Paul Lovering
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τίκτω»
(τίκτω: γεννώ)
Ενεστώτας
Οριστική
τίκτω, τίκτεις, τίκτει, τίκτομεν, τίκτετε, τίκτουσι(ν)
Υποτακτική
τίκτω, τίκτῃς, τίκτῃ, τίκτωμεν, τίκτητε, τίκτωσι(ν)
Ευκτική
τίκτοιμι, τίκτοις, τίκτοι, τίκτοιμεν, τίκτοιτε, τίκτοιεν
Προστακτική
---, τίκτε, τικτέτω, ---, τίκτετε, τικτόντων (ή τικτέτωσαν)
Απαρέμφατο
τίκτειν
Μετοχή
τίκτων, τίκτουσα, τίκτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτικτον, ἔτικτες, ἔτικτε, ἐτίκτομεν, ἐτίκτετε, ἔτικτον
Μέλλοντας
Οριστική
τέξομαι, τέξῃ ή τέξει, τέξεται, τεξόμεθα, τέξεσθε, τέξονται
Ευκτική
τεξοίμην, τέξοιο, τέξοιτο, τεξοίμεθα, τέξοισθε, τέξοιντο
Απαρέμφατο
τέξεσθαι
Μετοχή
τεξόμενος
τεξομένη
τεξόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔτεκον, ἔτεκες, ἔτεκε(ν), ἐτέκομεν, ἐτέκετε, ἔτεκον
Υποτακτική
τέκω, τέκῃς, τέκῃ, τέκωμεν, τέκητε, τέκωσι(ν)
Ευκτική
τέκοιμι, τέκοις, τέκοι, τέκοιμεν, τέκοιτε, τέκοιεν
Προστακτική
---, τέκε, τεκέτω, ---, τέκετε, τεκόντων (ή τεκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τεκεῖν
Μετοχή
τεκών, τεκοῦσα, τεκόν
Παρακείμενος
Οριστική
τέτοκα, τέτοκας, τέτοκε, τετόκαμεν, τετόκατε, τετόκασι(ν)
Υποτακτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ὦ
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ᾖς
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ᾖ
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ὦμεν
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ἦτε
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ὦσι
Ευκτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός εἴην
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός εἴης
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός εἴη
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα εἴημεν (εἶμεν)
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα εἴητε (εἶτε)
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ἴσθι
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ἔστω
---
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ἔστε
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ἔστων
Απαρέμφατο
τετοκέναι
Μετοχή
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τίκτω»
(τίκτω: γεννώ)
Ενεστώτας
Οριστική
τίκτω, τίκτεις, τίκτει, τίκτομεν, τίκτετε, τίκτουσι(ν)
τίκτω, τίκτῃς, τίκτῃ, τίκτωμεν, τίκτητε, τίκτωσι(ν)
τίκτοιμι, τίκτοις, τίκτοι, τίκτοιμεν, τίκτοιτε, τίκτοιεν
Προστακτική
---, τίκτε, τικτέτω, ---, τίκτετε, τικτόντων (ή τικτέτωσαν)
Απαρέμφατο
τίκτειν
Μετοχή
τίκτων, τίκτουσα, τίκτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτικτον, ἔτικτες, ἔτικτε, ἐτίκτομεν, ἐτίκτετε, ἔτικτον
Οριστική
τέξομαι, τέξῃ ή τέξει, τέξεται, τεξόμεθα, τέξεσθε, τέξονται
τεξοίμην, τέξοιο, τέξοιτο, τεξοίμεθα, τέξοισθε, τέξοιντο
Απαρέμφατο
τέξεσθαι
Μετοχή
τεξόμενος
τεξομένη
τεξόμενον
Οριστική
ἔτεκον, ἔτεκες, ἔτεκε(ν), ἐτέκομεν, ἐτέκετε, ἔτεκον
τέκω, τέκῃς, τέκῃ, τέκωμεν, τέκητε, τέκωσι(ν)
τέκοιμι, τέκοις, τέκοι, τέκοιμεν, τέκοιτε, τέκοιεν
Προστακτική
---, τέκε, τεκέτω, ---, τέκετε, τεκόντων (ή τεκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τεκεῖν
τεκών, τεκοῦσα, τεκόν
Οριστική
τέτοκα, τέτοκας, τέτοκε, τετόκαμεν, τετόκατε, τετόκασι(ν)
Υποτακτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ὦ
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ᾖς
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ὦμεν
Ευκτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός εἴην
Προστακτική
---
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ἴσθι
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετοκέναι
Μετοχή
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου