Sean O' Daniels
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πίνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πίνω, πίνεις, πίνει, πίνομεν, πίνετε, πίνουσι(ν)
Υποτακτική
πίνω, πίνῃς, πίνῃ, πίνωμεν, πίνητε, πίνωσι(ν)
Ευκτική
πίνοιμι, πίνοις, πίνοι, πίνοιμεν, πίνοιτε, πίνοιεν
Προστακτική
---, πῖνε, πινέτω, ---, πίνετε, πινόντων (ή πινέτωσαν)
Απαρέμφατο
πίνειν
Μετοχή
πίνων, πίνουσα, πῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔπινον, ἔπινες, ἔπινε, ἐπίνομεν, ἐπίνετε, ἔπινον
Μέλλοντας
Οριστική
πίομαι, πίῃ ή πίει, πίεται, πιόμεθα, πίεσθε, πίονται
Ευκτική
πιοίμην, πίοιο, πίοιτο, πιοίμεθα, πίοισθε, πίοιντο
Απαρέμφατο
πίεσθαι
Μετοχή
πιόμενος
πιομένη
πιόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔπιον, ἔπιες, ἔπιε(ν), ἐπίομεν, ἐπίετε, ἔπιον
Υποτακτική
πίω, πίῃς, πίῃ, πίωμεν, πίητε, πίωσι(ν)
Ευκτική
πίοιμι, πίοις, πίοι, πίοιμεν, πίοιτε, πίοιεν
Προστακτική
---, πῖε, πιέτω, ---, πίετε, πιόντων (ή πιέτωσαν)
Απαρέμφατο
πιεῖν
Μετοχή
πιών, πιοῦσα, πιόν
Παρακείμενος
Οριστική
πέπωκα, πέπωκας, πέπωκε, πεπώκαμεν, πεπώκατε, πεπώκασι(ν)
Υποτακτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ὦ
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ᾖς
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ᾖ
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ὦμεν
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ἦτε
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ὦσι
Ευκτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός εἴην
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός εἴης
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός εἴη
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα εἴημεν (εἶμεν)
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα εἴητε (εἶτε)
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ἴσθι
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ἔστω
---
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ἔστε
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
πεπωκέναι
Μετοχή
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πίνομαι, πίνῃ ή πίνει, πίνεται, πινόμεθα, πίνεσθε, πίνονται
Υποτακτική
πίνωμαι, πίνῃ, πίνηται, πινώμεθα, πίνησθε, πίνωνται
Ευκτική
πινοίμην, πίνοιο, πίνοιτο, πινοίμεθα, πίνοισθε, πίνοιντο
Προστακτική
---, πίνου, πινέσθω, ---, πίνεσθε, πινέσθων ή πινέσθωσαν
Απαρέμφατο
πίνεσθαι
Μετοχή
πινόμενος
πινομένη
πινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπινόμην, ἐπίνου, ἐπίνετο, ἐπινόμεθα, ἐπίνεσθε, ἐπίνοντο
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπόθην, ἐπόθης, ἐπόθη, ἐπόθημεν, ἐπόθητε, ἐπόθησαν
Υποτακτική
ποθῶ, ποθῇς, ποθῇ, ποθῶμεν, ποθῆτε, ποθῶσι(ν)
Ευκτική
ποθείην, ποθείης, ποθείη, ποθείημεν ή ποθεῖμεν, ποθείητε ή ποθεῖτε, ποθείησαν ή ποθεῖεν
Προστακτική
---, πόθητι, ποθήτω, ---, πόθητε, ποθέντων ή ποθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποθῆναι
Μετοχή
ποθείς
ποθεῖσα
ποθέν
Παρακείμενος
Οριστική
πέπομαι, πέποσαι, πέποται, πεπόμεθα, πέποσθε, πέπονται
Υποτακτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ὦ
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ᾖς
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ᾖ
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα ὦμεν
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα ἦτε
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα ὦσι
Ευκτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εἴην
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εἴης
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εἴη
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εἴημεν (εἶμεν)
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εἴητε (εἶτε)
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, πέποσο, πεπόσθω, --- πέποσθε, πεπόσθων ή πεπόσθωσαν
Απαρέμφατο
πεόσθαι
Μετοχή
πεπομένος,
πεπομένη,
πεπομένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πίνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πίνω, πίνεις, πίνει, πίνομεν, πίνετε, πίνουσι(ν)
πίνω, πίνῃς, πίνῃ, πίνωμεν, πίνητε, πίνωσι(ν)
πίνοιμι, πίνοις, πίνοι, πίνοιμεν, πίνοιτε, πίνοιεν
Προστακτική
---, πῖνε, πινέτω, ---, πίνετε, πινόντων (ή πινέτωσαν)
πίνειν
Μετοχή
πίνων, πίνουσα, πῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔπινον, ἔπινες, ἔπινε, ἐπίνομεν, ἐπίνετε, ἔπινον
Οριστική
πίομαι, πίῃ ή πίει, πίεται, πιόμεθα, πίεσθε, πίονται
πιοίμην, πίοιο, πίοιτο, πιοίμεθα, πίοισθε, πίοιντο
Απαρέμφατο
πίεσθαι
Μετοχή
πιόμενος
πιομένη
πιόμενον
Οριστική
ἔπιον, ἔπιες, ἔπιε(ν), ἐπίομεν, ἐπίετε, ἔπιον
πίω, πίῃς, πίῃ, πίωμεν, πίητε, πίωσι(ν)
πίοιμι, πίοις, πίοι, πίοιμεν, πίοιτε, πίοιεν
Προστακτική
---, πῖε, πιέτω, ---, πίετε, πιόντων (ή πιέτωσαν)
πιεῖν
πιών, πιοῦσα, πιόν
Οριστική
πέπωκα, πέπωκας, πέπωκε, πεπώκαμεν, πεπώκατε, πεπώκασι(ν)
Υποτακτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ὦ
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ᾖς
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ὦμεν
Ευκτική
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός εἴην
Προστακτική
---
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός ἴσθι
πεπωκότες- πεπωκυῖαι- πεπωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεπωκέναι
Μετοχή
πεπωκώς- πεπωκυῖα- πεπωκός
Ενεστώτας
Οριστική
πίνομαι, πίνῃ ή πίνει, πίνεται, πινόμεθα, πίνεσθε, πίνονται
πίνωμαι, πίνῃ, πίνηται, πινώμεθα, πίνησθε, πίνωνται
πινοίμην, πίνοιο, πίνοιτο, πινοίμεθα, πίνοισθε, πίνοιντο
Προστακτική
---, πίνου, πινέσθω, ---, πίνεσθε, πινέσθων ή πινέσθωσαν
Απαρέμφατο
πίνεσθαι
Μετοχή
πινόμενος
πινομένη
πινόμενον
Οριστική
ἐπινόμην, ἐπίνου, ἐπίνετο, ἐπινόμεθα, ἐπίνεσθε, ἐπίνοντο
Οριστική
ἐπόθην, ἐπόθης, ἐπόθη, ἐπόθημεν, ἐπόθητε, ἐπόθησαν
ποθῶ, ποθῇς, ποθῇ, ποθῶμεν, ποθῆτε, ποθῶσι(ν)
ποθείην, ποθείης, ποθείη, ποθείημεν ή ποθεῖμεν, ποθείητε ή ποθεῖτε, ποθείησαν ή ποθεῖεν
---, πόθητι, ποθήτω, ---, πόθητε, ποθέντων ή ποθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποθῆναι
ποθείς
ποθεῖσα
Οριστική
πέπομαι, πέποσαι, πέποται, πεπόμεθα, πέποσθε, πέπονται
Υποτακτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ὦ
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ᾖς
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα ὦμεν
Ευκτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εἴην
Προστακτική
---, πέποσο, πεπόσθω, --- πέποσθε, πεπόσθων ή πεπόσθωσαν
Απαρέμφατο
πεόσθαι
Μετοχή
πεπομένος,
πεπομένη,
πεπομένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου