Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὄμνυμι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὄμνυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Frank Dicksee
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μνυμι»
 
[μνυμι: ορκίζομαι]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μνυμι, μνυς, μνυσι, μνυμεν, μνυτε, μνύασι(ν)
Υποτακτική
μνύω, μνύς, μνύ, μνύωμεν, μνύητε, μνύωσι(ν)
Ευκτική
μνύοιμι, μνύοις, μνύοι, μνύοιμεν, μνύοιτε, μνύοιεν
Προστακτική
---, μνυ, μνύτω, ---, μνυτε, μνύντων (ή μνύτωσαν)
Απαρέμφατο
μνύναι
Μετοχή
μνύς, μνσα, μνύν
 
Παρατατικός
Οριστική
μνυν, μνυς, μνυ, μνυμεν, μνυτε, μνυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
μομαι, μ ή με, μεται, μομεθα, μεσθε, μονται
Ευκτική
μοίμην, μοο, μοτο, μοίμεθα, μοσθε, μοντο
Απαρέμφατο
μεσθαι
Μετοχή
μούμενος
μουμένη
μούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μοσα, μοσας, μοσε(ν), μόσαμεν, μόσατε, μοσαν
Υποτακτική
μόσω, μόσς, μόσ, μόσωμεν, μόσητε, μόσωσι(ν)
Ευκτική
μόσαιμι, μόσαις ή μόσειας, μόσαι ή μόσαιε(ν) μόσαιμεν, μόσαιτε, μόσαιεν ή μόσειαν
Προστακτική
---, μοσον, μοσάτω, ---, μόσατε, μοσάντων (ή μοσάτωσαν)
Απαρέμφατο
μόσαι
Μετοχή
μόσας, μόσασα, μόσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μώμοκα, μώμοκας, μώμοκε, μωμόκαμεν, μωμόκατε, μωμόκασι(ν)
 
Υποτακτική
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός ς
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα μεν
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα τε
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα σι
 
Ευκτική
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός εην
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός εης
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός εη
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα εημεν (εμεν)
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα εητε (ετε)
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός σθι
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός στω
---
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα στε
μωμοκότες- μωμοκυαι- μωμοκότα στων
 
Απαρέμφατο
μωμοκέναι
Μετοχή
μωμοκώς- μωμοκυα- μωμοκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μωμόκειν, μωμόκεις, μωμόκει, μωμόκεμεν, μωμόκετε, μωμόκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μνυμαι, μνυσαι, μνυται, μνύμεθα, μνυσθε, μνυνται
Υποτακτική
μνύωμαι, μνύ, μνύηται, μνυώμεθα, μνύησθε, μνύωνται
Ευκτική
μνυοίμην, μνύοιο, μνύοιτο, μνυοίμεθα, μνύοισθε, μνύοιντο
Προστακτική
---, μνυσο, μνύσθω, ---, μνυσθε, μνύσθων ή μνύσθωσαν
Απαρέμφατο
μνυσθαι
Μετοχή
μνύμενος
μνυμένη
μνύμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μνύμην, μνυσο, μνυτο, μνύμεθα, μνυσθε, μνυντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μοσθήσομαι, μοσθήσ ή μοσθήσει, μοσθήσεται, μοσθησόμεθα, μοσθήσεσθε, μοσθήσονται
Ευκτική
μοσθησοίμην, μοσθήσοιο, μοσθήσοιτο, μοσθησοίμεθα, μοσθήσοισθε, μοσθήσοιντο
Απαρέμφατο
μοσθήσεσθαι
Μετοχή
μοσθησόμενος
μοσθησομένη
μοσθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μοσάμην, μόσω, μόσατο, μοσάμεθα, μόσασθε, μόσαντο
Υποτακτική
μόσωμαι, μόσ, μόσηται, μοσώμεθα, μόσησθε, μόσωνται
Ευκτική
μοσαίμην, μόσαιο, μόσαιτο, μοσαίμεθα, μόσαισθε, μόσαιντο
Προστακτική
---, μοσαι, μοσάσθω, ---, μόσασθε, μοσάσθων ή μοσάσθωσαν
Απαρέμφατο
μόσασθαι
Μετοχή
μοσάμενος
μοσαμένη
μοσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
μόσθην, μόσθης, μόσθη, μόσθημεν, μόσθητε, μόσθησαν
Υποτακτική
μοσθ, μοσθς, μοσθ, μοσθμεν, μοσθτε, μοσθσι(ν)
Ευκτική
μοσθείην, μοσθείης, μοσθείη, μοσθείημεν ή μοσθεμεν, μοσθείητε ή μοσθετε, μοσθείησαν ή μοσθεεν
Προστακτική
---, μόσθητι, μοσθήτω, ---, μόσθητε, μοσθέντων ή μοσθήτωσαν
Απαρέμφατο
μοσθναι
Μετοχή
μοσθείς
μοσθεσα
μοσθέν
 
Παρακείμενος
μόνο: μώμο(σ)ται
(πβ. μώμοσται Ζεύς = έχει γίνει όρκος στ’ όνομα του Δία)
 
Υπερσυντέλικος
μόνο: μώμο(σ)το

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...