Studio
Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιστέκομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
αντιστέκομαι, αντιστέκεσαι, αντιστέκεται, αντιστεκόμαστε, αντιστέκεστε ή αντιστεκόσαστε, αντιστέκονται
Υποτακτική
να αντιστέκομαι, να αντιστέκεσαι, να αντιστέκεται, να αντιστεκόμαστε, να αντιστέκεστε ή να αντιστεκόσαστε, να αντιστέκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιστέκεστε
Μετοχή
αντιστεκόμενος, αντιστεκόμενη, αντιστεκόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αντιστεκόμουν, αντιστεκόσουν, αντιστεκόταν, αντιστεκόμαστε, αντιστεκόσαστε, αντιστέκονταν
(& αντιστεκόμουνα,
αντιστεκόσουνα, αντιστεκότανε, αντιστεκόμασταν, αντιστεκόσασταν, αντιστεκόντουσαν
ή αντιστεκόντανε)
Αόριστος
Οριστική
αντιστάθηκα, αντιστάθηκες, αντιστάθηκε, αντισταθήκαμε, αντισταθήκατε, αντιστάθηκαν ή αντισταθήκανε
Υποτακτική
να αντισταθώ, να αντισταθείς, να αντισταθεί, να αντισταθούμε, να αντισταθείτε, να αντισταθούν ή να αντισταθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιστάσου – β΄ πληθυντικό: αντισταθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιστέκομαι, θα αντιστέκεσαι, θα αντιστέκεται, θα αντιστεκόμαστε, θα αντιστέκεστε ή θα αντιστεκόσαστε, θα αντιστέκονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα αντισταθώ, θα αντισταθείς, θα αντισταθεί, θα αντισταθούμε, θα αντισταθείτε, θα αντισταθούν ή θα αντισταθούνε
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντισταθεί, θα έχεις αντισταθεί, θα έχει αντισταθεί, θα έχουμε αντισταθεί, θα έχετε αντισταθεί, θα έχουν(ε) αντισταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντισταθεί, έχεις αντισταθεί, έχει αντισταθεί, έχουμε αντισταθεί, έχετε αντισταθεί, έχουν(ε) αντισταθεί
Υποτακτική
να έχω αντισταθεί, να έχεις αντισταθεί, να έχει αντισταθεί, να έχουμε αντισταθεί, να έχετε αντισταθεί, να έχουν(ε) αντισταθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντισταθεί, είχες αντισταθεί, είχε αντισταθεί, είχαμε αντισταθεί, είχατε αντισταθεί, είχαν(ε) αντισταθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιστέκομαι»
Οριστική
αντιστέκομαι, αντιστέκεσαι, αντιστέκεται, αντιστεκόμαστε, αντιστέκεστε ή αντιστεκόσαστε, αντιστέκονται
να αντιστέκομαι, να αντιστέκεσαι, να αντιστέκεται, να αντιστεκόμαστε, να αντιστέκεστε ή να αντιστεκόσαστε, να αντιστέκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιστέκεστε
Μετοχή
αντιστεκόμενος, αντιστεκόμενη, αντιστεκόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αντιστεκόμουν, αντιστεκόσουν, αντιστεκόταν, αντιστεκόμαστε, αντιστεκόσαστε, αντιστέκονταν
Αόριστος
Οριστική
αντιστάθηκα, αντιστάθηκες, αντιστάθηκε, αντισταθήκαμε, αντισταθήκατε, αντιστάθηκαν ή αντισταθήκανε
να αντισταθώ, να αντισταθείς, να αντισταθεί, να αντισταθούμε, να αντισταθείτε, να αντισταθούν ή να αντισταθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιστάσου – β΄ πληθυντικό: αντισταθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιστέκομαι, θα αντιστέκεσαι, θα αντιστέκεται, θα αντιστεκόμαστε, θα αντιστέκεστε ή θα αντιστεκόσαστε, θα αντιστέκονται
Οριστική
θα αντισταθώ, θα αντισταθείς, θα αντισταθεί, θα αντισταθούμε, θα αντισταθείτε, θα αντισταθούν ή θα αντισταθούνε
Οριστική
θα έχω αντισταθεί, θα έχεις αντισταθεί, θα έχει αντισταθεί, θα έχουμε αντισταθεί, θα έχετε αντισταθεί, θα έχουν(ε) αντισταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντισταθεί, έχεις αντισταθεί, έχει αντισταθεί, έχουμε αντισταθεί, έχετε αντισταθεί, έχουν(ε) αντισταθεί
να έχω αντισταθεί, να έχεις αντισταθεί, να έχει αντισταθεί, να έχουμε αντισταθεί, να έχετε αντισταθεί, να έχουν(ε) αντισταθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα αντισταθεί, είχες αντισταθεί, είχε αντισταθεί, είχαμε αντισταθεί, είχατε αντισταθεί, είχαν(ε) αντισταθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου