό βάλλον, ὦ βάλλον
αἱ οἰκίαι - τῶν οἰκιῶν - ταῖς οἰκίαις - τάς οἰκίας - (ὦ) οἰκίαι
Πληθυντικός αριθμός
οἱ κέραμοι - τῶν κεράμων - τοῖς κεράμοις - τούς κεράμους - (ὦ) κέραμοι
αἱ φύσεις - τῶν φύσεων - ταῖς φύσεσι(ν) - τάς φύσεις - (ὦ) φύσεις
ὁ ὑπομένων, τοῦ ὑπομένοντος, τῷ ὑπομένοντι, τόν ὑπομένοντα, ὦ ὑπομένων
ἡ ὑπομένουσα, τῆς ὑπομενούσης, τῇ ὑπομενούσῃ, τήν ὑπομένουσαν, ὦ ὑπομένουσα
τό ὑπομένον, τοῦ ὑπομένοντος, τῷ ὑπομένοντι, τό ὑπομένον, ὦ ὑπομένον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ θόρυβοι - τῶν θορύβων - τοῖς θορύβοις - τούς θορύβους - (ὦ) θόρυβοι
Αρσενικό
ὁ γενόμενος, τοῦ γενομένου, τῷ γενομένῳ, τὸν γενόμενον, (ὦ) γενόμενε
ἡ γενομένη, τῆς γενομένης, τῇ γενομένῃ, τήν γενομένην, (ὦ) γενομένη
τό γενόμενον, τοῦ γενομένου, τῷ γενομένῳ, τό γενόμενον, (ὦ) γενόμενον
αἱ τροπαί - τῶν τροπῶν - ταῖς τροπαῖς - τάς τροπάς - (ὦ) τροπαί
αἱ δεῖλαι - τῶν δειλῶν - ταῖς δείλαις - τάς δείλας - (ὦ) δεῖλαι
οἱ ὄψιοι - τῶν ὀψίων - τοῖς ὀψίοις - τούς ὀψίους - (ὦ) ὄψιοι
Αρσενικό
ὁ δείσας, τοῦ δείσαντος, τῷ δείσαντι, τόν δείσαντα, ὦ δείσας
ἡ δείσασα, τῆς δεισάσης, τῇ δεισάσῃ, τήν δείσασαν, ὦ δείσασα
τό δεῖσαν, τοῦ δείσαντος, τῷ δείσαντι, τό δεῖσαν, ὦ δεῖσαν
οἱ ὀλίγοι - τῶν ὀλίγων - τοῖς ὀλίγοις - τούς ὀλίγους - (ὦ) ὀλίγοι
Πληθυντικός αριθμός
τά νεώρια - τῶν νεωρίων - τοῖς νεωρίοις - τά νεώρια - (ὦ) νεώρια
ὁ ἐπελθών, τοῦ ἐπελθόντος, τῷ ἐπελθόντι, τόν ἐπελθόντα, ὦ ἐπελθών
ἡ ἐπελθοῦσα, τῆς ἐπελθούσης, τῇ ἐπελθούσῃ, τήν ἐπελθοῦσαν, ὦ ἐπελθοῦσα
τό ἐπελθόν, τοῦ ἐπελθόντος, τῷ ἐπελθόντι, τό ἐπελθόν, ὦ ἐπελθόν
α΄ πρόσ.: ἡμεῖς - ἡμῶν - ἡμῖν - ἡμᾶς
Πληθυντικός αριθμός
οἱ κύκλοι - τῶν κύκλων - τοῖς κύκλοις - τούς κύκλους - (ὦ) κύκλοι
αἱ ἀγοραί - τῶν ἀγορῶν - ταῖς ἀγοραῖς - τάς ἀγοράς - (ὦ) ἀγοραί
αἱ ξυνοικίαι - τῶν ξυνοικιῶν - ταῖς ξυνοικίαις - τάς ξυνοικίας - (ὦ) ξυνοικίαι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἔφοδοι - τῶν ἐφόδων - ταῖς ἐφόδοις - τάς ἐφόδους - (ὦ) ἔφοδοι
Αρσενικό
ὁ φειδόμενος, τοῦ φειδομένου, τῷ φειδομένῳ, τόν φειδόμενον, ὦ φειδόμενε
ἡ φειδομένη, τῆς φειδομένης, τῇ φειδομένῃ, τήν φειδομένην, ὦ φειδομένη
τό φειδόμενον, τοῦ φειδομένου, τῷ φειδομένῳ, τό φειδόμενον, ὦ φειδόμενον
οἱ ἀλλότριοι - τῶν ἀλλοτρίων - τοῖς ἀλλοτρίοις - τούς ἀλλοτρίους - (ὦ) ἀλλότριοι
οἱ οἰκεῖοι - τῶν οἰκείων - τοῖς οἰκείοις - τούς οἰκείους - (ὦ) οἰκεῖοι
τά χρήματα - τῶν χρημάτων - τοῖς χρήμασι(ν) - τά χρήματα - (ὦ) χρήματα
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πολλοί - τῶν πολλῶν - τοῖς πολλοῖς - τούς πολλούς - (ὦ) πολλοί
οἱ αἱ ἔμποροι - τῶν ἐμπόρων - τοῖς ταῖς ἐμπόροις - τοὺς τὰς ἐμπόρους - (ὦ) ἔμποροι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ πόλεις - τῶν πόλεων - ταῖς πόλεσι(ν) - τάς πόλεις - (ὦ) πόλεις
Πληθυντικός αριθμός
πάντες, πάντων, πᾶσι, πάντας, πάντες
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἄνεμοι - τῶν ἀνέμων - τοῖς ἀνέμοις - τούς ἀνέμους - (ὦ) ἄνεμοι
αἱ φλόγες - τῶν φλογῶν - ταῖς φλοξί(ν) - τάς φλόγας - (ὦ) φλόγες
οἱ αἱ ἐπίφοροι - τῶν ἐπιφόρων - τοῖς ταῖς ἐπιφόροις - τοὺς τὰς ἐπιφόρους - (ὦ) ἐπίφοροι
Αρσενικό
ὁ παυσάμενος, τοῦ παυσαμένου, τῷ παυσαμένῳ, τόν παυσάμενον, ὦ παυσάμενε
ἡ παυσαμένη, τῆς παυσαμένης, τῇ παυσαμένῃ, τήν παυσαμένην, ὦ παυσαμένη
τό παυσάμενον, τοῦ παυσαμένου, τῷ παυσαμένῳ, τό παυσάμενον, ὦ παυσάμενον
ἑκάτεροι - ἑκατέρων - ἑκατέροις - ἑκατέρους
ὁ ἡσυχάσας, τοῦ ἡσυχάσαντος, τῷ ἡσυχάσαντι, τόν ἡσυχάσαντα, ὦ ἡσυχάσας
ἡ ἡσυχάσασα, τῆς ἡσυχασάσης, τῇ ἡσυχασάσῃ, τήν ἡσυχάσασαν, ὦ ἡσυχάσασα
τό ἡσυχάσαν, τοῦ ἡσυχάσαντος, τῷ ἡσυχάσαντι, τό ἡσυχάσαν, ὦ ἡσυχάσαν
αἱ νύκτες - τῶν νυκτῶν - ταῖς νυξί(ν) - τάς νύκτας - (ὦ) νύκτες
αἱ φυλακαί - τῶν φυλακῶν - ταῖς φυλακαῖς - τάς φυλακάς - (ὦ) φυλακαί
Πληθυντικός αριθμός
οἱ Κορίνθιοι - τῶν Κορινθίων - τοῖς Κορινθίοις - τούς Κορινθίους - (ὦ) Κορίνθιοι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νῆες - τῶν νεῶν - ταῖς ναυσί(ν) - τάς ναῦς - (ὦ) νῆες
ὁ κεκρατηκώς, τοῦ κεκρατηκότος, τῷ κεκρατηκότι, τόν κεκρατηκότα, ὦ κεκρατηκώς
ἡ κεκρατηκυῖα, τῆς κεκρατηκυίας, τῇ κεκρατηκυίᾳ, τήν κεκρατηκυῖαν, ὦ κεκρατηκυῖα
τό κεκρατηκός, τοῦ κεκρατηκότος, τῷ κεκρατηκότι, τό κεκρατηκός, ὦ κεκρατηκός
οἱ ἐπίκουροι - τῶν ἐπικούρων - τοῖς ἐπικούροις - τούς ἐπικούρους - (ὦ) ἐπίκουροι
ἡ ἤπειρος - τῆς ἠπείρου - τῇ ἠπείρῳ - τήν ἤπειρον - (ὦ) ἤπειρε
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἤπειροι - τῶν ἠπείρων - ταῖς ἠπείροις - τάς ἠπείρους - (ὦ) ἤπειροι
Αρσενικό
ὁ λαθών, τοῦ λαθόντος, τῷ λαθόντι, τόν λαθόντα, ὦ λαθών
ἡ λαθοῦσα, τῆς λαθούσης, τῇ λαθούσῃ, τήν λαθοῦσαν, ὦ λαθοῦσα
τό λαθόν, τοῦ λαθόντος, τῷ λαθόντι, τό λαθόν, ὦ λαθόν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου