Daniel Eskridge
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιτίθεμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
επιτίθεμαι, επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθέμεθα, επιτίθεσθε ή επιτίθεστε, επιτίθενται
Υποτακτική
να επιτίθεμαι, να επιτίθεσαι, να επιτίθεται, να επιτιθέμεθα, να επιτίθεσθε ή να επιτίθεστε, να επιτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιτίθεστε
Μετοχή
επιτιθέμενος, επιτιθέμενη, επιτιθέμενο
Παρατατικός
Οριστική
επιτιθέμην, επιτίθεσο, επιτίθετο, επιτιθέμεθα, επιτίθεσθε, επιτίθεντο
& επετιθέμην, επετίθεσο, επετίθετο, επετιθέμεθα,
επετίθεσθε, επετίθεντο (σε επίσημο ύφος)
& επιτιθόμουν, επιτιθόσουν, επιτιθόταν,
επιτιθόμαστε, επιτιθόσαστε, επιτίθονταν
Αόριστος
Οριστική
επιτέθηκα, επιτέθηκες, επιτέθηκε, επιτεθήκαμε, επιτεθήκατε, επιτέθηκαν ή επιτεθήκανε
Υποτακτική
να επιτεθώ, να επιτεθείς, να επιτεθεί, να επιτεθούμε, να επιτεθείτε, να επιτεθούν (ή να επιτεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: επιθέσου – β΄ πληθυντικό: επιτεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιτίθεμαι, θα επιτίθεσαι, θα επιτίθεται, θα επιτιθέμεθα, θα επιτίθεσθε ή θα επιτίθεστε, θα επιτίθενται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιτεθώ, θα επιτεθείς, θα επιτεθεί, θα επιτεθούμε, θα επιτεθείτε, θα επιτεθούν (ή θα επιτεθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιτεθεί, θα έχεις επιτεθεί, θα έχει επιτεθεί, θα έχουμε επιτεθεί, θα έχετε επιτεθεί, θα έχουν(ε) επιτεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιτεθεί, έχεις επιτεθεί, έχει επιτεθεί, έχουμε επιτεθεί, έχετε επιτεθεί, έχουν(ε) επιτεθεί
Υποτακτική
να έχω επιτεθεί, να έχεις επιτεθεί, να έχει επιτεθεί, να έχουμε επιτεθεί, να έχετε επιτεθεί, να έχουν(ε) επιτεθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιτεθεί, είχες επιτεθεί, είχε επιτεθεί, είχαμε επιτεθεί, είχατε επιτεθεί, είχαν(ε) επιτεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιτίθεμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
επιτίθεμαι, επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθέμεθα, επιτίθεσθε ή επιτίθεστε, επιτίθενται
να επιτίθεμαι, να επιτίθεσαι, να επιτίθεται, να επιτιθέμεθα, να επιτίθεσθε ή να επιτίθεστε, να επιτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιτίθεστε
Μετοχή
επιτιθέμενος, επιτιθέμενη, επιτιθέμενο
Παρατατικός
Οριστική
επιτιθέμην, επιτίθεσο, επιτίθετο, επιτιθέμεθα, επιτίθεσθε, επιτίθεντο
Οριστική
επιτέθηκα, επιτέθηκες, επιτέθηκε, επιτεθήκαμε, επιτεθήκατε, επιτέθηκαν ή επιτεθήκανε
να επιτεθώ, να επιτεθείς, να επιτεθεί, να επιτεθούμε, να επιτεθείτε, να επιτεθούν (ή να επιτεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: επιθέσου – β΄ πληθυντικό: επιτεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιτίθεμαι, θα επιτίθεσαι, θα επιτίθεται, θα επιτιθέμεθα, θα επιτίθεσθε ή θα επιτίθεστε, θα επιτίθενται
Οριστική
θα επιτεθώ, θα επιτεθείς, θα επιτεθεί, θα επιτεθούμε, θα επιτεθείτε, θα επιτεθούν (ή θα επιτεθούνε)
Οριστική
θα έχω επιτεθεί, θα έχεις επιτεθεί, θα έχει επιτεθεί, θα έχουμε επιτεθεί, θα έχετε επιτεθεί, θα έχουν(ε) επιτεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιτεθεί, έχεις επιτεθεί, έχει επιτεθεί, έχουμε επιτεθεί, έχετε επιτεθεί, έχουν(ε) επιτεθεί
να έχω επιτεθεί, να έχεις επιτεθεί, να έχει επιτεθεί, να έχουμε επιτεθεί, να έχετε επιτεθεί, να έχουν(ε) επιτεθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα επιτεθεί, είχες επιτεθεί, είχε επιτεθεί, είχαμε επιτεθεί, είχατε επιτεθεί, είχαν(ε) επιτεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου