Αρχές Φιλοσοφίας: Η καθολική σημασία της ποίησης και
ο καθαρτικός χαρακτήρας της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη 1.
Σε τι διαφοροποιείται ο Αριστοτέλης από τον Πλάτωνα στο θέµα του τρόπου
αντιµετώπισης της τέχνης; Η ικανότητα του καλλιτέχνη να «μιμείται»
την πραγματικότητα προκαλεί ανησυχία σε κάποιους φιλοσόφους, όπως στον Πλάτωνα,
οι οποίοι πιστεύουν ότι η μίμηση αυτή, με την έμφαση που δίνει στην επιφανειακή
εικόνα των πραγμάτων, μπορεί να εξαπατήσει τους ανθρώπους ή να προβάλει ως
αισθητικά πρότυπα ήρωες με πάθη και ηθικές αδυναμίες (όπως, π.χ., στα έπη και
σε ορισμένες τραγωδίες). Ο Πλάτωνας εστιάζει στα αρνητικά πρότυπα που
προβάλλονται μέσα από ορισμένα ποιητικά έργα τέχνης και ανησυχεί για τον
αντίκτυπο που θα έχουν αυτά στους πολίτες. Μια εύλογη ανησυχία, η οποία
διατηρεί ακόμη και σήμερα την ισχύ της, εφόσον πολλοί είναι εκείνοι που έχουν
διαπιστώσει τη διάδοση αρνητικών προτύπων μέσα από κινηματογραφικές ταινίες και
τηλεοπτικές σειρές. Ο Αριστοτέλης, αντιθέτως, δίνει
μεγαλύτερη σημασία στα θετικά πρότυπα που προβάλλονται μέσα από τα αξιόλογα
ποιητικά έργα, όπως είναι αυτά του Ομήρου και του Σοφοκλή. Σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη οι σημαντικοί δημιουργοί παρουσιάζουν τους ανθρώπους καλύτερους απ’
ό,τι είναι στην πραγματικότητα και προσφέρουν, έτσι, θετικά προς μίμηση
πρότυπα. Η εκτίμηση του Αριστοτέλη για τη μίμηση εκφράζεται ως εξής (Περί
Ποιητικής, 1448b5-6): «Η μίμηση είναι σύμφυτη στους ανθρώπους ήδη από την
παιδική ηλικία, και κατά τούτο υπερέχουν των άλλων ζώων. Διότι ο άνθρωπος είναι
μιμητικότατο ον και αποκτά τις πρώτες μαθήσεις μέσω μίμησης. Σύμφυτο είναι και
το ότι όλοι χαιρόμαστε για τα μιμήματα». Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει, άρα, τον
παιδαγωγικό ρόλο της τέχνης, εφόσον μέσω αυτής οι άνθρωποι κατανοούν καλύτερα
την κοινωνική τους πραγματικότητα και, συνάμα, μαθαίνουν να μιμούνται και να
υιοθετούν ηθικούς τρόπους συμπεριφοράς. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η διαδικασία
της μίμησης -ιδίως για τα άτομα νεότερης ηλικίας- είναι σύμφυτη στους ανθρώπους
επιτρέπει στην τέχνη να προσφέρει ουσιαστικά μαθήματα και να καταστήσει τους
πολίτες πιο ηθικούς και ενάρετους. 2.
Πώς ορίζει την τραγωδία ο Αριστοτέλης; Να εξηγήσετε µε δικά σας λόγια αυτό
τον ορισµό. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του
(1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας: Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι
απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση
της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική,
με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της
τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση,
ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου
του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο ἡδυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία
και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο
το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας
είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες
του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω
από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το
ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση». Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει
τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο
και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες
τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια),
αποτελούν την οἰκεία,
τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά
και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι’ αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι
οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και
συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία
προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν
ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την
αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον
ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία
της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι. 3.
Να βρείτε στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη την εξήγηση του ορισµού της
τραγωδίας από τον ίδιο και να την παρουσιάσετε. Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως
σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος. Ο
λόγος της τραγωδίας είναι λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα που τον
νοστιμίζουν»· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται
χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία,
αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης
σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου
η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε συγκεκριμένων
πράξεων-παθημάτων. Όταν λέω «λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα καρυκεύματα που
τον νοστιμίζουν», εννοώ τον λόγο που έχει ρυθμό, αρμονία και μέλος. Και όταν,
πάλι, λέω «με τα διάφορα είδη καρυκευμάτων να χρησιμοποιούνται χωριστά», εννοώ
ότι κάποια μέρη της διεκπεραιώνονται μόνο με έμμετρους στίχους, ενώ κάποια άλλα
με λόγο συνοδευμένο από μουσική. Επειδή, τώρα, τη μίμηση την κάνουν με
δράση, υποχρεωτικά ένα πρώτο μέρος της τραγωδίας θα είναι τα στοιχεία της
παράστασης που ικανοποιούν το μάτι· ύστερα έρχεται η μουσική και το ύφος του
λόγου: αυτά είναι τα μέσα με τα οποία κάνουν τη μίμηση. Με το «ύφος του λόγου»
δεν εννοώ παρά τη σύνθεση των λέξεων στους στίχους, ενώ με τη «μουσική» εννοώ
αυτό που η λέξη δηλώνει φανερά ολοφάνερα. Δεδομένου, τώρα, ότι πρόκειται για
μίμηση πράξεως, και δεδομένου ότι η πράξη πράττεται από κάποιους πράττοντες,
που πρέπει υποχρεωτικά να έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες από την πλευρά
του χαρακτήρα και της διανοητικής τους ικανότητας (γιατί από αυτές τις
ιδιότητες [1450a] ξεκινώντας λέμε ότι και οι πράξεις έχουν κάποιες
συγκεκριμένες ιδιότητες), είναι φυσικό να είναι δύο τα αίτια των πράξεων, η
σκέψη και ο χαρακτήρας, και κατά συνέπειαν με αυτές τις πράξεις τους οι άνθρωποι
πετυχαίνουν ή αποτυχαίνουν στη ζωή τους. Η μίμηση της πράξεως είναι ο μύθος.
Λέγοντας, δηλαδή, εδώ μύθο εννοώ τη σύνθεση των διάφορων επιμέρους γεγονότων.
Λέγοντας ήθος εννοώ αυτό που μας κάνει να λέμε ότι οι πράττοντες έχουν κάποιες
συγκεκριμένες ιδιότητες. Λέγοντας, πάλι, διάνοια εννοώ αυτά που λένε για να
υποστηρίξουν αποδεικτικά κάτι ή για να διατυπώσουν μια γενική και καθολική
γνωμική απόφανση. Υποχρεωτικά λοιπόν τα μέρη κάθε
τραγωδίας είναι έξι, και από αυτά προσδιορίζεται το τι λογής θα είναι γενικά η
κάθε τραγωδία. Αυτά είναι: ο μύθος, το ήθος, το ύφος του λόγου, η διάνοια, τα
θεαματικά στοιχεία της παράστασης και το μουσικό στοιχείο. Δύο από τα μέρη αυτά
αποτελούν τα μέσα με τα οποία γίνεται η μίμηση, ένα τους αποτελεί τον τρόπο με
τον οποίο γίνεται η μίμηση, και τα άλλα τρία είναι τα αντικείμενα της μίμησης.
Πέρα από αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όχι λίγοι ποιητές χρησιμοποιούν, στην
πράξη, όλα αυτά τα είδη, αφού κάθε τραγικό ποίημα έχει, παρόμοια, και όψιν και
ήθος και μύθον και λέξιν και μέλος και διάνοιαν. Το σημαντικότερο όμως από όλα
αυτά είναι η πλοκή των γεγονότων· γιατί η τραγωδία είναι μίμηση όχι ανθρώπων
αλλά πράξεων και ζωής, ευτυχίας και δυστυχίας. Η ευτυχία και η δυστυχία των
ανθρώπων βρίσκονται σε απόλυτη σχέση προς την πράξη, και ο στόχος είναι,
βέβαια, μια πράξη, όχι μια ιδιότητα. Από την άποψη του χαρακτήρα οι άνθρωποι
είναι τέτοιας ή τέτοιας λογής, ευτυχείς όμως ή το αντίθετο είναι από τις
πράξεις τους. Αυτοί λοιπόν που κάνουν τη μίμηση μιας πράξεως δεν την κάνουν για
να μιμηθούν τους χαρακτήρες, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους χαρακτήρες για χάρη
των πράξεων. Συμπέρασμα: Τα γεγονότα και ο μύθος είναι ο τελικός στόχος της
τραγωδίας, και φυσικά αυτός είναι το πιο σημαντικό από όλα. Επίσης: Χωρίς πράξη
δεν μπορεί να γίνει τραγωδία, ενώ χωρίς χαρακτήρες μπορεί. […] Επίσης: Εάν
κανείς βάλει τη μια μετά την άλλη διάφορες ομιλίες των ηρώων μιμητικές
χαρακτήρων, δεν θα επιτελέσει αυτό που είπαμε ότι είναι το έργο της τραγωδίας,
έστω και αν οι ομιλίες είναι καλοδουλεμένες από την άποψη του ύφους και των
σκέψεων· αντίθετα, θα το επιτελέσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η τραγωδία που,
έστω και αν είναι κατώτερη ως προς αυτές τις απόψεις, έχει μύθο και πλοκή των
γεγονότων. Πέρα από αυτά: Τα πιο σπουδαία από τα μέσα με τα οποία η τραγωδία
συγκινεί την ψυχή είναι μέρη του μύθου· εννοώ τις περιπέτειες και τις
αναγνωρίσεις. Μια επιπλέον απόδειξη είναι το ότι οι αρχάριοι, στην προσπάθεια
να γράψουν τραγωδίες, πετυχαίνουν μεγαλύτερη ακρίβεια πρώτα στο ύφος και στους
χαρακτήρες παρά στην πλοκή των γεγονότων, όπως και όλοι σχεδόν οι παλαιότεροι
ποιητές. Βάση λοιπόν και κάτι σαν ψυχή της τραγωδίας είναι ο μύθος· μετά
έρχονται τα ήθη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και [1450b] στη ζωγραφική: Αν μέσα σε
ιχνογραφημένο σχέδιο απλώσει κανείς ανάκατα τα πιο ωραία χρώματα, δεν θα
προκαλέσει τόση ευχαρίστηση όση αν ζωγραφίσει ένα απλό σχέδιο πάνω σε άσπρο
φόντο. Ας το ξαναπούμε: Η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως, και μέσω αυτής κυρίως
είναι μίμηση πραττόντων ανθρώπων. Τρίτο έρχεται το στοιχείο της διάνοιας, και
αυτό είναι το να μπορεί ένα πρόσωπο να λέει όσα ενυπάρχουν στο θέμα και όσα
ταιριάζουν στην περίσταση, κάτι που στην περίπτωση των λόγων λειτουργεί με τους
κανόνες της πολιτικής και της ρητορικής: οι παλαιοί ποιητές έβαζαν τα πρόσωπα
των έργων τους να μιλούν πολιτικά, ενώ οι σημερινοί ρητορικά. Ήθος είναι αυτό που φανερώνει την
επιλογή και προτίμηση του πράττοντος προσώπου, ποια πράγματα δηλαδή προτιμάει
και ποια αποφεύγει, εκεί όπου αυτό δεν είναι φανερό από μόνο του. Γι’ αυτό και
δεν έχουν ήθος εκείνοι οι λόγοι στους οποίους δεν υπάρχει τίποτε που ο ομιλητής
να το προτιμάει ή να το αποφεύγει. Διάνοια, από την άλλη, είναι αυτά με τα
οποία οι ομιλητές αποδεικνύουν ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει κάτι, ή με τα οποία
διατυπώνουν μια γενικού και καθολικού περιεχομένου κρίση. Τέταρτο λεκτικό στοιχείο είναι το ύφος,
και, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, λέγοντας «ύφος του λόγου» εννοώ την έκφραση
και διατύπωση των διανοημάτων με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων λέξεων — κάτι
που λειτουργεί, βέβαια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στους έμμετρους και στους
πεζούς λόγους. Από αυτά που υπολείπονται πέμπτο στη
σειρά έρχεται το στοιχείο της μουσικής, το πιο σημαντικό από όλα τα
«καρυκεύματα που νοστιμίζουν τον λόγο της τραγωδίας». Όσο για τα στοιχεία της
παράστασης που ικανοποιούν το μάτι, ασκούν, βέβαια, θελκτική επίδραση στην
ψυχή, είναι όμως κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με τους κανόνες της τέχνης και
την ουσία της ποίησης. Γιατί η δύναμη της τραγωδίας υπάρχει και χωρίς παράσταση
και χωρίς ηθοποιούς. Έπειτα, τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι
έχουν να κάνουν πιο πολύ με την τέχνη του σκευοποιού παρά με την τέχνη των
ποιητών. Τώρα που τα έχουμε καθορίσει όλα αυτά,
ας πούμε στη συνέχεια ποια πρέπει να είναι η πλοκή των γεγονότων, αφού αυτή
είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό μέρος της τραγωδίας. Έχουμε, βέβαια, δεχτεί
ότι η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως η οποία α) αποτελεί ένα όλον και είναι
ολοκληρωμένη, και β) έχει και κάποιο μέγεθος (γιατί υπάρχει και όλον που δεν
έχει άξιο λόγου μέγεθος). Όλον είναι κάτι που έχει αρχή, μέσον και τέλος.
«Αρχή» είναι αυτό που δεν έρχεται κατανάγκην ύστερα από κάτι άλλο, ύστερα όμως
από αυτό υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, ή γεννιέται κατά φυσικό τρόπο, κάτι άλλο.
«Τέλος» είναι, αντίθετα, αυτό που υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, κατανάγκην ή
συνηθέστατα ύστερα από κάτι άλλο, και που ύστερα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε
άλλο. «Μέσον» είναι αυτό που βρίσκεται ύστερα από κάτι άλλο και πριν από κάτι
άλλο. Συμπέρασμα: Ένας καλά συγκροτημένος μύθος δεν πρέπει ούτε να αρχίζει από
όπου να ᾽ναι ούτε να τελειώνει όπου να ᾽ναι, αλλά να τηρεί τους κανόνες που
μόλις τώρα είπαμε. 4.
Ποιος είναι ο στόχος της τραγωδίας και µε ποιους τρόπους επιτυγχάνεται; Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει
τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο
και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες
τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια),
αποτελούν την οἰκεία,
τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά
και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι’ αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι
οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και
συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία
προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν
ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την
αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον
ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία
της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι. 5.
«Είναι λοιπόν φανερό από τα προλεχθέντα ότι δεν είναι έργο του ποιητή να λέει
αυτά που έχουν γίνει, αλλά όσα είναι επόµενο να συµβούν και τα δυνατά κατά το
πιθανό ή αναγκαίο (…) Ο µεν (ιστορικός) λέει αυτά που έχουν γίνει, ενώ ο άλλος
(: ο ποιητής), όπως είναι επόµενο να συµβούν. Γι’ αυτό είναι και φιλοσοφότερο
και σπουδαιότερο (πράγµα) η ποίηση από την ιστορία· διότι η µεν ποίηση αναφέρεται
στα καθολικά, ενώ η ιστορία σ’ αυτά που συµβαίνουν σε κάθε άνθρωπο. Εννοώ δε
καθόλου αυτά που τούτος ή εκείνος ο άνθρωπος συνήθως λέει ή πράττει, κατά την
πιθανή ή αναγκαία ακολουθία (των πραγµάτων), και σε αυτό αποβλέπει η ποίηση, δίδοντας
τελικά ονόµατα (σε τέτοια πρόσωπα). Και µε τον όρο καθ’ έκαστον (εννοώ) τι ο
Αλκιβιάδης π.χ. έπραξε ή έπαθε (στην πραγµατικότητα)». Αριστοτέλης,
Περί Ποιητικής, ΙΧ1, 1451a - IX4, 1451b, µετάφραση Σ. Μενάρδου, µεταγλωττισµένη
στη δηµοτική. Αφού διαβάσετε προσεκτικά το παραπάνω
απόσπασµα, αξιοποιώντας και τις γνώσεις σας, να εξηγήσετε πού έγκειται η διαφορά
της ποίησης από την ιστορία, κατά τον Αριστοτέλη. «[Ο Αριστοτέλης λέει ότι] ο ποιητής πρέπει
να ενδιαφέρεται να παρουσιάσει στο έργο του τι είναι λογικό να συµβεί επί τη
βάσει του τρόπου µε τον οποίο έχει διαγράψει τον χαρακτήρα των ηρώων καθώς και
επί τη βάσει των πράξεων που αναπαρίστανται σε αυτό. Πρέπει να υπάρχει λογική
αλληλουχία στις πράξεις. Ο ποιητής πρέπει να ενδιαφέρεται για την οργάνωση της
υποθέσεως (του «µύθου») «κατά
τό εἰκός ἤἀναγκαῖον» (σύµφωνα µε αυτό που είναι εύλογο ή
αναγκαίο να συµβεί). Το τι γίνεται στο έργο είναι αποτέλεσµα του ιδεολογικού
πλαισίου που έχει ορίσει ο ποιητής. Άρα το τι γίνεται στο έργο πρέπει να είναι
κάτι το αναγκαίο, εφόσον έχει τεθεί αυτό ή εκείνο το πλαίσιο από τον ποιητή. Το
τι όνοµα θα δοθεί σε αυτόν που κάνει ή λέει αυτά, είναι αδιάφορο ή τυχαίο·
αντίθετα στην ιστορία, η οποία έχει σκοπό να εξακριβώσει τι ακριβώς συνέβη,
έχει µεγάλη σηµασία τι έκανε ή τι έπαθε, ας πούµε, ο Αλκιβιάδης στην Σικελία.
Και έχει σηµασία το ότι το έπαθε ο Αλκιβιάδης και όχι κάποιος άλλος. Δεν είναι
έργο του ποιητή να παρουσιάσει στο έργο του τι πράγµατι συνέβη στον Αλκιβιάδη,
αλλά τι πρέπει να συνέβη στον Αλκιβιάδη, εφόσον ο ποιητής έθεσε στο έργο του
αυτό ή εκείνο το φιλοσοφικό πλαίσιο. Έτσι, αλλιώς, παρουσιάζει τα γεγονότα που
απαρτίζουν τον ίδιο µύθο ο Αισχύλος, αλλιώς ο Σοφοκλής και αλλιώς ο Ευριπίδης·
και τούτο συµβαίνει, γιατί το φιλοσοφικό πλαίσιο είναι διαφορετικό σε κάθε ένα
από τους παραπάνω τραγικούς ποιητές. Ο Αριστοτέλης, όταν χρησιµοποιεί τον
όρο «καθόλου» δεν τον χρησιµοποιεί µε την συνηθισµένη του σηµασία. Έτσι
«καθόλου» στο Περί Ποιητικής δεν σηµαίνει το καθολικό, το γενικό, αυτό που
καλύπτει όλες τις περιπτώσεις (…), αλλά σηµαίνει αυτό που είναι αναπόφευκτο να
συµβεί επί τη βάσει των συνιστωσών που έχει διαγράψει στο έργο του ο ποιητής.
Σαφώς ορίζει ο Αριστοτέλης τα καθόλου: «Ἔστιν δέ καθόλου µέν τῷ ποίῳ τά ποῖα ἄττα συµβαίνει λέγειν ἤ πράττειν κατά το εἰκός ἤ τόἀναγκαῖον» (Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, ΙΧ,
1451b· µετάφραση: εννοώ δε καθόλου αυτός που τούτος ή εκείνος ο άνθρωπος
συνήθως λέει ή πράττει, κατά την πιθανή ή αναγκαία ακολουθία των πραγµάτων). Συµπερασµατικά λοιπόν, ο Αριστοτέλης (…)
υποστηρίζει ότι ο τραγικός ποιητής δεν θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την
ιστορική ακρίβεια των όσων οι ήρωές του λένε ή πράττουν, αλλά για το εάν αυτά
που λένε ή πράττουν στο έργο ανταποκρίνονται προς αυτά που είναι φυσικό και
αναγκαίο να συµβούν βάσει του τρόπου µε τον οποίο ο ποιητής έχει ορίσει τις
συνιστώσες του έργου (δηλαδή τους χαρακτήρες και την ιδεολογία των ηρώων, τα
διάφορα γεγονότα κ.λπ.)» (Παύλος
Δ. Σκαλτσογιάννης, Η τέχνη ως έκφραση, Κριτική εξέταση της θεωρίας του Ρ. Τζ.
Κόλλινγκγουντ για την έκφραση, Ίδρυµα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, Αθήνα 1994,
σσ. 151-152). 6.
«Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση αποσκοπεί στην παρουσίαση του
καθολικού». Να εξηγήσετε αυτή τη φράση, χρησιµοποιώντας ένα δικό σας παράδειγµα. Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλλει την
τραγωδία, την ποίηση γενικότερα, προς την ιστορία. Η ιστορία ασχολείται με το
"ατομικό" και το "μερικό". Ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει
από τη μια πλευρά γεγονότα που εκδηλώθηκαν σε ορισμένες χρονικές στιγμές και
συγκεκριμένο τόπο, και από την άλλη πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κάτω από
ιδιαίτερες συνθήκες. Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση
αποσκοπεί στην παρουσίαση του "καθολικού", εκείνου που ξεπερνάει τα
όρια μιας συγκεκριμένης χρονικής εποχής και τα σύνορα μιας συγκεκριμένης
γεωγραφικής περιοχής. Ο Αχιλλέας, για παράδειγμα, μέσα στο έπος του Ομήρου,
μπορεί να φέρεται ότι έζησε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ορισμένης
εποχής και μιας συγκεκριμένης περιοχής της γης, αλλά δεν προβάλλεται ως ένα
τέτοιο πεπερασμένο πρόσωπο. Είναι ο "καθολικός" τύπος ηρωικού
προσώπου, που ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε χώρας το νιώθει
ως σύγχρονό του και μπορεί να εμπνευσθεί από αυτό. Τέτοιου είδους καθολικά πρόσωπα, ικανά
να μας εμπνεύσουν ιδανικά και να δώσουν άλλη διάσταση στην καθημερινή,
ασφυκτικά περιορισμένη ζωή μας, επιχειρεί να μας παρουσιάσει η τραγωδία. Έτσι ο
Σοφοκλής στο πρόσωπο της Αντιγόνης, στην ομώνυμη τραγωδία του, δεν αναπαριστά
απλώς την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά παρουσιάζει το
"γενικό" τύπο του ανθρώπου που τιμά τους νεκρούς του και σέβεται το
θείο νόμο σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να μη διστάζει να θυσιαστεί κιόλας
προκειμένου να τον τηρήσει. Θ.
Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας 7.
Γιατί ένα θέµα (που µας είναι αποκρουστικό όταν το βλέπουµε στην καθηµερινή
µας ζωή) γίνεται τερπνό, όταν µετουσιώνεται σε ποίηση; Η δραματική ποίηση μας επιτρέπει να
αντικρίσουμε ένα επώδυνο βίωμα με την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε αυτό να μη
μας επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούμε να το αντικρίσουμε αντικειμενικά
και να το κατανοήσουμε. Είναι, άλλωστε, τελείως διαφορετικό το να βιώνουμε
εμείς στην προσωπική μας ζωή μια κατάσταση που μας πληγώνει από το να βλέπουμε
την ίδια κατάσταση ως θεατές, γνωρίζοντας πως εμείς οι ίδιοι δεν κινδυνεύουμε
πια άμεσα. Έχουμε, έτσι, τη δυνατότητα να δούμε την κατάσταση αυτή με
ψυχραιμία, να την τοποθετήσουμε στις πραγματικές της διαστάσεις και να την ερμηνεύσουμε. Η δραματική ποίηση μας επιτρέπει, επίσης,
να δούμε ένα τραγικό βίωμα πυκνωμένο χρονικά, με αποτέλεσμα να μην υφιστάμεθα
το αίσθημα απόγνωσης ή εγκλωβισμού που μας αποτρέπει στην πραγματική ζωή να
αντιληφθούμε πως η κατάσταση αυτή έχει συγκεκριμένα όρια και πως υπάρχει
διαφυγή από αυτή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα τραγικό γεγονός, όταν παρουσιάζεται
στο πλαίσιο της δραματικής πίεσης, αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις -χρονικές
και νοηματικές- δίνοντάς μας την ευκαιρία να το δούμε και να το βιώσουμε με τη
συναισθηματική ασφάλεια της αποστασιοποίησης και με την επίγνωση πως αποτελεί
ένα πεπερασμένο γεγονός και όχι μια αέναη πηγή οδύνης. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του
επεξηγεί τη διαδικασία αυτή ως εξής: «Εκτός αυτού τα προϊόντα της μίμησης
προκαλούν ευχαρίστηση σε όλους τους ανθρώπους — απόδειξη αυτό που συμβαίνει
στην πράξη: πράγματα που μας προκαλούν δυσαρέσκεια όταν τα βλέπουμε μπροστά
μας, μας προκαλούν ευχαρίστηση όταν αντικρίζουμε τις πιο ακριβείς απεικονίσεις
τους· έτσι δεν συμβαίνει, π.χ., με τις εικόνες ευτελέστατων ζώων ή νεκρών;
Αυτού, πάλι, του πράγματος η αιτία είναι το ότι η γνώση και η κατανόηση των
πραγμάτων δεν είναι κάτι το εξαιρετικά ευχάριστο μόνο στους φιλοσόφους, αλλά το
ίδιο και σε όλους τους άλλους ανθρώπους, αυτοί όμως έχουν λίγη μόνο μετοχή σ᾽ αυτήν. Ο λόγος που ευχαριστιούνται
βλέποντας τις εικόνες είναι ότι την ώρα που τις βλέπουν αρχίζουν να κατανοούν
και να ανακαλύπτουν τι είναι το κάθε πράγμα, π.χ. ότι αυτός εκεί ο άνθρωπος
είναι ο τάδε. Γιατί αν ένας δεν έχει δει το πράγμα πιο μπροστά, την ευχαρίστηση
δεν θα του την προκαλέσει η εικόνα ως προϊόν μίμησης· η ευχαρίστησή του θα
οφείλεται στην τεχνική της εκτέλεσης ή στο χρώμα ή σε κάποιαν άλλη τέτοια αιτία.» Αντιστοίχως, ο Σοπενχάουερ επισημαίνει
τα εξής: «Αρκεί να δούμε μ’ απροκατάληπτο βλέμμα οποιονδήποτε άνθρωπο,
οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής, κι όταν το περιγράψουμε το θέμα μας
αυτό με πένα ή το αναπαραστήσουμε με χρωστήρα, θα δούμε πως παρουσιάζει
εξαιρετική χάρη κι ενδιαφέρον, πως είναι αξιοζήλευτο. […]Αυτή είναι και του
Γκαίτε η σκέψη, όταν λέει: Τα πράγματα που μας λύπησαν στη ζωή / Όπως κι αν
είναι ιστορημένα / Πάντα μας αρέσουν… Τότε που ήμουνα νέος, για κάμποσο
διάστημα της ζωής μου προσπαθούσα ν’ αναπολώ όλες τις πράξεις μου από το
παρελθόν σαν να τις είχε ζήσει κι ενεργήσει κάποιος τρίτος. Το ‘κανα αυτό ίσως
για να τις απολαμβάνω καλύτερα. Όλα τα πράγματα στον κόσμο αυτό δεν
παρουσιάζουν κανένα θέλγητρο, παρά μόνο όταν μονάχα δε μας αφορούν. Η ζωή
καθεαυτήν δεν είναι ποτέ της ωραία. Μόνον οι εικόνες της είναι ωραίες, όταν τις
αντικαθρεφτίζει ο καθρέφτης της ποίησης και εμείς είμαστε νέοι και δε νιώθουμε
ακόμα το πικρό νόημα της ζωής». 8.
Ο Πλάτων επέκρινε την ποίηση του καιρού του, λέγοντας, µεταξύ άλλων, ότι
αυτή δίνει ανήθικα πρότυπα συµπεριφοράς στους νέους. Ο Αριστοτέλης
αντέτεινε ότι η ποίηση ασκεί ευεργετική επίδραση στο κοινό της. Ποια από
τις παραπάνω δυο προσεγγίσεις της τέχνης σας φαίνεται πιο εύλογη; Να
αναπτύξετε τις απόψεις σας. Με δεδομένο το γεγονός πως οι
δημιουργοί επιδιώκουν συνήθως να μεταδώσουν μηνύματα υψηλής ηθικής,
παρουσιάζοντας το «καλό» ως προτιμότερη επιλογή από το «κακό», θεωρώ πως ο
Αριστοτέλης έχει δίκιο στην προσέγγισή του. Ωστόσο, δεν μπορούμε να απορρίψουμε
την άποψη του Πλάτωνα, διότι τόσο στην αρχαιότητα όσο -και κυρίως- στις μέρες
μας μέσω της τέχνης προβάλλονται και συχνά ηρωοποιούνται βίαιες ή και ανήθικες
συμπεριφορές με αποτέλεσμα να προκύπτει αρνητική επίδραση στους νέους. Η
διαπίστωση αυτή, βέβαια, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στη διαμόρφωση αρνητικής
εκτίμησης για την τέχνη, αλλά στη λήψη μέτρων, προκειμένου οι νέοι να μην
εκτίθενται σε κακής ποιότητας έργα. Η βία, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές
και η ανηθικότητα συνιστούν επιζήμιο για τους νέους περιεχόμενο, γι’ αυτό και
απαιτείται η αναγκαία μέριμνα, προκειμένου να μην έρχονται σε επαφή με αυτό. 9. «...δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθηµάτων κάθαρσιν» («επιτυγχάνοντας δια του οίκτου [της
συµπάθειας, της ευσπλαχνίας] και του φόβου που διεγείρει [στο κοινό ή στους
ηθοποιούς;] την κάθαρση αυτών των [οικτρών και φοβερών] παθηµάτων»): Ποιοι ορισµοί και ερµηνείες έχουν δοθεί
στον αριστοτελικό όρο «κάθαρσις»;
Να καταγράψετε τις σχετικές ερµηνείες και να αναφέρετε την, κατά την κρίση
σας, επικρατέστερη, δικαιολογώντας παράλληλα την επιλογή σας. (συνθετική -
δηµιουργική εργασία) Η πιο διαδεδομένη και νοητικά πιο
εύληπτη ερμηνεία της αριστοτελικής «κάθαρσις» είναι η λύτρωση από τη
συναισθηματική ένταση που προκαλεί ένα αφηγηματικό έργο, ο εξαγνισμός, δηλαδή,
των συναισθημάτων που προκαλεί, μέσα από την τελική του έκβαση. Ο θεατής της τραγωδίας
βιώνει έντονα συναισθήματα συμπάθειας και φόβου για τη μοίρα του δοκιμαζόμενου
ήρωα, γι’ αυτό και αποκομίζει ψυχική ηρεμία και γαλήνη, όταν αντικρίζει τον
ήρωα να δικαιώνεται ή όταν βλέπει την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Είναι πολύ
πιθανό, ωστόσο, ο φιλόσοφος να απέδιδε ένα διαφορετικό νόημα στον όρο «κάθαρσις»,
όπως αυτό προκύπτει από τα κείμενα που ακολουθούν. Η κάθαρση ίσως αναφέρεται
στη βαθύτερη κατανόηση των τραγικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη ζωή του ήρωα,
και κατ’ επέκταση στην απογύμνωσή τους από οτιδήποτε τα καθιστά τόσο φρικτά,
ώστε να μην μπορεί ο θεατής να τα κρίνει, να τα ερμηνεύσει και να συλλάβει την
πραγματική τους ουσία. Με την κάθαρση, άρα, ίσως υποδηλώνεται η σταδιακή
απόκτηση μιας καθαρότερης οπτικής απέναντι στα ίδια τα γεγονότα, σε τέτοιο
βαθμό, ώστε ο θεατής να συνειδητοποιεί πληρέστερα το νόημα και τη σημασία τους.
Αποκομίζει, επομένως, ο θεατής όχι τόσο την ψυχική κάθαρση από τα έντονα
συναισθήματά του όσο μια πνευματική διαύγεια που του επιτρέπει να κατανοήσει τα
συμβάντα που κλόνισαν τη ζωή του ήρωα. Το «ἔλεος» και ο φόβος. Ο µύθος δεν είναι η απλή συρραφή «φοβερῶν καὶἐλεεινῶν» πράξεων, αλλά διάρθρωση των
γεγονότων µε τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκαλύπτεται ένα βαθύτερο νόηµα, κάτι
ουσιαστικό και αναγκαίο, καθολικό µε σηµασία για τη ζωή και τη µοίρα του
ανθρώπου. Όχι µε εικόνες φρίκης και απόγνωσης, αλλά µε το βαθύτερο, το
«δραµατικό» νόηµα που έχουν τα «φοβερά καὶἐλεεινά» γεγονότα για τον θεατή - άνθρωπο
που βλέπει πάνω στη σκηνή να πονούν και να βασανίζονται ήρωες - άνθρωποι όµοιοί
του, δίνει η δραµατική ποίηση όχι πια τον κοινό, αλλά τον «τραγικό» έλεο και
φόβο, δηλαδή ανώτερες, «έλλογες συγκινήσεις» και µαζί την «ἀπό ἐλέου καὶ φόβου διά µιµήσεως ἡδονήν». Ε.
Π. Παπανούτσος, Αισθητική, σ. 259 Η κάθαρση της τραγωδίας. Ποιο είναι λοιπόν συγκεκριµένα το
αντικείµενο της κάθαρσης; Τι καθαίρεται στην τραγωδία και µε την τραγωδία; Η
κάθαρση του ορισµού της τραγωδίας συνδέεται συντακτικά µε τη µίµηση και µέσω αυτής
µε την πράξη, τη σύσταση των πραγµάτων, το µύθο. Η µίµηση περαίνει την κάθαρση,
µέσω του ελέου και του φόβου, των «τοιούτων παθηµάτων». Υποκείµενο της κάθαρσης
είναι η µίµηση, αντικείµενο τα τραγικά παθήµατα και µέσο ο τραγικός έλεος και
φόβος. Από τη σύνταξη είναι καταφανές επίσης ότι η τραγική µίµηση είναι η «δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τήν … κάθαρσιν». (…) Ίδιον της τραγωδίας ως
µιµητικής πράξεως είναι η µίµηση φοβερών και ελεεινών συµβάντων. Το αντικείµενο της κάθαρσης είναι
εποµένως το άµεσο αντικείµενο της µίµησης, δηλαδή τα φοβερά και τα ελεεινά
συµβάντα. Η άποψη που ερµηνεύει τα παθήµατα πάθη βρίσκεται έτσι σε αντίθεση,
όχι µόνο µε το όλο πνεύµα της Ποιητικής, κυρίαρχη επιστηµολογική έννοια και πραγµατικότητα
της οποίας είναι η πράξη, («ἡ
γάρ τραγωδία µίµησις ἐστιν οὐκ ἀνθρώπων ἀλλά πράξεων καί βίου» 1450a 16), αλλά και µε το πνεύµα
γενικά του Αριστοτέλη, του οποίου η προσήλωση στα πράγµατα είναι δεδοµένη. Όπως
η τραγική µίµηση είναι µίµηση όχι ανθρώπων αλλά πράξεων και βίου, έτσι και η
τραγική κάθαρση είναι κάθαρση όχι συναισθηµάτων αλλά καταστάσεων και βιωµάτων.
Το τραγικό υλικό δεν είναι απλώς ψυχολογικό αλλά στο βάθος οντολογικό και
συνδέεται µε την ανθρώπινη µοίρα. Η επίδραση στα συναισθήµατα, εν προκειµένω η
επίδραση της ποιητικής (ή «αισθητικής») συγκίνησης στον ανθρώπινο ψυχισµό,
είναι βέβαια δεδοµένη, αλλά ως έµµεσο αποτέλεσµα. Η ιατρική που καταµάχεται τη νόσο
θεραπεύει υποχρεωτικά το νόσηµα και αποκαθιστά την υγεία του ασθενούς. Η τραγική κάθαρση απογυµνώνει τα φοβερά
και ελεεινά παθήµατα από κάθε κοινοτοπία και εφηµερότητα και τα ανάγει στην
αιώνια ουσία τους, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την εσωτερική λογική τους. Κάνοντάς
το αυτό, τοποθετεί τον έλεο και το φόβο, τα αντίστοιχα πάθη - τα οποία µαζί µε
τον έρωτα, το «φιλάνθρωπον», όπως θα πει ο Αριστοτέλης πιο κάτω, αποτελούν τους
ισχυρότερους παλµούς του ανθρώπινου ψυχισµού και τους αµεσότερους τρόπους
επικοινωνίας ανθρώπου µε άνθρωπο - στο ανώτερο στρατηγικό επίπεδο της τραγικότητας,
µεταλλάσσοντάς τα έτσι σε µια νέα ψυχική δυναµική, ικανή όχι µόνο να αντισταθεί
και να ανθέξει σε κάθε οντολογική προσβολή και να αντεπεξέλθει σε κάθε
υπαρξιακή αντιξοότητα, αλλά και να βελτιώσει την ανθρώπινη ύπαρξη και την
ανθρώπινη µοίρα και εποµένως να δικαιώσει την ανθρώπινη παρουσία στον κόσµο. Τα
ιστορικά παθήµατα και τα ψυχικά πάθη, µεταποιηµένα σε τραγικά παθήµατα και
πάθη, ως παθήµατα δηλαδή και πάθη που έχουν αναχθεί στην καθαρότητά τους,
ανευρίσκουν τον φιλοσοφικό τους χαρακτήρα και αποκαθίστανται στην
οικουµενικότητά τους. Η πάθησις είναι για τον Αριστοτέλη αντίθετο της ποιήσεως.
Το διαλεκτικό πέρασµα από την πάθηση στην ποίηση συντελείται ακριβώς µε την
καθαρτήρια διαδικασία. Ο τραγικός ποιητής επενεργεί στο παθητικό υλικό, όπως ο γλύπτης
στο µάρµαρο που σµιλεύει, ο αρχαιολόγος στο έδαφος που ανασκάπτει και ο
χρυσοθήρας στον βράχο που σκαλίζει και στο χώµα που κοσκινίζει. Η κάθαρση
είναι, στο πνεύµα αυτό, µεθοδολογική πράξη συστάσεως της ποιητικής υγείας µε
πρώτη ύλη τη φυσική πάθηση. Η.
Π. Νικολούδης, Εισαγωγή στην Ποιητική του Αριστοτέλη, Αριστοτέλους Άπαντα, τ.
34, εκδ. Κάκτος, σσ. 129-131 Κάθε έργο τέχνης οδηγεί στην «κάθαρση». Κάθε έργο τέχνης οδηγεί στην «κάθαρση».
Καθαίρει τα πράγµατα και καθαίρει και την ψυχή που τα αντικρίζει. Καθαίρει τα
πράγµατα, µεταποιώντας τα θολά και «άσχηµα» µορφώµατα της πραγµατικότητας σε
καθαρές και αρµονικές µορφές. Και µε αυτών τη θέα καθαίρεται και η θολή και
ταραγµένη ψυχή µας. Από πλήθος σχετικά µεγαλόψυχες γυναίκες γίνεται µια
Άλκηστις ή µια Αντιγόνη. Από πλήθος µικρούς τσιγκούνηδες γίνεται ένας
Φιλάργυρος. Στο θέατρο η «κάθαρση» έχει έναν ειδικό
τύπο. Καθαίρει την ψυχή από το έλεος και το φόβο. Ταυτιζόµαστε µε τον ήρωα. «Συλλυπούµαστε»
µαζί του διότι πονάει, όπως και εµείς πονάµε, και φόβος µας κατέχει για τα κακά
που παθαίνει και που κι εµείς στη ζωή παθαίνουµε ή µπορούµε να πάθουµε, όταν τα
κακά αυτά διεγείρουν, προ παντός λύπηση και όχι άλλα συναισθήµατα. Καθώς όµως συνταυτιζόµαστε
µαζί του, αναγκαζόµαστε να τον παρακολουθήσουµε και στο ύψος, όπου αυτός ο
ήρωας έχει ανεβεί χάρις στην καθαρή και αρµονική µορφή του. Γεµίζει τότε η ψυχή
από την καθαρή και αρµονική µορφή και εκτοπίζονται από αυτήν τα άµορφα,
ασύντακτα, αξεκαθάριστα πάθη, ο φόβος και το έλεος, που συγκυλίονται µε το ρου
των γεγονότων. Αυτός ο εκτοπισµός και η ανύψωση στην καθαρή και αρµονική µορφή
είναι ο τρόπος της κάθαρσης που δίνει το θέαµα. Αυτός είναι ο τρόπος της
κάθαρσης που γενικά µας δίνεται από την πράξη στο χώρο της τέχνης. Γι’ αυτό και
το µυθιστόρηµα, µαζί µε άλλους τρόπους λύτρωσης - διότι είναι σύνθετο είδος -
µας λυτρώνει µε µιαν όµοια µορφή κάθαρσης, όπως το θέατρο. Κ.
Τσάτσος, Θεωρία της τέχνης, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1978, σσ. 136-137
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου