Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βασίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βασίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Gaudaur
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βασίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βασίζω, βασίζεις, βασίζει, βασίζουμε, βασίζετε, βασίζουν (ή βασίζουνε)
Υποτακτική
να βασίζω, να βασίζεις, να βασίζει, να βασίζουμε, να βασίζετε, να βασίζουν (ή να βασίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βάσιζε – β΄ πληθυντικό: βασίζετε
Μετοχή
βασίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
βάσιζα, βάσιζες, βάσιζε, βασίζαμε, βασίζατε, βάσιζαν ή βασίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
βάσισα, βάσισες, βάσισε, βασίσαμε, βασίσατε, βάσισαν ή βασίσανε
Υποτακτική
να βασίσω, να βασίσεις, να βασίσει, να βασίσουμε, να βασίσετε, να βασίσουν (ή να βασίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βάσισε – β΄ πληθυντικό: βασίστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βασίζω, θα βασίζεις, θα βασίζει, θα βασίζουμε, θα βασίζετε, θα βασίζουν (ή θα βασίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βασίσω, θα βασίσεις, θα βασίσει, θα βασίσουμε, θα βασίσετε, θα βασίσουν (ή θα βασίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βασίσει, θα έχεις βασίσει, θα έχει βασίσει, θα έχουμε βασίσει, θα έχετε βασίσει, θα έχουν(ε) βασίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βασίσει, έχεις βασίσει, έχει βασίσει, έχουμε βασίσει, έχετε βασίσει, έχουν(ε) βασίσει
Υποτακτική
να έχω βασίσει, να έχεις βασίσει, να έχει βασίσει, να έχουμε βασίσει, να έχετε βασίσει, να έχουν(ε) βασίσει
Μετοχή
έχοντας βασίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βασίσει, είχες βασίσει, είχε βασίσει, είχαμε βασίσει, είχατε βασίσει, είχαν(ε) βασίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βασίζομαι, βασίζεσαι, βασίζεται, βασιζόμαστε, βασίζεστε, βασίζονται
Υποτακτική
να βασίζομαι, να βασίζεσαι, να βασίζεται, να βασιζόμαστε, να βασίζεστε, να βασίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βασίζεστε
Μετοχή
βασιζόμενος, βασιζόμενη, βασιζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
βασιζόμουν, βασιζόσουν, βασιζόταν, βασιζόμαστε, βασιζόσαστε, βασίζονταν
(& βασιζόμουνα, βασιζόσουνα, βασιζότανε, βασιζόμασταν, βασιζόσασταν, βασιζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
βασίστηκα, βασίστηκες, βασίστηκε, βασιστήκαμε, βασιστήκατε, βασίστηκαν ή βασιστήκανε
Υποτακτική
να βασιστώ, να βασιστείς, να βασιστεί, να βασιστούμε, να βασιστείτε, να βασιστούν ή να βασιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: βασίσου – β΄ πληθυντικό: βασιστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βασίζομαι, θα βασίζεσαι, θα βασίζεται, θα βασιζόμαστε, θα βασίζεστε, θα βασίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βασιστώ, θα βασιστείς, θα βασιστεί, θα βασιστούμε, θα βασιστείτε, θα βασιστούν ή θα βασιστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βασιστεί, θα έχεις βασιστεί, θα έχει βασιστεί, θα έχουμε βασιστεί, θα έχετε βασιστεί, θα έχουν(ε) βασιστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βασιστεί, έχεις βασιστεί, έχει βασιστεί, έχουμε βασιστεί, έχετε βασιστεί, έχουν(ε) βασιστεί
Υποτακτική
να έχω βασιστεί, να έχεις βασιστεί, να έχει βασιστεί, να έχουμε βασιστεί, να έχετε βασιστεί, να έχουν(ε) βασιστεί
Μετοχή
βασισμένος, βασισμένη, βασισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βασιστεί, είχες βασιστεί, είχε βασιστεί, είχαμε βασιστεί, είχατε βασιστεί, είχαν(ε) βασιστεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...