Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε
α. τις διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο
και
β. τις συνέπειες που προκάλεσε η διαφωνία αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας μέχρι τη συγκρότηση κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αυτό που βάρυνε απαρχής του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου στον νου του Βενιζέλου και επικαθόρισε τη στροφή του από την ουδετερότητα στην επίμονη απόφασή του να θέσει τελικώς τη χώρα του στο πλευρό της Αντάντ ήταν: α) πρωτίστως τα εθνικά ζητήματα των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας και ο κίνδυνος εξαφάνισης του εκεί ελληνισμού, και β) η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου και η ευαίσθητη θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο [...]. Το πλέον φλέγον ζήτημα, που είχε έντονες προεκτάσεις στο εσωτερικό, ήταν το Μικρασιατικό, δηλ. η συσσώρευση 150.000 ως 200.000 ομογενών προσφύγων στην Ελλάδα και ο άμεσος κίνδυνος «εξοντώσεως» και αφανισμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την κυβέρνηση των
Νεότουρκων.
 
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός (1909-1922), Πατάκης, Αθήνα 2020, σ. 129-130.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Στον αντίποδα των ιδεολογικών προσανατολισμών και της δυναμικής αντίληψης του πρωθυπουργού, ο βασιλιάς έτεινε να αποτελέσει τον πόλο μιας αντίρροπης διπλωματικής στρατηγικής. Η στενή συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Χοετζόλλερν, η εξοικείωση με το συγκεντρωτικό πνεύμα της γερμανικής Αυλής και η μαθητεία στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας και στην εμπέδωση της πεποίθησής του στην ακατάβλητη δύναμη των γερμανικών όπλων. Η αντίληψη αυτή συνυφαινόταν στην πράξη με την υιοθέτηση μιας διπλωματικής τακτικής επιφυλάξεων και δισταγμών, ασύμβατης με την εφαρμογή παρακινδυνευμένων ή και, απλά, τολμηρών πρωτοβουλιών: η αποχή από την ένοπλη διαμάχη, έστω και αν αποστερούσε τη χώρα από πιθανά οφέλη, εγκυμονούσε –κατ’ αυτόν– τους ολιγότερους κινδύνους για το έθνος.
 
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1830-1981, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σ. 138.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τον Δεκέμβριο [του 1915]. Οι Φιλελεύθεροι και η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος απείχαν, με αποτέλεσμα η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να μην έχει τη λαϊκή υποστήριξη. Οι σχέσεις του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων με τον Κωνσταντίνο και τους βασιλικούς χειροτέρευαν όλο και περισσότερο, καθώς η κάθε πλευρά ακολουθούσε όλο και πιο σκληρή γραμμή. [...]
Το φθινόπωρο του 1916 η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Βενιζέλος είχε αποσυρθεί στην Κρήτη. [...] Ταυτόχρονα, αξιωματικοί του στρατού πιστοί σε αυτόν συγκρότησαν μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που είχε στόχο να ανατρέψει τον βασιλιά και να επαναφέρει την κυβέρνηση του Ιουνίου 1915. [...] Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916 [ο Βενιζέλος] έφτασε εντέλει στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε «προσωρινή» κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε πια δύο αντίπαλες κυβερνήσεις.
 
Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας (επιστημονική επιμέλεια: Δήμητρα Λαμπροπούλου και Κατερίνα Γαρδίκα), Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 284-285.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ήδη από το 1912, μετά τη σαρωτική νίκη του στις εκλογές, ο Βενιζέλος ήταν κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Το 1913, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο Βενιζέλος, ένα χρόνο νωρίτερα, παραχώρησε το αξίωμα του αρχιστράτηγου. Μέχρι το 1915 οι δύο ισχυρές προσωπικότητες δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώριζαν στον βασιλιά το δικαίωμα να επιβάλλει τη δική του άποψη για την εξωτερική πολιτική, παραβλέποντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό. Αυτό ενίσχυσε τους εχθρούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προ πάντων έναν κύκλο αντιδημοκρατικών αξιωματικών.
Με αφορμή τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι τάσσονταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, επειδή προσδοκούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα είχε εδαφικά οφέλη. Όπως, πιο λεπτομερώς, αναφέρει ο Σ. Πλουμίδης (Κείμενο Α), για τον Βενιζέλο υπήρχαν συγκεκριμένοι παράγοντες που καθιστούσαν τη συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος την Αντάντ προτιμότερη από την ουδετερότητα. Υπήρχε, αφενός, ο φόβος για το μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κι αφετέρου η επίγνωση πως τόσο η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο όσο και οι πολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή καθιστούσαν τη χώρα ευάλωτη. Παραλλήλως, άλλωστε, η Ελλάδα είχε ήδη υποδεχτεί εκατόν πενήντα έως διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της, ενώ ο κίνδυνος να τεθούν οι υπόλοιποι Μικρασιάτες στο στόχαστρο των Νεότουρκων και να αποτελέσουν θύματα μιας γενικευμένης εκκαθάρισης ήταν άμεσα ορατός. Ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο, ωστόσο, είχαν διαφορετική εκτίμηση. Θεωρούσαν ανεύθυνη τη θέση των Φιλελευθέρων, εκτιμώντας ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη και θα μπορούσαν να νικήσουν οι Κεντρικές δυνάμεις. Όπως επισημαίνει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), ο βασιλιάς ερχόταν σε αντίθεση με την πρόθεση του Βενιζέλου για δράση προβάλλοντας μια διαφορετική διπλωματική άποψη, η οποία χαρακτηριζόταν από επιφυλάξεις και απροθυμία ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας ενείχε τον κίνδυνο ενεργού εμπλοκής στον πόλεμο. Με δεδομένη, βέβαια, την κυριαρχία της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, και παρά τους δεσμούς του με τη Γερμανία, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να ζητήσει συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, γι’ αυτό έλαβε θέση υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), η ουδετερότητα παρά το γεγονός ότι δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διεκδικήσει εδαφικά οφέλη, αποτελούσε, κατά τον βασιλιά, την επιλογή εκείνη που εγκυμονούσε τους λιγότερους κινδύνους. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, ήταν επηρεασμένος αφενός από τη στενή συγγενική σχέση του με τη γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, κι αφετέρου από την επαφή του τόσο με τη γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση -μιας κι ο ίδιος είχε φοιτήσει στην Ακαδημία του Βερολίνου- όσο και με τον συγκεντρωτισμό που διέκρινε τη λειτουργία της γερμανικής αυλής, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει συντηρητικό τρόπο σκέψης, αλλά και πίστη πως οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ανίκητες. Η εμμονή, όμως, του Κωνσταντίνου στη θέση του περί ουδετερότητας, τον οδήγησε να δράσει με τρόπο που υπέσκαπτε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Ο βασιλιάς, ανέπτυξε μυστική διπλωματία εν αγνοία Γης κυβέρνησης, καταφεύγοντας ακόμη και σε παράνομα μέσα (π.χ. παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς.) Το 1915 προκάλεσε δύο φορές την παραίτηση της κυβέρνησης.
 
β. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά τη δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου, δεν συμμετείχαν οι Φιλελεύθεροι, καθώς θεωρούσαν την ενέργεια του βασιλιά ως παραβίαση του συντάγματος. Όπως, μάλιστα, σχολιάζει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), η αποχή των Φιλελευθέρων σήμανε και την αποχή της πλειονότητας των εκλογέων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση που εκλέχθηκε να μην έχει στην πραγματικότητα τη στήριξη των πολιτών. Εκδηλώσεις βίας και φανατισμού δημιούργησαν χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και κυριάρχησε το μίσος. Όποιος ήταν κατά του πολέμου, κινούσε αμέσως την υποψία στους Βενιζελικούς, ότι ήταν κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων. Οι Αντιβενιζελικοί έβλεπαν στο πρόσωπο των Βενιζελικών βίαιους πράκτορες της Αντάντ, που μάχονταν τον βασιλιά, κατέστρεφαν την ενότητα του έθνους και έθεταν σε κίνδυνο το κράτος. Τα δύο κόμματα διέφεραν όλο και λιγότερο μεταξύ τους στην πολιτική πρακτική και την προπαγάνδα, παράλληλα όμως όλο και περισσότερο ενισχυόταν ο διπολισμός. Σύμφωνα με τον Th. Gallant (Κείμενο Γ), η ολοένα και σκληρότερη στάση που υιοθετούταν κι από τις δύο πλευρές οδήγησε σταδιακά τη χώρα το Φθινόπωρο του 1926 στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Στα μέσα του 1916 το Κοινοβούλιο χάθηκε ουσιαστικά από το προσκήνιο. Το κλίμα της εποχής επέτρεψε να συμμετάσχουν στη διαμάχη και στρατιωτικοί, οι οποίοι δημιούργησαν δύο οργανώσεις αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με το αν τα συμφέροντα κάθε ομάδας εξυπηρετούνταν από τον πόλεμο ή την ουδετερότητα. Όπως, επιπλέον, αναφέρει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), αξιωματικοί που στήριζαν σταθερά τον Βενιζέλο δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, μέσω της οποίας επιδίωκαν αφενός την ανατροπή του Κωνσταντίνου και αφετέρου την αποκατάσταση της βενιζελικής κυβέρνησης που είχε συγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1915. Ο Βενιζέλος, αν και είχε καταφύγει στην Κρήτη, πείστηκε τελικά να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, έστω κι αν η εκεί παρουσία του θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας δεύτερης κυβέρνησης στον ελληνικό χώρο. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος συγκρότησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...