Martha Suherman
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρέφω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρέφω, τρέφεις, τρέφει, τρέφομεν, τρέφετε, τρέφουσι(ν)
Υποτακτική
τρέφω, τρέφῃς, τρέφῃ, τρέφωμεν, τρέφητε, τρέφωσι(ν)
Ευκτική
τρέφοιμι, τρέφοις, τρέφοι, τρέφοιμεν, τρέφοιτε, τρέφοιεν
Προστακτική
---, τρέφε, τρεφέτω, ---, τρέφετε, τρεφόντων (ή τρεφέτωσαν)
Απαρέμφατο
τρέφειν
Μετοχή
τρέφων, τρέφουσα, τρέφον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτρεφον, ἔτρεφες, ἔτρεφε, ἐτρέφομεν, ἐτρέφετε, ἔτρεφον
Μέλλοντας
Οριστική
θρέψω, θρέψεις, θρέψει, θρέψομεν, θρέψετε, θρέψουσι(ν)
Ευκτική
θρέψοιμι, θρέψοις, θρέψοι, θρέψοιμεν, θρέψοιτε, θρέψοιεν
Απαρέμφατο
θρέψειν
Μετοχή
θρέψων, θρέψουσα, θρέψον
Αόριστος
Οριστική
ἔθρεψα, ἔθρεψας, ἔθρεψε(ν), ἐθρέψαμεν, ἐθρέψατε, ἔθρεψαν
Υποτακτική
θρέψω, θρέψῃς, θρέψῃ, θρέψωμεν, θρέψητε, θρέψωσι(ν)
Ευκτική
θρέψαιμι, θρέψαις ή θρέψειας, θρέψαι ή θρέψειε(ν), θρέψαιμεν, θρέψαιτε, θρέψαιεν ή θρέψειαν
Προστακτική
---, θρέψον, θρεψάτω, ---, θρέψατε, θρεψάντων (ή θρεψάτωσαν)
Απαρέμφατο
θρέψαι
Μετοχή
θρέψας, θρέψασα, θρέψαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέτροφα, τέτροφας, τέτροφε, τετρόφαμεν, τετρόφατε, τετρόφασι(ν)
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρέφομαι, τρέφῃ ή τρέφει, τρέφεται, τρεφόμεθα, τρέφεσθε, τρέφονται
Υποτακτική
τρέφωμαι, τρέφῃ, τρέφηται, τρεφώμεθα, τρέφησθε, τρέφωνται
Ευκτική
τρεφοίμην, τρέφοιο, τρέφοιτο, τρεφοίμεθα, τρέφοισθε, τρέφοιντο
Προστακτική
---, τρέφου, τρεφέσθω, ---, τρέφεσθε, τρεφέσθων ή τρεφέσθωσαν
Απαρέμφατο
τρέφεσθαι
Μετοχή
τρεφόμενος
τρεφομένη
τρεφόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτρεφόμην, ἐτρέφου, ἐτρέφετο, ἐτρεφόμεθα, ἐτρέφεσθε, ἐτρέφοντο
Μέλλοντας
Οριστική
θρέψομαι, θρέψῃ ή θρέψει, θρέψεται, θρεψόμεθα, θρέψεσθε, θρέψονται
Ευκτική
θρεψοίμην, θρέψοιο, θρέψοιτο, θρεψοίμεθα, θρέψοισθε, θρέψοιντο
Απαρέμφατο
θρέψεσθαι
Μετοχή
θρεψόμενος
θρεψομένη
θρεψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τραφήσομαι, τραφήσῃ ή τραφήσει, τραφήσεται, τραφησόμεθα, τραφήσεσθε, τραφήσονται
Ευκτική
τραφησοίμην, τραφήσοιο, τραφήσοιτο, τραφησοίμεθα, τραφήσοισθε, τραφήσοιντο
Απαρέμφατο
τραφήσεσθαι
Μετοχή
τραφησόμενος
τραφησομένη
τραφησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐθρεψάμην, ἐθρέψω, ἐθρέψατο, ἐθρεψάμεθα, ἐθρέψασθε, ἐθρέψαντο
Υποτακτική
θρέψωμαι, θρέψῃ, θρέψηται, θρεψώμεθα, θρέψησθε, θρέψωνται
Ευκτική
θρεψαίμην, θρέψαιο, θρέψαιτο, θρεψαίμεθα, θρέψαισθε, θρέψαιντο
Προστακτική
---, θρέψαι, θρεψάσθω, ---, θρέψασθε, θρεψάσθων ή θρεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
θρέψασθαι
Μετοχή
θρεψάμενος
θρεψαμένη
θρεψάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐθρέφθην, ἐθρέφθης, ἐθρέφθη, ἐθρέφθημεν, ἐθρέφθητε, ἐθρέφθησαν
Υποτακτική
θρεφθῶ, θρεφθῇς, θρεφθῇ, θρεφθῶμεν, θρεφθῆτε, θρεφθῶσι(ν)
Ευκτική
θρεφθείην, θρεφθείης, θρεφθείη, θρεφθείημεν ή θρεφθεῖμεν, θρεφθείητε ή θρεφθεῖτε, θρεφθείησαν ή θρεφθεῖεν
Προστακτική
---, θρέφθητι, θρεφθήτω, ---, θρέφθητε, θρεφθέντων ή θρεφθήτωσαν
Απαρέμφατο
θρεφθῆναι
Μετοχή
θρεφθείς
θρεφθεῖσα
θρεφθέν
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐτράφην, ἐτράφης, ἐτράφη, ἐτράφημεν, ἐτράφητε, ἐτράφησαν
Υποτακτική
τραφῶ, τραφῇς, τραφῇ, τραφῶμεν, τραφῆτε, τραφῶσι(ν)
Ευκτική
τραφείην, τραφείης, τραφείη, τραφείημεν ή τραφεῖμεν, τραφείητε ή τραφεῖτε, τραφείησαν ή τραφεῖεν
Προστακτική
---, τράφηθι, τραφήτω, ---, τράφητε, τραφέντων ή τραφήτωσαν
Απαρέμφατο
τραφῆναι
Μετοχή
τραφείς
τραφεῖσα
τραφέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραμμαι, τέθραψαι, τέθραπται, τεθράμμεθα, τέθραφθε, τεθραμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον ὦ
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον ᾖς
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον ᾖ
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα ὦμεν
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα ἦτε
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα ὦσι
Ευκτική
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον εἴην
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον εἴης
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον εἴη
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα εἴημεν (εἶμεν)
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα εἴητε (εἶτε)
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, τέθραψο, τεθράφθω, --- τέθραφθε, τεθράφθων ή τεθράφθωσαν
Απαρέμφατο
τεθράφθαι
Μετοχή
τεθραμμένος,
τεθραμμένη,
τεθραμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτεθράμμην, ἐτέθραψο, ἐτέθραπτο, ἐτεθράμμεθα, ἐτέθραφθε, τεθραμμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρέφω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρέφω, τρέφεις, τρέφει, τρέφομεν, τρέφετε, τρέφουσι(ν)
τρέφω, τρέφῃς, τρέφῃ, τρέφωμεν, τρέφητε, τρέφωσι(ν)
τρέφοιμι, τρέφοις, τρέφοι, τρέφοιμεν, τρέφοιτε, τρέφοιεν
Προστακτική
---, τρέφε, τρεφέτω, ---, τρέφετε, τρεφόντων (ή τρεφέτωσαν)
Απαρέμφατο
τρέφειν
Μετοχή
τρέφων, τρέφουσα, τρέφον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτρεφον, ἔτρεφες, ἔτρεφε, ἐτρέφομεν, ἐτρέφετε, ἔτρεφον
Μέλλοντας
Οριστική
θρέψω, θρέψεις, θρέψει, θρέψομεν, θρέψετε, θρέψουσι(ν)
θρέψοιμι, θρέψοις, θρέψοι, θρέψοιμεν, θρέψοιτε, θρέψοιεν
Απαρέμφατο
θρέψειν
Μετοχή
θρέψων, θρέψουσα, θρέψον
Αόριστος
Οριστική
ἔθρεψα, ἔθρεψας, ἔθρεψε(ν), ἐθρέψαμεν, ἐθρέψατε, ἔθρεψαν
θρέψω, θρέψῃς, θρέψῃ, θρέψωμεν, θρέψητε, θρέψωσι(ν)
θρέψαιμι, θρέψαις ή θρέψειας, θρέψαι ή θρέψειε(ν), θρέψαιμεν, θρέψαιτε, θρέψαιεν ή θρέψειαν
Προστακτική
---, θρέψον, θρεψάτω, ---, θρέψατε, θρεψάντων (ή θρεψάτωσαν)
Απαρέμφατο
θρέψαι
Μετοχή
θρέψας, θρέψασα, θρέψαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέτροφα, τέτροφας, τέτροφε, τετρόφαμεν, τετρόφατε, τετρόφασι(ν)
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρέφομαι, τρέφῃ ή τρέφει, τρέφεται, τρεφόμεθα, τρέφεσθε, τρέφονται
τρέφωμαι, τρέφῃ, τρέφηται, τρεφώμεθα, τρέφησθε, τρέφωνται
τρεφοίμην, τρέφοιο, τρέφοιτο, τρεφοίμεθα, τρέφοισθε, τρέφοιντο
Προστακτική
---, τρέφου, τρεφέσθω, ---, τρέφεσθε, τρεφέσθων ή τρεφέσθωσαν
Απαρέμφατο
τρέφεσθαι
Μετοχή
τρεφόμενος
τρεφομένη
τρεφόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτρεφόμην, ἐτρέφου, ἐτρέφετο, ἐτρεφόμεθα, ἐτρέφεσθε, ἐτρέφοντο
Μέλλοντας
Οριστική
θρέψομαι, θρέψῃ ή θρέψει, θρέψεται, θρεψόμεθα, θρέψεσθε, θρέψονται
θρεψοίμην, θρέψοιο, θρέψοιτο, θρεψοίμεθα, θρέψοισθε, θρέψοιντο
Απαρέμφατο
θρέψεσθαι
Μετοχή
θρεψόμενος
θρεψομένη
θρεψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τραφήσομαι, τραφήσῃ ή τραφήσει, τραφήσεται, τραφησόμεθα, τραφήσεσθε, τραφήσονται
τραφησοίμην, τραφήσοιο, τραφήσοιτο, τραφησοίμεθα, τραφήσοισθε, τραφήσοιντο
Απαρέμφατο
τραφήσεσθαι
Μετοχή
τραφησόμενος
τραφησομένη
τραφησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐθρεψάμην, ἐθρέψω, ἐθρέψατο, ἐθρεψάμεθα, ἐθρέψασθε, ἐθρέψαντο
θρέψωμαι, θρέψῃ, θρέψηται, θρεψώμεθα, θρέψησθε, θρέψωνται
θρεψαίμην, θρέψαιο, θρέψαιτο, θρεψαίμεθα, θρέψαισθε, θρέψαιντο
Προστακτική
---, θρέψαι, θρεψάσθω, ---, θρέψασθε, θρεψάσθων ή θρεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
θρέψασθαι
Μετοχή
θρεψάμενος
θρεψαμένη
θρεψάμενον
Οριστική
ἐθρέφθην, ἐθρέφθης, ἐθρέφθη, ἐθρέφθημεν, ἐθρέφθητε, ἐθρέφθησαν
θρεφθῶ, θρεφθῇς, θρεφθῇ, θρεφθῶμεν, θρεφθῆτε, θρεφθῶσι(ν)
θρεφθείην, θρεφθείης, θρεφθείη, θρεφθείημεν ή θρεφθεῖμεν, θρεφθείητε ή θρεφθεῖτε, θρεφθείησαν ή θρεφθεῖεν
---, θρέφθητι, θρεφθήτω, ---, θρέφθητε, θρεφθέντων ή θρεφθήτωσαν
Απαρέμφατο
θρεφθῆναι
θρεφθείς
θρεφθεῖσα
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐτράφην, ἐτράφης, ἐτράφη, ἐτράφημεν, ἐτράφητε, ἐτράφησαν
τραφῶ, τραφῇς, τραφῇ, τραφῶμεν, τραφῆτε, τραφῶσι(ν)
τραφείην, τραφείης, τραφείη, τραφείημεν ή τραφεῖμεν, τραφείητε ή τραφεῖτε, τραφείησαν ή τραφεῖεν
---, τράφηθι, τραφήτω, ---, τράφητε, τραφέντων ή τραφήτωσαν
Απαρέμφατο
τραφῆναι
τραφείς
τραφεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραμμαι, τέθραψαι, τέθραπται, τεθράμμεθα, τέθραφθε, τεθραμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον ὦ
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον ᾖς
τεθραμμένοι- τεθραμμέναι- τεθραμμένα ὦμεν
Ευκτική
τεθραμμένος- τεθραμμένη- τεθραμμένον εἴην
Προστακτική
---, τέθραψο, τεθράφθω, --- τέθραφθε, τεθράφθων ή τεθράφθωσαν
Απαρέμφατο
τεθράφθαι
Μετοχή
τεθραμμένος,
τεθραμμένη,
τεθραμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτεθράμμην, ἐτέθραψο, ἐτέθραπτο, ἐτεθράμμεθα, ἐτέθραφθε, τεθραμμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου