Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀλιγωρέω - ὀλιγωρῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀλιγωρέω - ὀλιγωρῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Laura Lein-Svencner

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λιγωρέω - λιγωρ»
 
(λιγωρ = αμελώ, παραμελώ, δεν προσέχω, αδιαφορώ)
 
Ενεστώτας
Οριστική
λιγωρ, λιγωρες, λιγωρε, λιγωρομεν, λιγωρετε, λιγωροσι(ν)
Υποτακτική
λιγωρ, λιγωρς, δικ, δικμεν, δικτε, δικσι(ν)
Ευκτική
λιγωρομι, λιγωρος, λιγωρολιγωροίην, λιγωροίης, λιγωροίη), λιγωρομεν, λιγωροτε, λιγωροεν
Προστακτική
---, λιγώρει, λιγωρείτω, ---, λιγωρετε, λιγωρούντων
Απαρέμφατο
δικεν
Μετοχή
λιγωρν, λιγωροσα, λιγωρον
 
Παρατατικός
Οριστική
λιγώρουν, λιγώρεις, λιγώρει, λιγωρομεν, λιγωρετε, λιγώρουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
λιγωρήσω, λιγωρήσεις, λιγωρήσει, λιγωρήσομεν, λιγωρήσετε, λιγωρήσουσι(ν)
Ευκτική
λιγωρήσοιμι, λιγωρήσοις, λιγωρήσοι, λιγωρήσοιμεν, λιγωρήσοιτε, λιγωρήσοιεν
Απαρέμφατο
λιγωρήσειν
Μετοχή
λιγωρήσων, λιγωρήσουσα, λιγωρσον
 
Αόριστος
Οριστική
λιγώρησα, λιγώρησας, λιγώρησε(ν), λιγωρήσαμεν, λιγωρήσατε, λιγώρησαν
Υποτακτική
λιγωρήσω, λιγωρήσς, λιγωρήσ, λιγωρήσωμεν, λιγωρήσητε, λιγωρήσωσι(ν)
Ευκτική
λιγωρήσαιμι, λιγωρήσαις ή λιγωρήσειας, λιγωρήσαι ή λιγωρήσειε(ν), λιγωρήσαιμεν, λιγωρήσαιτε, λιγωρήσαιεν ή λιγωρήσειαν
Προστακτική
---, λιγώρησον, λιγωρησάτω, ---, λιγωρήσατε, λιγωρησάντων (ή λιγωρησάτωσαν)
Απαρέμφατο
λιγωρσαι
Μετοχή
λιγωρήσας, λιγωρήσασα, λιγωρσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λιγωρομαι, λιγωρ ή λιγωρε, λιγωρεται, λιγωρούμεθα, λιγωρεσθε, λιγωρονται
Υποτακτική
λιγωρμαι, λιγωρ, λιγωρται, λιγωρώμεθα, λιγωρσθε, λιγωρνται
Ευκτική
λιγωροίμην, λιγωροο, λιγωροτο, λιγωροίμεθα, λιγωροσθε, λιγωροντο
Προστακτική
---, λιγωρο, λιγωρείσθω, ---, λιγωρεσθε, λιγωρείσθων ή λιγωρείσθωσαν
Απαρέμφατο
λιγωρεσθαι
Μετοχή
λιγωρούμενος
λιγωρουμένη
λιγωρούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λιγωρούμην, λιγωρο, λιγωρετο, λιγωρούμεθα, λιγωρεσθε, λιγωροντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λιγωρηθήσομαι, λιγωρηθήσ ή λιγωρηθήσει, λιγωρηθήσεται, λιγωρηθησόμεθα, λιγωρηθήσεσθε, λιγωρηθήσονται
Ευκτική
λιγωρηθησοίμην, λιγωρηθήσοιο, λιγωρηθήσοιτο, λιγωρηθησοίμεθα, λιγωρηθήσοισθε, λιγωρηθήσοιντο
Απαρέμφατο
λιγωρηθήσεσθαι
Μετοχή
λιγωρηθησόμενος
λιγωρηθησομένη
λιγωρηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λιγωρήθην, λιγωρήθης, λιγωρήθη, λιγωρήθημεν, λιγωρήθητε, λιγωρήθησαν
Υποτακτική
λιγωρηθ, λιγωρηθς, λιγωρηθ, λιγωρηθμεν, λιγωρηθτε, λιγωρηθσι(ν)
Ευκτική
λιγωρηθείην, λιγωρηθείης, λιγωρηθείη, λιγωρηθείημεν ή λιγωρηθεμεν, λιγωρηθείητε ή λιγωρηθετε, λιγωρηθείησαν ή λιγωρηθεεν
Προστακτική
---, λιγωρήθητι, λιγωρηθήτω, ---, λιγωρήθητε, λιγωρηθέντων ή λιγωρηθήτωσαν
Απαρέμφατο
λιγωρηθναι
Μετοχή
λιγωρηθείς
λιγωρηθεσα
λιγωρηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λιγώρημαι, λιγώρησαι, λιγώρηται, λιγωρήμεθα, λιγώρησθε, λιγώρηνται
 
Υποτακτική
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον ς
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα μεν
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα τε
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα σι
 
Ευκτική
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον εην
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον εης
λιγωρημένος- λιγωρημένη- λιγωρημένον εη
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα εημεν (εμεν)
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα εητε (ετε)
λιγωρημένοι- λιγωρημέναι- λιγωρημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λιγώρησο, λιγωρήσθω, --- λιγώρησθε, λιγωρήσθων ή λιγωρήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
λιγωρσθαι
Μετοχή
λιγωρημένος,
λιγωρημένη,
λιγωρημένον
 
Υπερσυντέλικος
λιγωρήμην, λιγώρησο, λιγώρητο, λιγωρήμεθα, λιγώρησθε, λιγώρηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...