Corey Rich
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ικανοποιώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ικανοποιώ, ικανοποιείς, ικανοποιεί, ικανοποιούμε, ικανοποιείτε, ικανοποιούν (ή ικανοποιούνε)
Υποτακτική
να ικανοποιώ, να ικανοποιείς, να ικανοποιεί, να ικανοποιούμε, να ικανοποιείτε, να ικανοποιούν (ή να ικανοποιούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ικανοποιείτε
Μετοχή
ικανοποιώντας
Παρατατικός
Οριστική
ικανοποιούσα, ικανοποιούσες, ικανοποιούσε, ικανοποιούσαμε, ικανοποιούσατε, ικανοποιούσαν (ή ικανοποιούσανε)
Αόριστος
Οριστική
ικανοποίησα, ικανοποίησες, ικανοποίησε, ικανοποιήσαμε, ικανοποιήσατε, ικανοποίησαν ή ικανοποιήσανε
Υποτακτική
να ικανοποιήσω, να ικανοποιήσεις, να ικανοποιήσει, να ικανοποιήσουμε, να ικανοποιήσετε, να ικανοποιήσουν (ή να ικανοποιήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ικανοποίησε – β΄ πληθυντικό: ικανοποιήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιώ, θα ικανοποιείς, θα ικανοποιεί, θα ικανοποιούμε, θα ικανοποιείτε, θα ικανοποιούν (ή θα ικανοποιούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιήσω, θα ικανοποιήσεις, θα ικανοποιήσει, θα ικανοποιήσουμε, θα ικανοποιήσετε, θα ικανοποιήσουν (ή θα ικανοποιήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ικανοποιήσει, θα έχεις ικανοποιήσει, θα έχει ικανοποιήσει, θα έχουμε ικανοποιήσει, θα έχετε ικανοποιήσει, θα έχουν(ε) ικανοποιήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ικανοποιήσει, έχεις ικανοποιήσει, έχει ικανοποιήσει, έχουμε ικανοποιήσει, έχετε ικανοποιήσει, έχουν(ε) ικανοποιήσει
Υποτακτική
να έχω ικανοποιήσει, να έχεις ικανοποιήσει, να έχει ικανοποιήσει, να έχουμε ικανοποιήσει, να έχετε ικανοποιήσει, να έχουν(ε) ικανοποιήσει
Μετοχή
έχοντας ικανοποιήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ικανοποιήσει, είχες ικανοποιήσει, είχε ικανοποιήσει, είχαμε ικανοποιήσει, είχατε ικανοποιήσει, είχαν(ε) ικανοποιήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ικανοποιούμαι, ικανοποιείσαι, ικανοποιείται, ικανοποιούμαστε, ικανοποιείστε, ικανοποιούνται
Υποτακτική
να ικανοποιούμαι, να ικανοποιείσαι, να ικανοποιείται, να ικανοποιούμαστε, να ικανοποιείστε, να ικανοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ικανοποιείστε
Μετοχή
ικανοποιούμενος, ικανοποιούμενη, ικανοποιούμενο
Παρατατικός
Οριστική
ικανοποιούμουν, ικανοποιούσουν, ικανοποιούταν, ικανοποιούμασταν ή ικανοποιούμαστε, ικανοποιούσασταν, ικανοποιούνταν
Αόριστος
Οριστική
ικανοποιήθηκα, ικανοποιήθηκες, ικανοποιήθηκε, ικανοποιηθήκαμε, ικανοποιηθήκατε, ικανοποιήθηκαν ή ικανοποιηθήκανε
Υποτακτική
να ικανοποιηθώ, να ικανοποιηθείς, να ικανοποιηθεί, να ικανοποιηθούμε, να ικανοποιηθείτε, να ικανοποιηθούν ή να ικανοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ικανοποιήσου – β΄ πληθυντικό: ικανοποιηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιούμαι, θα ικανοποιείσαι, θα ικανοποιείται, θα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιείστε, θα ικανοποιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιηθώ, θα ικανοποιηθείς, θα ικανοποιηθεί, θα ικανοποιηθούμε, θα ικανοποιηθείτε, θα ικανοποιηθούν ή θα ικανοποιηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ικανοποιηθεί, θα έχεις ικανοποιηθεί, θα έχει ικανοποιηθεί, θα έχουμε ικανοποιηθεί, θα έχετε ικανοποιηθεί, θα έχουν(ε) ικανοποιηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ικανοποιηθεί, έχεις ικανοποιηθεί, έχει ικανοποιηθεί, έχουμε ικανοποιηθεί, έχετε ικανοποιηθεί, έχουν(ε) ικανοποιηθεί
Υποτακτική
να έχω ικανοποιηθεί, να έχεις ικανοποιηθεί, να έχει ικανοποιηθεί, να έχουμε ικανοποιηθεί, να έχετε ικανοποιηθεί, να έχουν(ε) ικανοποιηθεί
Μετοχή
ικανοποιημένος, ικανοποιημένη, ικανοποιημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ικανοποιηθεί, είχες ικανοποιηθεί, είχε ικανοποιηθεί, είχαμε ικανοποιηθεί, είχατε ικανοποιηθεί, είχαν(ε) ικανοποιηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ικανοποιώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ικανοποιώ, ικανοποιείς, ικανοποιεί, ικανοποιούμε, ικανοποιείτε, ικανοποιούν (ή ικανοποιούνε)
να ικανοποιώ, να ικανοποιείς, να ικανοποιεί, να ικανοποιούμε, να ικανοποιείτε, να ικανοποιούν (ή να ικανοποιούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ικανοποιείτε
Μετοχή
ικανοποιώντας
Παρατατικός
Οριστική
ικανοποιούσα, ικανοποιούσες, ικανοποιούσε, ικανοποιούσαμε, ικανοποιούσατε, ικανοποιούσαν (ή ικανοποιούσανε)
Αόριστος
Οριστική
ικανοποίησα, ικανοποίησες, ικανοποίησε, ικανοποιήσαμε, ικανοποιήσατε, ικανοποίησαν ή ικανοποιήσανε
να ικανοποιήσω, να ικανοποιήσεις, να ικανοποιήσει, να ικανοποιήσουμε, να ικανοποιήσετε, να ικανοποιήσουν (ή να ικανοποιήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ικανοποίησε – β΄ πληθυντικό: ικανοποιήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιώ, θα ικανοποιείς, θα ικανοποιεί, θα ικανοποιούμε, θα ικανοποιείτε, θα ικανοποιούν (ή θα ικανοποιούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιήσω, θα ικανοποιήσεις, θα ικανοποιήσει, θα ικανοποιήσουμε, θα ικανοποιήσετε, θα ικανοποιήσουν (ή θα ικανοποιήσουνε)
Οριστική
θα έχω ικανοποιήσει, θα έχεις ικανοποιήσει, θα έχει ικανοποιήσει, θα έχουμε ικανοποιήσει, θα έχετε ικανοποιήσει, θα έχουν(ε) ικανοποιήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ικανοποιήσει, έχεις ικανοποιήσει, έχει ικανοποιήσει, έχουμε ικανοποιήσει, έχετε ικανοποιήσει, έχουν(ε) ικανοποιήσει
να έχω ικανοποιήσει, να έχεις ικανοποιήσει, να έχει ικανοποιήσει, να έχουμε ικανοποιήσει, να έχετε ικανοποιήσει, να έχουν(ε) ικανοποιήσει
Μετοχή
έχοντας ικανοποιήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ικανοποιήσει, είχες ικανοποιήσει, είχε ικανοποιήσει, είχαμε ικανοποιήσει, είχατε ικανοποιήσει, είχαν(ε) ικανοποιήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ικανοποιούμαι, ικανοποιείσαι, ικανοποιείται, ικανοποιούμαστε, ικανοποιείστε, ικανοποιούνται
να ικανοποιούμαι, να ικανοποιείσαι, να ικανοποιείται, να ικανοποιούμαστε, να ικανοποιείστε, να ικανοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ικανοποιείστε
Μετοχή
ικανοποιούμενος, ικανοποιούμενη, ικανοποιούμενο
Παρατατικός
Οριστική
ικανοποιούμουν, ικανοποιούσουν, ικανοποιούταν, ικανοποιούμασταν ή ικανοποιούμαστε, ικανοποιούσασταν, ικανοποιούνταν
Αόριστος
Οριστική
ικανοποιήθηκα, ικανοποιήθηκες, ικανοποιήθηκε, ικανοποιηθήκαμε, ικανοποιηθήκατε, ικανοποιήθηκαν ή ικανοποιηθήκανε
να ικανοποιηθώ, να ικανοποιηθείς, να ικανοποιηθεί, να ικανοποιηθούμε, να ικανοποιηθείτε, να ικανοποιηθούν ή να ικανοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ικανοποιήσου – β΄ πληθυντικό: ικανοποιηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ικανοποιούμαι, θα ικανοποιείσαι, θα ικανοποιείται, θα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιείστε, θα ικανοποιούνται
Οριστική
θα ικανοποιηθώ, θα ικανοποιηθείς, θα ικανοποιηθεί, θα ικανοποιηθούμε, θα ικανοποιηθείτε, θα ικανοποιηθούν ή θα ικανοποιηθούνε
Οριστική
θα έχω ικανοποιηθεί, θα έχεις ικανοποιηθεί, θα έχει ικανοποιηθεί, θα έχουμε ικανοποιηθεί, θα έχετε ικανοποιηθεί, θα έχουν(ε) ικανοποιηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ικανοποιηθεί, έχεις ικανοποιηθεί, έχει ικανοποιηθεί, έχουμε ικανοποιηθεί, έχετε ικανοποιηθεί, έχουν(ε) ικανοποιηθεί
να έχω ικανοποιηθεί, να έχεις ικανοποιηθεί, να έχει ικανοποιηθεί, να έχουμε ικανοποιηθεί, να έχετε ικανοποιηθεί, να έχουν(ε) ικανοποιηθεί
Μετοχή
ικανοποιημένος, ικανοποιημένη, ικανοποιημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ικανοποιηθεί, είχες ικανοποιηθεί, είχε ικανοποιηθεί, είχαμε ικανοποιηθεί, είχατε ικανοποιηθεί, είχαν(ε) ικανοποιηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου