Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πίνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sean O' Daniels 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πίνω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πίνω, πίνεις, πίνει, πίνομεν, πίνετε, πίνουσι(ν)
Υποτακτική
πίνω, πίνς, πίν, πίνωμεν, πίνητε, πίνωσι(ν)
Ευκτική
πίνοιμι, πίνοις, πίνοι, πίνοιμεν, πίνοιτε, πίνοιεν
Προστακτική
---, πνε, πινέτω, ---, πίνετε, πινόντων (ή πινέτωσαν)
Απαρέμφατο
πίνειν
Μετοχή
πίνων, πίνουσα, πνον
 
Παρατατικός
Οριστική
πινον, πινες, πινε, πίνομεν, πίνετε, πινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πίομαι, πί ή πίει, πίεται, πιόμεθα, πίεσθε, πίονται
Ευκτική
πιοίμην, πίοιο, πίοιτο, πιοίμεθα, πίοισθε, πίοιντο
Απαρέμφατο
πίεσθαι
Μετοχή
πιόμενος
πιομένη
πιόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
πιον, πιες, πιε(ν), πίομεν, πίετε, πιον
Υποτακτική
πίω, πίς, πί, πίωμεν, πίητε, πίωσι(ν)
Ευκτική
πίοιμι, πίοις, πίοι, πίοιμεν, πίοιτε, πίοιεν
Προστακτική
---, πε, πιέτω, ---, πίετε, πιόντων (ή πιέτωσαν)
Απαρέμφατο
πιεν
Μετοχή
πιών, πιοσα, πιόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπωκα, πέπωκας, πέπωκε, πεπώκαμεν, πεπώκατε, πεπώκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός ς
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα μεν
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα τε
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα σι
 
Ευκτική
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός εην
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός εης
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός εη
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα εημεν (εμεν)
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα εητε (ετε)
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός σθι
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός στω
---
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα στε
πεπωκότες- πεπωκυαι- πεπωκότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπωκέναι
Μετοχή
πεπωκώς- πεπωκυα- πεπωκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πίνομαι, πίν ή πίνει, πίνεται, πινόμεθα, πίνεσθε, πίνονται
Υποτακτική
πίνωμαι, πίν, πίνηται, πινώμεθα, πίνησθε, πίνωνται
Ευκτική
πινοίμην, πίνοιο, πίνοιτο, πινοίμεθα, πίνοισθε, πίνοιντο
Προστακτική
---, πίνου, πινέσθω, ---, πίνεσθε, πινέσθων ή πινέσθωσαν
Απαρέμφατο
πίνεσθαι
Μετοχή
πινόμενος
πινομένη
πινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πινόμην, πίνου, πίνετο, πινόμεθα, πίνεσθε, πίνοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πόθην, πόθης, πόθη, πόθημεν, πόθητε, πόθησαν
Υποτακτική
ποθ, ποθς, ποθ, ποθμεν, ποθτε, ποθσι(ν)
Ευκτική
ποθείην, ποθείης, ποθείη, ποθείημεν ή ποθεμεν, ποθείητε ή ποθετε, ποθείησαν ή ποθεεν
Προστακτική
---, πόθητι, ποθήτω, ---, πόθητε, ποθέντων ή ποθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποθναι
Μετοχή
ποθείς
ποθεσα
ποθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπομαι, πέποσαι, πέποται, πεπόμεθα, πέποσθε, πέπονται
 
Υποτακτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον ς
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα μεν
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα τε
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα σι
 
Ευκτική
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εην
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εης
πεπομένος- πεπομένη- πεπομένον εη
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εημεν (εμεν)
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εητε (ετε)
πεπομένοι- πεπομέναι- ποπομένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πέποσο, πεπόσθω, --- πέποσθε, πεπόσθων ή πεπόσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεόσθαι
Μετοχή
πεπομένος,
πεπομένη,
πεπομένον
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...